Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011




Κάποιες σκέψεις για το <<Νέον Έτος>>.
Του Πρεσβυτέρου Δημητρίου Λ. Λάμπρου.


"Όποιος έμαθε να πεθαίνει - Ξέμαθε να είναι δούλος".



Αυτό μας ζητάει ο Χριστός. Να μάθουμε να πεθαίνουμε ώστε να… ξεμάθουμε να είμαστε δούλοι. Είναι απόφαση και δυναμισμός το να "πεθαίνεις" για (την απάτη, την κλοπή, την ανεντιμότητα, την αλητεία, τον ωχαδερφισμό, την απιστία) και να ζήσεις ελεύθερος και όχι δούλος. Είναι μάθημα που θέλει χρόνο (χρόνους) για να… μαθευτεί! Αυτό το ξέρει η Εκκλησία και γι’ αυτό μας το θυμίζει με την Λειτουργική Ζωή.
"Όποιος έμαθε να πεθαίνει - Ξέμαθε να είναι δούλος".
Ο Χριστός με τον τρόπο της δικης Του βιοτής (Βάπτισμα-Σταύρωση) προσπαθεί να μας μάθει να… πεθαίνουμε για ό,τι νοσηρό και άχρηστο και να αποχτήσουμε την ελευθερία των τέκνων του Θεού.




Χρόνια Πολλά και ευλογημένα απο την παρουσία Του.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011



Λίγα λόγια για τα Χριστούγεννα.


Του Πρεσβυτέρου Δημητρίου Λ. Λάμπρου.


Φέτος τα Χριστούγεννα κάποιοι αδελφοί μας θα ξεχαστούν στα ανάκτορα του Ηρώδη. Κάποιοι άλλοι θα παραμείνουν στο δέντρο να κοιτάζουν τα φωτάκια αγνοώντας για το φως του Χριστού. Άλλοι θα γίνουν κοιλιόδουλοι στο ρεβεγιόν. Αρκετοί στο φούλ του άσσου και στο καρέ της ντάμας. Το μήνυμα της φάτνης δείχνει το δρόμο και δίνει τη λύση. Ας ακολουθήσουμε το Θείο βρέφος για να γίνουμε και εμείς Θεικοί κατά χάριν. Ο Χριστός ποτέ δεν είπε θολά ή ιδεαλιστικά λόγια. Όταν έλεγε "να είστε τέλειοι" (Ματθ. 5,48) το εννοούσε! Η Εκκλησία δεν υπάρχει παρά για να τραβά ανθρώπους προς την πλευρά του Χριστού, να τους κάνει, δηλαδή, μικρούς Χριστούς. Σε έναν κόσμο άχρωμο, που στενεύει, ήρθε η στιγμή να δραπετεύσουμε απο τα εμφιαλωμένα όνειρα, τις νυσταγμένες συνειδήσεις, τις κάλπικες επιθυμίες και τις ανούσιες σκέψεις. Ας μη μείνουμε και φέτος "μολυβένια στρατιωτάκια". Ας Του ζητήσουμε να μας αλλάξει. Ας Του δώσουμε ΟΛΟ μας τον εαυτό. Ας μη μείνουμε "νηστικοί" έχοντας ένα τόσο πλούσιο Πατέρα.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011



Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΣΟΔΟΣ.
Στήν μέση περίπου τῆς θείας Λειτουργίας γίνεται ἡ λεγομένη «Μεγάλη Εἴσοδος»:
Ὁ ἱερέας πηγαίνει στήν πρόθεση (=ὁ χῶρος ἀριστερά τῆς ἁγίας Τραπέζης) καί παίρνει τό δισκάριο μέ τόν ἄρτο καί τό ποτήριο μέ τόν οἶνο. Στή συνέχεια, τά μεταφέρει διά μέσου τοῦ κυρίως ναοῦ στήν ὡραία πύλη. Καί ἔτσι κάνει ἐπίσημη «εἴσοδο» στό ἱερό ὅπου ἀφήνει τό δισκάριο καί τό ποτήριο ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα.
Τί χρειάζεται ὅμως, αὐτή ἡ διαδικασία; Νά τί ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος Γερμανός, ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως:
-Ἡ μεταφορά τῶν δώρων μας (=τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου) ἀπό τήν πρόθεση στό ἅγιο θυσιαστήριο, στήν ἁγία Τράπεζα, συμβολίζει-ὑποδηλώνει τήν πορεία τοῦ Κυρίου ἀπό τή Βηθανία στήν Ἱερουσαλήμ (P.G. 98, 420D).
Τότε ὑποδέχθηκαν τόν Χριστό μετά βαΐων καί κλάδων, λέγοντας: Ὠσαννά, εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Μεταφέροντας ὁ ἱερέας τά δῶρα μας, πού πρόκειται νά μεταβληθοῦν σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, γίνεται, συμβολικά, ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος πού μετέφερε γιά λίγο τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι συμμετέχουμε, πνευματικά, σ΄ αὐτήν τήν ὑποδοχή καί τήν μεταφορά. Γι΄ αὐτό, κατά τήν ὥρα τῆς εἰσόδου ὁ ἱερέας ἐκφωνεῖ τά λόγια:
-Πάντων ἡμῶν μνησθείη Κύριος ὁ Θεός ἐν τῇ Βασιλείᾳ αὐτοῦ πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Εἴθε ὅλους μας νά μᾶς θυμηθῆ Κύριος ὁ Θεός στήν βασιλεία του, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες.
Ἔτσι, γινόμαστε καί ἐμεῖς μιμητές τοῦ ληστοῦ ὁ ὁποῖος, πάνω στό Σταυρό, εἶπε στό Χριστό: Μνήσθητί μου Κύριε ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου. Ἐπίσης, ἀκολουθοῦμε τόν Κύριο πρός τήν Ἱερουσαλήμ γιά νά συμμετέχουμε στόν Σταυρό, δηλ. γιά νά σταυρώσουμε τήν σάρκα μας μέ τά πάθη μας καί τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. 5,24). Σάρκα σημαίνει τίς πονηρές πράξεις. Δηλαδή, μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, νά ἐξοντώσουμε, νά «σκοτώσουμε» τίς ἁμαρτωλές πράξεις καί σκέψεις μας. Καί ὅλα αὐτά κατορθώνονται χάρις στήν θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Καί χάρις σ᾿ αὐτήν τήν θυσία, κατά τήν θεία Λειτουργία γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ συμμετοχή μας στό Σῶμα Του καί στό Αἷμα Του μᾶς ἁγιάζει καί μᾶς καθιστᾶ φίλους Του καί ἀληθινά τέκνα Του.


Ἀρχιμανδρίτης Νίκων Κουτσίδη, περιοδικό Λυχνία Νικοπόλεως, Δεκέμβριος 2011.

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011




Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 18 Δεκεμβρίου 2011.

Ευαγγελιστής Mατθαίος α΄1-25

Κείμενο:
Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαυΐδ υιού Αβραάμ. Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού, Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ, Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασών, Ναασών δε εγέννησε τον Σαλμών, Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ εκ της Ραχάβ, Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ εκ της Ρούθ, Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί, Ιεσσαί δε εγέννησε τον Δαυΐδ τον βασιλέα. Δαυΐδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα εκ της του Ουρίου, Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, Ροβαάμ δε εγέννησε τον Αβιά, Αβιά δε εγέννησε τον Ασά, Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν, Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Άχαζ, Άχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν, Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν, Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος. Μετά δε την μετοικεσίαν Βαβυλώνος Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, Σαλαθιήλ δε εγέννησε τον Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ, Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ, Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας, εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός. Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες. Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην. Μνηστευθείσης γαρ της μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν η συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου. Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν. Ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος Κυρίου κατ΄ όναρ εφάνη αυτώ λέγων· Ιωσήφ υιός Δαυΐδ, μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου· το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου· τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν· αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών. Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος· ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ΄ ημών ο Θεός. Διεγερθείς δε ο Ιωσήφ από του ύπνου εποίησεν ως προσέταξεν αυτώ ο άγγελος Κυρίου και παρέλαβε την γυναίκα αυτού, και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν.


Μετάφραση:
Γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού Χριστού απογόνου του Δαβίδ, ο οποίος ήταν απόγονος του Αβραάμ. Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδα και τους αδερφούς του. Ο Ιούδας εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά με τη Θάμαρ. Ο Φαρές εγέννησε τον Εσρώμ και ο Εσρώμ τον Αράμ. Ο Αράμ εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ τον Ναασών και ο Ναασών τον Σαλμών. Ο Σαλμών εγέννησε τον Βοόζ με τη Ραχάβ, ο Βοόζ εγέννησε τον Ωβήδ με τη Ρουθ· ο Ωβήδ εγέννησε τον Ιεσσαί κι ο Ιεσσαί γέννησε τον Δαβίδ το βασιλιά. Ο βασιλιάς Δαβίδ εγέννησε τον Σολομώντα με τη γυναίκα του Ουρία· ο Σολομών εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ τον Αβιά, ο Αβιά τον Ασά· ο Ασά εγέννησε τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ τον Ιωράμ, ο Ιωράμ τον Οζία· ο Οζίας εγέννησε τον Ιωάθαν, ο Ιωάθαμ τον Άχαζ, ο Άχαζ τον Εζεκία· ο Εζεκίας εγέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής τον Αμών, ο Αμών τον Ιωσία· ο Ιωσίας εγέννησε τον Ιεχονία και τους αδερφούς του την εποχή της αιχμαλωσίας στη Βαβυλώνα. Μετά την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ και ο Σαλαθιήλ το Ζοροβάβελ· ο Ζοροβάβελ εγέννησε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ τον Ελιακίμ, ο Ελιακίμ τον Αζώρ· ο Αζώρ εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ τον Αχίμ και ο Αχίμ τον Ελιούδ· ο Ελιούδ εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ τον Ματθάν, ο Ματθάν τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιωσήφ τον άντρα της Μαρίας. Από τη Μαρία γεννήθηκε ο Ιησούς, ο λεγόμενος Χριστός. Από τον Αβραάμ ως τον Δαβίδ μεσολαβούν δεκατέσσερις γενιές· το ίδιο κι από τον Δαβίδ ως την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, καθώς κι από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα ως το Χριστό. Η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε ως εξής: Η μητέρα του, η Μαρία, αρραβωνιάστηκε με τον Ιωσήφ. Προτού όμως συνευρεθούν, έμεινε έγκυος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Ο μνηστήρας της ο Ιωσήφ, επειδή ήταν ευσεβής και δεν ήθελε να τη διαπομπεύσει, αποφάσισε να διαλύσει τον αρραβώνα, χωρίς την επίσημη διαδικασία. Όταν όμως κατέληξε σ΄ αυτή τη σκέψη, του εμφανίστηκε στον ύπνο του ένας άγγελος σταλμένος από το Θεό και του είπε: «Ιωσήφ, απόγονε του Δαβίδ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, τη γυναίκα σου, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει γιο, και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, γιατί αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες τους». Με όλα αυτά που έγιναν, εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου, που είχε πει ο προφήτης: Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας. Όταν ξύπνησε ο Ιωσήφ, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου και πήρε στο σπίτι του τη Μαρία τη γυναίκα του. Και δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της· ωσότου γέννησε το γιό της τον πρωτότοκο και του έδωσε το όνομα Ιησούς.


Σχόλια:
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
(Ματθ. 1, 1-25)

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ

«Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν»

ΙΗΣΟΥΣ! ΤΟ ΓΛΥΚΥΤΕΟ, το πιο όμορφο, το πιο αγαπημένο όνομα! Μέσα στο διάβα των αιώνων ηλέκτρισε, χαροποίησε, παρηγόρησε αναρίθμητες ανθρώπινες καρδιές.
Ιησούς! Το αγιώτερο πρόσωπο της ιστορίας. Η πιο μεγάλη και πιο ιερή μορφή όλων των αιώνων και όλων των εποχών. Η παρουσία Του πάνω στο πρόσωπο της γης στάθηκε το μεγαλύτερο ορόσημο. Η ώρα της γεννήσεως Του διαίρεσε στα δυο την ανθρώπινη ιστορία.
Ιησούς! Ο Χριστός. Ο Υιός του Θεού, ο Σωτήρας του κόσμου. Ο Λυτρωτής του γένους των ανθρώπων.
Τη γέννηση του Ιησού ετοιμάζεται να εορτάσει για μια ακόμη φορά η Εκκλησία Του, ο χριστιανικός κόσμος. Σ’ αυτό το μεγάλο γεγονός αναφέρεται στη σημερινή περικοπή ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Μας ιστορεί το γενεαλογικό δένδρο του Ιησού και εκθέτει τα γεγονότα που προηγήθηκαν τηε γεννήσεως Του.
Άγγελος Κυρίου εμφανίζεται στον μνήστορα Ιωσήφ. Διαλύει τις ανθρώπινες αμφιβολίες που τον βασάνιζαν. Εξηγεί το υπερφυές γεγονός της συλλήψεως ως έργο του Αγίου Πνεύματος. «Το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστιν Αγίου». Και, τέλος, αναγγέλλει το όνομα που έπρεπε να δοθεί στο θείο βρέφος: «Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν». Δηλαδή, θα γεννήσει γιο και συ, που σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο αναγνωρίζεται προστάτης και πατέρας Του, θα τον ονομάσεις Ιησού.

Ιησούς
το όνομα του απεσταλμένου Λυτρωτή

ΙΗΣΟΥΣ, ΛΟΙΠΟΝ, το όνομα του θείου βρέφους. Με το όνομα τούτο περνά μέσα στην ιστορία ο Κύριος, ο Υιός και Λόγος του Θεού. Είναι όνομα θεοδώρητο. Δεντο προσέφεραν άνθρωπο αλλά ο ίδιος ο Θεός. Είναι όνομα άγιο και ιερό. Το αγιώτερο και το γλυκύτερο όλων των ονομάτων. Ο απόστολος Παύλος μας λέει ότι «ο Θεός εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ πάν όνομα» (Φιλ. 2, 9). Είναι όνομα προσκυνητό και λατρευτό. «Εν τω ονόματι Ιησού πάν γόνυ κα΄μψει επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Φιλ.2, 10).
Το όνομα του Ιησού έγινε η χαρά των πονεμένων. Το στήριγμα των αδυνάτων. Το καταφύγιο των αδικημένων. Το φως όλων εκείνων που πορεύονται στα δύσβατα μονοπάτια της ζωής. Το όνομα του Ιησού έγινε η ειρήνη πάνω στο πρόσωπο της γης. Η αγάπη και η ευδοκία του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους. Στο όνομα του Ιησού τα πλάσματα της γης και οι αιώνες απέθεσαν τις ελπίδες τους. Για τον Ιησού προφήτευσε ο Ησαΐας: «Τω ονόματι αυτού έθνη ελπιούσι» (Ησ. 42, 4).

Το όνομα του Ιησού
σημαίνει την αποστολή Του

ΤΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ άραγε Ιησούς, όνομα και λέξη εβραϊκή Ιησούς σημαίνει σωτήρ. Το όνομα του Κυρίου εκφράζει το έργο που ήρθε στον κόσμο να επιτελέσει, το σκοπό της θείας ενανθρωπήσεως. Ο άγγελος του Θεού αναγγέλλοντας στον μνήστορα Ιωσήφ το όνομα του Ιησού, που όφειλε να δώσει στο θείο βρέφος, έδινε παράλληλα και την εξήγηση αυτής της ονοματοδοσίας: «Αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (στιχ. 21).
Ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας μας, ο Λυτρωτής του κόσμου. Υπήρξε η προσδοκία των εθνών. Η γλυκιά απαντοχή των ανθρώπων. Η ελπίδα του περιουσίου λαού. Το όραμα των πατριαρχών. Το κήρυγμα των προφητών. Ο αναμενόμενος Μεσσίας. Ήρθε για να μας λυτρώσει. Να μας απαλλάξει από την κυριαρχία του διαβόλου. Να μας ελευθερώσει από τα δεσμά της αμαρτίας. Να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ ουρανού κα γης. Να μας ξαναδώσει τη χαμένη δυνατότητα κοινωνίας με τον Θεό. Να θεραπεύσει την άρρωστη φύση μας και έτσι να μπορέσουμε να ζήσουμε μια καινούργια ζωή, τη δική Του ζωή. Την αλήθεια αυτή ακούμε να διακηρύσσει ο απόστολος Πέτρος ενώπιον του Ιουδαϊκού Συνεδρίου: «Ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομα εστον έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ώ δει σωθήναι ημάς» (Πραξ. 4, 12).
Ο Ιησούς είναι ο αιώνιος Λυτρωτής. Σωτήρας όλων των ανθρώπων, όλων των αιώνων, όλων των εποχών. Ήρθε στον κόσμο από ανέκφραστη αγάπη. Και ενανθρώπησε για χάρη όλων των ανθρώπων. «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν», όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της πίστεως μας. Εκείνος μας χάρισε «παράκλησιν αιωνίαν» (Β’ Θεσ. 2, 16). Προσκάλεσε κάθε λανθρωπο «εις την αιώνιον αυτού δόξαν» (Β’ Τιμ. 2, 10). Και καθώς διακηρύττει ο απόστολος Παύλος, «εγένετο αίτιος σωτηρίας αιωνίου» (Εβρ, 5, 9).
Τα αποχριστιανισμένα Χριστούγεννα

ΓΙ’ ΑΥΤΟ, αν θέλουμε να γιορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, να κατανοήσουμε τη σημασία του μεγάλου γεγονότος, να νιώσουμε το μήνυμα που κρύβει η εορτή, οφείλουμε να αναζητήσουμε τον Ιησού. Ο Κϋριος και η Εκκλησία Του να γίνουν το κέντρο και ο άξονας του εορτασμού.
Το γλυκύτατο όνομα του Ιησού στα χείλη μας. Το όνομα, το υπέρ πάν όνομα του αγαπημένου Κυρίου μας, στα χείλη όλων των χριστιανών. Να το δοξάζουμε. Να το υμνούμε, να το ομολογούμε με τόλμη και θάρρος, με πίστη και λαχτάρα. Γράφει ο απόστολος Παύλος προς τους χριστιανούς της Ρώμης: «Εάν ομολογήσης εν τω στόματι σου Κύριον Ιησούν και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών σωθήση» (Ρωμ. 10, 9). Καιο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναρωτιέται: «Τι ούν μακαριώτερον; Τι ευδαιμονέστερον; Ή τι γλυκύτερον άλλο είναι ή το να μελετά τις πάντοτε το ένδοξον, το τερπνόν και πολυπόθητον όνομα του Ιησού Χριστού… Ποία δε έννοια και ενθύμησις είναι χαριεστέρα από της εννοίας και ενθυμήσεως του σωτηρίου και θεοπρεπούς και φοβερού ονόματος του Ιησού Χριστού και Υιού του Θεού;». Ο ίδιος ο Κύριος μας έχει διαβεβαιώσει: «Ό,τι αν αιτήσετε εν τω ονόματι μου, τούτο ποιήσω» (Ιω. 14, 13). Σε όλους εμάς που ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα ο προφήτης Ησαΐας παραγγέλλει: «Βοάτε το όνομα αυτού. Αναγγείλατε εν τοις έθνεσι τα ένδοξα αυτού. Μιμνήσκεσθε, ότι υψώθη το όνομα αυτού. Υμνήσατε το όνομα Κυρίου» (Ησ. 12, 4-5).
Το γλυκύτατο πρόσωπο του Ιησού στην καρδιά μας. Ο μεγάλος ένοικος. Ο υψηλός επισκέπτης. Η πρώτη μας αγάπη. Ο κορυφαίος μας πόθος. Ο αληθινός έρωτας μας. Ό,τι πιο ιερό, ο Ιησούς να ενοικήσει στην καρδιά μας. Ό,τι πιο μεγάλο, η καρδιά μας να φλέγεται από την αγάπη Του. Ο Παύλος, μια καρδιά που αγάπησε βαθιά τον Ιησού, έγραψε γι’ αυτήν την αγάπη: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. 8, 35).
Ο Ιησούς, τέλος, στη ζωή μας. Στην οικογένεια μας. Στην εργασία μας. Στο γραφείο μας. Στην ψυχαγωγία μας. Παντού και πάντοτε. Οδηγός και κυβερνήτης. Ο Ιησούς είναι ο ελευθερωτής. Ας τον καλέσουμε να μας λυτρώσει από τα δεσμά της αμαρτίας, να μας ελευθερώσει από τα πάθη μας. Είναι το φως. Ας τον ικετεύσουμε να έρθει για να φωτίσει τα σκοτάδια μας. Είναι η αλήθεια. Ας τον γνωρίσουμε. Είναι η χαρά. Ας τον παρακαλέσουμε να διώξεο τον πόνο και τις θλίψεις μας. Είναι η δικαιοσύνη. Ας του ζητήσουμε να εμπνεύσει τη σκέψη μας, να κατευθύνει τις πράξεις μας, να κυβερνήσει τον άδικο κόσμο μας. Είναι η ειρήνη. Ας προσευχηθούμε εκείνος να ειρηνεύσει τις καρδιές μας και τον ταραγμένο πλανήτη μας. Είναι η αγάπη. Ας τον προσκαλέσουμε να διώξει τα μίση και τις κακίες και να μαλακώσει με το βάλσαμο της αγάπης τις καρδιές μας.

* * *
Αδελφοί μου,
Είθε τα εφετινά Χριστούγεννα να τα γιορτάσουμε μαζί και κοντά στον Ιησού.
Τα χείλη μας ας υμνήσουν το γλυκύτατο όνομα Του.
Η καρδιά μας ας ετοιμαστεί να τον υποδεχθεί. Επισκέπτη και ένοικο. Λυτρωτή και Σωτήρα.
Και στην πορεία της ζωής μας Εκείνος ας είναι ο οδηγός και ο κυβερνήτης.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011





Ο «Οικονομισμός» στον σύγχρονο κόσμο.


Η εποχή μας είναι διαποτισμένη από τον οικονομισμό. Σφραγίζει το καθετί, καταπιέζει την ανώτερη ζωή. Ποτέ ως τα σήμερα ο άνθρωπος δεν είχε νιώσει τόσο τη σημασία της οικονομίας στη ζωή του, ούτε είχε συνείδηση του πόσο εξαρτάται από αυτήν. Ποτέ η παραγωγικότητα δεν είχε υπερεγκωμιασθεί, ούτε είχε μετατραπεί σε σκοπό αυτή καθ’ αυτή. Δεν είναι τυχαίο που η θεωρία του οικονομικού υλισμού θεμελιώθηκε στην εποχή μας. Ανταποκρινόταν απλά στην κατάσταση της ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η πνευματική ζωή του ανθρώπου υποτάχθηκε στην υλική. Αυτό το φαινόμενο της πραγματικότητος, εκφράστηκε παθητικά στη σκέψη ως αυτή η υλιστική θεωρία, για την οποία ολόκληρη η πνευματική ζωή δεν είναι παρά εποικοδόμημα της οικονομικής ζωής. Τα «ιδεολογικά εποικοδομήματα», που καταδικάζουν σήμερα υλιστές και σοσιαλιστές, είχαν σημαδέψει την ευγένεια του ανθρώπινου πνεύματος, την απαίτηση μιας ιερής επικύρωσης της ζωής. Αρχίσαμε να τα θέτουμε υπό κατηγορία και να τα ερμηνεύουμε υλιστικά, οπότε η υλική ζωή πήρε τα πρωτεία από την πνευματική. [… ]
Ποτέ μέχρι σήμερα ο τρόμος μπροστά στην ανάγκη, μπροστά στην αβεβαιότητα της ζωής, δεν είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις. Ποτέ μέχρι σήμερα ο άνθρωπος δεν ένιωσε τόσο περισφιγμένος, συντριμμένος από όλες τις μεριές, εγκαταλειμμένος στην αυθαιρεσία της τύχης.
Ο ζυγός του οικονομισμού έχει για αιτία την απώλεια κάθε ιερής επιδοκιμασίας της οικονομική δραστηριότητος. Στην ανθρώπινη ζωή κάτι απόκτησε τρομερή ένταση στον 19ο και 20ο αιώνα. Η ζωή γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Από την αργή εργασία, ο άνθρωπος περνά στην εντατική εργασία, από τον ανέμελο ψυχικό τύπο, στον εντατικό. Δεν βλέπει πουθενά ανοιχτούς, όλα είναι στενά, περιορισμένα.
Ο άνθρωπος νιώθει καταπιεσμένος στη γη. Η αύξηση του πληθυσμού και των αναγκών έδεσαν τον άνθρωπο στην οικονομία. Η είσοδος της μηχανής ήταν μια από τις πιο ριζικές επαναστάσεις της ιστορίας, ταρακούνησε τα αιώνια θεμέλια της ζωής. Ο ρυθμός της ζωής άλλαξε. Ξεκόβει όλο και περισσότερο από τον ρυθμό της φύσης.
Η ζωή γίνεται όλο και λιγότερο φυσική, ο άνθρωπος γνωρίζει τη διάλυση και την δυσαρμονία.
Ποια είναι λοιπόν αυτή η ανάγκη η οποία καθορίζει τη δύναμη της οικονομίας στην ανθρώπινη ζωή; Είναι η έκφραση μιας μη κοσμικής κατάστασης του κόσμου.
Το οριστικό ξεπέρασμα της ανάγκης, προϋποθέτει την έλευση της κοσμικής αρμονίας, το ξεπέρασμα της υλικής κατάστασης του κόσμου, δηλαδή του μη κοσμικού, του κομματιασμένου, του αλυσοδεμένου.
Η ύπαρξη των νόμων της φύσης, η ζωή του σώματός μας η οποία μας συνδέει με την φυσική ολόκληρου του κόσμου, σημαίνουν ότι η κατάσταση μέσα στην οποία βρίσκονται ο άνθρωπος και η ανθρωπότητα είναι ατελής, άρρωστη, ελαττωματική. Είναι τρελοί όσοι από σάς σκέφτονται να φθάσουν στον κοινωνικό παράδεισο και στην ευδαιμονία, στην τέλεια ελευθερία, στο ξεπέρασμα του κακού και του πόνου, παραμένοντας ολότελα μέσα στο φυσικό σώμα, και μένοντας υποταγμένοι στο βασίλειο της υλικής φύσης και στους νόμους του.
Αυτό το βασίλειο απαιτεί την οικονομία του ανθρώπου, την οικονομική εργασία και μέριμνα. Οι ευαγγελικοί λόγοι για την αμεριμνησία των πουλιών του ουρανού και των χόρτων των αγρών απευθύνονται στον εσωτερικό πνευματικό άνθρωπο. Είναι εντελώς άσχετα με τον εξωτερικό χώρο της ζωής.


(Από το βιβλίο «Για την Κοινωνική Ανισότητα», εκδ. Π. Πουρναρά. Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία» τεύχος Οκτωβρίου 2011)

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 11 Δεκεμβρίου 2011.
Ευαγγελιστής Λουκάς ιδ΄16-24


Κείμενο:
ο δε είπεν αυτώ· ανθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς· και απέστειλε τον δούλον αυτού τη ώρα του δείπνου ειπείν τοις κεκλημένοις· έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα και ήρξαντο από μιας παραιτείσθαι πάντες. ο πρώτος είπεν αυτώ· αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. και έτερος είπε· ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. και έτερος είπε· γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν. και παραγενόμενος ο δούλος εκείνος απήγγειλε τω κυρίω αυτού ταύτα. τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης είπε τω δούλω αυτού· έξελθε ταχέως εις τας πλατείας και ρύμας της πόλεως, και τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς εισάγαγε ώδε. και είπεν ο δούλος· κύριε, γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί. και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου. λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου.


Μετάφραση:
Κι ο Ιησούς του είπε: «Κάποιος άνθρωπος ετοίμασε ένα μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει στους καλεσμένους: ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα. Τότε άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να βρίσκουν δικαιολογίες: Ο πρώτος του είπε: έχω αγοράσει ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον. Άλλος του είπε: έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με. Κι ένας άλλος του είπε: είμαι νιόπαντρος και γι΄ αυτό δεν μπορώ να έρθω. Γύρισε ο δούλος εκείνος και τα είπε αυτά στον κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργισμένος είπε στο δούλο του: πήγαινε γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε μέσα τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς. Όταν γύρισε ο δούλος του είπε: κύριε, αυτό που πρόσταξες έγινε και υπάρχει ακόμη χώρος. Είπε πάλι ο κύριος στο δούλο: πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους και στα μονοπάτια κι ανάγκασέ τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου· γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από κείνους που κάλεσα δε θα γευτεί το δείπνο μου».


Σχόλια:

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

«Άνθρωπος τις εποίησε δείπνον μέγα»

ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΗ μέσα στη ζωή μας η πρόσκληση, το προσκλητήριο. Οι άνθρωποι αισθανόμαστε την ανάγκη σε κορυφαία γεγονότα της ζωής μας ή ακόμη σε τακτές ημέρες που ορίζουμε, να καλέσουμε και άλλους ανθρώπους. Για να συμμετάσχουν σ’ αυτά. Να συμμεριστούν τη χαρά μας κι εμείς τη ζεστασιά της παρουσίας τους. Να παρακαθίσουν στο τραπέζι μας και με τον τρόπο αυτό να βρεθούμε ο ένας πλησιέστερα στον άλλον. Η λήψη μιας τέτοιας πρόσκλησης συνήθως μας γεμίζει χαρά. Όσο μάλιστα πιο σημαντικό είναι το πρόσωπο που μας καλεί, μια προσωπικότητα εξέχουσα, τόσο μεγαλύτερη τιμή και χαρά αισθανόμαστε. Και τότε σπεύδουμε ν’ ανταποκριθούμε στην πρόσκληση. Να παραστούμε εκεί όπου μας καλούν και να συμπεριφερθούμε σύμφωνα με όλους τους τύπους που υπαγορεύει η καλή συμπεριφορά και απαιτεί η επισημότητα της στιγμής.
Σ’ ένα επίσημο και μεγάλο δείπνο και μια βαθιά τιμητική πρόσκληση αναφέρεται και η ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε σήμερα. Δείπνο όχι ανθρώπινο αλλά ουράνιο και θείο. Και πρόσκληση που δεν διατυπώνει και δεν αποστέλλει άνθρωπος αλλά ο ίδιος ο Θεός.

Ποιο ακριβώς είναι το μέγα δείπνο;

ΕΙΝΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ του Θεού. Σ’ αυτήν καλεί ο Θεός όλους τους ανθρώπους δια του Μονογενούς Υιού Του. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ήρθε κοντά μας, ενανθρώπησε, για να συναγάγει «εις έν» τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού (Ιω. 11, 52). Εκείνος μας έσωσε, γράφει ο απόστολος Παύλος, και μας καλεί με μια «άγια κλήση» (Β’ Τιμ. 1, 9) «εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν» (Α’ Θεσσ. 2, 19). Εκείνος μας υποσχέθηκε το δικαίωμα να τρώμε και να πίνουμε στο τραπέζι Του στη βασιλεία Του (Λουκ. 22, 29). «Δείπνον ούν εικότως», ορίζει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «η εν Χριστώ κλήσις ωνόμασται».
Η είσοδος μας στη βασιλεία του Θεού προϋποθέτει την ένταξη μας στο σώμα της Εκκλησίας, που είναι η οικογένεια των λυτρωμένων, η ίδια η βασιλεία του Θεού παρούσα μέσα στον κόσμο. Η πίστη στον Ιησού Χριστό και το Βάπτισμα που λαμβάνουμε μας εντάσσει στο σώμα της Εκκλησίας και μας δίνει το δικαίωμα εισόδου και στην ουράνια βασιλεία, το δικαίωμα συμμετοχής «εις το δείπνον του γάμου του αρνίου», καθώς γράφει η Αποκάλυψη (19, 9).
Ως μέλη της Εκκλησίας μπορούμε να συμμετέχουμε στο τραπέζι της θείας Ευχαριστίας. Να κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού. Να λαμβάνουμε μέσα μας «τον ζώντα άρτον, τον καταβάντα εκ του ουρανού» (Ιω. 6, 51). Η θεία Ευχαριστία αποτελεί το «Κυριακόν δείπνον» (Α’ Κορ. 11, 20). Και εικονίζει επί της γης «το μέγα δείπνον», στο οποίο θα παρακαθίσουμε κατά την ανέσπερη ημέρα της βασιλείας του Κυρίου. Κοινωνώντας, λοιπόν, το σώμα και το άιμα του Χριστού, συμμετέχουμε ήση από την παρούσα ζωή στο «μέγα δείπνον», προγευόμαστε τα «μέλλοντα αγαθά» της ουράνιας Βασιλείας (Εβρ. 9, 11).

Γιατί άραγε ο Κϋριος το ονομάζει «μέγα»;

ΔΙΟΤΙ ΜΕΓΑΣ είναι αυτός που το ετοίμασε και το προσφέρει. «Εστιάτωρ» του μεγάλου δείπνου είναι ο ίδιος ο Κύριος. Ο Υιός και Λόγος του Θεού. Εκείνος «ποιεί» το δείπνο. Η θεία Ευχαριστία είναι το δείπνο της Βασιλείας. Είναι το μυστικό Δείπνο που συνεχίζεται. «Πιστέψτε με», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ότι και τώρα είναι εκείνο το Δείπνο στο οποίο παρακαθόταν και Αυτός. Γιατί σε τίποτε δεν διαφέρει εκείνο το μυστικό δείπνο από τούτο το Μυστήριο. Επειδή δεν το κάνει αυτό ο άνθρωπος, κι εκείνο ο Χριστός. Αλλά και τούτο κι εκείνο Αυτός το προσφέρει». Όπου και αν τελείται το μυστήριο της Ευχαριστίας παρίσταται ο Χριστός. Εκείνος είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος. «Πάρεστιν ο Χριστός και νυν, εκείνος ο την τράπεζαν διακοσμήσας εκείνην, ούτος και ταύτην διακοσμεί νυν».
Είναι μέγα το δείπνο του Κυρίου, διότι είναι μέγα, τρισμέγιστο, αυτό που παρατίθεται, αυτό που μας προσφέρεται. Είναι το πανάγιο σώμα και το τίμιο αίμα του αμώμου και ασπίλου Ιησού. «Ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν», γράφει ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοσφος και μάρτυς. Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας μετά τη μεταβολή που ενεργεί το Άγιο Πνεύμα, «του σαρκοποιηθλέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι».
Και ο Κύριος προσφέρει το σώμα κα ιτο αίμα Του για να ζήσει ο κόσμος. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. 6, 54). Με τη συμμετοχή μας στη θεία Κοινωνία ενωνόμαστε με τον Χριστό. Μετέχουμε στη θεία ζωή. Ανατέλλει στις ψυχές μας η μέλλουσα Βασιλεία. Το «μέγα δείπνον» της Βασιλείας δεν είναι τίποτε περισσότερο από το Ευχαριστιακό δείπνο. «Δια τούτο ο Κύριος», γράφει ο Νικόλαος Καβάσιλας, «την εν τω μέλλοντι των αγίων απόλαυσιν δείπνον εκάλεσεν, ίνα δείξη ταύτης της τραπέζης μηδέν εκεί πλέον είναι».
Ακόμη ονομάζεται μέγα το θεϊκό δείπνο, διότι είναι «πολλοί» οι προσκεκλημένοι του. Ο Κύριος προσκαλεί όλους μας στο τραπέζι της Ευχαριστίας. Προσφέρεται για την ανθρωπότητα ολόκληρη. «Υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Κανέναν δεν εξαιρεί. Κανέναν δεν αποκλείει. «Πίετε εξ αυτού πάντες» (Ματθ. 26, 27). Μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, λευκοί και μαύροι, οι πάντες είναι καλεσμένοι στο θεϊκό δείπνο.

Η αχαρακτήριστη συμπεριφορά
των προσκεκλημένων

ΤΙ ΚΡΙΜΑ ΟΜΩΣ! Ο Κύριος να μας καλεί στο μεγάλο τούτο δείπνο κι εμείς οι άνθρωποι να μην ανταποκρινόμαστε. Να περιφρονούμε τη μεγάλη τιμή που μας γίνεται, να παρακαθίσουμε στο θεϊκό τραπέζι. Όπως οι καλεσμένοι της παραβολής, έτσι κι εμείς να επιστρατεύουμε διάφορες δικαιολογίες προκειμένου να μην αποδεχθούμε το προσκλητήριο που μας απευθύνει.
Ο πρώτος προφασίστηκε: «Αγρόν ηγόρασα και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν. Ερωτώ σε, έχε με παρητημένον». Δικαιολογία για την απόρριψη του θεϊκού προσκλητηρίου οι αγροτικές ασχολίες. Όπως τότε, στην εποχή του Κυρίου, έτσι και σήμερα πολλοί αδελφοί μας που ζουν στην ύπαιθρο, που ασχολούνται με την γη, απορροφώνται από την φροντίδα των αγροτικών ασχολιών τους: την καλλιέργεια της γης, το φύτεμα, το πότισμα, το σκάλισμα, τη συγκομιδή των καρπών, την προώθηση τους στο εμπόριο. Και όλα αυτά όχι μόνο τις καθημερινές αλλά και τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές. Ο Θεός τους καλεί κοντά Του, στο ναό, συνδαιτημόνες στο τραπέζι της Ευχαριστίας. Κι αυτοί, αδιαφορώντας για την πρόσκληση του Θεού, παίρνουν τον δρόμο για τα κτήματα. Πάνω από την αγάπη του Θεού, η αγάπη για την περιουσία! Πάνω από τη σωτηρία, η ύλη και ο πλουτισμός! «Ερωτώ σε, έχε με παρητημένον»!
Ο δεύτερος απάντησε: «Ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά». Στην παρούσα κατηγορία ανήκουν οι άνθρωπο που καταγίνονται με εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αποτελεί αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι το χρήμα και το κέρδος αιχμαλωτίζει εύκολα τον άνθρωπο. Και η πλεονεξία τον απογυμνώνει από κάθε άλλο και μάλιστα πνευματικό ενδιαφέρον. Η ψυχή κηρύσσεται σε ανυπαρξία. Και το Σαββατοκύριακο, αν δεν το απορροφήσουν κι αυτό οι επαγγελματικές δραστηριότητες, το διεκδικούν το ξενύχτι, η διασκέδαση, η κραιπάλη. Η Κυριακή για πολλούς, δυστυχώς, δεν είναι πλέον για τον Θεό αλλά για τα πάθη κα ιτα ζωώδη ένστικτα μας. Το Σαββατόβραδο θα ξενυχτίσουμε. Θα διασκεδάσουμε. Θα παραδοθούμε στο στρόβιλο του αισθησιασμού. Εξαντλημένοι και αποδιοργανωμένοι θα γυρίσουμε στο σπίτι τα χαράματα. Κι όταν οι καμπάνες θα ηχούν καλώντας μας στο θεϊκό τραπέζι της Ευχαριστίας, εμείς θα αδυνατούμε και να τις ακούσουμε. Τι κρίμα! Μια Κυριακή προδομένη! Ο Χριστός εγκαταλελειμμένος κα ιπεριφρονημένος από αυτούς που φέρουν το όνομα Του! Μια πρόσκληση τόσο τιμητική χωρίς ανταπόκριση!
«Και έτερος είπε. Γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν». Εμπόδιο για τον τρίτο ο γάμος. Η δημιουργία οικογένειας. Η φροντίδα των παιδιών. Η τακτοποίηση του σπιτιού. Η περιποίηση του κήπου. Η μετάβαση στο εξοχικό. «Μια Κυριακή μας μένει». «Να κοιμηθούνε λίγο και τα παιδιά». Αυτά και άλλα πολλά ισχυρίζονται οι άνθρωποι της τρίτης κατηγορίας. Όμως είναι προφανές ότι αποτελούν προφάσεις. Και φανερώνουν πόσο λίγη αγάπη υπάρχει στην καρδιά μας για τον Χριστό. Όλα χωρούν, όλα προσπαθούμε να τα προγραμματίσουμε στο εικοσιτετράωρο της Κυριακής. Μόνο ο Χριστός δεν έχει θέση! Έτσι η πρόσκληση του Θεού στο μεγάλο δείπνο Του πέφτει στο κενό! Ένα πλήθος ανθρώπων επαναλαμβάνουν το «έχε με παρητημένον», αφού αραδιάσουν μιαν ατέλειωτη σειρά προφάσεων.

* * *

Αδελφοί μου,
Αιώνες τώρα στρώνεται το θεϊκό τραπέζι. Ακατάπαυστα ο οικοδεσπότης του ουρανού και της γης παραθέτει το δείπνο το μέγα και μυστικό. Και μας απαυθύνει την τιμητική πρόσκληση Του να μετάσχουμε σ’ αυτό. «Έρχεσθε ότι ήδη έτοιμα εστι πάντα».
Μακάριοι όσοι ξεπερνούν δυσκολίες, όσοι παραμερίζουν εμπόδια, όσοι κατανικούν πειρασμούς και θέλγητρα πρόσκαιρα και απατηλά, και απαντούν μ’ ένα ολόκληρο ΝΑΙ.
Κύριε, έρχομαι! Δέξου με! Και αξίωνε με πάντοτε να πλησιάζω το άχραντο τραπέζι Σου με ακλόνητη πίστη. Με φλογερή αγάπη. Με καθαρή καρδιά. Να γεύομαι την ουράνια τροφή. Τον άρτον των αγγέλων. Κύριε, το σώμα και το αίμα Σου. Αμήν.

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Ο Άγιος Νικόλαος.


Ο Αγιος Νικόλαος, Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, ο Θαυματουργός, είναι από τους πλέον αγαπητούς Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Αμέτρητοι ναοί έχουν κτισθεί προς τιμήν του, ενώ πλήθη λαού σπεύδουν να τον τιμήσουν και να ζητήσουν τη μεσιτεία του προς τον Κύριό μας.
Γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας γύρω στα 250 μ.Χ., από ευσεβείς και πλούσιους γονείς, οι οποίοι τον ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Βρέφος ακόμη απέδειξε ότι είχε τη χάρη του Θεού. Σύμφωνα με την παράδοση, με θαυμαστό τρόπο στάθηκε όρθιος την ώρα του λουτρού χωρίς καμία βοήθεια. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, θήλαζε μόνο μια φορά την ημέρα και μάλιστα μετά τη δύση του ηλίου.
Πολύ νωρίς ο Κύριος κάλεσε κοντά του τους δύο γονείς του και ο ίδιος, έχοντας πάντοτε οδηγό τη ρήση του Ευαγγελίου «δότε Ελεημοσύνην», μοίρασε την περιουσία του στους πτωχούς, και αφωσιώθηκε ολοκληρωτικά στη Λατρεία του Υψίστου. Είναι γνωστή και αξιοθαύμαστη η περίφημη ενέργειά του να βοηθήσει νύκτα και κρυφά τρεις αδελφές με αξιόλογο χρηματικό ποσό, για να μην αναγκαστούν, λόγω της φτώχιας τους, να παρασυρθούν στην ατίμωση.
Κινούμενος ο Νικόλαος από Ιερό πόθο, αποφάσισε να ταξιδέψει για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Κατά την διάρκεια του πλου, άρχισαν να πνέουν σφοδρότατοι άνεμοι, καιξέσπασε μεγάλη τρικυμία. Επιβάτες και πλήρωμα έχασαν την ψυχραιμία τους, και περίμεναν να καταποντισθούν. Ο Νικόλαος όμως γονατιστός προσευχήθηκε με θέρμη προς τον Κύριο, και το θαύμα έγινε. Οι άνεμοι έπαυσαν και η θάλασσα αμέσως γαλήνεψε. Όμως κάποιος ναύτης που ήταν στο κατάρτι, γλίστρησε και έπεσε στο κατάστρωμα νεκρός. Όλοι στενοχωρήθηκαν, που χάθηκε ένας άνθρωπος. Χάρη όμως στις θερμές προσευχές του Αγίου, ο ναύτης αναστήθηκε, σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο.
Μετά το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στα Πάταρα, όπου ζούσε με οσιότητα και δικαιοσύνη. Ο Θεός τον αξίωσε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος, και μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας, να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος. Έτρεφε μεγάλη αγάπη για τους φτωχούς και τους αδυνάτους. Ίδρυσε στην αρχιεπισκοπή του πτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Στις δύσκολες στιγμές των διωγμών του Διοκλητιανού εμψύχωνε το ποίμνιο του και ιδιαίτερα τους νέους. Γι’ αυτό συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και βασανίζεται. Υπομένει όμως όλες τις διώξεις και τις ταλαιπωρίες προς δόξαν Κυρίου. Μετά την κατάπαυση των διωγμών από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, αναλαμβάνει και πάλι το ποιμαντικό του έργο στα Μύρα. Το 325 μ.Χ. λαμβάνει μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, και καταπολεμεί με θάρρος και τόλμη τις κακοδοξίες του Αρείου. Υπερασπίζεται με σθένος την Ορθοδοξία και αναδεικνύεται «κανών πίστεως» και διδάσκαλος του Ευαγγελίου. Για την ενίσχυση του εμφανίστηκε ο ίδιος ο Χριστός, δίνοντας του ένα Ιερό Ευαγγέλιο, και η Υπεραγία θεοτόκος, του χάρισε ένα ωμοφόριο.
Όταν επέστρεψε απο τη Σύνοδο, συνέχισε το ποιμαντικό του έργο μέχρι τα βαθιά γεράματα, οπότε και παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό το 330 μ.Χ. Ο Κύριος τον τίμησε ιδιαίτερα για την ενάρετη χριστιανική ζωή του, που τη διέκρινε η βαθιά πίστη στον Παντοδύναμο Θεό και η ανεκτίμητη αγάπη του για τον άνθρωπο. Τον ανέδειξε ποταμό ιαμάτων και πηγή θαυμάτων. Θαυματουργούσε όταν ζούσε αλλά και μετά την κοίμηση του τα θαύματα του είναι αναρίθμητα.
Το έτος 1087, λόγω ταραχών, έγινε η μετακομιδή των ιερών λειψάνων του από τα Μύρα, στο Μπάρι της Ιταλίας. Ακόμη και κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας, ανέβλυζε τόσο πολύ μύρο από τα ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες αρρώστιες! Ενώ αρκετοί λιποθυμούσαν απο την ευωδία του.
Με τα ωραιότερα εγκώμια τον τιμά η Εκκλησία. «Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος, εγκρατείας διδάσκαλον» τον ονομάζει ο υμνωδώς και «ποιμένα μέγαν» τον αποκαλεί. Ανατολή και Δύση του αναγνωρίζουν ξεχωριστή θέση μεταξύ των Αγίων. Με εξαιρετική λαμπρότητα και δόξα τιμάται από τους Ρώσσους.
Ο Αγιος Νικόλαος είναι ο μεγάλος προστάτης των ναυτικών. Στο τιμόνι, στην πλώρη κάθε πλοίου, είναι τοποθετημένη η εικόνα του. Αμέτρητοι είναι οι ναοί στα λιμάνια, στα νησιά και στα ακρωτήρια, που φέρουν το όνομα του, τάματα των ναυτικών σε δύσκολες στιγμές, που τον επικαλούνται: ‘Αϊ-Νικόλα, βοήθα με!
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου και την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του στις 20 Μαΐου, αλλά και κάθε Πέμπτηψάλλονται στον ‘Αγιο Νικόλαο ωραιότατοι ύμνοι, διότι η Πέμπτη ημέρα της εβδομάδος, είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στους δώδεκα αποστόλους και στον Αγιο Νικόλαο.
Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά Μετεώρων.
Θαύματα του Αγίου Νικολάου.
Εκστατικός και πασίχαρης ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, περιγράφει στον συναξαριστή του και τα εξής θαυμαστά σημεία του «εν Αγίοις πατρός ημών Νικολάου, επισκόπου Μύρων».
Ούτος ο της νίκης επώνυμος, πολλά μεν εποίησε θαύματα, καθώς ο κατά πλάτος βίος αυτού ιστορεί. Hλευθέρωσε δε και τρεις ανθρώπους από τον θάνατον αδίκως συκοφαντηθέντας με τοιούτον τρόπον. Οι άνθρωποι αυτοί ήτον κλεισμένοι εις την φυλακήν εν Kωνσταντινουπόλει, και έμαθον την απόφασιν του θανάτου των, ότι αύριον έχουν να αποκεφαλισθούν. Όθεν επικαλέσθησαν τον Άγιον εις βοήθειάν τους, ενθυμήσαντες αυτόν, και ότι εις την Λυκίαν ελύτρωσε τους τρεις ανθρώπους, οι οποίοι έμελλον αδίκως να θανατωθούν. Διά τούτο ο Άγιος Nικόλαος επακούσας της δεήσεώς των, φαίνεται εις το όνειρον του βασιλέως Kωνσταντίνου, και του επάρχου Αβλαβίου. Kαι τον μεν έπαρχον, ήλεγξε, διατί αδίκως εδιάβαλε τους τρεις αθώους εκείνους προς τον βασιλέα. Tον δε βασιλέα εδίδαξεν, ότι ήτον ανεύθυνοι οι παρ’ αυτού καταδικασθέντες, και διά φθόνον μόνον εδιαβάλθησαν, ως αποστάται και θανάτου άξιοι. Όθεν διά της οπτασίας ταύτης ελευθέρωσεν αυτούς ο Άγιος από του θανάτου την καταδίκην.
Ου μόνον δε τούτο, αλλά και άλλα πολλά θαύματα ετέλεσεν ο θαυμαστός ΝιΚόλαος. Αγαπών γουν εν βίω ο Νικόλαος το ποίμνιόν του, και μετά θάνατον δεν αλησμόνησε το ποίμνιόν του ο ποιμήν ο καλός, αλλά καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν και ώραν, χαρίζει εις τους δεομένους ευεργεσίας και χάριτας, και ελευθερόνοι από κάθε κίνδυνον και περίστασιν τους αυτόν επικαλουμένους εκ πίστεως. Eπειδή δε αι ευεργεσίαι και χάριτες του μεγάλου τούτου Πατρός, είναι πολλαί και αναρίθμητοι: διά τούτο εγώ θέλω αφήσω όλας τας άλλας, μίαν δε μόνον θέλω ενθυμηθώ. Ας μη απιστήση δέ τινας ακούων το θαύμα, οπού ηκολούθησεν εις τας ημέρας μας, νομίζωντας, πως είναι τούτο αδύνατον. Διότι κανένα πράγμα δεν αδυνατεί εις τον Θεόν.
Εις την Kωνσταντινούπολιν ήτον ένας Χριστιανός ευλαβής και πιστός, με υπερβολήν αγαπών τον όσιον Πατέρα ημών Nικόλαον, και αμοιβαίως παρά του Πατρός νικολάου αγαπώμενος. Ούτος λοιπόν θέλωντας μίαν φοράν να ταξειδεύση εις άλλον τόπον διά κάποιαν αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Nαόν του Aγίου Νικολάου, και επροσευχήθη από βάθους καρδίας. Έπειτα αποχαιρετίσας τους συγγενείς του και φίλους, εμβήκεν εις το καΐκι. Kατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός εσηκώθησαν οι ναύται να γυρίσουν τα πανία του καϊκίου, επειδή και εγύρισεν άλλος άνεμος. Eσηκώθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος διά να υπάγη εις χρείαν ύδατος. Kαι επειδή όλοι οι ναύται εκαταγίνοντο εις το να γυρίσουν τα πανία, διά τούτο περιπλεχθείς ο χριστιανός εκείνος και συμποδισθείς, (καθώς τούτο συνειθίζει να ακολουθή εις τοιαύτας περιστάσεις), ερρίφθη εις την θάλασσαν. Οι δε ναύται δεν εδυνήθησαν να κάμουν καμμίαν μέθοδον διά να τραβίξουν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον. Ένα μεν, διατί ήτον σκότος και άλλο δε, διατί ο άνεμος έπνεε δυνατώτερα, και εβίαζε το πλοίον διά να πηγαίνη έμπροσθεν. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν και έκλαιον διά τον του ανδρός πικρόν θάνατον.
Ο δε χριστιανός εκείνος, επειδή και έπεσεν εις την θάλασσαν καθώς ήτον φορεμένος με όλα τα ρούχα του, καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενθυμήθη και έλεγε με τον νουν του. Άγιε Nικόλαε βοήθει μοι. Φωνάζωντας δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Kύριε! ευρέθη εις το μέσον του οσπητίου του. Kαι τούτο μη αισθανθείς, ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλά αισθητώς, Άγιε Νικόλαε βοήθει μοι. Οι δε γείτονες ακούοντες τας φωνάς του εσηκώθησαν. Oμοίως και οι άνθρωποι του οσπητίου του σηκωθέντες, άναψαν φως. Aλλά και οι έξωθεν ακούσαντες, έτρεξαν και εκείνοι, και βλέπουσιν αυτόν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα. Bλέπουσι δε και τρέχει νερόν πολύ της θαλάσσης από τα ρούχα οπού εφόρει. Όθεν από τον θαυμασμόν τους και έκστασιν, έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, μη ηξεύροντες τι να ειπούν. Ο δε χριστιανός εκείνος εφώναζεν. Aδελφοί, τι είναι αυτό οπού βλέπω; Eγώ γαρ ηξεύρω καλώτατα, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν απεχαιρέτισα όλους εσάς, και εμβήκα εις το καΐκιον. Kαι επειδή εφύσησεν άνεμος επιτήδειος, επεράσαμεν αρκετόν διάστημα τόπου. Εις δε την δευτέραν ή και τρίτην φυλακήν (ήτοι κατά την ενάτην ώραν της νυκτός), επήγα διά χρείαν ύδατος, και συμποδισθείς από τους ναύτας, ερρίφθηκα εις την θάλασσαν. Όθεν επικαλούμην τον Άγιον Nικόλαον εις βοήθειαν. Πού δε τώρα είμαι, δεν ηξεύρω. Όθεν εσείς είπατέ μοι. Ότι εγώ είμαι εκστατικός και άλλος εξ άλλου έγινα. οι δε συναθροισθέντες χριστιανοί ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το νερόν της θαλάσσης οπού έτρεχεν από τα ρούχα του, εξεπλάγησαν ως είπομεν, στοχαζόμενοι το παράδοξον του θαύματος. Όθεν έχαιρον μαζί με τον διασωθέντα αδελφόν, και εδάκρυον ενταυτώ. Kαι εις πολλήν ώραν το, Kύριε ελέησον, έκραζον. Ο δε χριστιανός εκείνος εκδυθείς τα βρεγμένα φορέματα, και ενδυθείς άλλα, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου Nικολάου. Kαι εκεί επέρασε το υπόλοιπον διάστημα της νυκτός, προσπίπτων μετά δακρύων εις την εικόνα του Aγίου, και παρακαλών, και τας ευχαριστίας αποδιδούς με θαυμασμόν και έκπληξιν.
Όταν δε ήλθεν ο καιρός του όρθρου, και εσυναθροίσθη ο λαός εις τον Nαόν του Αγίου κατά το σύνηθες, τότε έγινεν εις όλους φανερόν του Aγίου το θαύμα. Όθεν μυρισθέντες τα ηδύπνοα και ευωδέστατα εκείνα αρώματα, οπού έφερεν ο διασωθείς εκείνος χριστιανός εις τον Άγιον, βλέποντες δε και την Eκκλησίαν του Aγίου, οπού ήτον ολόφωτος, ηρώτων ένας τον άλλον διά να μάθουν την αιτίαν του πράγματος. Μαθόντες δε αυτήν, εξέστησαν άπαντες, δοξάζοντες μεν τον Θεόν, ευχαριστούντες δε τον μέγαν Nικόλαον.
Tούτο το εξαίσιον και υπερφυές αληθώς θαύμα και μεγαλείον του Aγίου, διεφημίσθη εις όλην την Mεγαλόπολιν του Kωνσταντίνου. Έφθασε δε και εις τας ακοάς τόσον του τότε βασιλέως, όσον και του Πατριάρχου. Όθεν αυτοί εκάλεσαν τον διασωθέντα εκείνον χριστιανόν επί Συνόδου. Όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων, εδιηγήθη παρρησία, πώς, και με τι τρόπον, και πότε ηκολούθησεν εις αυτόν το τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον τερατούργημα. Tο οποίον ακούσαντες όλοι, εβόησαν. «Mέγας εί Kύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!» Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού, εσυνάχθησαν οι χριστιανοί εις τον ναόν του Aγίου Nικολάου, και εποίησαν λιτανείαν και αγρυπνίαν, δοξάζοντες μεν και ευλογούντες τον Θεόν, απονέμοντες δε και την ευχαριστίαν εις τον τούτου πιστόν θεράποντα Nικόλαον.


(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 4 Δεκεμβρίου 2011.
Ευαγγελιστής Λουκάς
Κεφ. 13, χωρία 10 έως 17.
Μιὰ γυναῖκα θεραπεύεται τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου.



Κείμενο:

ΙΓ΄\ Τῷ καιρῷ ἐκείνω ἦν 10 διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16 ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.


Μετάφραση:


Εκείνο τον καιρό εδίδασκε ο Ιησούς σε μια από τις συναγωγές και ήταν ήμερα Σάββατο. Και ήταν εκεί μια γυναίκα πού είχε πονηρό πνεύμα. Ήταν άρρωστη δεκαοχτώ χρόνια και ήταν σκυφτή και δεν μπορούσε να σηκώσει το σώμα της καθόλου. Και όταν την είδε ο Ιησούς της μίλησε και της είπε: Γυναίκα, είσαι λυμένη από την αρρώστια σου και ακούμπησε επάνω της τα χέρια του και αμέσως εκείνη ανασηκώθηκε και δόξαζε τον θεό. Και αποκρίθηκε ο αρχισυνάγωγος με αγανάκτηση, γιατί το Σάββατο έκαμε τη θεραπεία ο Ιησούς και έλεγε στο λαό: Έξι ήμερες είναι, οπού σ' αυτές πρέπει να εργαζόμαστε, σ' αυτές λοιπόν να έρχεσθε και να θεραπευόσαστε και όχι στην ήμερα του Σαββάτου. Του αποκρίθηκε λοιπόν ο Κύριος και είπε: Υποκριτά, ο καθένας σας το Σάββατο δεν λύνει το βόδι του και τον όνο από το παχνί και τα πάει και τα ποτίζει; Και αυτή εδώ πού είναι κόρη του Αβραάμ και την έδεσε ο Σατανάς δεκαοκτώ χρόνια δεν έπρεπε να λυθεί από τούτο το δέσιμο την ήμερα του Σαββάτου; Και ενώ έλεγε αυτά ο Ιησούς καταντροπιάζονταν όλοι οι εχθροί του· και όλος ο λαός είχε χαρά για τα θαύματα πού γίνονταν από αυτόν.


Σχόλια:

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 13, 10-17)

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ

«Υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει βουν αυτού
ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει;»

ΑΝ ΓΕΝΙΚΑ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ στη συμπεριφορά και στις σχέσεις των ανθρώπων είναι αποκρουστικό και απαράδεκτο φαινόμενο, στα πλαίσια της χριστιανικής ζωής που διδάσκει το Ευαγγέλιο, αποτελεί σοβαρή πνευματική αρρώστια. Η υποκρισία όταν καταλάβει την ψυχή του χριστιανού, αλλοιώνει το φρόνημα του. Αφανίζει την αξία κάθε καλού έργου. Ανατρέπει τον ίδιο τον σκοπό της εν Χριστώ ζωής. Γι’ αυτό και ο Κύριος ήλεγξε με μεγάλη αυστηρότητα την υποκρισία των συγχρόνων Του Γραμματέων και Φαρισαίων, της ηγετικής αυτής θρησκευτικής τάξεωςμέσα στην τότε Ιουδαϊκή κοινωνία.
Το ίδιο βλέπουμε να κάνει και σήμερα στην ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε. Με παρρησία ελέγχει την υποκριτική στάση ενός αρχισυναγώγου, του προϊσταμένου δηλαδή μιας συναγωγής – ενός ναού, θα λέγαμε, όπου συναθροίζονταν οι Ιουδαίοι για να λατρεύσουν τον Θεό και να παρακολουθήσουν τη θρησκευτική διδασκαλία. Ο έλεγχος αυτής της υποκρισίας που ασκεί σήμερα ο Ιησούς, μας δίνει την ευκαιρία για μια βαθύτερη εξέταση του κατακριτέου ατυού φαινομένου.

Η υποκρισία του αρχισυναγώγου

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΒΡΕΘΗΚΕ ένα Σάββατο σε μια συναγωγή για να προσευχηθεί και να διδάξει το συναγμένο πλήθος. Ανάμεσα σ’ αυτούς που παρευρίσκονταν ήταν και μια γυναίκα «πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ». Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια ήταν άρρωστη από συνέργεια πονηρού πνεύματος. Το σώμα της είχε τόσο κυρτώσει ώστε της ήταν αδύνατο να σηκώσει όρθιο το κεφάλι της. Ο Χριστός την εντόπισε γρήγορα μέσα στο πλήθος. Διέκρινε την ευσέβεια που είχε. Και χωρίς η ίδια να το ζητήσει, έσπευσε να τη θεραπεύσει: «Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου». Επέθεσε επάνω της τα ευλογημένα χέρια Του και η γυναίκα «παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν».
Το θαύμα προκαλεί το φθόνο του αρχισυναγώγου. Κι ενώ βλέπει τη δύναμη του Θεού να θαυματουργεί και μια δυστυχισμένη γυναίκα να θεραπεύεται μετά από δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια αφάνταστης ταλαιπωρίας, εκείνος αγανακτεί. Αγανακτεί υποκριτικά για την καταπάτηση δήθεν της αργίας του Σαββάτου. Η φθονερή αγανάκτηση του είναι σκόπιμη. Γι’ αυτό καιδεν τολμά να ελέγξει κατ’ ευθείαν τον Ιησού, παρ’ ότι όσα λέει εμμέσως αναφέρονται στο πρόσωπο Του. Απευθύνεται στο συναγμένο πλήθος. Ελέγχει τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχαν καμιά σχέση με το θαύμα που είχε γίνει.
Ο Κύριος βλέπει την απροκάλυπτη υποκρισία του αρχισυναγώγου. Το φθόνο της καρδιάς του, που προσπαθούσε να κρύψει κάτω από το πρόσχημα της ευσέβειας, του σεβασμού τάχα προς τον νόμο του Θεού. Γι’ αυτό και τον ελέγχει αυστηρά. Τον ονομάζει υποκριτή καιτον κατηγορεί ανοιχτά ότι παρερμηνεύει το νόμο. «Καθένας από σας δεν λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί από αυτά τα δεσμά το Σάββατο;».

Τι είναι υποκρισία

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ του αρχισυναγώγου είναι χαρακτηριστικό. Και μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε τη φύση και τα συμπτώματα της υποκρισίας, όπως αυτά εκδηλώνονται και σε χριστιανικό έδαφος. Στα πλαίσια της χριστιανικής ζωής.
Τι ακριβώς είναι η υποκρισία; Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μας δίνει έναν θαυμάσιο ορισμό: «Υποκρισία είναι η προσποίηση φιλίας ή μίσος που έχει καλυφθειί εξωτερικά με το σχήμα της φιλίας. Ή εχθρότητα που ενεργεί με το προσωπείο της συμπάθειας. Ή φθόνος που μιμείται τα χαρακτηριστικά της αγάπης. Ή βίος που δείχνει να στολίζεται από ψεύτικη και όχι πραγματική αρετή». Ανάλογος είναι και ο ορισμός της υποκρισίας που συναντούμε στον Μ. Βασίλειο: «Υποκριτής είναι αυτός που στο θέατρο υποδύεται διαφορετικό πρόσωπο…Έτσι και σε τούτη τη ζωή πολλοί ενεργούν όπως οι θεατρίνοι. Άλλα έχουν μέσα στην καρδιά τους και άλλα δείχνουν εξωτερικά προς τους ανθρώπους».
Η υποκρισία συνιστά αμάρτημα. Αρρώστια βαριά της ψυχής. Και αποτελεί συμπεριφορά διαβολική, αφού πρώτος ο διάβολος υποκρίθηκε, «όφεως υποκριτής γεγονώς». Ο υποκριτής άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα συμπεριφέρεται ψεύτικα. Αλλιώτικος είναι στην πραγματικότητα και διαφορρετικός επιδιώκει να φαίνεται. Άλλα έχει στην καρδιά του και άλλα βγάζει προς τα έξω. Υποκρίνεται τον ευσεβή χωρίς να είναι στην πραγματικότητα. Ό,τι κάνει, ό,τι λέει, ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί, δεν είναι έκφραση του περιεχομένου της καρδιάς του αλλά εξωτερικό προσωπείο, προσποιητή συμπεριφορά με την οποία επιδιώκει να επιδειχθεί και να εντυπωσιάσει τους άλλους. Γι’ αυτό και ο Κύριος ελέγχοντας αυστηρά την υποκριτική συμπεριφορά των Γραμματέων και των Φαρισαίων τους παρομοιάζει με «ασβεστωμένους τάφους», που εξωτερικά φαίνονται ωραίοι, εσωτερικά όμως είναι γεμάτοι κόκκαλα νεκρών και κάθε λογής ακαθαρσία (Ματθ. 23, 27).

Η αιτία της υποκριτικής συμπεριφοράς

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ που γεννά την υποκρισία; «Η γαρ υπόκρισις», διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «εξ οιήσεως γεννάται». Ένας άλλος πνευματικός διδάσκαλος, ο όσιος Θαλάσσιος, παρατηρεί ότι η υποκρισία είναι «ίδιον της κενοδοξίας», ενώ ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής, πέρα από την κενοδοξία, ως αιτία της υποκρισίας θεωρεί και τη φιλαργυρία.
Πραγματικά, τα όσα διδάσκουν οι Πατέρες μας επιβεβαιώνονται με ακρίβεια και στην καθημερινή μας ζωή. Αυτό που μας παρωθεί να υποκρινόμαστε είναι ο εγωισμός μας. Και υποκρινόμενοι τους ευσεβείς επιδιώκουμε να επιδειχθούμε, να εντυπωσιάσουμε τους άλλους. Να τους κάνουμε να μας προσέξουν. Να σχηματίσουν καλή γνώμη για μας. Να μας επαινέσουν. Αυτό όμως σε καμιά περιπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί γνήσια ευσέβεια, ειλικρινής χριστιανική ζωή. Διότι δεν πηγάζει από την αγάπη προς τον Θεό. Δεν εκπορεύεται από πραγματικό σεβασμό προς το Ευαγγέλιο Του. Δεν αποβλέπει στη δόξα του Κυρίου, αλλά στην ικανοποίηση του πάθους της κενοδοξίας που βασανίζει την ψυχή μας και το οποίο μας εξωθεί να γινόμαστε υποκριτές και ανθρωπάρεσκοι.

Η ζημιά που προκαλεί η υποκρισία

Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ καταστρέφει την ενότητα της προσωπικότητας μας. Μας διχάζει εσωτερικά. Και μας εκθέτει στα μάτια των ανθρώπων, όταν – αργά ή γρήγορα – πέφτει το προσωπείο που φορούμε και αποκαλύπτεται πόσο διαφορετικοί είμαστε από αυτό που φαινόμαστε και πόσο προσποιητή είναι η συμπεριφορά που δείχνουμε προς τους άλλους. «Υποκριτήν», διαβάζουμε στη Φιλοκαλία, «ελέγχουσιν οι λόγοι και τα έργα». Εκτιθέμεθα όταν άλλα είναι τα κίνητρα, οι σκοποί, οι εσωτερικές μας διαθέσεις, και αλλιώτικη η εξωτερική συμπεριφορά και οι ενέργειες μας.
Η υποκρισία διαστρέφει την ουσία της θρησκευτικής ζωής. Γι’ αυτό και ο Κύριος Ιησούς μίλησε πολύ αυστηρά γι’ αυτήν και άσκησε δριμύ έλεγχο προς τους υποκριτές. Στην επί Όρους ομιλία Του (Ματθ. 6, 1-6, 16-18) υποδεικνύει πόσο διαφορετικός από αυτόν των υποκριτών θα πρέπει να είναι ο τρόπος με τον οποίο οι χριστιανοί οφείλουμε να σκούμε την ελεημοσύνη, την προσευχή και τη νηστεία. Και σε άλλη περίσταση – αντιμετωπίζοντας την πονηρία και την κενοδοξία των Γραμματέων και των Φαρισαίων – εν δίστασε να τους αποκαλέσει «υποκριτάς» και να εξαπολύσει εναντίον τους τα φοβερά εκείνα «ουαί» (Ματθ. 23, 13-36).
Το κακό που προξενεί η υποκρισία φαίνεται και στην περίπτωση του αρχισυναγώγου του σημερινού Ευαγγελίου. Βλέπει το θαύμα της θεραπείας και αντί να δοξάσει τον Θεό φθονεί. Και ο φθόνος τον κάνει να παρερμηνεύει ηθελημένα την εντολή του Θεού. Και ενώ φροντίζει – από ιδιοτέλεια βέβαια – για τα άλογα ζώα κατά την ημέρα του Σαββάτου, κόπτεται υποκριτικά για την καταπάτηση της αργίας από τη θεραπεία της συγκύπτουσας, την οποία εξισώνει με την εργασία! – πράγμα που όντως απαγόρευε ο Μωσαϊκός νόμος.

* * *

Αδελφοί μου,
Οφείλουμε να το κατανοήσουμε καλώς: Η υποκρισία συνιστά σοβαρότατο κίνδυνο για την χριστιανική μας ζωή. Ευτελίζει το ευαγγελικό ήθος. Ακυρώνει ό,τι καλό με κόπο κατορθώνουμε. Σκανδαλίζει τους αδελφούς μας. Μας εκθέτει στα μάτια των ανθρώπων.
Γι’ αυτό ας είμαστε πάντοτε ειλικρινείς και έντιμοι. Απροσποίητη η συμπεριφορά μας. Αυστηροί στον εαυτό μας και επιεικείς στους άλλους. Ό,τι κάνουμε να το κάνουμε όχι χάριν της κενοδοξίας αλλά για την δόξα του Θεού και το καλό των αδελφών μας. Ανυπόκριτη η πίστη μας προς τον Θεό (Α’ Τιμ. 1, 5 –Β’ Τιμ. 1,15), ανυπόκριτη και η αγάπη προς τους αδελφούς μας (Ρωμ. 12, 9 – Β’ Κορ. 6, 6).

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011



Πρωινή προσευχή.

Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δόξα Σοι, ο Θεός ημών, δόξα Σοι.


Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της Αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών.


(Το Τρισάγιον)
Αγιος ο Θεός, Αγιος Ισχυρός, Αγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. (Τρις).
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς. Κύριε ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών, Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν, Αγιε επίσκεψαι και ίασαι τας ασθαινείας ημών, ένεκεν του ονόματός Σου. Κύριε, ελέησον. Κύριε, ελέησον. Κύριε, ελέησον.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η Βασιλεία Σου, γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.


(Μετά τα παρόντα τριαδικά)
Εξεγερθέντες του ύπνου προσπίπτομέν Σοι, Αγαθέ, και τον Αγγέλων τον ύμνον βοώμεν Σοι, Δυνατέ. Αγιος, Αγιος, Αγιος ει ο Θεός, δια της Θεοτόκου ελέησον ημάς.


Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.
Της κλίνης και του ύπνου εξεγείρας με, Κύριε, τον νουν μου φώτισον, και την καρδίαν και τα χείλη μου άνοιξον, εις το υμνείν Σε, Αγία Τριάς. Αγιος, Αγιος, Αγιος ει ο Θεός, δια της Θεοτόκου ελέησον ημάς.


Και νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αθρόον ο Κριτής επελεύσεται, και εκάστου αι πράξεις γυμνωθήσονται. Αλλά φόβω κράξομεν εν τω μέσω της νυκτός. Αγιος, Αγιος, Αγιος ει ο Θεός, δια της Θεοτόκου ελέησον ημάς.


Κύριε, ελέησον ιβ' (12).


(Ευχαριστήριες ευχές)
Εκ του ύπνου εξανιστάμενος, ευχαριστώ Σοι, Αγία Τριάς, ότι δια την πολλήν Σου αγαθότητα και μακροθυμίαν, ουκ ωργίσθης εμοί τω ραθύμω και αμαρτωλώ, ουδέ συναπώλεσάς με ταις ανομίαις μου, αλλ' εφιλανθρωπεύσω συνήθως και προς απόγνωσιν κείμενον ήγειράς με, εις το ορθρίσαι και δοξολογήσαι το κράτος Σου. Και νυν φώτισόν μου τα όμματα της διανοίας, άνοιξόν μου το στόμα, του μελετάν τα λόγιά Σου, και συνιέναι ταις εντολαίς Σου, και ποιείν το θέλημά Σου, και ψάλλειν Σοι εν εξομολογήσει καρδίας, και ανυμνείν το πανάγιον όνομά Σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Δόξα Σοι, Βασιλεύ, Θεέ Παντοκράτορ, ότι τη θεία Σου και φιλανρώπω προνοία ηξίωσάς με τον αμαρτωλόν και ανάξιον εξ ύπνου αναστήναι και τυχείν της εισόδου του αγίου Σου οίκου. Δέξαι Κύριε, και την φωνήν της δεήσεώς μου, ως των Αγίων και νοερών Σου δυνάμεων, και ευδόκησον εν καρδία καθαρά και πνεύματι ταπεινώσεως, προσενεχθήναι Σοι την εκ των ρυπαρών χειλέων μου αίνεσιν. Όπως καγώ κοινωνός γένωμαι των φρονίμων παρθένων, εν φαιδρά λαμπηδόνι της ψυχής μου, και δοξάζω Σε, τον εν Πατρί και Πνεύματι δοξαζόμενον Θεόν Λόγον. Αμήν.


Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 27 Νοεμβρίου 2011.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. ιη' στίχοι 18-27).
Ο πλούσιος νέος και ο Χριστός.


Κείμενο:


Τω καιρώ εκείνω άνθρωπός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληονομήσω; είπε δε αυτώ ο Ιησούς· τί με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μη είς, ο Θεός. Τάς εντολάς οίδας· μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα Και την μητέρα σου. Ο δε είπε· ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. Ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτώ· έτι έν σοι λείπει· πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολούθει μοι. Ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο· ην γαρ πλούσιος σφόδρα.Ιδών δε αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον είπε- πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού. Ευκοπώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν.Είπον δε οι ακούσαντες· και τίς δύναται σωθήναι; Ο δε είπε· τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεω εστίν».


Μετάφραση:


Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, πειράζοντας τον και λέγοντας· Άγιε διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή; Και ο Ιησούς του είπε· Γιατί με λες άγιο; Κανένας δεν είναι άγιος παρά μόνο ένας, ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις· μην πειράξεις ξένη γυναίκα, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην πάρεις ψεύτικο όρκο, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Και εκείνος είπε· όλα αυτά τα έχω τηρήσει πιστά από τα μικρά μου χρόνια. Και όταν άκουσε αυτά ο Ιησούς, του είπε· ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πούλησε τα και μοίρασε τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό και έλα να με ακολουθείς. Αλλά εκείνος, όταν άκουσε αυτά, έπεσε σε μεγάλη λύπη· γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος. Όταν τον είδε ο Ιησούς που λυπήθηκε τόσο πολύ, είπε· πόσο δύσκολα εκείνοι που έχουν χρήματα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού! Γιατί είναι πιο εύκολο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα της βελόνας παρά πλούσιος μπει στη βασιλεία του Θεού. Τότε είπαν εκείνοι που τον άκουσαν: ποιος μπορεί να σωθεί; Και ο Ιησούς είπε τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για το Θεό.

Σχόλια:


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 18, 18-27)

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ
«Πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες
εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού!»

ΧΡΗΜΑ! ΜΙΑ ΛΕΞΗ που μαγεύει. Χρήμα! Ένα αντικείμενο που πολλοί το θεοποιήσαμε και το λατρεύουμε. Χρήμα! Ο κορυφαίος στόχος της ζωής πολλών ανθρώπων, τον οποίο αγωνίζονται να κατακτήσουν με όλες τους τις δυνάμεις.
Για τα χρήματα μας ομιλεί σήμερα και ο Κύριος. Με αφορμή τον πλούσιο εκείνο νέο που ήρθε να τον ρωτήσει με ποιόν τρόπο θα κληρονομούσε την αιώνια ζωή. Ο Ιησούς του υπέδειξε τον δρόμο των εντολών. Ο νέος απάντησε ότι τις τηρούσε από τα πρώτα νεανικά του χρόνια. Και τότε ο Κύριος του συνέστησε: «Σου λείπει και κάτι άλλο. Όλα όσα έχεις πούλησε τα. Μοίρασε τα στους φτωχούς. Έτσι θα αποκτήσεις ουράνιο θησαυρό. Και τότε ακολούθησε με».
Ο νέος, ακούγοντας τα λόγια τούτα του Χριστού, λυπήθηκε. «Ήν γαρ πλούσιος σφόδρα», σημειώνει ο ιερός Λουκάς. Γύρισε τις πλάτες κι έφυγε. Τότε ο Κύριος στράφηκε προς τους ακροατές Του και είπε: «Πόσο δύσκολο είναι γι’ αυτούς που έχουν τα χρήματα να μπουν στην Βασιλεία του Θεού!».
Ο Κύριος, λοιπόν, ομιλεί για το χρήμα, τον πλούτο και την ιδιοκτησία, θέματα καυτά σε κάθε εποχή, θέματα που απασχόλησαν βασανιστικά τους ανθρώπους και για τα οποία διεξήχθησαν τόσοι και τόσοι αγώνες. Τι, λοιπόν, έχει να μας πει; Και ευρύτερα; Ποια είναι η θέση του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας;

Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία
από χριστιανική σκοπιά

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ αμφιβολία ότι, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ο Θεός του έδωσε το δικαίωμα να νέμεται και να απολαμβάνει τα αγαθά της γης. «Κατακυριεύσατε αυτής» (της γης, δηλαδή), ήταν η εντολή του Θεού προς τους πρωτοπλάστους. «Ου κλέψεις» και «ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστιν», ήταν δυο από τις εντολές του Δεκαλόγου (Δευτ. 5, 19, 21). Μην κλέψεις κάτι που ανήκει στον άλλον. Μην επιθυμήσεις όσα είναι του πλησίον, του διπλανού σου. Στον πλούσιο νέο του σημερινού Ευαγγελίου ο Κύριος λέει: «Πάντα όσα έχεις πώλησον». Στους μαθητές Του έδινε την εντολή: «Πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην» (Λουκ. 12, 33). Κανείς όμως μπορεί να πουλήσει ό,τι είναι δικό του, ό,τι του ανήκει. Ο λόγος του Θεού μακαρίζει το έργο της φιλανθρωπίας: «Μακάριον εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πραξ. 20, 35). Αλλά για να δώσει κανείςσημαίνει πως πρέπει να έχει. Σημαίνει ότι μόνο από τα δικά του μπορεί να προσφέρει. Οι μυροφόρες γυναίκες, πιστές μαθήτριες του Κυρίου, ήταν ευκατάστατες. «Διηκόνουν αυτώ από των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8, 3). Ένας από τους δώδεκα μαθητές, ο Ιούδας – ο μετέπειτα προδότης – είχε στα χέρια του το ταμείο συντηρήσεως του Κυρίου και των μαθητών. Ακόμη και τους φόρους προς το κράτος δεν αρνήθηκε να αποδώσει ο Ιησούς (Ματθ. 17, 27 & 21, 21).
Βεβαίως ο Κύριος στάθηκε αυστηρός απέναντι στους πλουσίους. «Ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε παράκλησιν υμών» (Λουκ. 6, 24). Όχι γιατί ο πλούτος από μόνος του είναι κάτι κακό, αλλά διότι εύκολα ο πλούσιος γίνεται δούλος του πλούτου. Λησμονεί τον Θεό. Περιφρονεί τον συνάνθρωπο του. Καταπατά την ηθική. Αρνείται την δικαιοσύνη.
Ακόμη μακάρισε τους φτωχούς. «Μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία του Θεού» (Λουκ. 6, 20). Όχι πάλι γιατί από μόνη της η φτώχεια σώζει, αλλά διότι – περισσότερο από τον πλούτο – δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ελπίζει στον Θεό και να κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται στη σωματική του υπόσταση μόνο, αλλ’ ότι περιλαμβάνει και μιαν αθάνατξ ψυχή, η οποία έχει τις δικές της πνευματικές ανάγκες.
Σε τελευταία ανάλυση ο Χριστός και τον πλούτο και την φτώχεια – φαινόμενα που συναντούμε σε όλες τις εποχές, ασχέτως τι είδους κοινωνικά και οικονομικά συστήματα επικρατούν – τα βλέπει από τη σκοπιά της αιωνιότητας. Τα κρίνει με το νόμο του Θεού. Τα αξιολογεί με κριτήριο τη μεγάλη αλήθεια ότι όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού με ίσα δικαιώματα και με ιερές υποχρεώσεις ο ένας απέναντι στον άλλο.

Οι πειρασμοί του χρήματος

ΔΕΝ ΑΡΝΕΙΤΑΙ, λοιπόν, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την ύπαρξη του χρήματος το Ευαγγέλιο, μέσα στη ζωή μας. Αυτό όπμως δεν σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και τους πειρασμούς που συνεπάγεται το πράγμα, αν ο άνθρωπος δεν το τοποθετήσει πάνω σε ορθή βάση. Αν δεν κάνει καλή χρήση του χρήματος. Είναι όντως δυνατό το χρήμα. Συγχρόνως όμως και τρομερή αδυναμία! Γιατί;
Πρώτον διότι πολλές φορές υποδουλώνει εκείνον που το έχει. Από κύριο τον μεταβάλλεο σε υπηρέτη. Από ελεύθερο άνθρωπο σε ανδράποδο του μαμμωνά. Από λάτρη του ζώντος και αληθινού Θεού σε ειδωλολάτρη, αφού κατά τον Απόστολο η πλεονεξία είναι «ειδωλολατρεία» (Κολ. 3,5).
Δεύτερον διότι, προκειμένου να αποκτηθούν και να διαφυλαχθούν τα πλούτη, ο άνθρωπος εκτίθεται σε τρομερούς κινδύνους. «Οι βουλόμενοι πλουτείν», υπογραμμίζει με έμφαση ο απόστολος Παύλος, «εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν» (Α’ Τιμ. 6, 9). Το χρήμα μοιάζει λίγο με το νερό. Όταν κυλά ήρεμα, δροσίζει και ποτίζει τα πάντα. Όταν όμως γίνεται ορμητικό και πλημμυρίζει, τότε πνίγει και καταστρέφει οτιδήποτε συναντήσει στο πέρασμα του.
Τρίτον, οι κυνηγοί του χρήματος δοκιμάζουν μεγάλους πειρασμούς, που δυσκολεύουν την απόκτηση της αρετής και διευκολύνουν την διάπραξη της αμαρτίας. Εύκολα καταπατούν τον ηθικό νόμο. Στραγγαλίζουν το δίκαιο. Εκμεταλλεύονται τον μόχθο και τον ιδρώτα των άλλων. Παρανομούν και φοροδιαφεύγουν. Τυφλωμένοι καθώς είναι από τη λάμψη του χρυσού, βλέπουν τα πάντα κάτω από το παραμορφωτικό πρίσμα της μανίας του πλουτισμού που τους τυραννεί.
Γι’ αυτό και ο Κύριος σήμερα επισημαίνει μελαγχολικά ότι «δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού». Δεν λέει ότι είναι αδύνατον αλλά δύσκολο. Και όταν οι ακροατές Του ευθύς αμέσως τον ρωτήσουν «Και τις δύναται σωθήναι;», εκείνος θα απαντήσει: «Τα αδύνατα παρά ανθρώπους δυνατά παρά τω Θεώ εστιν». Κοντά στο Θεό όλα είναι δυνατά. Και η σωτηρία των πλουσίων, αυτών που διαθέτουν άφθονο χρήμα, αρκεί να συνειδητοποιήσουν το χρέος τους και να αγωνιστούν να το εκπληρώσουν.
Η χριστιανική στάση απέναντι στο χρήμα

ΤΟ ΧΡΗΜΑ συνεπάγεται μερικές βασικές υποχρεώσεις για τον χριστιανό που θέλει να το αντιμετωπίζει με τα κριτήρια του Ευαγγελίου του Χριστού.
Υποχρέωση πρώτη, να το κερδίζουμε με θεμιτά μέσα. Με τον τίμιο και ευλογημένο ιδρώτα μας. Όχι με την κλεψιά. Όχι με την εκμετάλλευση από τον εργοδότη, μα ούτε και με την απάτη από την πλευρά του εργαζομένου. Γιατί, δυστυχώς, στις μέρες μας και τα δυο συμβαίνουν.
Υποχρέωση δεύτερη, το χρήμα στην υπηρεσία του ανθρώπου. Υπηρέτης και όχι κύριος μας. Μέσο και όχι σκοπός. Για τις ανάγκες μας και όχι για σπατάλη, για επίδειξη , για ασωτείες. «Το χρήμα», λέει μια γαλλική παροιμία, «είναι καλός υπηρέτης, αλλά κακός κύριος».
Υποχρέωση Τρίτη, το χρήμα στην υπηρεσία της αγάπης. Όσοι διαθέτουμε χρήματα και μάλιστα άφθονα, δεν μπορούμε να αγνοούμε επιδεικτικά τον διπλανό μας που βασανίζεται από την φτώχεια και τη μιζέρια. Δεν είναι επιτρεπτό χριστιανικά να φυλακίζουμε το χρήμα και να το αχρηστεύουμε. Διότι, όπως παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος για τη φύση του πλούτου, «το μεν στάσιμον άχρηστον, το δε κινούμενον και μεταβαίνον κοινωφελές τε και έγκαρπον». Ιδιαίτερα σήμερα το χριστιανικό χρέος επιβάλλει σε όλους μας να δώσουμε συνεπέστερα και αποτελεσματικότερα τη μαρτυρία της έμπρακτης αγάπης.
Υποχρέωση τέταρτη, η ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεό. Εκείνος είναι ο μεγάλος πλουτοδότης. Κάθε αγαθό Εκείνος μας το χαρίζει. Εμείς είμαστε οι διαχειριστές του. Αυτοί που με φρόνηση , αλλά και γενναιοδωρία, θα πρέπει να τα διαχειριστούμε. Όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους, που κι εκείνοι είναι παιδιά του Θεού, αδέλφια μας. «Ίνα το σόν περίσσευμα γένηται εις το εκείνον υστέρημα» (Β’ Κορ. 8, 13).
* * *

Αδελφοί μου,
Ο νέος του σημερινού Ευαγγελίου έχασε την αιώνια ζωή. Προτίμησε τα πλούτη του. Αγάπησε περισσότερο τα χρήματα του.
Η δική μας προτίμηση είθε να είναι αντίθετη. Με τα φθαρτά ας αγοράσουμε τα άφθαρτα. Με τα πρόσκαιρα τα αιώνια. Με την ορθή χρήση του χρήματος να εισέλθουμε στην Βασιλεία του Θεού!

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011



To Eυαγγέλιο της Κυριακής 20 Νοεμβρίου 2011.
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. ιβ', στίχοι 16-21).
Η παραβολή του άφρονα πλούσιου.


Κείμενο:
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν ή χώρα· Και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου; και είπε· τούτο ποιήσω· καθελώ μου τάς αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, Και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Είπε δε αυτώ ό Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δ’· ητοίμασας τίνι έσται; ούτως ό θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών. Ταύτα λέγων εφώνει· ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».


Μετάφραση:
Τους είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ενός ανθρώπου πλούσιου έφεραν τα χωράφια του μεγάλη σοδειά' και σκεφτόταν μέσα του λέγοντας· Τι πρέπει να κάνω, γιατί δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς μου; Και είπε: αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και στη θέση τους θα χτίσω μεγαλύτερες και εκεί θα μαζέψω όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου και θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή, έχεις μαζέψει πολλά αγαθά, που σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Αναπαύου, λοιπόν, τρώγε, πίνε, καλοπερνά. Ο Θεός όμως του είπε· «Ανόητε, αυτή τη νύχτα σου ζητούν ξαφνικά την ψυχή σου. Όσα λοιπόν ετοίμασες, σε ποιον θα ανήκουν τώρα;». Αυτά παθαίνει εκείνος που θησαυρίζει μόνο για τον εαυτό του και δε φροντίζει να πλουτίζει όπως ο Θεός θέλει. Και λέγοντας αυτά τόνιζε: όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.


Σχόλια:

Η ΑΦΡΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ.
«Άφρον. Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου
απαιτούσιν από σου. Ά δε ητοίμασες τίνι έσται;»

ΠΑΘΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ, αρρώστια από τις πιο επικίνδυνες για τον άνθρωπο είναι η πλεονεξία. Ο απόστολος Παύλος την ονομάζει «ειδωλολατρεία» (Κολ. 3, 5) και τη θεωρεί «ρίζα πάντων των κακών» (Α’ Τιμ. 6, 10). Και ο Κύριος για να προφυλάξει τις ψυχές μας από το φοβερό τούτο πάθος διηγήθηκε την παραβολή που ακούσαμε σήμερα.
Αφορμή γι’ αυτό π’ηρε από τη διαφωνία δυο αδελφών, η οποία ανέκυψε όταν κάθισαν να μοιραστούν την πατρική κληρονομιά. Ο ένας από τους δυο απευθύνθηκε στο Χριστό ζητώντας την παρέμβαση Του. «Διδάσκαλε, ειπέ τω αδελφώ μου μερίσασθαι την κληρονομίαν μετ’ εμού». Ο Κύριος αρνήθηκε να αναμιχθεί σ’ ένα τέτοιο ζήτημα, ξένο προς την αποστολή Του: «Άνθρωπε, ποιος με διόρισε δικαστή ή μοιραστή σας, για να επιλύσω εγώ τη διαφορά σας;». βλέποντας όμως ότι κι εκείνος που αδικιόταν ήταν ένοχος, αφού δεν ήθελε να συμβιβαστεί, είπε: «Οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας. Ότι ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού εστιν εκ των υπαρχόντων αυτού». Δηλαδή, προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας, διότι η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περισσά πλούτη, ούτε τα υπάρχοντα του τού εξασφαλίζουν μακροζωΐα και ευχάριστη ζωή». Και για να δείξει ακριβώς τις κακές συνέπειες της πλεονεξίας, διηγήθηκε την παραβολή του άφρονος πλουσίου.
Άφρονα – άμυαλο καιασύνετο δηλαδή – ονομάζει ο Κύριος τον πλούσιο της παραβολής. Γιατί όμως; Που βρίσκεται η αφροσύνη του; Τριπλή μας παρουσιάζεται η αφροσύνη του σημερινού πλουσίου. Πρώτον,

διότι λησμόνησε τον Θεό.

ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΟΝ ! Δεν πιστεύει στον Θεό. Δεν αισθάνεται την παρουσία Του. Δεν ζητά την βοήθεια Του. Πιστεύει μόνο στα αγαθά του, στα πλούτη του και τα υπάρχοντα του. Πιστεύει στον εαυτό του, στις ικανότητες και την καπατσοσύνη του.
Αγνοώντας τον Θεό, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα αγαθά του και μόνο. Τι θα τα κάνει. Πως θα τα συγκεντρώσει. Που θα τα αποθηκεύσει. Από την ψυχή του απουσιάζει και η παραμικρή μεταφυσική αναζήτηση. Μένει αδιάφορος και ψυχρός για οποιοδήποτε πνευματικό θέμα. Τα μάτια του έπαψαν να υψώνονται στον ουρανό. Τα χείλη του δεν κινούνται ποτέ για να ψελλίσουν δυο λόγια προσευχής. Θεός του έγινε ο πλούτος, τα υλικά αγαθά του. Αυτά εξουσιπάζουν την καρδιά του. Προσηλώθηκε σ’ αυτά με πάθος. Έγινε ένας στυγνός υλιστής.
Ακόμη αδυνατεί να τα δει και σαν δώρα του Θεού. Ότι Εκείνος έδωσε τις ευνοϊκές συνθήκες. Εκείνος τον ήλιο. Εκείνος τη βροχή. Κι έτσι καρποφόρησε πλούσια η γη του. Τίποτε από όλα αυτά δεν σκέφτεται και γι’ αυτό στα χείλη του δεν βλέπουμε ίχνος ευχαριστίας κι ευγνωμοσύνης. Ίσως μάλιστα, αν κάποιος τολμούσε να του πει κάτι τέτοιο, να τον ειρωνευόταν και να τον περιγελούσε.
Αλλά μήπως κα ισήμερα δεν συμβαίνει το ίδιο; Πόσοι και πόσοι μέσα στην αφροσύνη του πλούτου, όταν υπάρχει, ή της ακόρεστης δίψας του, όταν δεν τον έχουμε, δεν λησμονούμε τον Θεό; Δεν πιστεύουμε μόνο σε όσα βλέπουν τα μάτια μας;δεν αιχμαλωτίζεται στην ύλη η καρδιά μας; Δεν λησμονούμε τα καθήκοντα μας προς τον Κύριο; Δεν θολώνει η σκέψη μας από οικονομικούς υπολογισμούς και τα σχέδια που συνεχώς καταστρώνουμε, έστι ώστε στο νου και την καρδιά μας να μη μένει χώρος για Εκείνον; Δεν ξεχνάμε το «ευχαριστώ» και το «Δόξα σοι, Κύριε», την έκφραση δηλαδή της ευγνωμοσύνης μας για τα όσα με τόση αγάπη και απλοχεριά μας χαρίζει; Να γιατί ο απόστολος Παύλοε γράφει στον μαθητή Τιμόθεο: «Τοις πλουσίοις εν τω νυν αιώνι παράγγελλε μη υψηλοφρονείν, μηδέ ηλπικέναι επί πλούτου αδηλότητι, αλλ’ εν τω Θεώ τω ζώντι τω παρέχοντι ημίν πάντα πλουσίως εις απόλαυσιν» (Α’ Τιμ. 6, 17). Άφρονας ο πλούσιος, δεύτερον,

διότι λησμόνησε τον συνάνθρωπο του.

ΕΔΩ Η ΑΦΡΟΣΥΝΗ του είναι μεγαλύτερη. Για τον Θεό ίσως μπορούσε να δικαιολογηθεί. Δεν τον έβλεπε. Αμφέβαλλε αν υπάρχει. Για τον συνάνθρωπο του, όμως; Για τον διπλανό του; Δεν έβλεπε τόσους φτωχούς και πεινασμένους να στέκονται έξω από τις αποθήκες του; Δεν άκουγε το θρήνο τόσων χηρών, το κλάμα των ορφανών, τα βογγητά των πονεμένων και των αρρώστων; Δυστυχώς όχι! Το πρόβλημα που τον πιέζει, που τον κάνει να αγωνιά, που του αφαιρεί τον ύπνο, έιναι: «Τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου;». και όταν θα συλλάβει την ιδέα επεκτάσεως των αποθηκών του, θα απορροφηθεί ολότελα από τη μέριμνα να μεταβάλλει σε πραγματικότητα τους σχεδιασμούς του.
Τι δεν θα μπορούσε να κάνει ο πλούσιος της παραβολής! Πόσα δεν θα μπορούσε να προσφέρει! Το πάθος της πλεονεξίας όμως τον έιχε κυριεύσει. Τον έκανε σκληρό, άπληστο, ατομιστή, πραγματικό καρκίνωμα της κοινωνίας.
Και το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν είναι καθόλου ξένο και στη δική μας εποχή. Και σήμερα κυκλοφορούν ανάμεσα μας άνθρωποι που διαθέτουν αμύθητο πλούτο, άφθονα υλικά αγαθά, αλλά καρδιά σκληρή, φτωχή σε αισθήματα αγάπης, άδεια από καλοσύνη και συμπόνοια. Μέσα τους θρονιάζει η πλεονεξία και η απληστία. Και βλέπουν τους άλλους σαν εργαλεία διαμέσου των οποίων επιδιώκουν να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα τους. Καταπιέζουν, εκμεταλλεύονται, αδικούν, παρανομούν, φοροδιαφεύγουν. Και όλα αυτά με μοναδικό σκοπό τον ατομικό πλουτισμό τους. Έτσι δικαιώνεται ο λόγος του σοφού Σωκράτη: «Ο των φιλαργύρων πλούτος ώσπερ ο ήλιος καταδύς εις την γην ουδένα των ζώντων ευφραίνει».
Άφρονας ο πλούτος, τρίτον,

διότι λησμόνησε και τον ίδιο τον εαυτό του.

ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ παραλογισμό στον οποίο τον οδήγησε η πλεονεξία του, ξέχασε ότι ο άνθρωπος δεν έχει σκοπό να τρώει και να πίνει. Τρώει και πίνει για να συντηρείται και να πραγματοποιεί τους ιερούς σκοπούς που έθεσε στη ζωή του ο Δημιουργός. Εξαιτίας του παχυλού υλισμού του λησμόνησε ακόμη ότι η ψυχή έχει υπόσταση πνευματική. Και ότι δεν μπορούν τα υλικά πράγματα να την θρέψουν και να την ευχαριστήσουν. Είναι τόσο παράλογη η αυτοπεποίθηση του, ώστε να νομίζει ότι εξουσιάζει και τον χρόνο. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύσου, φάγε, πίες, ευφραίνου»! Ξεχνά πόσο σύντομη είναι η ζωή. Πόσο γρήγορα κυλά ο χρόνος. Δεν σκέπτεται την αναπόφευκτη πραγματικότητα του θανάτου. Και τότε ακριβώς ακούγεται η φωνή της θείας δικαιοσύνης: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου. Ά δε ητοίμασας, τίνι έσται;». Ώρα φοβερή! Στιγμή αληθινά τραγική! Τέλος αξιοθρήνητο!
Αλλά και πόσοι από μας πόσοι και πόσοι δεν ολισθαίνουμε στον παραλογισμό τούτον του πλουσίου της παραβολής; Για πόσους ανθρώπους το νόημα της ζωής δεν βρίσκεται στο στομάχι; Στο «τι θα φάνε, τι θα πιούν και πως θα διασκεδάσουν»; Κηρύσσουμε σε ανυπαρξία την ψυχή, σκοτώνουμε τη συνείδηση μας και παραδινόμαστε στο σφιχταγκάλιασμα της ύλης και της φθοράς! Ας μας φωνάζει ο Θεός: «Τι γαρ ωφελεί άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθεί;» (Ματθ. 16, 26). Είναι τόσος ο παραλογισμός, η αφροσύνη, που ξεχνούμε πόσο πρόσκαιρη, πόσο μάταιη, πόσο απατηλή είναι η επίγεια ζωή. Και ξεγελιόμαστε σε τέτοιο βαθμό που λησμονούμε κι αυτήν την πραγματικότητα του θανάτου! Το ότι δηλαδή θα έλθει οπωσδήποτε ο θάνατος, και μάλιστα με τρόπο αιφνίδιο και αναπάντεχο.

* * *
«Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ και μη εις Θεόν πλουτών». Με τα λόγια αυτά, αδελφοί μου, επισφραγίζει ο Κύριος την παραβολή Του. Δηλαδή, αυτό θα είναι το τέλος και εκείνου που θησαυρίζει για τον εαυτό του, για να απολαμβάνει αυτός και μόνο εγωιστικά τα αγαθά της γης, και δεν πλουτίζει σε πνευματικούς θησαυρούς, έργα αγάπης, στα οποία ευαρεστείται ο Θεός.
Πέρα από τη θεωρία του μείζονος κέρδους και τη μανία της καταναλώσεως, υπάρχει το πνεύμα και οι δικές του ανάγκες. Πέρα από τα επίγεια αγαθά υπάρχει και ο πλούτος του ουρανού. Πέρα από την ευμάρεια, τον κορεσμό του στομάχου και την μέθη των αισθήσεων υπάρχει και η ζωή του Χριστού. Πέρα από τον εαυτό μας υπάρχουν οι άλλοι, παιδιά κι αυτοί του Θεού, αδέλφια μας.
Ο πλούσιος της σημερινής παραβολής, μέσα στην αφροσύνη της πλεονεξίας του, όλα αυτά τα αντιπαρήλθε. Τα λησμόνησε. Άραγε εμείς τι κάνουμε; Μήπως τον ακολουθούμε;

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011



Του Πρεσβυτέρου Δημητρίου Λ. Λάμπρου.


‎15 Νοεμβρίου και το ημερολόγιο δείχνει << αρχή νηστείας Χριστουγέννων >>. Κάποιοι γελάνε όταν το κοιτάζουν, άλλοι προβληματίζονται, μερικοί μονολογούν << εύκολη νηστεία τρώνε και ψάρι θα περάσει γρήγορα >>, ελάχιστοι θα κάνουν τον αγώνα τους, οι περισσότεροι τυπικά θα νηστέψουν, και μια ομάδα ανθρώπων , θα κάνει δίαιτα λόγω φτώχειας...! Και τελικά όταν έρθει η παραμονή των Χριστουγέννων θα ψάχνουν να βρούν Πνευματικό Πατέρα να αυξήσουν το εκκλησιαστικό τους προφίλ δηλώνοντας << κι εμείς του Ναζωραίου είμαστε >>...! Αντε και εις ανώτερα...!

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011



Η αγάπη πρώτη εις την Αγιοπνευματικήν αξιολόγησιν
του π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού.


από την εφημερίδα «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», 4/2/2011.


Ὁ Χριστιανισμὸς ὡς Ὀρθοδοξία δὲν ἀναφέρεται σὲ «ἀξίες» -καρπὸ ἀνθρώπινης ἀξιολόγησης-, ἀλλὰ σὲ «ἁγιοπνευματικὲς ἀρετές», καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν «καθαρὰν καρδίαν» (Ψαλμ. 50,12) τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος. «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐστὶν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22). Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ πρώτη χριστιανικὴ «ἀξία» εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ πραγματώνεται ὡς ἀνθρωπιὰ, φιλανθρωπία.
Ὁ μόνος κατ᾽ οὐσίαν φιλάνθρωπος εἶναι, βέβαια, ὁ Τριαδικὸς Θεός μας. Ὁ ἄνθρωπος, ἐντασσόμενος στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ (αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία) γίνεται φιλάνθρωπος «κατὰ χάριν», μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ὑπονοεῖ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μας: «Γίνεσθε οὖν οἰ κτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν», γεμάτος δηλαδὴ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία (Λουκ. 6, 36).
Γι᾽ αὐτό στὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα, ὅταν φυσικὰ λειτουργεῖ ἀποστολικὰ καὶ ἁγιοπατερικά, ἀναπτύσσεται καὶ πραγματώνεται - ὅπως συμβαίνει στοὺς Ἁγίους- ἕνα φρόνημα-συνείδηση, ποὺ ὁδηγεῖ στὶς ἀκόλουθες ἀγαπητικὲς σχέσεις: α) Τοῦ ἀδελφοῦ: Τὸ βάπτισμά μας μᾶς ἀναγεννᾶ μέσα στὴν πνευματικὴ «κοιλία» («μήτρα» λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος) τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν κολυμβήθρα ἤ βαπτιστήριο, καὶ μᾶς καταξιώνει σὲ ἀδελφούς, σὲ μιὰ νέα ἀδελφοσύνη μὲ τὴν ἐν Χριστῷ υἱοθεσία μας. β) Τοῦ συνδούλου (πρβλ. Ματθ. 18, 23-35). Ὡς ἁμαρτωλοί, εἴμαστε ὅλοι χρεῶστες στὸν Θεό, τὸν Κύριό μας, καὶ συνεπῶς συνδοῦλοι μεταξύ μας. Γι᾽ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ὅριο συγχωρητικότητας μεταξύ μας, ἀφοῦ ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη τὸ ἔλεος καὶ τὴν συγχώρηση τοῦ Θεοῦ. Ἡ σημαντικότερη ὅμως σχέση μεταξύ τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν εἶναι αὐτὴ τοῦ «πλησίον», στὴν ὁποία κορυφώνεται ἡ ἀδελφοσύνη μας, ὡς ἔκφραση καὶ βίωση τῆς τέλειας καὶ ὁλόκληρης ἀγάπης. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός μας, ἐπιλέγοντας τὸ παράδειγμα τοῦ «καλοῦ Σαμαρείτη» (Λουκ. 10, 25-37).
1) Ἡ πειρακτικὴ διάθεση ἑνὸς νομομαθοῦς Ἑβραίου δίνει τὴν εὐκαιρία στὸν Χριστὸ νὰ διηγηθεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες παραβολές Του. Τὴν παραβολὴ τοῦ «καλοῦ Σαμαρείτου» ἤ «τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς», ὅπως ἄλλοι τὴν ὀνομάζουν. Τὴν διήγηση αὐτὴ τὴν ἔχουμε ἀκούσει πολλὲς φορὲς στὴ θ. Λειτουργία καὶ φανερώνει τὴν ἀγάπη, ὅπως ὁ Χριστὸς τὴν δίδαξε μὲ τὸ παράδειγμα τῆς θυσίας Του. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη χωρὶς ὅρια καὶ προϋποθέσεις, ἡ τέλεια ἀγάπη.
Τὸ ἐρώτημα τοῦ ἑβραίου Νομικοῦ δὲν ἔχει σχέση κἄν μὲ τὴν ἀγάπη. Ὡς Φαρισαῖος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ πῶς θὰ κληρονομήσει τὴν αἰώνια ζωή. Θὰ αἰσθάνθηκε, φυσικά, μεγάλη ἔκπληξη ὁ Νέος, διότι ἀναζητοῦσε ἰδεατὰ τὴν αἰωνιότητα, ἐνῶ ἀλλοῦ τὸν παραπέμπει ὁ Χριστός, στὸ χῶρο τῆς πράξης. Θὰ τοῦ ὑποδηλώσει πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ συζευχθοῦν ἁρμονικὰ ὁ εὐσεβὴς στοχασμὸς μὲ τὴν κοινωνικὴ πράξη, τὴν διακονία. Καὶ αὐτὸ σ᾽ ὅλη τὴν ἔκταση τοῦ καθημερινοῦ μας βίου, γιὰ ὅλα τά προβλήματά μας, ἀπὸ τὰ πνευματικότερα μέχρι τὰ πρακτικότερα, ὅπως εἶναι νὰ σώσεις ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἔπεσε θύμα ληστῶν. Ὁποιωνδήποτε ληστῶν.
Ὁ Χριστὸς λοιπόν, τὸν ἀποσπᾶ ἀπὸ τὶς αἰθέριες πτήσεις του καὶ τὸν προσγειώνει στὸ θέμα τοῦ «πλησίον».
2) Ἡ παραβολή, ποὺ διηγήθηκε ὁ Χριστὸς, ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα τοῦ Νομικοῦ, ποὺ ἤθελε νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτό του: «Καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;» -ρώτησε. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ἀντὶ νὰ δηλώσει μὲ μιὰ λέξη ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ὁδηγεῖ στὴ ἔννοια τοῦ πλησίον μέσα ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης. Πλησίον, πρωταρχικά, δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δέχεται παθητικὰ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει τὴν ἀγάπη. «Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾽ αὐτοῦ» εἶναι ὁ πλησίον γιὰ τὸν ἄλλο. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται πλησίον τοῦ ἄλλου, ὅταν τὸν περιβάλλει μὲ τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη του. Καὶ στὴ συνέχεια δείχνει ἀνάγλυφα ὁ Χριστὸς μας τί σημαίνει ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τὸν πλησίον μας. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον εἶναι θεία ἐντολή, ποὺ ἀναδύεται συχνὰ στὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς βασικὴ ἐντολὴ (Α´ Κορ. 13, 1-8), παράλληλα μὲ τὴν θεϊκὴ ἀγάπη (Ρωμ. 8, 35-39). Στὸν λόγο ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἡ πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη παρουσιάζει μιὰ κλιμάκωση: Ἡ πρώτη βαθμίδα εἶναι ὁ γνωστὸς «χρυσοῦς κανόνας»: «Πάν τα οὖν ὅσα ἂν θέλητε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς» (Ματθ. 7,12). Μία ἀνώτερη βαθμίδα εἶναι: «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν», διότι δὲν ὑπάρχει ἀγάπη μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Ἡ Τρίτη -καὶ ἀνώτερη- βαθμίδα ἀγάπης εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο: «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἐγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰωάν. 15, 12). Αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. (Ἰωάν. 15, 8). Ὁ Χριστὸς ἐνσαρκώνει τὴν δική Του ἀγάπη στὸ πρόσωπο καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Σαμαρείτη.
3) Στὴν παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ θὰ ἐπιχειρήσουμε κάποιες βασικὲς ἐπισημάνσεις: Ἡ ἀγάπη ποὺ δείχνει ὁ Σαμαρείτης στὸν πληγωμένο ἄγνωστο συνάνθρωπό του, καὶ μάλιστα Ἰουδαῖο, δηλαδὴ κατὰ παράδοση ἐχθρό του, ἀποδεικνύεται ἀγάπη χωρὶς ὅρια. Πρῶτα γιατί ἀπευθύνεται πρὸς ἕνα ἐχθρό, ὅταν μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ ἑβραϊκὸς νόμος δίδασκε: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» (Ματθ. 5, 43-Λευιτ. 19,18). Ὁ Σαμαρείτης δηλαδὴ σπάζει τὸ φράγμα τοῦ Νόμου καὶ κινεῖται στὴν περιοχὴ τῆς Χάρης. Εἶναι, ἔπειτα, ἀγάπη, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τέλεια αὐταπάρνηση. Αὐτὸ σημαίνει ὑπέρβαση τοῦ ΕΓΩ. Καὶ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ κατανοηθεῖ πόσα ἐμπόδια συναντᾶ ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου βιώνεται ὡς ὑπερτροφία τοῦ ΕΓΩ μας ὡς ἀτομισμός. Τώρα ἔρχεται ὁ Χριστὸς μέ τό παράδειγμά Του νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀνάγκη νὰ συντριβεῖ ἡ αἰτία τῆς ἀδρανοποίησης τῆς ἄκτιστης Χάρης τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Νὰ νικηθεῖ ἡ τυραννία τοῦ ΕΓΩ στὴν ὕπαρξή μας. Τὸ ΕΓΩ ὅμως τότε μόνο νικιέται, ὅταν θυσιάζεται μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο γιὰ τοὺς ἄλλους. Σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀπρόσμενη κίνηση μπόρεσε νὰ προχωρήσει ὁ Σαμαρείτης. Δίνει στὸν ἄλλο ὅ,τι κανεὶς κρατᾶ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἐρημιά, γιὰ τοὺς κινδύνους. Κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ σώσει τὸν πληγωμένο.
4) Εἶναι, τέλος, τέλεια ἀγάπη, διότι εἶναι ὁλόκληρη. Δὲν περιορίζεται δηλαδὴ σὲ μιὰ «φιλανθρωπία» τῆς στιγμῆς. Πόσες φορὲς δὲν γίνονται φευγαλέες ἐκδηλώσεις «ἀγάπης», ποὺ ἔχουν ὅμως σκοπὸ ὄχι τόσο τὴν βοήθεια τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ τὴν δική μας προβολὴ καὶ ἀπόλαυση. Τὴν διαφήμιση τῶν φιλάνθρωπων αἰσθημάτων μας. Τέτοιες ἐκδηλώσεις συνήθως τὶς χαρακτηρίζουμε «φιλανθρωπικές»... Φιλανθρωπία ὅμως καὶ προσωπικὸ κέρδος δὲν μποροῦν νὰ συνυπάρξουν. Διότι τότε παίρνουμε, δὲν δίνουμε... Ὁ Σαμαρείτης δὲν ἀπολαμβάνει τίποτε ὑλικὸ ἀπὸ τὴν ἔκφραση τῆς ἀγάπης του. Παραδίνοντας, μάλιστα, τὸν πληγωμένο στὸ Πανδοχέα, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποχωρήσει, μὲ ἥσυχη τὴν συνείδησή του, ὅτι ἔκαμε τό καθῆκον του καὶ ὅτι εἶχε ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀποστολή του, ὅπως θὰ κάναμε ἐμεῖς μὲ τὴν κοσμικὴ νοοτροπία μας. Καὶ ὅμως! Ἀκολουθεῖ ἄλλο δρόμο. Δὲν πληρώνει μόνο γιὰ τὴ συνέχεια τῆς περίθαλψής του, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐπιστρέψει, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή της.
5) Γιατί ὅμως ὅλα αὐτά; Διότι δὲν βλέπει τὸν ἄλλο ὡς ξένο, ἀλλὰ ὡς ἀδελφό του. Καὶ κάτι περισσότερο, τὸν βλέπει ὡς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ποιὸς ἐγκαταλείπει ποτὲ ἀβοήθητο τὸν ἑαυτό του; Ποιὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του; Αὐτὴ εἶναι λοιπόν, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ διδάσκει ὁ Χριστός μας. Τὴν ἀγάπη τὴ δική Του γιὰ τὸ πλάσμα Του. Δὲν ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, πρὶν ὁλοκληρώσει τὸ σωτήριο ἔργο Του. Πρὶν κάμει ὅλα ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωτηρία μας. Αὐτὸ λέγει πρὸς τὸν Χριστὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν Θεία Λειτουργία: «Καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν». Παρόλη τὴν χριστιανική μας «κουλτούρα», γιὰ τὴν ὁποία μάλιστα καυχόμαστε, εἶναι γνωστὴ ἡ ἐλλειμματικὴ χριστιανικότητα τῆς κοινωνίας μας. Μόνο οἱ Ἅγιοι φθάνουν στὸ ὕψος καὶ τὴν γνησιότητα τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ποὺ μένει σὲ μᾶς εἶναι νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἀτέλεια τῆς δικῆς μας ἀγάπης καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγώνα ποὺ ἀκόμη χρειαζόμαστε, γιὰ νὰ γίνουμε «ἄξιοί Του» (Ματθ. 10,37).


πηγή: http://www.alopsis.gr/alopsis/agapi2.htm

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011





Οι άγιοι Απόστολοι παρεκάλεσαν τον Χριστό: «Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι, καθώς Ιωάννης εδίδαξε τους μαθητάς αυτού» (Λουκ. ια´, 1). Τότε ο Κύριος τους παρέδωσε την Κυριακή προσευχή (Ματθ. στ´, 9-13).


Πάτερ ημών
Η πρώτη λέξι, πόσο είναι γλυκειά! Μέχρι τώρα δεν τολμούσαμε να στρέψωμε το βλέμμα προς τον ουρανό. Χαμηλώναμε τα μάτια στην γη και, ξαφνικά, δεχθήκαμε την χάρι του Χριστού κι όλα τα αμαρτήματά μας συγχωρέθηκαν. Από πονηροί δούλοι, που ήμασταν, εγίναμε καλοί «υιοί». Μην υπερηφανευώμεθα, όμως, για την δική μας προσπάθεια, αλλά για την χάρι του Χριστού. «Χάριτί εστέ σεσωσμένοι», λέγει ο Απόστολος Παύλος (Εφεσ. β´, 5). Το να ομολογήσωμε την χάρι, δεν είναι οίησι, δεν είναι έπαρσι, αλλά πίστι. Το να διακηρύξωμε αυτό που ελάβαμε δεν είναι υπερηφάνεια, αλλά αφοσίωσι• ας υψώσωμε τα μάτια προς τον Πατέρα, που μας αναγέννησε με το λουτρό του Βαπτίσματος, προς τον Πατέρα, που μας «εξηγόρασε» με τον Υιό Του κι ας πούμε: «Πάτερ ημών». Είναι αυτή μια καλή, μια ταπεινή καύχησι. Σαν ένα παιδί, τον ονομάζομε πατέρα. Αλλά, μη διεκδικούμε κάποιο προνόμιο. Με τον ειδικό κι απόλυτο τρόπο δεν είναι Πατέρας παρά του Χριστού μονάχα• για μας είναι ο κοινός Πατέρας. Γιατί μόνο Εκείνον τον εγέννησε, ενώ εμάς μας εδημιούργησε. Ας λέμε λοιπόν και μεις, κατά χάριν, «Πάτερ ημών», για να γίνωμε άξιοι να είμαστε παιδιά Του. Ας κάνωμε δική μας την εύνοια και την τιμή, που εχάρισε στην Εκκλησία.


Ο εν τοις ουρανοίς
Τι σημαίνει «ο εν τοις ουρανοίς»; ας ακούσωμε την Γραφή, που λέγει: «Υψηλός επί πάντα τα έθνη (υψηλότερος από όλα τα έθνη), ο Κύριος, επί τους ουρανούς η δόξα αυτού» (Ψαλμ. ριβ´, 4). Παντού θα δούμε να γίνεται λόγος ότι ο Κύριος είναι στους ουρανούς, για τους οποίους λέγει ο ψαλμωδός: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού» (Ψαλμ.ιη´, 2). Ο ουρανός είναι εκεί οπού έχουν σταματήσει οι αμαρτίες. Ο ουρανός είναι εκεί οπού οι παραβάσεις τιμωρούνται. Ο ουρανός είναι εκεί οπού δεν υπάρχει καμμιά πληγή θανάτου.


Αγιασθήτω το όνομά σου
Τι σημαίνει «αγιασθήτω;». Σαν να ευχώμαστε να αγιασθή Εκείνος, που είπε: «άγιοι έσεσθε, ότι άγιος εγώ Κύριος ο Θεός υμών» (Λευϊτ. ιθ´, 2). Σαν να έχη την δύναμι ο δικός μας λόγος, να αυξήση τη δική Του αγιότητα… Όχι, δεν είναι αυτό. Ζητάμε να αγιασθή ο Θεός «εν ημίν», εντός μας. Το αγιαστικό του έργο να φθάση σε μας.


Ελθέτω η βασιλεία σου
Άρα γε δεν είναι αιώνια η βασιλεία του Θεού; Ο Ιησούς λέγει: «Εγώ εις τούτο γεγέννημαι και εις τούτο ελήλυθα εις τον κόσμον» (Εγώ γι αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήλθα στον κόσμο, Ιωάν. ιη´, 37), και μεις λέμε: «ελθέτω η βασιλεία σου», σαν να μην έχη έλθει• όμως, το αίτημα αυτό έχει ένα διαφορετικό νόημα.Ο Θεός έρχεται, όταν δεχώμαστε την χάρι Του. Ο ίδιος το βεβαιώνει: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστί» (Λουκ. ιζ´, 21).


Γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης
Με το Αίμα του Χριστού όλα ειρήνευσαν και στον ουρανό και στην γη. Ο ουρανός αγιάσθηκε, ο διάβολος εκδιώχθηκε. Βρίσκεται πια εκεί, οπού βρίσκεται ο άνθρωπος, τον οποίον απάτησε. «Γενηθήτω το θέλημά σου» σημαίνει να έλθη ειρήνη στην γη, όπως υπάρχει στον ουρανό.


Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον
Προτού εκφωνήσει ο ιερέας, κατά την Θ. Ευχαριστία, τα λόγια του Χριστού: «Λάβετε φάγετε… πίετε εξ αυτού πάντες…», αυτό που προσφέρομε ονομάζεται άρτος. Μετά την εκφώνησι δεν το ονομάζομε πια άρτο, αλλά Σώμα. Γιατί, όμως, στην Κυριακή προσευχή, την οποίαν απαγγέλλομε μετά τον καθαγιασμό, λέμε «τον άρτον ημών»; … Αλλά, προσθέτομε «τον επιούσιον», δηλαδή τον απαραίτητο για την συντήρησι της ουσίας• την υπόστασι της ψυχής μας δεν την ενισχύει ο άρτος ο υλικός, που μπαίνει στο σώμα μας, αλλ’ ο άρτος ο ουράνιος• τον ονομάζομε, όμως, κι «επιούσιο», που σημαίνει επίσης «καθημερινό», γιατί οι αρχαίοι ονόμαζαν την «αύριον»: «επιούσαν ημέραν». Έτσι εκφράζομε δύο έννοιες με μια λέξι.
Εάν, όμως, ο άρτος αυτός είναι και καθημερινός και απαραίτητος για την συντήρησι της ουσίας, γιατί περιμένομε να περάση ένας ολόκληρος χρόνος, για να μεταλάβωμε; ας λάβωμε κάθε ημέρα αυτό που μας χρειάζεται κάθε ημέρα. Ας ζούμε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είμεθα άξιοι να μεταλαμβάνωμε κάθε ημέρα. Γιατί, εκείνος που δεν είναι άξιος να τον λαμβάνη κάθε ημέρα, δεν θα είναι άξιος να τον δεχθή ούτε μια φορά τον χρόνο. Ο Ιώβ προσέφερε κάθε ημέρα θυσία για τους γιους του, από φόβο μήπως διέπραξαν κανένα αμάρτημα με τα λόγια ή με τις ενθυμήσεις της καρδιάς τους (Ιώβ α´, 5). Και μεις ακούμε πως, κάθε φορά που προσφέρεται η αναίμακτος θυσία, αναπαριστάνεται ο θάνατος και η Ανάστασι και η Ανάληψι του Κυρίου, και ξαναδίδεται η συγχώρησι των αμαρτιών, και δεν δεχώμεθα τον άρτο της ζωής; Όποιος έχει μια πληγή ζητάει κάποιο φάρμακο. Το να είμαστε υποταγμένοι στην αμαρτία είναι μια πληγή. Το ουράνιο φάρμακο είναι τα άχραντα Μυστήρια.
Αν μεταλαμβάνωμε κάθε ημέρα, τότε η κάθε ημέρα είναι για μας μία «σήμερον». Εάν σήμερα ο Χριστός είναι μέσα μας, αναγεννάει κι ανασταίνει την σημερινή μας ημέρα. Με ποιόν τρόπο; Ο Πατήρ ο εν τοις ουρανοίς λέγει στον Ιησού: «Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Ψαλμ. β´, 7). Το «σήμερον» είναι η ημέρα κατά την οποίαν ο Χριστός ανασταίνεται. Υπάρχει το χθες και το σήμερα• όμως, ο Απόστολος λέγει: «Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν» (Ρωμ. ιγ´, 12). Η νύχτα της «χθες» πέρασε. Η σημερινή ημέρα έφθασε.


Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών,ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών
Ποιό άλλο είναι το «οφείλημα», το χρέος, εκτός από την αμαρτία; αν δεν δεχώμασταν χρήματα από έναν ξένο δανειστή, δεν θα χρωστούσαμε. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο μας καταλογίζεται αμαρτία.
Είχαμε στην διάθεσί μας το «χρήμα» και ωφείλαμε μ αυτό να γεννηθούμε πλούσιοι. Ήμασταν πλούσιοι, πλασμένοι «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» (Γεν. α´, 26-27). Εχάσαμε αυτό που κατείχαμε, δηλαδή την ταπείνωσι, όταν από υπερηφάνεια προεβάλαμε διεκδικήσεις. Εχάσαμε το χρήμα μας. Εμείναμε γυμνοί σαν τον Αδάμ. Πήραμε από τον διάβολο ένα δάνειο, που δεν μας ήταν απαραίτητο. Κι έτσι εμείς, που ήμασταν ελεύθεροι «εν Χριστώ», εγίναμε αιχμάλωτοι του διαβόλου. Ο εχθρός κρατούσε το γραμμάτιο. Αλλ’ ο Κύριος το κάρφωσε πάνω στον Σταυρό και το έσβησε με το Αίμα Του (Κολ. β´, 14-15). Εξάλειψε το χρέος και μας ελευθέρωσε. Επομένως έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό που λέμε: «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Ας το προσέξωμε: «άφες ημίν…, ως και ημείς αφίεμεν…», (Συγχώρησέ μας…, όπως κι εμείς συγχωρούμε). Αν συγχωρούμε, τότε κάνομε κάτι που είναι απαραίτητη προϋπόθεσι για να συγχωρηθούμε. Αν δεν συγχωρούμε, πώς ζητούμε, πώς απαιτούμε από τον Θεό να μας συγχωρήση;


Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν,αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού
Ας το προσέξωμε αυτό: «Μη εισενέγκης», μη μας αφήνεις να πέσωμε σε πειρασμό, στον οποίο δεν μπορούμε να αντισταθούμε. Δεν λέγει: «Μη μας οδηγείς στον πειρασμό». Αλλά σαν αθλητές, που θέλουμε να αγωνιστούμε, ζητάμε να έχωμε την δύναμι να αντισταθούμε στον εχθρό, δηλαδή στην αμαρτία. Ο Κύριος, που σήκωσε στους ώμους Του τις αμαρτίες μας και συγχώρησε τα λάθη μας, είναι ικανός να μας προστατεύση και να μας φυλάξη από τα τεχνάσματα του διαβόλου, που μας πολεμάει, ώστε ο εχθρός, που γεννάει συνεχώς το κακό, να μη μας κατακτήση• όποιος εμπιστεύεται στον Θεό, δεν φοβάται τον διάβολο. Γιατί «ει ο Θεός υπέρ ημών, τίς καθ’ ημών;» (Ρωμ. η´, 31). Σ’ Αυτόν, λοιπόν, ανήκει η τιμή και η δόξα, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.