Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Σχέσεις Εκκλησίας και κράτους
Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ.κ. Μελέτιος)

Προϋποθέσεις γιά νά είναι θετικός ο χωρισμός.

Ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος είναι αίτημα του ρεύματος της εκκοσμίκευσης, που είναι σταδιακή πορεία αποϊεροποίησης της ζωής του συνόλου και του ατόμου, ένα αίτημα ανυποχώρητο που ημέρα με την ημέρα γίνεται πιο πιεστικό και πιο θρασύ. Η πορεία αυτή -με διαφορετικά κάθε εποχή ονόματα (αναγέννηση, διαφωτισμός, νέα εποχή, μοντερνισμός, μεταμοντερνισμός, παγκοσμιοποίηση κ.ά.)-- στοχεύει πάντοτε στο ίδιο επιζήμιο για την Εκκλησία αποτέλεσμα. Και γι’ αυτό η Εκκλησία δίκαια αγωνιζόταν πάντοτε, και αγωνίζεται, εναντίον της. Όμως, τα συνθήματα που χρησιμοποίησε κάποιες φορές η Εκκλησία ΔΕΝ ήσαν τα σωστά και προκάλεσαν τεράστιες ζημιές. Και έγιναν αιτία μιας (κατά άνθρωπον) πανολεθρίας της. Π. χ. η Εγκύκλιος του πάπα Βονιφατίου Η' Unam Sanctam, με την οποία η Δυτική Εκκλησία αναγνώρισε και ανεκήρυξε μόνο νόμιμο τρόπο διοίκησης των χωρών την απολυταρχία και τους εκφραστές της «χριστούς Κυρίου», με όλες τις θεολογικο-πολιτικές προεκτάσεις και συνέπειες, έβλαψε. Επακόλουθα της Εγκυκλίου αυτής ήσαν ότι η Εκκλησία στη Δύση στράφηκε κατά των δημοκρατικών θεσμών και αγώνων και κατά του εργατικού κινήματος (δημοκρατικοί και συνδικαλιστές αναθεματίζονταν!), με αποτέλεσμα να γίνη η Εκκλησία μισητή στα λαϊκά στρώματα. Ακολούθησε (με τον Sylabus) η άμεση καταδίκη της επιστημονικής γνώσης και έρευνας (ΙΘ' αιών). Όλα αυτά οδήγησαν την Δύση σε ένα αντικληρικαλισμό που εμείς δεν μπορούμε ούτε να τον φαντασθούμε. Γι αυτό θα πρέπει η οδυνηρή πείρα της «Δύσης», να γίνεται μάθημα για μάς και να μην ανεχόμαστε καμμία και με κανένα τρόπο συνταύτιση. Και τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Επαινετά και ορθά ο Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος έχει κάμει πρόγραμμά του την αντίδραση κατά της μεθοδευμένης αποϊεροποίησης του βίου της πατρίδας μας και των πολιτών. Ο αγώνας αυτός χρειάζεται σύνεση (βλ. Λουκ. 16,31-32), αλλά και εντατικοποίηση της μαρτυρίας του κλήρου (= αρχιερέων, ιερέων και ιερομονάχων) ότι ο πρώτος εχθρός της Εκκλησίας είναι η έσωθεν, (δηλαδή από τον ίδιο τον κλήρο, από τον τρόπο ζωής τού κλήρου), αποϊεροποίηση της ζωής. Και γιατί ο αντίπαλος δεν είναι άοπλος και γιατί το μέλλον είναι όχι μόνο αόρατο και άγνωστο αλλά και αμφίβολο, αφού μπορεί να εξελιχθή αντίθετα προς τις όποιες προβλέψεις μας. Αποφεύγω κάθε κοινοτυπία-τάχα επεξήγηση και προχωρώ με μια αξιολογική αλληλουχία: 1. Ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας ΔΕΝ πρέπει να ευνοηθή. Η υπάρχουσα σχέση κράτους και Εκκλησίας είναι και για το έθνος και για το κράτος αλλά και για την Εκκλησία, καλή και ωφέλιμη. Οι συνταγματικές αρχές που ισχύουν καλό είναι να μείνουν αναλλοίωτες. Ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, στα μεν βασικά άρθρα (1, 36. 49-50) καλό είναι να μείνη αναλλοίωτος. Στα άρθρα περί εκκλησιαστικής διοίκησης μια επαναδιατύπωση θα είναι καλή. Η πείρα είναι οδηγητική. Μικτή Επιτροπή μπορεί να μελετήση μια διατύπωση πιο ευεργετική και πιο λειτουργική (στην επικοινωνία Κρατικών και Εκκλησιαστικών Αρχών) και μια πιο δυναμική (σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής, απαραίτητη προϋπόθεση δυνατότητας για προσέγγιση του λαού του Θεού και μάλιστα εκείνων που έχουν υποστή την αλλοτρίωση των συγχρόνων φιλοσοφικών ρευμάτων) ρύθμιση των σχέσεων Ι. Συνόδου και Αρχιερέων, Αρχιερέων και ιερέων, Αρχιερέων, ιερέων και λαϊκών στον χώρο της ενορίας, της εκκλησιαστικής επαρχίας, και της τοπικής Εκκλησίας στο σύνολό της. Δύσκολος δρόμος, αλλά είναι ο μόνος που παρέχει ελπίδα για ανάκαμψη. Με κανένα τρόπο να μην προωθηθή χωρισμός κάτω από ανάλογες με τις σημερινές συνθήκες. Οπωσδήποτε όμως, οι σημερινές συνθήκες επιβάλλουν να δημιουργηθή μια νέα εικόνα σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας μέσα στα υπάρχοντα συνταγματικά πλαίσια. Μία νέα εικόνα διοίκησης-λειτουργίας της Εκκλησίας και τρόπου λήψεως αποφάσεων και διαχειρήσεώς της. Για την αναζήτηση των σωστών «θέσεων», που θα πρέπει να διέπουν την τότε ζωή της Εκκλησίας, καλό θα είναι να συσταθή μια Επιτροπή από κληρικούς με βαθειά αίσθηση ποιμαντικής ευθύνης, μεγάλη πείρα και σύνεση, από ανθρώπους προσγειωμένους, πεζούς ρεαλιστές, όχι αιθεροβάμονες, ειδικούς με κριτήρια αντικειμενικά. Όχι για να ξεπεραστή η κρίση μόνο ή να προωθηθή μια κάποια λύση, αλλά για να συντελεσθή ένα έργο πνοής για αύξηση της Εκκλησίας και της δόξα του Χριστού. Για να προκύψη κάτι καλό, που θα γίνη αφορμή για ένα δυναμική και ελπιδοφόρο άνοιγμα προς το λαό. 2. Η νομική κατοχύρωση ότι η Εκκλησία σαν σύνολο και οι υπομονάδες της λειτουργούν ως Ν.Π.Δ.Δ. είναι εγγύηση ελευθερίας δράσεώς της. Μετάπτωσή τους σε άλλη νομική κατοχύρωση ίσως προκαλέση και καταλυτικές μεταβολές στον τρόπο λήψης, ελέγχου και εκτέλεσης αποφάσεων και στον τρόπο διαχείρισης και ελέγχου της. Σημασία θα έχη τότε, ποίο θα είναι το εποπτεύον Ν. Π., κάτι που ποτέ δεν θα παραλειφθή και δεν πρέπει ποτέ, ούτε να παραγνωρισθή, ούτε να καταφρονηθή-υποτιμηθή. 3. Σε περίπτωση νέας διαμόρφωσης σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, οπωσδήποτε θα έχομε - πλήρη έλεγχο της μισθοδοσίας από κρατικές αρχές, που θα απαιτήσουν άλλου είδους εργασιακές σχέσεις (Κύριος οίδε ποίες). - ένα ασφαλώς σημαντικό περιορισμό στις ενορίες με βάση σταθερά κριτήρια για πόλεις και χωριά (ευνόητα τα επακόλουθα). - πιθανότατα ελαχιστοποίηση των σημερινών προνομίων σε θέματα φορολογίας, κρατικών διευκολύνσεων, προστασίας της εννοίας του ιερού κ.ά. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν θα υπάρξη ζήτημα καταργήσεως-διακοπής μισθοδοσίας. Είναι ένα κεκτημένο δικαίωμα, του οποίου η σύγχρονη νομική αντίληψη δεν επιτρέπει καταπάτηση. 4. Το μάθημα των θρησκευτικών στα Σχολεία. Είναι γνωστό, γενική πεποίθηση, ότι έχει καταντήσει τύπος χωρίς ουσία ότι η θρησκευτική εκπαίδευση στα σχολεία είναι προβληματική. Η αντίδραση κατά του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών οδηγεί στο δίπολο: ή μάθημα θρησκειολογικό, ή μάθημα του Ορθόδοξου Πολιτισμού της Ελλάδας (Ορθόδοξη Θεολογία, Ορθόδοξη Τέχνη, Ορθόδοξο ήθος) και να μείνη σαν τέτοιο υποχρεωτικό, παρά να καταντήση προαιρετικό (κάτι που διαφορετικά δε θα αποφευχθή, με αποφάσεις του Σ.τ.Ε.). Στην περίπτωση αυτή θα διατηρηθούν στα Πανεπιστήμια και οι Θεολογικές Σχολές, κάτι πολύ χρήσιμο και ωφέλιμο. 5. Η θρησκευτική διδασκαλία στον στρατό, στις στρατιωτικές σχολές και στις σχολές τής αστυνομίας, ασφαλώς θα παύση. Θα θεωρηθή άμεσο επακόλουθο της νέας μορφής σχέσεων. Θα είναι μεγάλη επιτυχία, αν κατορθωθή να νομοθετηθή και για τις σχολές αυτές η υποχρεωτική διδασκαλία του Ορθοδόξου Πολιτισμού και προαιρετικές «λατρευτικές ευκαιρίες». 6. Ο πολιτικός γάμος μάλλον δεν θα καταστή υποχρεωτικός, χωρίς αυτό να είναι σίγουρο, δια τον φόβο των Ιουδαίων. Η Εκκλησία πρέπει να τονίζη τον πνευματικό του χαρακτήρα. Και την ελεύθερη προσέλευση.
***
Πιστεύω ότι τα σημεία 4, 5, 6 μέσα σε χώρο ελευθερίας θα φέρουν σε κλήρο και λαό, ποιμένες και ποιμαινομένους αίσθηση ευθύνης, και κατά συνέπεια μεγάλη ωφέλεια πνευματική. Όμως στην αρχή θα είναι αισθητή μια μεγάλη καθίζηση. Μεγάλος αριθμός, τάχα φίλων και πιστών, τότε θα αποστασιοποιηθή. Η Εκκλησία θα εύρη με δυσκολία το δρόμο της. Κλήρος και λαός θα υποστούν κλονισμό, βγαίνοντας έξω από τα νερά τους. Οι αρχιερείς τότε θα πρέπει να είναι πολύ δυνατοί σε πίστη και σε παράδειγμα. Γιατί η σχέση τους με το ποίμνιο θα είναι σχέση όχι εξουσιαστική, αλλά απλά και μόνο αγαπητική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: