Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012


Ο Αγιος Δημήτριος ο Μεγαλομάρτυς.



Ο άγιος μεγαλομάρτυρας Δημήτριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έζησε κατά τους χρόνους τουΑυτοκράτορα Διοκλητιανού και του Τετράρχη Γαλερίου Μαξιμιανού (284-305μ.Χ), εποχή κατά την οποίαέγινε φοβερός διωγμός κατά των χριστιανών. Ήταν επιφανέστατο μέλος της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, Δούκας της πόλης και Στρατηγός όληςτης Θεσσαλίας. Ο Δημήτριος που κατάγονταν από ευσεβή οικογένεια, δε φοβήθηκε από τα διατάγματα των αυτοκρατόρων και συνέχισε να κηρύττει τον ευαγγελικό λόγο, οδηγώντας στην πίστη πολλούςειδωλολάτρες. Όταν ο Μαξιμιανός έμαθε για την χριστιανική δράση του Δημητρίου διέταξε να συλληφθείκαι να οδηγηθεί μπροστά του. Ο Δημήτριος δε δίστασε να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη, παρόλο που γνώριζε τα φρικτάβασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι χριστιανοί. Αρχικά φυλακίστηκε σε ένα τόπο ακάθαρτο, σ' ένα παλαιό λουτρό στα υπογεια του οποίου χύνονταν ακάθαρτα περιττώματα. Στο βρωμερό αυτό τόπο ο άγιος παρέμεινε στερημένος τη συναναστροφή των ανθρώπων, αλλά παρηγορούμενος από το Θεό. Αυτότον καιρό διεξάγονταν αθλητικοί αγώνες στη Θεσσαλονίκη προς τιμή του αυτοκράτορα, ένας από τους συμμετέχοντες, ανθρωπος του Μαξιμιανού, που ονομάζονταν Λυαίος, κόμπαζε πως ήταν ανίκητος καιπαράλληλα χλέβαζε τους χριστιανούς καλώντας τους να αναμετρηθούν μαζί του. Ένας νεαρός στρατιώτηςκαι κρυφός μαθητής του Δημητρίου, που ονομάζονταν Νέστωρας επισκέφθηκε το Δημήτριο στη φυλακή και του ζήτησε να προσευχηθεί για να τον βοηθήσει ο Κύριος μας να αντιμετωπίσει τον Λυαίο. Ο άγιος αφού προσευχήθηκε και του είπε: "Ύπαγε και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ Χριστού θα μαρτυρήσεις". Ο Νέστωρας τότε παρουσιάστηκε στο στάδιο και ζήτησε να αναμετρηθεί με τον φοβερό Λυαίο. Μάταια προσπάθησαν να τον μεταπείσουν. Όταν ο Τετράρχης είδε πως δεν τον άκουε τον άφησε νααντιμετωπίσει τον γιγαντόσωμο Λυαίο. Αυτός πλησίασε τον Λυαίο και φωνάζοντας "Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι" του κατάφερε ένα φοβερό χτύπημα με το σπαθί στη καρδία και αυτός αμέσως σωριάστηκε νεκρός. Ο Μαξιμιανός αφού πληροφορήθηκε τα γεγονότα θεώρησε υπεύθυνο τον Δημήτριο και διέταξε νατους σκοτώσουν και τους δύο αμέσως. Έτσι ο άγιος Νέστωρας αποκεφαλίστηκε έξω από τη λεγόμενηΧρυσή Πύλη. Ο Δημήτριος που βρίσκονταν ακόμα στο λουτρό φυλακισμένος μόλις είδε τους στρατιώτεςνα έρχονται σήκωσε το δεξί του χέρι και οι στρατιώτες τον λόγχευσαν στην πλευρά, έτσι έμοιασε στονΚύριο μας, τον γλυκύτατο Ιησού που και αυτός είχε λογχευθεί στην πλευρά, ύστερα οι στρατιώτες των λόγχευσαν σε όλο του το σώμα. Έτσι τελειώθηκε ο άγιος Δημήτριος δεχόμενος το μαρτυρικό στεφάνι. Κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί ήρθαν κρυφά και ένταφίασαν το σώμα του αγίου στον ίδιο τον τόπο του μαρτυρίου, στο βρωμερό λουτρό που έμμελε πλέον να γίνει ιατρείο ψυχών και σωμάτων. Κάποιοςμάλιστα φίλος του αγίου που ονομάζονταν Λούπος και ήταν παρόν την ώρα του μαρτυρίου όταν έφυγανοι στρατιώτες, πήγε γρήγορα και έβγαλε το δαχτυλίδι και το πανωφόρι του αγίου και τα έβαψε στο αίματου. Με αυτά ενεργούσε πολλά θαύματα: αρρώστους ιάτρευε, δαιμονισμένους θεράπευε. Ο Μαξιμιανός μόλις έμαθε αυτά έστειλε στρατιώτες και τον αποκεφάλισαν σε κάποιον τόπο ονομαζόμενο Τριβουνάλιο.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012




Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 07/10/2012
Ευαγγελιστής Λουκάς ζ΄11-16.


Κείμενο:
Και εγένετο εν τω εξής επορεύετο εις πόλιν καλουμένην Ναΐν· και συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού ικανοί και όχλος πολύς. ως δε ήγγισε τη πύλη της πόλεως, και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού, και αύτη ην χήρα, και όχλος της πόλεως ικανός ην συν αυτή. και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ΄ αυτή και είπεν αυτή· μη κλαίε· και προσελθών ήψατο της σορού, οι δε βαστάζοντες έστησαν, και είπε· νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι. και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού. έλαβε δε φόβος πάντας και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες ότι προφήτης μέγας εγήγερται εν ημίν, και ότι επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού.


Μετάφραση:
Ύστερα πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγότανε Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν την πύλη της πόλης, βγάζανε ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαις». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και, αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ανακάθισε ο νεκρός κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξασαν το Θεό λέγοντας: «Μεγάλος προφήτης εμφανίστηκε ανάμεσά μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του!»

Σχόλια:

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 7, 11-16)

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

«Και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς
υιός μονογενής τη μητρί αυτού»

Η ΣΚΗΝΗ ΞΕΤΥΛΙΓΕΤΑΙ έξω από τη μικρή πόλη της Γαλιλαίας Ναΐν. Δυο συνοδείες συναντώνται. Ο Κύριος με τους μαθητές Του που κατευθύνονταν προς τη μικρή πόλη, η πρώτη. Μια μάζα πονεμένων ανθρώπων που έβγαιναν από την πόλη, η δεύτερη. Προπορευόταν ένα φέρετρο. Μια πονεμένη χήρα μάνα συνόδευε το μονάκριβο παιδί της στην τελευταία του κατοικία. Και το πλήθος των ανθρώπων, βουβοί και λυπημένοι, έκλειναν τη νεκρική πομπή. Οι συνοδείες διασταυρώθηκαν. Η πρώτη με επικεφαλής τη ζωή. Η δεύτερη με κέντρο τον θάνατο. Και η δυναμική αναμέτρηση, η δραματική πάλη αρχίζει.
Ο Κύριος μας, η Ζωή και η Ανάσταση των ανθρώπων, σπλαχνίζεται την πονεμένη μάνα. Βλέπει τα μάτια της να τρέχουν βρύσες, το πρόσωπο της αυλακωμένο από τον πόνο. Γεμάτος συμπόνοια της λέει: «Μη κλείτε». Κι ευθύς ζητλα να σταματήσει η πομπή. Πλησιάζει το φέρετρο. Αγγίζει το νεκρό σώμα. Και το στόμα Του ανοίγει για ν’ απευθύνει το θεϊκό πρόσταγμα: «Νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι»! Το θαύμα είναι πλέον μια πραγματικότητα. Ο νεκρός νέος ανακαθίζει και αρχίζει να ομιλεί. Ο Κύριος τον παραδίδει στη χαρούμενη μάνα και το πλήθος έκθαμβο ξεσπά σε δοξολογίες.
Η εξιστόρηση του θαύματος της σημερινής περικοπής μας φέρνει μπροστά στο μυστήριο του θανάτου. Η δραματική συμπλοκή του Κυρίου μαζί του , μας καλεί να σταθούμε αντιμέτωποι με το συγκλονιστικό τούτο γεγονός και να φωτίσουμε το μυστήριο που κρύβει με το φως της χριστιανικής μας πίστεως.

Θάνατος: μια τραγική πραγματικότητα

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ένα συγκλονιστικό γεγονός, μια οδυνηρή πραγματικότητα μέσα στη ζωή μας. Η παρουσία του απαρχής γέμιζε την ψυχή του ανθρώπου με φόβο και έφερνε τη σκέψη του σε απορία και αδιέξοδο. «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον…» ψάλλει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εκφράζοντας το πανανθρώπινο δέος ενώπιον του θανάτου.
Πραγματικότητα, λοιπόν, τραγική και αδιαμφισβήτητη. Φαινόμενο καθολικό. Γεγονός που μας συγκλονίζει. Γεννηθήκαμε; Ήρθαμε στον κόσμο αυτό; Τα μάτια μας αντίκρυσαν το φως του ήλιου και τις ομορφιές της γης; Μια μέρα θα πεθάνουμε οπωσδήποτε. Θα φύγουμε από τον παρόντα κόσμο. Και τα μάτια μας, που τώρα ακτινοβολούν τη δύναμη και την ομορφιά της ζωής, κάποτε θα ακινητοποιηθούν και θα κλείσουν. Κανείς, μα κανείς από τους ανθρώπους δεν διέφυγε το δόκανο του θανάτου.

Η ρίζα του θανάτου

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η προέλευση του θανάτου; Πως μπήκε στη ζωή του ανθρώπου; Ο θάνατος είναι ο πικρός καρπός και η τραγική συνέπεια της αμαρτίας, της αποστασίας και της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Η Παλαιά Διαθήκη μας βεβαιώνει ότι «φθόνω διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον» (Σοφ. Σολ. 2, 24). Και ο απόστολος Παύλος διδάσκει: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος» (Ρωμ. 5,12).
Ο θάνατος, λοιπόν, δεν είναι έργο του Θεού, αλλά αποτέλεσμα της αποστασίας μας, της αυτονομημένης ζωής από τον ζώντα και αληθινό Θεό, που προτιμήσαμε να ζήσουμε. Όπως διδάσκει και ο Μ. Βασίλειος – και η γνώμη του εκφράζει ολόκληρη την Πατερική Παράδοση -, «ουχί Θεός έκτισε θάνατον, αλλ’ ημείς εαυτοίς εκ πονηράς γνώμης επεσπασάμεθα».

Πως αντιμετωπίζουν οι πολλοί τον θάνατο

ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ κατηγορία ανθρώπων βλέπουν τον θάνατο σαν ένα φυσικό φαινόμενο και μόνο, σαν το τέρμα της ζωής και την επιστροφή στο μηδέν και στην ανυπαρξία. Δεν πιστεύουν στην μεταθανάτια ζωή. Δεν αισθάνονται μεταφυσική δίψα. Δεν υπάρχει μέσα τους ελπίδα, πόθος σωτηρίας.
Άλλοι άνθρωποι θέλουν να αγνοούν τον θάνατο. Τον αντιπαρέρχεται ηθελημένα. Σκέπτονται τα πάντα. Υπολογίζουν λεπτομέρειες. Προγραμματίζουν τη ζωή τους σχολαστικά. Μόνο τον θάνατο επιμένουν να αγοούν. Να μην τον σκέπτονται. Να μη λαμβάνουν υπόψη τους τη βίαιη έλευση του.
Και μια τρίτη κατηγορία: Είναι αυτοί που φοβούνται, που τρέμουν τον θάνατο. Στη σκέψη ότι θα πεθάνουν μια μέρα, παραλύουν από τον φόβο. Βλέπουν νεκροφόρα και στρέφουν αλλού το πρόσωπο τους. Και όταν η ανάγκη το επιβάλλει, τους είναι αδύνατο να δρασκελίσουν το κατώφλι του νεκροταφείου. Η ιδέα του θανάτου γεμίζει την ψυχή τους με απελπισία και τρόμο.

Η χριστιανική στάση

ΠΩΣ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ αντιμετωπίζουμε τον θάνατο; Πως θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για την ώρα της εξόδου μας από τον παρόντα κόσμο;
1. Το πρώτιστο είναι η ορθή αντίληψη περί θανάτου που οφείλουμε να έχουμε ως χριστιανοί. Ο θάνατος αποτελεί μιαν αδιαμφισβήτητη και αναπότρεπτη πραγματικότητα στη ζωή μας. Δεν είναι έργο του Θεού. Προήλθε από την αμαρτία. Είναι η τραγική συνέπεια της αποστασίας μας από τον ζώντα και αληθινό Θεό.
Όμως ο θάνατος, με τον θάνατο και την Ανάσταση του Κυρίου μας, νικήθηκε. Έχασε τη δύναμη και την αποκρουστικότητα του. Γίνεται κατά τον Μ. Βασίλειο «ζωής αφορμή», γέφυρα με την οποία: περνάμε από τα πρόσκαιρα στα αιώνια και από τα φθαρτά στα άφθαρτα. Το φως της Αναστάσεως του Χριστού μας διαλύει τη μαυρίλα του θανάτου. Και η ελπίδα της κοινής αναστάσεως και της αιώνιας ζωής μεταβάλλει τον θάνατο σε ύπνο.
2. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η μνήμη του θανάτου. Οι χριστιανοί δεν τρέμουμε μπροστά στο θάνατο. Δεν τον φοβόμαστε. Δεν προσπαθούμε να τον απωθήσουμε από τον ορίζοντα της ζωής μας. Αντίθετα, τον σκεπτόμαστε, διατηρούμε μέσα στις καρδιές μας αυτό που οι Πατέρες μας ονομάζουν μνήμη θανάτου. «Πάσαν ώραν», διδάσκει ο Μέγας Αθανάσιος, «μνημόνευε της εξόδου σου, έχε καθ’ ημέραν προ οφθαλμών τον θάνατον».
Η εμπειρία αυτή δεν υποκρύπτει μια κάποια περιφρόνηση προς την παρούσα ζωή, αλλά μια βαθια ρεαλιστική στάση μπροστά στη ζωή και στο θάνατο. Και η θύμηση αυτή του θανάτου γίνεται ανασχετικός φραγμός που μας ανακόπτει από το να αμαρτήσουμε, να αθετήσουμε τις ζωηφόρες εντολές του Κυρίου. «Μιμνήσκου τα έσχατα σου», συμβουλεύει ο σοφός Σειράχ, «και εις τον αιώνα ουχ αμαρτήσεις» (Σοφ. Σειρ. 7, 36).
3. Οι πιστοί ακόμη προετοιμαζόμαστε για την ώρα του θανάτου μας. Η ετοιμότητα ενώπιον του θανάτου αποτελεί μια συνεχή φροντίδα. Ολόκληρη η ζωή μας, ο καθημερινός αγώνας μας, υπηρετεί αυτό το ιδανικό: να ευρεθούμε έτοιμοι κατά την ώρα της εξόδου μας από τον παρόντα κόσμο. Και περιεχόμενο αυτής της ετοιμασίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια να ζούμε κατά το θέλημα του Θεού.

Η προετοιμασία των ετοιμοθάνατων.

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ την προετοιμασία μας ενόψει του θανάτου, είναι ανάγκη να πούμε δυο λόγια και για τον τρόπο με τον οποίο οι χριστιανοί οφείλουμε να προετοιμάζουμε τους ετοιμοθάνατους αδελφούς μας, συγγενείς ή φίλους μας.
Ασφαλώς δεν τρομοκρατούμε κανένα με την απειλή του επερχομένου θανάτου, αλλά δεν αποσιωπούμε αφελώς αυτό που μέλλει να συμβεί, αραδιάζοντας παραμύθια και ψεύτικες παρηγοριές.
Με αγάπη και τέχνη εισηγούμαστε την ανάγκη για μια καλή εξομολόγηση. Να έρθει πνευματικός ιερεύς για να εξομολογήσει τον γέροντα ή τον άρρωστο μας. Είναι εγκληματικό εμείς οι χριστιανοί να ανεχόμαστε ή – ακόμη χειρότερα – να καλλιεργούμε την ανόητη αντίληψη ότι ο ερχομός του ιερέως σημαίνει πως έφτασε η ώρα του θανάτου!
Μόνο έτσι πρέπει να προετοιμάζουμε τον άνθρωπο μας για να λάβει και τη θεία κοινωνία. Και τα δυο αυτά – εξομολόγηση και μετάληψη – πρέπει να γίνουν όταν ο γέροντας ή ο ασθενής είναι ακόμη καλά, έχει διαύγεια πνεύματος και το επιθυμεί και ο ίδιος. Όταν πλέον πνέει τα λοίσθια ή έχει περιπέσει σε κώμα είναι ανώφελο. Η Εκκλησία δεν δίνει τα μυστήρια της σε πτώματα. Και η δική μας ευθύνη γι’ αυτή την αμέλεια μας είναι πολύ μεγάλη.
Αλλά και κάτι άλλο: Συχνά γνωρίζουμε οι συγγενείς και οι φίλοι πως ο ετοιμοθάνατος βρίσκεται σε σύγκρουση ή αντιδικία με άλλους. Αποτελεί χρέος μας να τον βοηθήσουμε – έστω και την τελευταία στιγμή – να συμφιλιωθεί μαζί τους. Να δώσει και να ζητήσει συγχώρηση, ώστε να φύγει από τον κόσμο συμφιλιωμένος και ειρηνευμένος.

* * *

Αδελφοί μου,
Ας μη μας διαφεύγει η πραγματικότητα του θανάτου. Είμαστε φθαρτοί. Αργά ή γρήγορα – πότε ακριβώς μόνο ο Θεός το γνωρίζει – θα βρεθούμε όλοι μας αντιμέτωποι μα την πραγματικότητα του θανάτου. Η μεγάλη ώρα θα έρθει οπωσδήποτε και για μας. Και θα έρθει ξαφνικά και απροειδοποίητα!
Οφείλουμε να μη φοβόμαστε τον θάνατο.
Να σκεπτόμαστε καθημερινά την ώρα της εξόδου μας από τον παρόντα κόσμο.
Να προετοιμαζόμαστε με φόβο Θεού για τη μεγάλη αυτή στιγμή.
Και να παρακαλούμε με θέρμη τον Κύριο να μας χαρίσει «χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών».

Πρεσβύτερος
Δημήτριος Λ. Λάμπρου