Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009


Το Ευαγγέλιο της Κυριακής , 01/11 Λουκάς ις΄19-31 ,

[ Του πλουσίου και του φτωχού ].


Κείμενο :


Άνθρωπος δε τις ην πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ΄ ημέραν λαμπρώς. Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος, ος εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. Και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. Και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λαζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. Είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι· και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. Είπε δε· ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου· έχω γαρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. Λέγει αυτώ Αβραάμ· έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτών. Ο δε είπεν· ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ΄ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δε αυτώ· ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.


Μετάφραση:


«Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές. Αυτός προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλυφαν τις πληγές. Πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήραν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και θάφτηκε. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του τον Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού μου και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ΄ αυτή τη φωτιά. Κι ο Αβραάμ του απάντησε: παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα όμως αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ΄ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από εδώ σ΄ εσάς να μην μπορούν, ούτε οι από εκεί να περάσουν σ΄ εμάς. Είπε πάλι ο πλούσιος: τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι αυτοί σ΄ αυτό τον τόπο των βασάνων. Ο Αβραάμ του λέει: έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών· ας υπακούσουν σ΄ αυτά. Εκείνος τότε του είπε: όχι, πατέρα μου Αβραάμ· αν όμως κάποιος από τους νεκρούς πάει σ΄ αυτούς, θα μετανοήσουν. Του είπε ο Αβραάμ: αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, δε θα πειστούν ούτε κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς».


ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 16, 19-31)

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ

«Άνθρωπος τις ήν πλούτος…»

ΔΥΟ ΑΠΟ ΤΙΣ βασικότερες ανάγκες του ανθρώπου είναι η τροφή και το ένδυμα. Η τροφή για να αυξηθεί και να συντηρηθεί το σώμα. Το ένδυμα για να καλύψουμε τη γυμνότητα του και να το προστατεύσουμε από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Μέσα στα πλαίσια των δυο αυτών αναγκών οι άνθρωποι αγωνιζόμαστε για να εξασφαλίσουμε τη διατροφή και την ενδυμασία μας. Όμως αν δεν προσέξουμε, ο αγώνας αυτός μπορεί να διαστρέψει τις δυο φυσικές ανάγκες και να τις μεταβάλλει σε φοβερά τυραννικά πάθη. Το ένδυμα και η ανάγκη του να γίνει πολυτέλεια που προκαλεί, χλιδή που διαφθείρει, ματαιοδοξία βδελυκτή στα μάτια του Θεού. Και η τροφή και η λήψη της να μεταβληθεί σε κοιλιοδουλία, κυνήγι της ηδονής, κολακεία της σάρκας.
Τον κίνδυνο αυτό μας επισημαίνει σήμερα ο Κύριος με την παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου που ακούσαμε. Και θέλοντας να ξυπνήσουμε όλοι όσοι περιπέσαμε στο λήθαργο της ματαιόδοξης πολυτέλειας και της λατρείας των αναγκών του σώματος, μας παρουσιάζει και τις οδυνηρές μεταθανάτιες συνέπειες, που συνεπάγεται μια ζωή που κύλησε μέσα στην εγωπαθή ικανοποίηση των ατομικών αναγκών και τη σκληροκαρδία απέναντι στον πόνο και στη δυστυχία των άλλων. Των εν Χριστώ αδελφών μας. Των συνανθρώπων μας.

Καλός ή κακός ο πλούτος;

«ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΙΣ ήν πλούσιος…». Έτσι αρχίζει την παραβολή Του ο Κύριος. Αντίθετα με ό,τι κάνει για τον φτωχό Λάζαρο, για τον πλούσιο απαξιώνει να αναφέρει το όνομα του. Και μας περιγράφει με ζωηρά χρώματα την εγκόσμια πορεία του. Το πώς έζησε και πως συμπεριφέρθηκε. Του απαγγέλλει σοβαρό κατηγορητήριο και μας τον παρουσιάζει βαριά τιμωρημένη στη μεταθανάτια ζωή. Γιατί τάχα; Επειδή άραγε ήταν πλούσιος; Μήπως ο πλούτος και τα υλικά αγαθά είναι πράγματα απαράδεκτα και κατακριτέα από τον Θεό;
Ασφαλώς όχι. Ο πλούτος και τα υλικά αγαθά αυτά καθεαυτά δεν είναι καταδικαστέα. Το πρόβλημα βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο τα χρησιμοποιούμε. Στο πως διαχειριζόμαστε τον πλούτο που, φυσικά, αποκτήσαμε με τον έντιμο μόχθο μας. Στο ποια θέση του δίνουμε μέσα στη ζωή μας. Διότι πρέπει να ομολογήσουμε ότι η καρδιά του ανθρώπου εύκολα αιχμαλωτίζεται από τα πλούτη. Κουρσεύεται από το πάθος της φιλαργυρίας. Παρασύρεται από την ματαιότητα του κόσμου και κυριεύεται από τη φιληδονία. Και τότε λησμονεί τον Θεό και γίνεται άκαρδος και σκληρός προς τους συνανθρώπους του. «Πρόσεξε», φωνάζει ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, «μήπως αφού φας και χορτάσεις τα αγαθά της γης, και χτίσεις όμορφα και πολυτελή σπίτια και κατοικήσεις σ’ αυτά…κι αυξηθεί το χρυσάφι και το ασήμι σου…, υπερηφανευτεί η καρδιά σου και λησμονήσεις τον Κύριο και Θεό σου» (Δευτ. 8, 11-14).
Αυτό ακριβώς έπαθε και ο πλούσιος της παραβολής. Έγινε αιχμάλωτος του πλούτου του. Λησμόνησε τον Θεό και διέγραψε τους άλλους ανθρώπους από τον ορίζοντα της ζωής του. Με δυο αδρές πινελιές ο Κύριος μας ζωγραφίζει την κατάσταση του.

Χλιδή και κοιλιοδουλία,
δυο φοβερά κακά του πλούτου

«ΕΝΕΔΙΔΥΣΚΕΤΟ πορφύραν και βύσσον». Ο πλούσιος της παραβολής κυριεύτηκε από την πολυτέλεια. Η ανάγκη του ενδύματος του έγινε τυραννικό πάθος. Φορούσε ενδύματα από τα πιο ακριβά, καμωμένα από βύσσο των Ινδιών και βαμμένα με πορφύρα της Φοινίκης. Ενδύματα δηλαδή, πολυτελή, βαρύτιμα και σπάνια. Έτσι ειδωλοποίησε το σώμα του. Κόμπαζε στολισμένος. Επιδειχνόταν προκλητικά. Αυτοθαυμαζόταν. Και επιδίωκε να τον θαυμάζουν και οι άλλοι. Και να τον επαινούν οι διάφοροι κόλακες.
«Ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς». Ο πλούσιος του Ευαγγελίου δεν ήταν μόνο ματαιόδοξος. Ήταν και κοιλιόδουλος. Λάτρευε την κοιλιά του. Ανήκε στην κατηγορία εκείνων, «ών ο Θεός η κοιλία», όπως γράφει ο Απόστολος (Φιλ. 3, 19). Γι’ αυτό και ζούσε «ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς». Πόσα και πόσα δεν περιλαμβάνει ο λόγος αυτός του Κυρίου! Φαγητά σπάνια και γαργαλιστικά. Ποτά μυρωδάτα και μεθυστικά. Πλήθη κολάκων να συντρώγουν μαζί του. Ποτήρια να τσουγκρίζονται, πιάτα να σπάνε, γέλια ηχηρά, βωμολοχίες, αισχρότητες. Και όλα αυτά όχι σπάνια. Όχι σε αραιά, επιτέλους, διαστήματα αλλά «καθ’ ημέραν», καθημερινά. Οι πολλοί τρώνε για να ζουν. Εκείνος ο ταλαίπωρος ζούσε για να τρώει. Σύνθημα ζωής γι’ αυτόν ήταν το στολίδι και η επίδειξη, το φαγοπότι και το ξεφάντωμα. Το ένδυμα και η τροφή, δυο φυσιολογικές ανάγκες, είχαν πλήρως διαστραφεί. Και είχαν γίνει πάθη αποκρουστικά που αιχμαλώτισαν την καρδιά του!
Ο Κύριος για να εκφράσει εντονότερα τη ζοφερή κατάσταση της ψυχής του πλουσίου, μας δίνει ευθύς αμέσως και την εικόνα του φτωχού και δυστυχισμένου Λαζάρου. Στεκόταν παραπεταμένος στην εξώπορτα του μεγάρου του πλουσίου, ρακένδυτος και πληγιασμένος. Και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα του τραπεζιού που πετούσαν οι υπηρέτες. Ο πλούσιος τον έβλεπε καθημερινά. Και όμως έμενε ψυχρός και αδιάφορος. Δεν μπόρεσε να εννοήσει το χρέος του. Δεν ξύπνησε από τον λήθαργο της εγωπάθειας του.

Η προκλητική πραγματικότητα της εποχής μας

ΟΜΩΣ ΑΣ αφήσουμε τον πλούσιο της παραβολής και ας έρθουμε στην εποχή μας. Πολύ φοβούμαι, λοιπόν, ότι και σήμερα – και όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά λίγο-πολύ όλοι μας – πάσχουμε από τη διπλή αυτή αρρώστια του πλουσίου της παραβολής, την επιδεικτική πολυτέλεια και τη ζωώδη κοιλιοδουλία. Διαστρέψαμε δυο φυσικές ανάγκες, όπως είναι το ένδυμα και η τροφή, με αποτέλεσμα να γίνουμε δούλοι της πολυτέλειας, σκλάβοι της μεγάλης αφέντισσας που ακούει στο όνομα κοιλιά!
Η σημερινή κοινωνία είμαστε μια κοινωνία πολυτέλειας, επιδείξεως και σπατάλης. Ο άνθρωπος σήμερα ντύνεται με τον ένα ή τον άλλον τρόπο όχι γιατί το επιβάλλει η ανάγκη αλλά η θεοποιημένη μόδα και ο συρμός. Ντύνεται ή γδύνεται – αναλόγως! – διότι έτσι αποφασίζουν σκοτεινά και ύποπτα κέντρα ή πανίσχυρα οικονομικά συμφέροντα. Ανυπολόγιστο χρήμα ξοδεύεται κάθε χρόνο για να στολιστεί το σαρκίο σύμφωνα με τις επιταγές της θεάς μόδας. Αμύθητα ποσά για κοσμήματα. Χρόνος και χρήμα στους νεοειδωλολατρικούς ναούς της εποχής – τα «ινστιτούτα καλλονής», «αισθητικής», και πολλά άλλα.
Αλλά και στη λατρεία της κοιλιάς δεν υστερούμε. Χρήμα, χρήμα άφθονο ξοδεύεται για να φάμε και να πιούμε ό,τι πιο σπάνιο, ό,τι πιο πολυτελές. Περιουσίες ολόκληρες θυσιάζονται για την κοιλιά και τις άλλες αισχρές ηδονές που αναπότρεπτα συνδέονται με το φαγοπότι. Βάκχος και Αφροδίτη λατρεύονται πάντοτε μαζί. Λέγεται ότι στην Αμερική και την Ευρώπη ξοδεύονται για διασκεδάσεις πολύ περισσότερα από όσα ξοδεύονται για να τραφεί ολόκληρος ο πληθυσμός της γης!
Και όλα αυτά, όταν ανάμεσα μας, πολύ κοντά μας – η γη μας δεν είναι παρά μια μεγάλη γειτονιά – χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά από την πείνα, όταν εκατομμύρια παιδιά πεινούν και υποσιτίζονται, ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες, στερούνται τα πιο απαραίτητα πράγματα για να επιβιώσουν. Όλοι αυτοί είναι οι σύγχρονοι Λάζαροι. Και στέκονται πολύ κοντά μας. Ανάμεσα μας. Μπορούμε να τους δούμε. Αρκεί τα μάτια μας – τα μάτια της ψυχής κυρίως – να είναι ανοιχτά!

* * *
Αδελφοί μου,
Δεν ήταν τα πλούτη του για τα οποία κατακρίθηκε από τον Θεό ο πλούσιος. Ήταν η προσήλωση του σ’ αυτά. Ήταν ο τρόπος που τα διαχειρίστηκε. Ήταν η πολυτέλεια και η κοιλιοδουλία του. Ήταν η αναλγησία του μπροστά στον πόνο και τη δυστυχία του φτωχού Λαζάρου. «Ακουέτωσαν ταύτα οι πλούσιοι», φωνάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. «Μάλλον δε ουχί οι πλούσοι, αλλ’ οι ανελεήμονες. Ου γαρ επειδή πλούσιος ήν εκολάζετο, αλλ’ επειδή ουκ ηλέησεν. Ένεστι γαρ πλουτούντα και ελεούντα τυχείν παντός αγαθού».
Γι’ αυτό μακριά από μας η πολυτέλεια και η κοιλιοδουλία. Ασφαλώς θα ντυθούμε και θα φάμε και θα πιούμε. Όμως πάντοτε με μέτρο, απλά και λιτά. «Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα», λέει ο Απόστολος του Θεού, «τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α’ Τιμ. 6,7). Δεν είναι σκοπός της ζωής η ενδυμασία και η τροφή. Είναι μέσα. Δεν ζούμε για να τρώμε. Τρώμε για να ζούμε. Και για να είναι οι καρδιές και τα χέρια ανοιχτά στον πόνο και τις ανάγκες των συνανθρώπων μας, των ελαχίστων αδελφών του Κυρίου.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009


Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ


Γιορτάζουμε κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου την εορτή της αγίας Σκέπης. Και για την γιορτή αυτή συμβαίνει αυτό που λέγει ο άγιος Χρυσόστομος για τις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, ότι πολλοί γιορτάζουν τις μεγάλες γιορτές, ξέρουν το όνομά τους, δεν ξέρουν όμως το βαθύτερο νόημά τους, ούτε το μήνυμα που θέλει να εξαγγείλει η Εκκλησία μας μέσω των εορτών αυτών. Και αυτό γιατί οι περισσότεροι, λέγει ο ιερός πατήρ, έρχονται στην Εκκλησία από συνήθεια και όχι από ευσέβεια. Γι’ αυτό ας ασχοληθούμε σήμερα με την υπόθεση της γιορτής καθώς και για το μήνυμά της προς το λαό του Θεού.
Πως καθιερώθηκε η γιορτή της αγίας Σκέπης.
Στα χρόνια του βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου (457-474 μ. Χ.) ζούσε στην Κων/πολη ο όσιος Ανδρέας, ο κατά Χριστόν σαλός. Σαλός είναι ο τρελλός και κατά Χριστόν σαλοί ονομάζονται κάποιοι άγιοι, οι οποίοι κάνανε κάποια περίεργα και παράλογα πράγματα, με απώτερο σκοπό να τους θεωρούν παλαβούς ή παλιανθρώπους και να μη τους τιμούν οι άνθρωποι· και έτσι αυτοί να ζουν εν ταπεινώσει και αφανεία. Μια νύχτα που γινότανε αγρυπνία στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, ο όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του Επιφάνιο, που έγινε αργότερα πατριάρχης Κων/πόλεως (520-536 μ. Χ.), είδαν την Υπεραγία Θεοτόκο οφαλμοφανώς, όχι σε όραμα, να μπαίνει από την κεντρική πύλη του ναού. Την συνόδευαν οι παρθένοι Ιωάννης ο Πρόδρομος και Ιωάννης ο Θεολόγος και πλήθος αγγέλων. Αφού μπήκε μέσα στο ναό προχώρησε στον σολέα. Εκεί γονάτισε και προσευχήθηκε πολλή ώρα με θερμά δάκρυα υπέρ της σωτηρίας των πιστών, ενώ την βλέπανε μόνο ο Ανδρέας και ο Επιφάνιος. Αφού προσευχήθηκε για πολύ η Θεοτόκος σηκώθηκε και μπήκε μέσα στο ιερό, όπου φυλασσόταν το μαφόριο της δηλαδή το τσεμπέρι της, το πήρε στα χέρια της και βγαίνοντας έξω το άπλωσε πάνω από τους πιστούς, για να δείξει ότι τους σκέπει και τους προστατεύει.
Αυτό είναι το γεγονός το οποίο στάθηκε αφορμή η Εκκλησία μας να καθιερώσει την γιορτή της αγίας Σκέπης δηλαδή τη γιορτή προς τιμή της Παναγίας, η οποία σαν τη φωτοφόρο νεφέλη που σκέπαζε τη μέρα και φώτιζε τη νύχτα τους Ισραηλίτες στην έρημο, σκέπει και προστατεύει το λαό του Θεού και φωτίζει τους πιστούς στο δρόμο για την τελείωση. Πως μας σκεπάζει και πως μας προστατεύει η Παναγία μας; Με τις προσευχές της, με τις παρακλήσεις της και με τα δάκρυά της.
Μα θα μου πείτε, είναι τόσο μεγάλο το γεγονός που η Παναγία μας προσεύχεται για μας, ώστε η Εκκλησία μας να έχει ιδιαίτερη γιορτή γι’ αυτό το γεγονός; Ναι μάλιστα είναι μεγάλο και σπουδαίο και ζωτικής σημασίας. Λέγει κάπου ο ιερός Χρυσόστομος ότι πάντοτε έχουμε την ανάγκη των προσευχών των άλλων όσο και ενάρετοι και ευσεβείς κι αν είμαστε. Παράδειγμα χαρακτηριστικό γι’ αυτό είναι ο απόστολος Παύλος, αυτός που ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού κι άκουσε άρρητα ρήματα, αυτός που ονομάσθηκε στόμα Χριστού, αυτός που είχε «νουν Χριστού», αυτός που «αναπλήρωνε τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού στο σώμα του», αυτός λοιπόν ο γίγας της αρετής και της ευσέβειας, πάντα ζητούσε τις προσευχές των χριστιανών. Αν και αυτοί που θα προσευχότανε για τον Παύλο δεν ήταν ούτε ανώτεροι του ούτε ισάξιοί του. Μοιάζει το γεγονός σαν ένας στρατιώτης να μιλά στον πρόεδρο της δημοκρατίας για τον στρατηγό. Κι όμως ο Παύλος όχι μόνο δεν αρνήθηκε τις προσευχές των χριστιανών, αλλά αντίθετα τους προέτρεψε και τους παρακαλούσε να προσεύχονται για κείνον.
Στην προς Ρωμαίους (15,30) γράφει· «Παρακαλώ δε υμάς αδελφοί μου … συναγωνίσασθαί μοι εν ταις προσευχαίς υπέρ εμού προς τον Θεόν». Στους Εφεσίους (6,18-19) συνιστά δέηση περί «πάντων των αγίων» και περί εαυτού. Τους Κολοσσαείς (4,2-3) παροτρύνει «τη προσευχή προσκαρτερείτε … προσευχόμενοι άμα και περί ημών». Τους Θεσσαλονικείς (Α΄ Θεσ. 5,25 · Β΄ Θεσ. 3,1) παρακαλεί «αδελφοί προσεύχεσθε υπέρ ημών».
Όχι δε μόνο ζητά να προσεύχονται γι’ αυτόν και για τους συνεργάτες του, αλλά και πιστεύει ότι ήδη το κάνουν και στις προσευχές τους οφείλει την υγεία του και τη σωτηρία από μεγάλους κινδύνους (πρβλ. Φιλημ. 22 · Β΄ Κορ. 1,10-11).
Αλλά και ο Πέτρος δεν είπε τι μου χρειάζεται η προσευχή των άλλων αφού είμαι απόστολος, αφού ομολόγησα το θεανθρώπινο του Χριστού, αφού πάνω στην ομολογία μου στηρίχθηκε η Εκκλησία. Έτσι όταν ήταν στη φυλακή από τον Ηρώδη τον Αγρίππα τον Α΄, οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων προσευχόταν γι’ αυτόν με αποτέλεσμα να τον ελευθερώσει άγγελος Κυρίου κατά θαυμαστόν τρόπο.
Λοιπόν κι αν είσαι Παύλος κι αν είσαι Πέτρος έχεις ανάγκη των προσευχών των άλλων και μάλιστα των αγίων και μάλιστα της Παναγίας. Βέβαια οι αιρετικοί διαφωνούν στο σημείο αυτό και λένε να προσευχόμαστε κατ’ ευθείαν στο Θεό και όχι να επιζητούμε τις δεήσεις των αγίων. Ήδη τα παραδείγματα που αναφέραμε δίδουν την απάντηση, γιατί αν μας χρειάζονται οι προσευχές των ζώντων και μη τελειωθέντων αδελφών μας πόσο περισσότερο ωφέλιμες είναι οι προσευχές των αγίων. Ας αναφέρουμε όμως κι ένα χωρίο που είναι χαρακτηριστικό για το πόσο αναγκαία είναι η δέηση των δικαίων ζώντων και τεθνεώτων. Στον Αβιμέλεχ ένα βασιλιά της Αιγύπτου, που είχε υποπέσει σ’ ένα σοβαρό παράπτωμα, ο Θεός του είπε να προσφύγει στον Αβραάμ, που ήταν τότε στην Αίγυπτο, και να ζητήσει την προσευχή του. «Προφήτης εστί και προσεύξεται περί σου και ζήση» (Γεν. 20,7).
Πως είναι ωφέλιμη η προσευχή των αγίων.
Αλλά ενώ η προσευχή έχει τεράστια δύναμη, ενώ είναι αναγκαία όσο ενάρετοι κι αν είμαστε, χρειάζεται μια προϋπόθεση για να καρποφορήσει. Και η προϋπόθεση είναι να προσπαθούμε κι εμείς· ν’ αγωνιζόμαστε· να μετανοούμε για τις αμαρτίες μας· να βιάζουμε τον εαυτό μας προς εξάσκηση της αρετής. Μη περιμένουμε τα πάντα από την προσευχή των αγίων, ενώ εμείς οι ίδιοι οκνεύουμε και τεμπελιάζουμε. Η αγιότητα δεν μεταδίδεται κατά μαγικό τρόπο· απαιτεί και ενεργό προσπάθεια εκ μέρους μας.
Έτσι ενώ ο Ιερεμίας προσευχήθηκε τρεις φορές για τους Εβραίους και στις τρεις φορές άκουσε το Θεό να λέγει· «Μη προσεύχου, μηδέ αξίου περί του λαού τούτου ότι ουκ εισακούσομαί σου» (7,16). Και ο Ιεζεκιήλ άκουσε το εξής· «και εάν ώσιν (είναι) οι τρεις ούτοι εν μέσω αυτής, Νώε και Δανιήλ και Ιώβ, αυτοί εν τη δικαιοσύνη αυτών σωθήσονται … η δε γη έσται εις όλεθρον» (14, 14-16). Και στον Ιερεμία είπε ο Θεός· «εάν στη (σταθεί) Μωσής και Σαμουήλ προ προσώπου μου, ουκ έστιν η ψυχή μου προς αυτούς» (15,1). Και τα λέγει αυτά ο Θεός στον Ιερεμία και στον Ιεζεκιήλ για να τους δείξει όχι ότι δεν δέχεται την ικεσία τους και τους περιφρονεί, αλλά δεν αξίζουν οι Ιουδαίοι για να τους βοηθήσει. Γι’ αυτό και αναφέρει τα ονόματα του Νώε, του Δανιήλ, του Ιώβ, του Μωϋσή, και του Σαμουήλ, που είχαν καθιερωθεί ως άγιοι μεγάλου βεληνεκούς, θεοπρόβλητοι και θεάρεστοι. Είναι σαν να λέγει ο Θεός σήμερα· «Ακόμη και η Παναγία και οι απόστολοι και ο Χρυσόστομος και ο Αθανάσιος να προσευχηθούν για σας, δεν σας βοηθώ. Η κακία σας είναι απροσμέτρητη και φοβερή.
Είναι χαρακτηριστική και η λεπτομέρεια ότι η Παναγία μας άπλωσε το μαφόριο της εντός του ναού και σκέπασε όσους αγρυπνούσαν και προσευχόταν. Θέλει να πει ότι πρέπει να έχουμε ουσιαστική σχέση με την Εκκλησία για να μας σκεπάσει με τις πρεσβείες της.
Την έχουμε αυτή τη σχέση; Πηγαίνουμε στην Εκκλησία, κοινωνούμε, εξομολογούμαστε, αγρυπνούμε, νηστεύουμε, ελεούμε, συγχωρούμε, προσπαθούμε να τηρήσουμε τις εντολές; Ο καθένας ας ρωτήσει τον εαυτό του και ας δώσει προσωπικά και υπεύθυνα την απάντηση.


ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009



ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕ «ΝΙΚΗ» ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ’40.


Ὁ λογοτέχνης Ἄγγελος Τερζάκης, στὸ ἔργο τοῦ «Ἑλληνικὴ Ἐποποιία» 1940-1941 (ἔκδοση Γ.Ε.Σ. 1990, σέλ. 86-87), παρουσιάζει πολὺ ἐμπεριστατωμένα τί νόημα εἶχε ἡ λέξη νίκη γιὰ τοὺς Ἕλληνες τοῦ ’40. Ἃς παρακολουθήσουμε τὶς σκέψεις του.
«Οἱ ἔφεδροι ποὺ πήγαιναν νὰ ντυθοῦν τὸ χακὶ τὶς πρῶτες μέρες τοῦ πολέμου τοῦ 1940, δὲν ἔλεγαν μέσα τοὺς πὼς πᾶνε γιὰ νὰ νικήσουν. Ἡ Ἰταλία ἦταν μεγάλη Δύναμη, συνέταιρος ἰσότιμός της Γερμανίας στὸν Ἄξονα, κι ὁ καθένας τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1940, φανταζόταν τὸν ἄξονα ἀήττητο. Ἔπειτα τῆς Ἰταλίας τὸ γόητρο, ὕστερα ἀπὸ τὴν φασιστικὴ ἀναδιοργάνωση καὶ τὴν ὑποταγὴ τῆς Αἰθιοπίας, ἦταν δυναμωμένο.
Μία εἰκόνα τῆς ἐπίσημης ψυχολογίας τοῦ Ὀκτωβρίου 1940 δίδει ἡ ἀκόλουθη περικοπῆ ἀπὸ τὴν προφορικὴ ἀνακοίνωση ποὺ ἔκανε ὁ Μεταξὰς στοὺς ἰδιοκτῆτες καὶ ἀρχισυντάκτες τοῦ ἀθηναϊκοῦ τύπου, τοὺς καλεσμένους εἰδικὰ γι’ αὐτὸ στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Μεγάλης Βρετανίας». Ἦταν τὴν Τρίτη μέρα τοῦ πολέμου στὶς 30 Ὀκτωβρίου. ‘Αλλά ὑπάρχουν στιγμὲς –εἶχε πεῖ ὁ Μεταξάς- κατὰ τὶς ὁποῖες ἕνας λαὸς ὀφείλει, ἂν θέλει νὰ μείνει μεγάλος, νὰ εἶναι ἱκανὸς νὰ πολεμήσει, ἔστω καὶ χωρὶς καμμιὰν ἐλπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαὸς θὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ δεχθεῖ ἄλλο τί αὐτὴν τὴν στιγμήν’.Τὴ γνώμη τοῦ Μεταξὰ πίστευε καὶ τὸ Γ.Ε.Σ., τὸ ὁποῖο τέλη Αὐγούστου 1940, στέλνει μήνυμα στὴν 8η Μεραρχία, στὸ ὁποῖο ἔλεγε, ὅτι δὲν περιμένει ἀπὸ τὴ Μεραρχία νῖκες, ἀναμένει ὅμως νὰ σώσει τὴν τιμὴ τῶν ὅπλων (Τερζάκης, σέλ. 49). »Οἱ ἔφεδροι τοῦ 1940 πήγαιναν στὸ μέτωπο γιὰ νὰ κλείσουν τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία μ’ ἕνα κεφάλαιο ἀντάξιό της. Αὐτὸς ὁ κλῆρος τοὺς εἶχε λάχει· ἦταν μία τραγικὴ καὶ ὑψηλὴ τιμή. Ποτὲ ἄλλοτε, ὕστερα ἀπὸ τὸν ξεσηκωμὸ τοῦ 1821, δὲν εἶχε φουσκώσει μέσα στὴν ἑλληνικὴ ψυχὴ τὸ κέφι τῆς λεβεντιᾶς. Τίποτα τὸ πεισιθάνατο, τὸ πένθιμο. Ἀεράκι ἀνοιξιάτικο εἶχε ἀναταράξει τὰ φυλλοκάρδια. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ σὲ καιροὺς εἰρήνης φαντάζονται τὸ θάνατο συνταιριασμένο ἀναγκαστικὰ μὲ τὸ πένθος, μὲ τὴ βαρυθυμιὰ καὶ τὴν ἀπόγνωση, εἶναι ἀδύνατον νὰ φανταστοῦν πὼς ἔρχονται στιγμὲς ὅπου ἡ προϋπάντησή του γίνεται πανηγυρισμὸς τῆς ψυχῆς. Ὑπάρχει ἐδῶ ἕνα μάθημα ἤθους, μιὰ ἀποκάλυψη ποὺ δὲν πρέπει μὲ κανένα τρόπο νὰ πάει χαμένη. Θὰ χαθεῖ ἂν θυσιασθεῖ ἀφελέστατα στὸ πρωθύστερο μιᾶς λαθεμένης προοπτικῆς. Στὰ παιδιὰ ποὺ φεύγανε γιὰ τὸ μέτωπο τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1940, ἡ εὐχὴ ὅλων ἦταν· ‘Στὸ καλὸ καὶ μὲ τὴ νίκη’. Κανένας ὅμως δὲν ἔδινε στὴ λέξη «νίκη» τὸ φτηνὸ περιεχόμενο τῆς παρηγοριᾶς, τὴν ψευδαίσθηση. Κανένας δὲν ἐννοοῦσε ὅτι θὰ νικήσουμε ὑλικῶς. Νίκη σήμαινε ἐδῶ ἀντίκρυσμα τοῦ θανάτου λεβέντικο, χαιρετισμὸς στὸ χάρο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν καρδιὰ νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν κατάματα τραγουδώντας. Νίκη τὸ 1940 σήμαινε ἀντιμετώπιση τῆς μονώσεως, τῆς ἀπελπισίας, τῆς κακομοιριᾶς, τῆς ἀδυναμίας, τῆς δειλίας. Νίκη σήμαινε νίκη κατὰ τοῦ θανάτου». Ξέραμε ὅτι θὰ ὑποφέραμε, θὰ τραβούσαμε τὰ πάνδεινα. Ὅτι θὰ ἀνεβαίναμε στὸ σταυρὸ καὶ θὰ σταυρωνόμασταν. Ὅτι κατὰ κόσμον θὰ νικηθοῦμε. Ἀλλὰ προσδοκούσαμε τὴν ἀνάσταση· προσδοκούσαμε τὸ ξαναζωντάνεμα. Ξέραμε ὅτι τὴν ρωμιοσύνη ὅσο κι ἂν τὴν κόψεις, ὅσο κι ἂν τὴν ξεπατώσεις πάλι θὰ ξεπεταχθεῖ καὶ θ’ ἀναγεννηθεῖ. Οἱ Ἕλληνες τοῦ ’40 λέγανε αὐτὸ ποὺ λέγανε οἱ χριστιανοὶ στοὺς προγόνους τῶν Ἰταλῶν τοὺς Ρωμαίους, τοὺς διῶκτες τοῦ χριστιανισμοῦ· «Μπορεῖτε νὰ μᾶς φονεύσετε δὲν μπορεῖτε νὰ μᾶς βλάψετε». Πίστευαν αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Χριστὸς καὶ ψυχῇ σας χρειάζονται. Τὸ σῶμα σας ἂς τὸ πάρουν, ἃς τὸ κάψουν, ἃς τὸ τηγανίσουν. Τὰ ὑπάρχοντά σας ἂς τὰ πάρουν. Μή σας νοιάζει». Πίστευαν αὐτὸ ποὺ λέγει ὁ ποιητής· «Χαρὲς καὶ πλούτη νὰ χαθοῦν/καὶ τὰ βασίλεια κι ὅλα/ τίποτα δὲν εἶναι ἂν στητή/ μένει ἡ ψυχὴ κι ὁλόρθη».
Ἡ συνάντηση μὲ τὸν θάνατο δὲν γινόταν ἀπὸ πεσσιμισμὸ καὶ ἀπαισιοδοξία. Δὲν ὑπῆρχαν τάσεις αὐτοκτονίας. «Θὰ ἀποθάνωμεν ὅλοι. Χωρὶς νὰ πρέπει καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλωμεν» ἔγραφε στὴ «Καθημερινή» ὁ ἀείμνηστος Γεώργιος Βλάχος. Ὄχι δὲν εἴχαμε ὄρεξη γιὰ αὐτοκτονία καὶ ψευτοηρωισμούς. Ὅ,τι κάναμε τὸ κάναμε, διότι πιστεύαμε στὴν ἀνάσταση καὶ στὸ ὅτι τὸ καλό, μπορεῖ πρὸς στιγμὴ νὰ φαίνεται ὅτι χάνεται καὶ νικᾶται ἀπὸ τὸ κακό, ἀλλ’ ἐν τέλει πάντοτε ἐπικρατεῖ.
Ὁ Χριστὸς ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ σταυρώθηκε. Φαινομενικὰ φάνηκε ὅτι νικήθηκε. Ὅτι ἔχασε στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ κακοῦ. Κι ὅμως, ἐνῷ πανηγύριζαν οἱ ἐχθροί του διότι τὸν ἐξόντωσαν, ἐκεῖνος ἀνέστη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ Γερμανοὶ μπῆκαν στὴν Ἑλλάδα τὴ Μ. Ἑβδομάδα τοῦ 1941. Τὴ Μ. Παρασκευὴ ἔγινε τὸ τελευταῖο πολεμικὸ συμβούλιο στὴν Ἀθῆνα μὲ Ἄγγλους ὑπευθύνους. Ὁ Γολγοθὰς ἄρχιζε ἀλλὰ τὸ ἠθικὸ τοῦ λαοῦ ἀκλόνητο. Γιατί προσδοκοῦσε τὴν ἀνάσταση.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἱστορία ποὺ διηγεῖται στὸ προσωπικὸ ἡμερολόγιό του, ὁ Ἀλέξης Κύρου, ἀνώτερος διπλωματικὸς ὑπάλληλος, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ μάλιστα 29 Ὀκτωβρίου τὸ 1941. Γράφει· «Σήμερον τὴν πρωίαν ἀνάπηροι μετέβησαν μὲ τὰ καροτσάκια τῶν νὰ καταθέσουν στέφανον εἰς τὸν Ἄγνωστον Στρατιώτην. Εἰς ἐξ αὐτῶν ἀνυψώθη εἰς τὸ καροτσάκι του καὶ προσεφώνησεν ὡς ἑξῆς· ‘Ἡ Ἑλλὰς θὰ ζήση! Ἔχω πολλὰ νὰ σᾶς πῶ, ἀλλὰ σεῖς οἱ νεκροί μας ἀκοῦτε καλά, χωρὶς νὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ σᾶς μιλήσουμε. Ἀκοῦστε· …(σιγὴ 1-2 λεπτῶν)…Σᾶς εἶπα πολλά!’ Καὶ αὐτοὶ οἱ καραβινιέροι συνεκινήθησαν καὶ παρουσίασαν ὄπλα.» (Ἀλέξη Κύρου, Ἑλληνικὴ ἐξωτερικὴ πολιτική, ΑΘΗΝΑΙ-1955, σέλ.18).
Τί φυσικὴ καὶ τί ψυχικὴ ἀντοχὴ καὶ τί ζωτικότητα ἀξιοθαύμαστη, ἔδειξαν οἱ πρόγονοί μας κατὰ τὸν πόλεμο τοῦ ’40 καὶ κατὰ τὴν κατοχή, κατὰ τὰ ἔτη 1941-1944, τῶν Γερμανῶν-Ἰταλῶν-Βουλγάρων! Τί «ἤρεμο θάρρος» κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Τσόρτσιλ παρουσίασαν!




www.pmeletios.com.


ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009


Βίος του Αγίου Ενδόξου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου.


Ο Αγιος Δημήτριος ο μεγαλομάρτυς και μυροβλύτης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 260μ.Χ. Οι γονείς του ήταν επίσημοι άνθρωποι και ο Δημήτριος κοντά στη φθαρτή δόξα είχε και πάμπολλα πνευματικά χαρίσματα και ολόψυχη πίστη στο Χριστό.
Εκείνο τον καιρό αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Χριστιανομάχος Διοκλητιανός που είχε διορίσει καίσαρα στα μέρη της Μακεδονίας ένα στρατηγό γαμπρό του ονόματι Μαξιμιανό, εξίσου σκληρόκαρδο και αιμοβόρο. Αυτός ο Μαξιμιανός, διόρισε τον Δημήτριο άρχοντα της Θεσσαλονίκης, αφού εξετίμησε σε αυτόν την παλικαριά, την εξυπνάδα του και τα πολλά χαρίσματά του και νομίζοντας ότι είναι ειδωλολάτρης. Ο Δημήτριος χάρηκε με την τιμή αυτή γιατί θα του δινόταν έτσι η ευκαιρία να κηρύξει το Χριστό και να φέρει τους υπηκόους του στην αληθινή πίστη.
Ο Μαξιμιανός έπειτα από νικηφόρο πόλεμο που έκανε με τους Σκύθας, γύρισε στην Θεσσαλονίκη τροπαιούχος. Από τις πόλεις που περνούσε έκανε παντού θυσίες στα είδωλα. Τότε μερικοί ειδωλολάτρες καταγγέλλουν τον Δημήτριο ως Χριστιανό. Ο Μαξιμιανός κάλεσε όλους τους αξιωματούχους της Θεσσαλονίκης να προσφέρουν θυσία στα είδωλα, για να εξακριβώσει αν ο Δημήτριος θα ερχόταν. Ο Δημήτριος όμως δεν πήγε και τότε διέταξε ο Μαξιμιανός να τον συλλάβουν και να τον ο0δηγήσουν μπροστά του.
Με φοβέρες και απειλές ο Μαξιμιανός προσπαθεί να πείσει τον Δημήτριο να αλλάξει την πίστη του. Μάταια όμως, οι απαντήσεις του Δημητρίου είναι γενναίες και θαρραλέες. Διατάζει τότε ο Μαξιμιανός να τον οδηγήσουν σε μια βρωμερή και υγρή φυλακή, με σκοπό να τον αφήσει να πεθαίνει εκεί, για να μην μαρτυρήσει και γίνει αγαπητός στη συνείδηση των Χριστιανών.
Ύστερα από ένα χρόνο, στη Θεσσαλονίκη διοργανώνονται αγώνες τους οποίους θα τιμούσαν με την παρουσία τους ο άρχοντας Μαξιμιανός και ο αυτοκράτορας της Ρώμης Διοκλητιανός. Υπήρχε τότε ένας παλαιστής με το όνομα Λυαίος, ο οποίος ήταν πολύ ψηλός και είχε τέλεια εξάσκηση στη πάλη. Αυτός μπαίνοντας στο στάδιο αναζητούσε αντιπάλους, αλλά κανείς δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του. Τότε ο Λυαίος άρχισε να προκαλεί και να βρίζει τους Χριστιανούς ώστε να παλέψει κάποιος χριστιανός μαζί του. Ένας νέος χριστιανός 20 ετών, ο Νέστορας, που ήταν μαθητής του Δημητρίου, φεύγει από το στάδιο, τρέχει στη φυλακή που ήταν ο Δημήτριος και ζητά την ευχή του να μονομαχήσει με το Λυαίο και να αποδείξει τη δύναμη του Χριστού. Ο Δημήτριος τον ευλογεί και ο Νέστορας καταφέρνει να νικήσει τον Λυαίο στην αρένα. Το ειδωλολατρικό πλήθος θεώρησε τη νίκη του Νέστορα μεγάλη προσβολή και φώναζε στο Μαξιμιανό να τον σκοτώσουν. Ο Μαξιμιανός βρισκόταν σε δίλημμα καθώς θα έπρεπε να σκοτώσει τον νικητή και αμέσως τον καλεί μπροστά του. Ο Νέστορας παρουσιάζεται μπροστά του και ομολογεί ότι κατάφερε να σκοτώσει το Λυαίο με τη δύναμη του Χριστού, του αληθινού Θεού που του δίδαξε ο Δημήτριος. Ο Μαξιμιανός τότε διατάζει να αποκεφαλίσουν τον Άγιο Νέστορα και να σκοτώσουν τον Δημήτριο ως υποκινητή του. Οι στρατιώτες πάνε στη φυλακή και εκεί λογχίζουν τον Δημήτριο σε όλο του το σώμα, όπου παρέδωσε στο Χριστό την Αγία του Ψυχή.

Υμνολογική εκλογή.
Απολυτίκιον του Μάρτυρος. Ήχος γ’.


Μέγαν εύρατο εν τοις κινδύνοις, σε υπέρμαχον η οικουμένη, Αθλοφόρε τα έθνη τροπούμενον. Ως ουν Λυαίου καθείλες την έπαρσιν, εν τω σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα, ούτως Άγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Μεγάλον προστάτη και συμπολεμιστή στους κινδύνους σε βρήκε η οικουμένη Αθλοφόρε Δημήτριε, γιατί νικάς και κατατροπώνεις τα βάρβαρα έθνη. Όπως λοιπόν κατανίκησες τότε την αλαζονεία του Λιαίου ενθαρρύνοντας μέσα στο στάδιο τον Νέστορα, έτσι και τώρα άγιε μεγαλομάρτυς Δημήτριε, ικέτευε τον Χριστό και Θεό μας να μας δωρίζει το μέγα Του έλεος.


Έτερον, του Σεισμού. Ήχος πλ. δ’.
Ο επιβλέπων επί την γήν, και ποιών αυτήν τρέμειν, ρϋσαι ημάς της φοβεράς του σεισμού απειλής, Χριστέ ο θεός ημών’ και κατάπεμψον ημίν, πλούσια τα ελέη σου, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε φιλάνθρωπε.


Συ Κύριε που ρίχνεις το βλέμμα Σου πάνω στη γη και την κάνεις να τρέμει, λύτρωσέ μας από τη φοβερή απειλή του σεισμού, και στείλε από τον ουρανό στη γή πλούσια τα ελέη Σου, με τις πρεσβείες της Θεοτόκου, μόνε φιλάνθρωπε.


ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ
Κάθισμα. Του Αγίου. “Ήχος πλ. δ’. Την Σοφίαν και Λόγον.
Ευσεβείας τοιζ τρόποις καταπλουτών, ασεβείας την πλάνην καταβαλών, Μάρτυς κατεπάτησας, των τυράννων τα θράση” και τω θείω πόθω, τον νούν πυρπολούμενος, των ειδώλων την πλάνην, εις χάος εβύθισας’ όθεν επαξίως, αμοιβήν των αγώνων, εδέξω τα θαύματα, και πηγάζεις ιάματα, Αθλοφόρε Δημήτριε. Πρέσβευε Χριστώ τω θεώ, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω, την αγίαν μνήμην σου.


Πλούτησες κυριολεκτικά με τους τρόπους της ευσεβείας, και κατανίκησες την πλάνη της ασεβείας, μάρτυς, και κατεπάτησες σαν ένα τίποτε την αλαζονεία των τυράννων. Έτσι βύθισες στο χάος των ειδώλων την πλάνη, επειδή μέσα στο νου σου έκαιγε σαν άλλη φωτιά ο ζήλος της αγάπης στον Θεό. Γι’ αυτό και σαν αμοιβή των αγώνων σου έλαβες τη χάρη των θαυμάτων, και σαν πηγή χαρίζεις τα ιάματα. Σε παρακαλούμε να πρεσβεύεις στον Θεό, ώστε να χαρίσει άφεση των αμαρτιών, σε όσους με πόθο εορτάζουν την αγία σου μνήμη.


Δόξα. Έτερον του αγίου όμοιον.
Βασιλεί των αιώνων ευαρεστών, βασιλέως ανόμου πάσαν βουλήν, εξέκλινας ένδοξε, και γλυπτοίς ούκ επέθυσας’ δια τούτο θύμα, σαυτόν προσενήνοχας, τω τυθέντι Λόγω, αθλήσας στερρότατα’ όθεν και τη λόγχη, την πλευράν εξωρύχθης, τα πάθη ιώμενος, των πιστώς προσιόντων σοι, Αθλοφόρε Δημήτριε. Πρέσβευε Χριστώ τω θεώ, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω, την αγίαν μνήμην σου.


Θέλοντας να ευαρεστήσεις στον Βασιλέα των αιώνων, δεν υπάκουσες στον άνομο βασιλέα, απομακρύνθηκες από τη βουλή του και δεν θυσίασες στα γλυπτά είδωλα. Γι’αυτό και με σταθερότητα προσέφερες τον εαυτό σου κατά τους μαρτυρικούς αγώνες, θύμα στον Λόγο Χριστό, που θυσιάσθηκε για τους ανθρώπους. Ετσι και τρυπήθηκες στην πλευρά με τη λόγχη, και θεραπεύεις τα πάθη όσων με πίστη σε πλησιάζουν, αθλοφόρε Δημήτριε. Τώρα λοιπόν, πρέσβευε στον Χριστό και Θεό μας, να χαρίζει άφεση των αμαρτιών σε όσους με πόθο από τα βάθη της ψυχής τους εορτάζουν την αγία μνήμη σου.


Και νυν. Του Σεισμού. Ήχος δ’. ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Της επελθούσης σου οργής αφορήτου, ότι ηλέησας ημάς και ερρύσω, φιλανθρωπίας πέλαγος δεικνύων Χριστέ, νυν ευχαριστούμέν σοι, παιδευθέντες εκκλίναι, από των κακών ημών, των ημάς θανατούντων. Αλλ’ επιβλέψας οίκτειρον ημάς, ταις ικεσίαις Σωτήρ της τεκούσης σε.


Επειδή μας ελέησες και μας ελύτρωσες από την αφόρητη οργή Σου, που ήλθε εναντίον μας και κατεπάνω μας, δείχνοντας το πέλαγος της φιλανθρωπίας Σου προς εμάς, Χριστέ, τώρα γι’ αυτό Σε ευχαριστούμε, αφού μάθαμε από τα γεγονότα να απομακρυνόμαστε από τα κακά που μας οδηγούν στον θάνατο. Αλλά αφού ρίξεις πάνω μας το βλέμμα Σου, λυπήσου μας, Σωτήρ, και ελέησέ μας με τις πρεσβείες της τεκούσης Σε Θεοτόκου.


Κοντάκιον. Αυτόμελον. Ήχος β’.
Τοις των αιμάτων σου ρείθροις Δημήτριε, την εκκλησίαν θεός επορφύρωσεν, ο δούς σοι το κράτος αήττητον, και περιέπων την πόλιν σου άτρωτον’ αυτής γαρ υπάρχεις το στήριγμα.
Με τα ρείθρα των αιμάτων σου, Δημήτριε, πορφύρωσε την Εκκλησία Του ο Θεός. Αυτός που σου έδωσε ανίκητη δύναμη, και περιβάλλει την πόλη σου ώστε να είναι και να παραμένει αβλαβής, γιατί εσύ είσαι το στήριγμά της.


Ο Οίκος
Τούτον τον μέγαν, πάντες συμφώνως οι πιστοί συνελθόντες, ως οπλίτην Χριστού και Μάρτυρα τιμήσωμεν, εν ωδαίς και ύμνοις αναβοώντες τω Δεσπότη και Κτίστη της οικουμένης” Ρύσαι ημάς του σεισμού της ανάγκης Φιλάνθρωπε, πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων των αγίων Μαρτύρων’ εις σέ γαρ ελπίζομεν, του ρυσθήναι κινδύνων και θλίψεων, ότι συ υπάρχεις ημών το στήριγμα.


Αυτόν τον μεγάλο άγιο, όλοι οι πιστοί αφού συγκεντρωθούμε, με μια φωνή και γνώμη ας τον τιμήσουμε ως οπλίτη του Χριστού και μάρτυρα, με ωδές και ύμνους ψάλλοντας στον Δεσπότη και Κτίστη της οικουμένης: απάλλαξέ μας από την ανάγκη του σεισμού, Φιλάνθρωπε, με τις πρεσβείες της Θεοτόκου και πάντων των αγίων μαρτύρων, γιατί σε Σένα ελπίζουμε ώστε να λυτρωθούμε από κινδύνους και θλίψεις, αφού Εσύ είσαι το στήριγμά μας.


Συναξάριον.
Τη Κστ” του αυτού μηνός (Οκτωβρίου), μνήμη του αγίου και ενδόξου Μεγαλο¬μάρτυρος Δημητρίουτου Μυροβλύτου και θαυματουργού.Στίχοι. Δημήτριον νύττουσι λόγχαι, Χριστέ μου,Ζηλούντα πλευράς λογχονύκτου σης πάθος.Εικοστή μελίαι Δημήτριον έκτη ανείλον.Τον Δημήτριο «κεντούν» οι λόγχες, αυτόν που «ζήλευε» το πάθος της «κεντημένης» Σου πλευράς, Χριστέ μου. Κατά την εικοστή έκτη ημέρα μέλησαν και θανάτωσαν τον Δημήτριο.
Τη αυτή ημέρα οι άγιοι Μάρτυρες Αρτεμίδωρος και Βασίλειος, ξίφει τελειούνται.
Στίχοι. Αρτεμίδωρος, ω τέλους ψήφος ξίφος,Σύναθλον είχε Βασίλειον προς ξίφος.Ο Αρτεμίδωρος είχε σύναθλο του στο μαρτύριο τον Βασίλειο, οι οποίοι και τελειώθηκαν με το ξίφος.
Τη αυτή ημέρα η αγία Μάρτυς Λεπτίνα, κατα γης συρομένη, τελειούται.Στίχοι. Εν γή συρθεϊσα χερσί δυσσεβοφρόνων,αφήκεν εις γήν Λεπτίνα σαρκός πάχος.Αφού σύρθηκε στη γη η Λεπτίνα από χέρια ασεβών, άφησε στη γη της σαρκός το πάχος.
Τη αυτή ημερα ο άγιος Μάρτυς Γλύκων, ξίφει τελειούται.Στίχοι. Ξίφει προτείνας Μάρτυς αυχένα Γλυκών,Σπονδήν γλυκείαν αίμα σου Χριστώ χέεις.Εχυσες γληκειά σπονδή για το Χριστό το γλυκό σου αίμα, μάρτυς προτέινοντας στο ξίφος τον αυχένα σου.
Τη αυτή ημέρα μνήμη του μεγάλου και φρικώδους σεισμού.Στίχοι. Έσεισας, άλλ’ έσωσας αύθις γήν, Λόγε’Της σης γαρ οργής οίκτος εστί το πλέον.Έσεισες με τον σεισμό αλλά και έσωσες αμέσως την γη, Λόγε του Θεού, γιατί περισσότερη από την οργή Σου είναι η ευσπλαχνία Σου.
Μνήμη και του αγίου νέου οσιομάρτυρος Ιωάσαφ, ξίφει τελειωθέντος εν Κωνσταντινουπόλει, εν έτει ,αφλς’ (1536).Στίχοι. Μίξας ασκήσει την άθλησιν, παμμάκαρ,Διπλούς στεφάνους λαμβάνεις, Ιωάσαφ.Συνδιάζοντας την άσκηση και το μαρτύριο, έλαβες διπλούς στεφάνους, μακάριε Ιωάσαφ.
Ταις αυτών αγίαις πρεσβείαις, ο θεός, ελέησον ημάς.Αμήν.


Εξαποστειλάριον. Τοις Μαθηταίς.
Μάρτυς Χριστού Δημήτριε, ως ποτέ του Λυαίου, την οφρύν και την έπαρσιν, και το ϊππειον θράσος, καθείλες χάριτι θεία, τον γενναίον κρατύνας, εν τω σταδίω Νέστορα, του Σταυρού τη δυνάμει” ούτω καμέ, ταις ευχαίς σου κράτυνον Αθλοφόρε, κατα δαιμόνων πάντοτε, και παθών ψυχοφθόρων.


Μάρτυς του Χριστού Δημήτριε, όπως κάποτε κατέστρεψες την αλαζονεία, μα και το αλογήσιο, παράλογο και αφηνιασμένο φρόνημα όπως επίσης και το θράσος του Λιαίου, δίνοντας δύναμη στον Νέστορα μέσα στο στάδιο με τη δύναμη του σταυρού, έτσι και εμένα τώρα, με τις ευχές σου, ενδυνάμωσέ με εναντίον των δαιμόνων και των παθών που καταστρέφουν την ψυχή.


Θεοτοκίον όμοιον.
Τον σαρκωθέντα Κύριον, εξ αγνών σου αιμάτων, Παρθενομήτορ άχραντε, δυσωπούσαμή παύση, υπέρ ημών των σων δούλων, όπως εύρωμεν χάριν, και εύκαιρον βοήθειαν, εν ημέρα ανάγκης, γένος βροτών’ απειλής σεισμού τε του βαρυτάτου, κινδύνων τε εξαίρούσα, μητρικαίς σου πρεσβείαις.


Σε παρακαλούμε, Αχραντε παρθενομήτωρ, μη παύσεις να παρακαλείς ικετευτικά για ‘μας τον Κύριο που σαρκώθηκε από τα αγνά σου αίματα, ώστε να βρούμε χάρη σε κάθε καιρό και περίσταση, αλά και βοήθεια σε ώρα ανάγκης όλο το γένος των ανθρώπων. Ακόμη απάλλαξέ μας με τις μητρικές πρεσβείες σου, από τον βαρύτατο κίνδυνο του σεισμού.


Δόξα. Ήχος δ’. Ανδρέου Ιεροσολυμίτου.
Τον λόγχαις κληρωσάμενον, της σωτηρίου πλευράς την χάριν, της νυγείσης τη λόγχη, εξ ής ημίν πηγάζει ο Σωτήρ, ζωής και αφθαρ¬σίας νάματα, Δημήτριον τιμήσωμεν, τον σοφώτατον εν διδαχαίς, και στεφανίτην εν Μάρτυσι’ τον δι’ αίματος τελέσαντα, τον της αθλή¬σεως δρομον, και θαύμασιν εκλάμψαντα πάση τη οικουμένη” τον ζηλωτήν του Δεσπότου, και συμπαθή φιλόπτωχον’ τον εν πολλοίς και πολλάκις κινδύνοις χαλεποίς, των θεσσαλονικέων προιστάμενον’ ου και την ετήσιον μνήμην γεραίροντες, δοξάζομεν Χριστόν τον θεόν, τον ενεργούντα δι’ αυτού πάσι τα ιάματα.


Ελάτε να τιμήσουμε τον Δημήτριο, που σαν με κλήρο, πέτυχε τη χάρη να μαρτυρήσει με το τρύπημα της πλευράς του, όπως και ο Δεσπότης Χριστός, ο Σωτήρας μας, που από την πλευρά Του πηγάζει για μας τα νάματα της αιωνίου ζωής και της αφθαρσίας. Είναι ο Δημήτριος ο πιο σοφός μεταξύ των διδασκάλων, και ένδοξα στεφανωμένος ανάμεσα στους μάρτυρες, αφού με το αίμα του τελείωσε μαρτυρικά τον δρόμο του «αθλητικού» του αγώνος, και έλαμψε σε όλο τον κόσμο με τα θαύματα που έκανε. Αυτός λοιπόν ο Δημήτριος, και με ζήλο για την πίστη του Χριστού αγωνίσθηκε, και με συμπάθεια συμπαραστάθηκε στους πτωχούς, μα και σε πολλές περιστάσεις συχνά ήταν ο αρχηγός των Θεσσαλονικέων στους κινδύνους. Και τώρα τιμώντας την ετήσια μνήμη του, δοξάζουμε τον Χριστό και Θεό μας, που δι’ αυτού πλούσια μας χαρίζει τα ιάματα.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009


Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 25 Οκτωβρίου 2009.



ΚΥΡΙΑΚΗ ς’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 8, 26-39).


Κείμενο.


Και κατέπλευσεν εις την χώραν των Γαδαρηνών, ήτις εστίν αντίπερα της Γαλιλαίας. Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ος είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ΄ εν τοις μνήμασιν. Ιδών δε τον Ιησούν και ανακράξας προσέπεσεν αυτώ και φωνή μεγάλη είπε· τι εμοί και σοι, Ιησού, υιέ του Θεού του υψίστου; δέομαί σου, μη με βασανίσης. Παρήγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου. Πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους. Επηρώτησε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων· τι σοι εστίν όνομα; Ο δε είπε· λεγεών· ότι δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν· και παρεκάλει αυτόν ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν. Ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει· και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν· και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη. Ιδόντες δε οι βόσκοντες το γεγενημένον έφυγον, και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς. Εξήλθον δε ιδείν το γεγονός, και ήλθον προς τον Ιησούν και εύρον καθήμενον τον άνθρωπον, αφ΄ ου τα δαιμόνια εξεληλύθει, ιματισμένον και σωφρονούντα παρά τους πόδας του Ιησού, και εφοβήθησαν. Απήγγειλαν δε αυτοίς οι ιδόντες πως εσώθη ο δαιμονισθείς. Και ηρώτησαν αυτόν άπαν το πλήθος της περιχώρου των Γαδαρηνών απελθείν απ΄ αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο. αυτός δε εμβάς εις το πλοίον υπέστρεψεν. Εδέετο δε αυτού ο ανήρ, αφ΄ ου εξεληλύθει τα δαιμόνια, είναι συν αυτώ· απέλυσε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων· υπόστρεφε εις τον οίκόν σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. και απήλθε καθ΄ όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς.


Μετάφραση.


Ο Ιησούς κατέπλευσε στην περιοχή των Γαδαρηνών, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη από τη Γαλιλαία. Όταν βγήκε στην ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή: «Τι δουλειά έχεις εσύ μ΄ εμένα Ιησού, Υιέ του υψίστου Θεού; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις». Αυτά τα είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ποιο είναι το όνομά σου;» Εκείνος απάντησε: «Λεγεών»· γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Βγήκαν, λοιπόν, από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στη λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πώς ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια: «Γύρισε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε σ΄ εσένα ο Θεός». Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ΄ όλη την πόλη όσα έκανε σ΄ αυτόν ο Ιησούς.


ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Υπόστρεφε εις τον οίκον σου και
διηγού όσα εποίησε σοι ο Θεός»

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΙ Ιησού Χριστού. Εκείνος μας ελευθέρωσε «από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου» (Ρωμ, 8,2). Είμαστε «μέτοχοι κλήσεως επουρανίου» (Εβρ.3,1). Ο Ιησούς μας κάλεσε «εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν» (Α’ Θεσ. 2,12). Είμαστε οι σφραγισμένοι «τω πνεύματι της επαγγελίας των Αγίων» (Εφ. 1,13). Εκείνος μας έδωσε την υπόσχεση της αιώνιας ζωής. Είμαστε «υιοί Θεού δια της πίστεως» (Γαλ. 3, 28). Ο Ιησούς Χριστός σ’ εμάς, που πιστέψαμε στο όνομα του, έδωσε την εξουσία να γίνουμε παιδιά του Θεού (Ιω, 1,12). Ενώ είχαμε αποστατήσει, ενώ είχαμε απομακρυνθεί από τον Θεό, Εκείνος μέσα στην άπειρη αγάπη Του, μας επανέφερε στον Πατρικό Οίκο. Γιάτρεψε τις πληγές μας. Μας αποκατέστησε και πάλι στην τάξη των αγαπημένων παιδιών του Θεού.
Γι’ αυτό θα πρέπει να αισθανόμαστε απέραντη και απεριόριστη ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο μας. Η καρδιά μας, η ύπαρξη μας ολόκληρη, να πλημμυρίζει από το βαθύ αυτό αίσθημα προς τον μεγάλο ελευθερωτή και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Και το αίσθημα τούτο της βαθιάς ευγνωμοσύνης μας προς τον Χριστό δεν μπορούμε – μα ούτε και πρέπει – να το αποκρύπτουμε. Αντίθετα, επιβάλλεται να το εκδηλώνουμε. Να το εκφράζουμε. Πως όμως; Με ποιους τρόπους; Απάντηση στο ερώτημα τούτο μας δίνει η σημερινή ευαγγελική περικοπή.

Η θεραπεία του δαιμονισμένου των Γαδάρων

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΠΟΤΕ βρέθηκε στη χώρα των Γαδαρηνών. Η περιοχή αυτή βρισκόταν απέναντι από τη Γαλιλαία και έφτανε μέχρι την Τιβεριάδα. Εκεί συνάντησε έναν δαιμονισμένο. Ο δυστυχής εκείνος άνθρωπος είχε καταστεί άντρο ακαθάρτων πνευμάτων. Η όψη του ήταν φοβερή. Περιφερόταν γυμνός. Πλανιόταν στις ερημιές. Κατοικούσε στα μνήματα. Είχε γίνει το φόβητρο της περιοχής.
Μεταξύ του Κυρίου και των δαιμονίων ανοίγεται ένας διάλογος συνταρακτικός. Τα ακάθαρτα πνεύματα διαισθάνονται ότι ήρθε η ώρα για να εγκαταλείψουν την δυστυχισμένη εκείνη ανθρώπινη ύπαρξη. Παρακαλούν να τους επιτρέψει ο Χριστός να εισέλθουν στο κοπάδι των χοίρων που έβοσκαν στην πλαγιά του βουνού. Ο Κύριος το επιτρέπει. Οπωσδήποτε και για να τιμωρήσει τους κατοίκους των Γαδάρων που έτρεφαν χοίρους παρά την απαγόρευση του Μωσαϊκού νόμου. Οι χοίροι τότε, ασυγκράτητοι κάτω από την επήρεια των δαιμονίων, όρμησαν στο γκεμό και πνίγηκαν μέσα στη λίμνη.
Οι βοσκοί, βλέποντας το φοβερό τούτο γεγονός, τρέχουν στην πόλη για να πληροφορήσουν τους κατοίκους της. Και οι Γαδαρηνοί έρχονται για να βεβαιωθούν με τα ίδια τους τα μάτια. Βλέπουν τον Χριστό. Βλέπουν τον πρώην δαιμονισμένο να κάθεται «ιματισμένος και σωφρονών» στα πόδια του Χριστού. Φοβήθηκαν, δεν μετανόησαν όμως. Γι’ αυτό και ζητούν από τον Χριστό να φύγει από την περιφέρεια τους. Ο Κύριος επιβιβάζεται στο ποιάριο για να φύγει. Ο τέως δαιμονισμένος παρακαλεί να τον πάρει μαζί του. Αλλά ο Κύριος αρνείται και του παραγγέλλει: «Υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησε σοι ο Θεός». Γύρνα στο σπίτι σου, στο περιβάλλον σου, κι εκεί να διηγείσαι την ευεργεσία του Θεού, που σε ελευθέρωσε από τα ακάθαρτα πνεύματα.

Η χριστιανική μαρτυρία, κορυφαίο χρέος του πιστού
«ΥΠΟΣΤΡΕΦΕ ΕΙΣ τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησε σοι ο Θεός». Αυτό είναι το χρέος μας. Αυτός είναι ο τρόπος για να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας προς τον Κύριο Ιησού για τα όσα μας έχει προσφέρει, την απολύτρωση και τη σωτηρία. Να διηγούμαστε δηλαδή στους άλλους τιε ευεργεσίες Του. Να διακηρύσσουμε τον πλούτο της θείας αγάπης Του. Να απολογούμαστε «παντί τω αιτούντι ημάς λόγον περί της εν ημίν ελπίδος» (Α’ Πετρ. 3, 15). Να καταθέσουμε ενώπιον των ανθρώπων τη μαρτυρία Ιησού Χριστού (Αποκ. 1, 2), μαρτυρία πίστεως και αφοσιώσεως στο θείο πρόσωπο Του. Σήμερα, στην εποχή μας, μια εποχή που μοιάζει με μια απέραντη χώρα Γαδαρηνών, όπου πολλοί από τους ανθρώπους αξιώνουν από τον Χριστό «απελθείν απ’ εαυτών»,να φύγει από τα όρια τους: τη ζωή, την οικογένεια, το κοινωνικό τους περιβάλλον.
Η θέση και η παρουσία του χριστιανού σήμερα στον κόσμο θα πρέπει να είναι μια συνεχής αναχώρηση κα επιστροφή. Αναχώρηση από τον κόσμο. Αναχώρηση όχι τοπική, αλλά τροπική. Αναχώρηση για να συναντήσει τον Ιησού. Στη σύναξη των πιστών. Γύρω από την τράπεζα της Ευχαριστίας. Στην κοινωνία του εκκλησιαστικού σώματος. Και εκεί να τον λατρέψει. Να κοινωνήσει του ποτηρίου της ζωής. Να γευθεί την άκτιστη χάρη. Να δεχτεί την καλή αλλοίωση. Να ζήσει το μυστήριο της θείας Παρουσίας. Να απολαύσει την ενότητα και τη χαρά της αδελφικής εν Χριστώ κοινωνίας. Και ύστερα να επιστρέψει. Στον κόσμο. Στο καθημερινό του περιβάλλον. Κι εκεί να διηγείται, να κηρύσσει «όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς». Να δίνει την μαρτυρία της πίστεως, μαρτυρία ελπίδας κι αγάπης. Να απευθύνεται σ’ όσους αγνοούν το Χριστό, σ’ όσους αδιαφορούν, σ’ όσους αμφιβάλλουν, σ’ όσους τον εχθρεύονται. Και να ομολογεί με δύναμη, τη δύναμη που δίνει η προσωπική εμπειρία: «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλμ.33,9).

Που οφείλουμε να δίνουμε τη μαρτυρία της πίστεως

ΜΕΣΑ στην οικογένεια πρώτα απ’ όλα. Ο πιστός άνθρωπος – όποιος κι αν είναι, ο πατέρας, η μητέρα, ο γιος, η κόρη, ο παππούς, η γιαγιά – οφείλει μέσα στην οικογένεια του να δίνει την μαρτυρία της πίστεως. Να κάνει λόγο για τον Θεό. Να θυμίζει την ανέκφραστη αγάπη Του για τους ανθρώπους. Να υπενθυμίζει με διάκριση ξεχασμένα καθήκοντα, ευλαβικές παραδόσεις, άγιες οικογενειακές συνήθειες, τους ανοιχτούς ουρανούς που, κάποια μέλη ίσως αρνούνται ή ξεχνούν να τους κοιτάξουν. Στ’ αλήθεια! Πόσα και πόσα δεν κατόρθωσε μια πιστή σύζυγος, μια χριστιανή μάνα, ένας φλογερός νέος, μια σεμνή κόρη μέσα στην οικογένεια τους! Αληθινά θαύματα.
Μέσα στο χώρο της εργασίας. Το Ευαγγέλιο δεν είναι για το εικονοστάσι. Μας δόθηκε για να εμπνέει τη ζωή μας, για να το καταστήσουμε πράξη. Πρέπει, λοιπόν, να το κατεβάσουμε μέσα στο στίβο της καθημερινής ζωής. Για ν’ αγκαλιάσει και να φωτίσει όλες τις πλευρές της ζωής μας. Επομένως και την εργασία και τις ασχολίες μας. Να μπει στο γραφείο μας, στο κατάστημα μας, στα δικαστήρια, στους στρατώνες, στα εργοστάσια, παντού. Ο χριστιανός οφείλει να σταθεί ορθός. Να ομολογήσει τον Χριστό. Να ακτινοβολήσει το φως της πίστεως. Να ασκήσει το επάγγελμα του καθοδηγούμενος από τον νόμο του Ευαγγελίου. Ας μη ξεχνούμε ότι σε πολλά μέρη, όπως στη Ρώμη λόγου χάριν, τον χριστιανισμό πρώτοι δεν τον μετέφεραν απόστολοι, αλλά απλοί φλογεροί χριστιανοί, ταξιδιώτες, έμποροι, τεχνίτες.
Μέσα στο σχολείο. Όχι μόνο οι μεγάλοι, αλλά και οι μικροί, τα χριστιανικά νιάτα, έχουν χρέος να «διηγούνται όσα εποίησεν αυτοίς ο Ιησούς». Να δίνουν την μαρτυρία της πίστεως μέσα στο σχολείο, το φροντιστήριο, το πανεπιστήμιο. Να ομολογήσουν ότι ο Χριστός είναι η αλήθεια. Ότι μόνο κοντά στον Ιησού ο άνθρωπος καταξιώνει τη ζωή του. Παράλληλα θα πρέπει να αντιμετωπίζουν θαρραλέα την αθεΐα. Με υπομονή την ειρωνία. Άφοβα την πρόκληση. Ανυποχώρητα τον πειρασμό. Και με την βεβαιότητα ότι δεν είναι μόνοι, αλλά ότι και πολλοί άλλοι νέοι άνθρωποι αγωνίζονται στα χαρακώματα της πίστεως, κάτω από το βλέμμα και την παντοδύναμη παρουσία του Κυρίου μας.

* * *
Αδελφοί μου,
Αυτό που παρήγγειλε στον θεραπευμένο Γαδαρηνό ο Κύριος Ιησούς ήταν να γυρίσει πίσω στο σπίτι του και να εξαγγέλλει όσα του έκανε ο Θεός. Το ίδιο παραγγέλλει να κάνουμε και εμείς στο δικό μας οικογενειακό, εργασιακό, κοινωνικό περιβάλλον. Ως χριστιανοί οφείλουμε να είμαστε οι «μάρτυρες» του Χριστού. Οι ομολογητές του ονόματος Του. Οι ευγνώμονες κήρυκες της φιλανθρωπίας και των απείρων ευεργεσιών Του.
Ο πρώην δαιμονισμένος ανταποκρίθηκε πρόθυμα στην εντολή του Κυρίου: «Και απήλθε, καθ’ όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς». Αποτελεί χρέος μας ν’ ακολουθήσουμε κι εμείς το παράδειγμα του. Να γινόμαστε καθημερινά, παντού και πάντοτε μάρτυρες του Χριστού.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009


Σημεία των καιρών και μετάνοια
του Στρατή Χριστοδούλου
από το περιοδικό «Ποιμήν της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης.


Στις ημέρες μας, μπορούν κάλλιστα να μας τρομάζουν η ηθική κατάπτωση των ανθρώπων και η πνευματική ατομική αποτυχία, καθώς και οι συνεχόμενες φυσικές καταστροφές, οι επιδημίες χοίρων, αγελάδων, πτηνών, ανθρώπων. Σε δύσκολους καιρούς για την ανθρωπότητα το ουσιαστικότερο που επιζητείται εναπόκειται στην καλοπροαίρετη προσπάθεια κάθε ανθρώπου να αναγεννηθεί πνευματικά και να επανευαγγελισθεί.
Διότι αυτή την οδό επέλεξαν πολλοί άνθρωποι μετανοώντας για οτιδήποτε έζησαν πριν και δεν τους οδήγησε πουθενά. Ο Νίτσε έλεγε ότι «ο Θεός είναι νεκρός». Όμως, πριν αυτοκτονήσει βροντοφώναξε: «κοκκινίστε για μένα. Ίσως σας έχω απατήσει… Μην εγκαταλείπετε ποτέ την ιδέα του Θεού… Εγώ την έχω αρνηθεί… Θα βουλιάζω μέσα στο βάθος των παθών μου… Το χειρότερο είναι που δεν καταλαβαίνω πια, για ποιο σκοπό ζω…». Η επί 40 χρόνια άθεη μεγάλη δημοσιογράφος Γκρέτα Πάλμερ αναζητώντας την αλήθεια έγινε Χριστιανή πιστεύοντας ότι: «…η αξία του ανθρώπου, η αγωγή της νέας γενιάς, η κοινωνική συνείδηση, ξεπηδούν από τον Χριστιανισμό». Ο Άγγλος μυθιστοριογράφος-δημοσιογράφος Beverley Nichols έκανε πλούσια κοσμική ζωή προσπαθώντας να γεμίσει τα κενά της ανικανοποίητης ψυχής του, χωρίς να βρίσκει την ευτυχία, ώσπου έξω από την σκοτεινιά της αθεΐας βρίσκει τον Θεό που δημιούργησε τον κόσμο. Πίστεψε και αφοσιώθηκε στη μελέτη και τις αρχές της Χριστιανικής αλήθειας. Ο Τόμας Μέρτον μισούσε τον Θεό, πίστευε στον Κομμουνισμό, διάβαζε ψυχανάλυση και Φρόιντ. Ήρθε η στιγμή όμως που τα απέρριψε όλα και έγινε θερμός κήρυκας του Θεού. Ο Ερρίκος Χάϊνε, Γερμανός ποιητής, δοκίμασε κάθε μορφή αμαρτίας, αρνούμενος κάθε πίστη, κινούμενος κατά των Χριστιανών χωρίς να τον ικανοποιεί τίποτα. Ώσπου βρίσκει τον Θεό στην Αγία Γραφή: «όποιος έχασε τον Θεό μπορεί να τον βρεί στο βιβλίο αυτό»! Η Γεωργία Σανδή έζησε την αθεΐα σε προχωρημένη μορφή. Όμως, επέστρεψε στον Θεό: «Ας γυρίσουμε πίσω στο Θεό γιατί μακριά Του περιπλανιόμαστε στα τάρταρα». O Leon Bloy που τα αισθήματά του ήταν εναντίον του Θεού, έγινε λάτρης, φίλος και ιεραπόστολος του Θεού! O Εβραίος άθεος Max Zacob που τον θεωρούσαν ως τον πιο χαρούμενο άνθρωπο στον κόσμο, κατέληξε στο… «Είμαι με τον Θεό». Ο άθεος αγνωστικιστής Antre Malraux, καταλήγει μελλοθάνατος σε φυλακή της Γκεστάπο όπου ζητεί να διαβάσει το Ευαγγέλιο! Ο Cyril Joad επέστρεψε στην Εκκλησία. Ότι διάβαζε ήταν η Καινή Διαθήκη. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ διάσημος Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας, περιφρονώντας καί απορρίπτοντας τον Χριστιανισμό στρέφει κυρίως τους νέους ανθρώπους προς έναν καταθλιπτικό υπαρξισμό. Όμως μετανοεί: «Ο άθεος είναι ένας καθημερινός αναζητητής του Θεού». Ο Νίκος Καζαντζάκης ενώ ειρωνεύεται, βρίζει και παραδέχεται ότι δεν πιστεύει σε τίποτα, συγχρόνως όλο γύρω από τον Θεό και τον Χριστιανισμό περιστρέφεται και στο τέλος των εγγράφων του γράφει: «Ο Θεός μαζί σας»! Ο καθηγητής Ρήγας Νικολαΐδης που υπηρέτησε την αθεΐα, πίστεψε ότι: «στο Θείο δράμα και την επακολουθήσασα Ανάσταση του Κυρίου βρίσκεται η αλήθεια της ζωής»! Ο Βολτέρος πρώην άθεος, μέγας άπιστος, πίστεψε αποστομώνοντας τους υλιστές! Ο άθεος Ντιτερό: «Το μάτι και το φτερό μιας πεταλούδας είναι αρκετά για να συντρίψουν έναν άπιστο»! Ο Δαρβίνος που στα τέλη της ζωής του διάβαζε μόνο την Αγία Γραφή και ιδίως τις επιστολές Απ. Παύλου, έλεγε: «Την μεγάλη λογική σειρά των γεγονότων με κανένα τρόπο δεν μπορεί να δεχθεί το πνεύμα μας σαν αποτέλεσμα τυφλής τύχης». Οι διανοητές Πασκάλ, Νεύτων, Κοπέρνικος, Παστέρ, Μαξ Πλάνκ ομολογούσαν την πίστη τους στον Θεό και υποκλίνονταν μπροστά στο πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο στον κόσμο, την Αγία Γραφή. Ο άθεος J. Rostand: «Τι είναι ο χωρίς Θεό άνθρωπος; Ένας κόκκος άμμου χαμένος μέσα στο αχανές σύμπαν. Ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτόν; Κανένας…». Ο Βασκώ: «Είναι βέβαιο και αποδεδειγμένο από την πείρα ότι οι μικροφιλόσοφοι μετακινούνται στην αθεΐα, αλλά οι μεγάλοι φιλόσοφοι οδηγούνται στη θρησκεία». Ο Εβραίος Αϊνστάιν: «αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση και θαυμασμό για την Εκκλησία, επειδή αυτή είχε το θάρρος καί την επιμονή να υπερασπίζει την αλήθεια του πνεύματος και την ηθική ελευθερία. Είμαι αναγκασμένος να ομολογήσω ότι εκείνο που άλλοτε καταφρονούσα, το εκτιμώ τώρα χωρίς καμία επιφύλαξη». Ο Μιχαήλ Λομονοσώφ, πατέρας της Ρωσικής επιστήμης: «Ο Δημιουργός έδωσε στο ανθρώπινο γένος δύο βιβλία. Το πρώτο είναι ο ορατός κόσμος που δημιούργησε, ώστε ο άνθρωπος βλέποντας το μέγεθος, το κάλλος και την αρμονία των πλασμάτων, να ομολογεί τη θεία παντοδυναμία. Το δεύτερο βιβλίο είναι η Αγία Γραφή. Σ’ αυτήν δείχθηκε η συγκατάβαση του Θεού για τη σωτηρία μας…». Ο Μίλλιγκαν, ο μεγαλύτερος φυσικός των ΗΠΑ, έλεγε ότι εάν θα ήθελε να περιγράψει με λίγα λόγια την κοσμογονία, θα αντέγραφε πιστώς το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως του Μωϋσή.
Στη Ρωσία και τις άλλες κομουνιστικές χώρες όπου απαγορευό-ταν η κυκλοφορία της Αγίας Γραφής, φυλακίστηκαν, βασανί-στηκαν και θανατώθηκαν πολλοί άνθρωποι καί αν κανείς έκανε τον σταυρό του φυλακιζόταν για 15 χρόνια, εκεί κάποια στιγμή τα αγάλματα των Στάλιν, Χότζα κ.α. λιώθηκαν στα χυτήρια. Ο αρχηγός της Ρωσικής αστυνομίας Μπερία, πέθανε στη φυλακή κρατώντας την Αγία Γραφή. Η Σβετλάνα, κόρη του άθεου Στάλιν που τα θύματα των «θεωριών» του υπολογίζονται σε 66 εκατομμύρια ανθρώπους(!!!) λέει: «…είναι αδύνατο να ζεί κανείς χωρίς να έχει στην καρδιά του τον Θεό».
Ο Kastler αρνητής του Θεού: «Στην αρχαία Ελλάδα, που έδωσε τα φώτα του πολιτισμού σ’ όλο τον κόσμο και έχτισε Παρθενώνες και άλλα ιερά, ακόμη και ‘‘αγνώστω Θεώ’’ στην Ακρόπολη των Αθηνών, με πίστη στους Θεούς, την έκφραση αυτή –έστω και με λάθος τρόπο- της βεβαιότητος ύπαρξης δυνάμεων δημιουργίας και λειτουργίας της κτίσης, ένας και μοναδικός άθεος ήταν: ο Διαγόρας ο Μιλήσιος. Κι αυτός χωρίς να έχει αποδείξεις… Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες καί η αριστοκρατία της Ρώμης ήταν άθεοι στη ζωή τους και μηδενιστές και έτσι ζητούσαν ικανοποίηση στην στείρα φιλοσοφία, στις διαστροφές, στη γαστριμαργία, στα βάρβαρα θεάματα και στην αισχρότητα…».
Ο Αριστοτέλης ομολογούσε: «Ο Θεός είναι το πρώτον κινούν ακίνητον… έχει ζωή καί αιωνιότητα συνεχή και αΐδιο». Ο Πλά-των: «Ο Θεός αεί γεωμετρεί… Το Ύψιστον Όν, ο Θεός είναι το όντως ον, η όντως ουσία, η Αυτουσία, το πραγματικόν Είναι, το πέραν πάσης ουσίας Αγαθόν. Το αγέννητον και ανώλεθρον. Αΐδιον ή αιώνιον, αεί ον, η αΐδιος ουσία… Το ύψιστον αγαθόν. Σοφώτατον». Ο Πυθαγόρας: «Έστι τε Θεός και ούτος πάντων Κύριος… Ο μεν Θεός είς… αρχάς πάντων, εν ουρανώ φωστήρ, και πάντων πατήρ, νους και ψύχωσις των όλων». Ο Θαλής ο Μιλήσιος: «Νούς του κόσμου Θεός… Πρεσβύτατον των όντων Θεός, αγέννητον γάρ, μήτε αρχήν έχον μήτε τελευτήν… Άριστον κόσμος. Ποίημα γάρ Θεού». Ο Αναξαγόρας λέγει για τον Θεό: «Πάνσοφος νους… έβαλε σε τάξη τα πάντα και καθόρισε τον τρόπο και τον λόγο της ύπαρξής τους».
Σε έναν κόσμο που κυριαρχούν η ανηθικότητα, οι κλοπές, οι καταχρήσεις, τα ψέματα, οι σαρκικές αμαρτίες, οι σκοτωμοί, οι αυτοκτονίες, οι εκτρώσεις, τα ναρκωτικά, ο αλκοολισμός, η πορνεία, η μοιχεία, η ομοφυλοφιλία, ο πλουτισμός, οι μολυσμοί της υγείας των ανθρώπων, η πονηρία, η πλεονεξία, ο φθόνος, η συκοφαντία, οι ύβρεις, η ασέβεια, η μνησικακία, η αστοργία, η ασπλαχνία, αποδεικνύετε καθημερινά ότι όσο Εκείνος παραμένει ξένος, η ανθρωπότητα θα βαδίζει στην απώλεια.
αναδημοσίευση από: http://stratisandriotis.blogspot.com/

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009


ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ


Την Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009, στις 18:00 μμ
, στον Ιερό Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Νίκαια ( Μαντώ Μαυρογένους 27 ), θα γίνει Αγιασμός και ομιλία με θέμα: Το μαρτύριο και η μαρτυρία στην Εκκλησία. Θα μιλήσει ο Πρεσβύτερος Δημήτριος Λάμπρου. Στο τέλος της ομιλίας θα υπάρξει διάλογος, και θα προσφερθεί γλυκό και αναψυκτικό. Είναι μια πνευματική ευκαιρία να προσέλθουμε, να ακούσουμε την επίκαιρη ομιλία στις δύσκολες ημέρες που βιώνουμε και είναι ημέρες μαρτυρίου και μαρτυρίας. Είναι και μια ευκαιρία όσοι δεν γνωρίζουν τον Πατέρα Δημήτριο, να τον συναντήσουν και να ζητήσουν την ευχή του.
Για την μετάβαση στον Ιερό Ναό, εξυπηρετεί το λεωφορείο Β 18 από την Ομόνοια. Μετά το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας αμέσως η επόμενη στάση. Στη συνέχεια δεξιά είναι η πλατεία Μέμου , και η Εκκλησία μέσα σε στενό.
Είπαμε…ρωτώντας πάς και στην Εκκλησιά και όχι μόνο στην Πόλη…!!!



Σας περιμένουμε.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009



ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ..."


Ἀρχιμ. Βασιλείου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων.


Διάλεξα ἕνα κομμάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, καί ἰδιαίτερα τό "Πάτερ ἡμῶν", γιατί νομίζω εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική προσευχή, ἐφ' ὅσον εἶναι "Κυριακή" προσευχή, ἡ προσευχή πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος.
Καί νομίζω ὅτι ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε τήν προσευχή πού Ἐκεῖνος ἔκανε, μᾶς ἔδωσε τή ζωή πού Ἐκεῖνος ἔζησε καί μᾶς δίδαξε τόν ἴδιο τόν ἑαυτόν Του· κι αὐτό εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως μᾶς εἶπε ἄλλη φορά "Ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα" (Ἰω. ιε´ 5)· ὅπως ἡ σχέση τοῦ κλήματος καί τῆς ἀμπέλου εἶναι μιά σχέση ὀργανική καί ἀθόρυβα προχωρᾶ ὁ χυμός τῆς ἀμπέλου πρός τά κλήματα, ἔτσι καί ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ὅλη τήν ὕπαρξή Του, ὁπότε, μέσα στήν προσευχή αὐτή - ἄν τήν κάνουμε συνειδητά καί ἄν τήν ζοῦμε - νομίζω ὅτι ζοῦμε ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ.
Ἀλλά ἄς ἀρχίσουμε νά διαβάζουμε τήν προσευχή αὐτή καί νά τήν παρακολουθοῦμε φράση πρός φράση.
Ἡ πρώτη φράση λέει:


"Π ά τ ε ρ ἡ μ ῶ ν, ὁ ἐ ν τ ο ῖ ς ο ὐ ρ α ν ο ῖ ς".
Νομίζω ὅτι ἡ ἁμαρτία μας ἡ μεγάλη εἶναι μιά· πολλές φορές ἀπογοητευόμαστε καί ξεχνᾶμε ἕνα πρᾶγμα: ὄχι ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι, ἀλλ' ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει. Ἄν ἔχουμε ἕνα κεφάλαιο ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι, εἶναι ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.
Λέμε ὅτι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ἀγαποῦν τό παιδί τους ὄχι γιατί εἶναι καλό, ἀλλά γιατί εἶναι παιδί τους· ὁπότε εἶναι μεγάλο πράγμα ἄν αὐτή τή συνείδηση τήν ἀποκτήσουμε καί νοιώσουμε ὅτι μποροῦμε ἐμεῖς νά ποῦμε τό Θεό Πατέρα μας. Γιατί αὐτή ἡ λέξη τά λέει ὅλα. Ἀμέσως μᾶς βάζει μέσα στό κλίμα τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νά εἶναι κανένας ὀρφανός, μπορεῖ νά τόν ἔχουν ἐγκαταλείψει οἱ δικοί του, μπορεῖ ὅλα νά τά ἔχει χάσει καί νά αἰσθάνεται μόνος· ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ὁ Θεός εἶναι Πατέρας του, νοιώθει μιά ἀσφάλεια, μιά σιγουριά καί ὅλος ὁ κόσμος γίνεται σπίτι του.
Θά τολμοῦσα νά πῶ καί τό ἑξῆς: μήπως δέν θἆταν καλύτερα νά μᾶς ἐγκαταλείψουν ὅλοι, γιά νά νοιώθουμε αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Θαρρῶ πώς κι αὐτό μποροῦμε νά τό ποῦμε. Γι' αὐτό, βλέπετε κι ὁ Κύριος στούς μακαρισμούς Του λέγει: "Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ διψῶντες, μακάριοι οἱ πεινῶντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες...". Δηλ. Μακάρι νά στερηθοῦμε τή στοργή τήν ἀνθρώπινη, νά τά χάσουμε ὅλα, γιά νά νοιώσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.
Θυμᾶμαι μιά φορά πού εἴχαμε ρωτήσει μιά γριά στό Παρίσι, Ρωσίδα, τί εἶναι μοναχός, καί αὐτή μᾶς εἶπε αὐθόρμητα ὅτι μοναχός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κρέμεται ἀπό ἕνα σχοινί, καί τό σχοινί αὐτό εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νομίζω ὅτι αὐτό τελικά μποροῦμε νά τό ποῦμε γιά κάθε ἄνθρωπο: ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιά δύναμη στή ζωή του καί ἡ δύναμη αὐτή εἶναι ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ. Ἤλθαμε στή ζωή καί ἐλπίζουμε, γιατί κάποιος μᾶς ἀγαπᾶ· κι αὐτός ὁ κάποιος εἶναι δυνατός ἄσχετα ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύνατοι.
"Π ά τ ε ρ ἡ μ ῶ ν, ὁ ἐ ν τ ο ῖ ς ο ὐ ρ α ν ο ῖ ς". Πατέρας μας λοιπόν δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιος πού μπορεῖ νά ἐντοπισθεῖ ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἀλλά εἶναι ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὐράνιος Πατέρας, ὁπότε, ὅλος ὁ κόσμος, ὅλος ὁ οὐρανός γίνεται σπίτι μας. Ἔτσι, λοιπόν, μποροῦμε νά νοιώθουμε ἄνετα κι ἐλεύθερα. Γι' αὐτό, λέγεται, ὅτι ὅταν εἶπαν στόν Εὐάγριο Ποντικό, ἕνα ἀπό τούς πρώτους ἀσκητές τῆς Νιτρίας, ὅτι ὁ πατέρας του πέθανε, αὐτός ἀντέδρασε αὐθόρμητα καί λέει: "Μή βλαστημεῖτε· ὁ Πατέρας μου δέν πέθανε ποτέ"!
Ἔτσι, λοιπόν, μέ τήν πρώτη φράση ὁ Κύριος μᾶς δίνει κουράγιο, μᾶς κάνει δικούς Του ἀδελφούς, καί μᾶς λέει τόν Πατέρα Του νά τόν λέμε καί δικό μας Πατέρα. Καί κάτι ἄλλο λένε οἱ Πατέρες: Λέμε τό Θεό "Πάτερ ἡμῶν" - δέν λέμε ἁπλῶς Πατέρα μου - ὁπότε ὁ Θεός εἶναι ὅλων Πατέρας μας καί, ἔτσι, ὅλοι εἴμαστε μεταξύ μας ἀδελφοί.


Ἡ ἑπόμενη φράση λέει, "ἁ γ ι α σ θ ή τ ω τ ό ὄ ν ο μ ά σ ο υ, ἐ λ θ έ τ ω ἡ β α σ ι λ ε ί α σ ο υ...".
Σ' αὐτές τίς δύο φράσεις οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας βλέπουν τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἔτσι λοιπόν, σ' αὐτές τίς τρεῖς φράσεις "Πάτερ ἡμῶν... ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου", εἶναι παροῦσα ὅλη ἡ Ἁγία Τριάς. Τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. (Ὑπάρχει μάλιστα μιά γραφή τοῦ Εὐαγγελίου παλαιότερη, πού ἀντί νά λέει "ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου" λέει "ἐλθέτω τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς καί καθαρισάτω ἡμᾶς). Ὁπότε ἐδῶ ἔχουμε παροῦσα τήν Ἁγία Τριάδα. Εἶναι αὐτό πού λέμε: "Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα..., καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν..., καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον...".
"Ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου...". Παρακαλοῦμε ἐμεῖς νά ἁγιασθεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ, ἄν βλέπουμε αὐτά πού λένε οἱ Πατέρες, ὅτι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό "ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου" μποροῦμε νά τό συνδέσουμε μέ ἐκεῖνο πού λέει ὁ Κύριος: "Ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καί αὐτοί ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ" (Ἰω. ιζ´ 19). Καί τό "ἁγιάζω ἑμαυτόν" τοῦ Κυρίου σημαίνει ὅτι, ἐγώ θυσιάζω τόν ἑαυτό μου γιά νά ἁγιασθοῦν ἐν ἀληθείᾳ, στήν πραγματικότητα, οἱ πιστοί. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν καί ἐμεῖς λέμε "ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου", εἶναι σάν νά λέμε, ἄς ἁγιασθεῖ ἡ θυσία τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἡ ἀπολύτρωση καί ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν. Καί, "ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου", νά ἔλθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο στήν Πεντηκοστή· καί πάντοτε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά συνεχής Πεντηκοστή.
Μέσα, λοιπόν, σ' αὐτές τίς τρεῖς φράσεις βλέπουμε παροῦσα ὅλη τήν Ἁγία Τριάδα. Ἀλλά, μποροῦμε νά δοῦμε σ' αὐτές τίς τρεῖς φράσεις, καί τήν πραγματικότητα τῆς ἐπικλήσεως τῆς κεντρικῆς εὐχῆς τῆς Θείας Λειτουργίας: Αὐτό πού ὁ ἱερεύς, παρακαλεῖ τόν Οὐράνιο Πατέρα, νά στείλει δηλ. τό Πνεῦμα τό πανάγιον καί νά ποιήσει τόν ἄρτον καί τόν οἶνον Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Καί φθάνουμε στήν τέταρτη φράση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κεντρική φράση τοῦ "Πάτερ ἡμῶν", καί τό κεντρικό σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καί τῆς δικῆς μας ζωῆς:


εἶναι τό "γ ε ν η θ ή τ ω τ ό θ έ λ η μ ά σ ο υ".
Ἴσως αὐτή ἡ φράση, "γενηθήτω τό θέλημά σου", μπορεῖ νά παρομοιασθεῖ μέ τό "Ἀμήν" τῆς ἐπικλήσεως. Καί αὐτό τό "γενηθήτω τό θέλημά σου" εἶναι ἡ κατάληξη καί ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν προηγουμένων φράσεων· στίς προηγούμενες φράσεις λέμε, "ἁγιασθήτω τό Ὄνομά σου", "ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου", "γενηθήτω τό θέλημά σου". Ἀναφερόμαστε στό Θεό, λέμε τό ὄνομά Του νά ἁγιασθεῖ, ἡ βασιλεία Του νά ἔλθει, τό θέλημά του νά γίνει. Δίνουμε τά πάντα στό Θεό, καί αὐτό ἐπικυρώνεται καί ἀνακεφαλαιώνεται μ' αὐτή τή φράση, "γενηθήτω τό θέλημά σου".
Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τί σημασία ἔχει τό "γενηθήτω τό θέλημά σου", θά εἶναι καλά νά θυμηθοῦμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, γιατί κατέβηκε ἀπ' τόν Οὐρανό: "Ἐγώ καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον". Καί τό ἄλλο πάλι πού λέει, ὅτι "ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί..."· ἡ κρίσις μου εἶναι δίκαιη καί σωστή γιατί "οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός". Καί κάτι ἄλλο: θυμᾶστε πού ὁ Κύριος συναντήθηκε μέ τή Σαμαρείτιδα· ὅταν ἦλθαν οἱ μαθητές, εἶπαν στόν Κύριο: "Ραββί, φάγε"· κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε, ὅτι "ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ἡμεῖς οὔκ οἴδατε...". Ἐγώ ἔχω νά φάω ἕνα φαγητό τό ὁποῖο ἐσεῖς δέν ξέρετε. "Ἐμόν βρῶμα ἐστίν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον".
Αὐτό, λέει, πού ἐμένα μέ τρέφει εἶναι νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός. Καί νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό βασικό πράγμα τό ὁποῖο καθορίζει τή ζωή τοῦ Κυρίου καί τή ζωή τή δική μας. Γι' αὐτό βλέπουμε τόν Κύριο στή συνέχεια, τήν ὥρα τῆς Γεθσημανῆ, δηλ. τήν ὥρα τῆς πραγματικῆς ἀγωνίας - θἄλεγε κανείς τήν ὥρα ἑνός δυνατοῦ σεισμοῦ πού τά πάντα δοκιμάζονται, καί ὁ Κύριος "γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο" - νά λέει "Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τό ποτήριον παρελθεῖν ἀπ' ἐμοῦ ἐάν μή αὐτό πίω, γενηθήτω τό θέλημά σου" (Ματθ. κστ´ 42). Αὐτό πού μᾶς εἶπε ὁ Κύριος νά λέμε, καί ἐκεῖνος τό εἶπε στή δύσκολη στιγμή καί προχωρεῖ ὁ Κύριος ἤρεμα, ἀλλά παντοκρατορικά πρός τό πάθος ἀκριβῶς γιατί λέγοντας, "ὄχι τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου νά γίνει", ἀμέσως στρέφεται ἐσωτερικά, παίρνει ἄλλη δύναμη καί προχωρεῖ.
Δέν θἆταν ἄσχημα νά πᾶμε τώρα γιά μιά στιγμή καί στή δικιά μας ζωή. Ἀγωνιζόμαστε στή ζωή μας, ἀρχίζουμε, ἔχουμε σχέδια, ἔχουμε προγράμματα, προχωρᾶμε καλά, ἀλλά σέ μιά στιγμή μπορεῖ νά περάσουμε δυσκολίες. Νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν περάσει τή Γεθσημανῆ του. Καί τήν ὥρα πού τά πάντα καταρρέουν, τότε μόνο τά πάντα ἀνασταίνονται, καί τότε μόνο καταλαβαίνει κανείς αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι τό νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί ὄχι τό δικό μου, αὐτό εἶναι πού μέ τρέφει. Ἐκείνη τή στιγμή πού τά πάντα καταστρέφονται καί δέν ὑπάρχει καμμιά ἐλπίδα πουθενά καί κανένα φῶς, καί τά πάντα εἶναι σκεπασμένα μέ σκοτάδι, ἄν ὁ ἄνθρωπος πεῖ - Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου, ἀμέσως παίρνει μιά ἄλλη δύναμη, ἀνασταίνεται καί προχωρεῖ παντοκρατορικά καί σεμνά πρός τήν ὁδό, πρός τή διάβαση, πρός τό Πάσχα πού εἶναι ὁ Χριστός, σέ μιά ἐξέλιξη πού δέν σταματᾶ ποτέ. Καί τότε, ἐκ τῶν ὑστέρων, θά εὐχαριστεῖ κανείς τό Θεό ὄχι γιά τίς εὐκολίες, ἀλλά γιά τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς του καί γιά τή Γεθσημανῆ του, ἡ ὁποία τόν ἀνάγκασε, μέσα στήν ἐξάρθρωση τοῦ ἑαυτοῦ του, νά πεῖ τό λογισμό του ἐλεύθερα, νά καταλήξει στό: "Θεέ μου, νά γίνει τό δικό σου θέλημα".
Νομίζω ὅτι αὐτό τό "γενηθήτω τό θέλημά σου" μοιάζει μέ τό "γενηθήτω" τό δημιουργικό (αὐτό πού λέει ὁ Κύριος, "Εἶπε καί ἐγενήθησαν, ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν"), καί μέ τό λειτουργικό γενηθήτω (ὅταν ὁ ἱερεύς ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά καταπέμψει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά ποιήσει τόν ἄρτον Σῶμα Χριστοῦ καί τό ἐν τῷ Ποτηρίῳ Αἷμα Χριστοῦ καί λέει τό Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν, ὁπότε ἤδη ἔγινε τό μυστήριο. Ὑπάρχει μιά σχέση μεταξύ τοῦ δημιουργικοῦ γενηθήτω καί τοῦ λειτουργικοῦ). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητά πεῖ, Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί σέ μένα, μοιάζει καί μέ αὐτό πού εἶπε ἡ Παρθένος στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: "γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου"· νά γίνει σέ μένα, στήν ὕπαρξή μου, μέσα μου, κατά τό ρῆμα σου· Θεέ μου, νά γίνει κατά τό θέλημά σου. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί παίρνει μιά ἄλλη δύναμη.
Λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ κάπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, ὑπακούοντας στό Θεό, νά γίνει Θεός κατά χάριν, καί νά δημιουργήσει ἐκ τοῦ μή ὄντος νέους κόσμους: ὁ ἄνθρωπος γίνεται τελείως νέος, ὁ ἀδύνατος παίρνει ἄλλη δύναμη καί ὁ νεκρός παίρνει νέα ζωή καί προχωρεῖ. Τότε καταλαβαίνει ὅτι, πράγματι, εἶναι τροφή πραγματική τό νά καταλήξει νά πεῖ ἤρεμα, "Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί ὄχι τό δικό μου".
Γι' αὐτό βλέπετε ὅτι ὁ ἀληθινός θεολόγος δέν εἶναι αὐτός πού πάει στό πανεπιστήμιο καί παίρνει ἄριστα ἐπειδή θυμᾶται μερικές χρονολογίες καί μερικά ὀνόματα ἤ γράφει μιά ἐργασία· ἀλλά, ἀληθινός θεολόγος πού γνωρίζει ποιά εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος στή δύσκολη στιγμή λέγει: μή τό ἐμόν, ἀλλά τό σόν γενέσθω θέλημα. Τότε ὅλος ὁ Θεός μπαίνει μέσα του, τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο τόν κάνει θεολόγο, τόν κάνει θεό κατά χάριν καί προχωρεῖ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μέ ἕνα ἄλλο τρόπο μπροστά. Καί ὅπως ὁ Κύριος ἀναστημένος προχωροῦσε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος ἀλλά καί παντοδύναμος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, προχωρεῖ εἴτε τά προβλήματα εἶναι λυμένα ἤ ἀνοικτά. Γι' αὐτό ἄν τυχόν περνᾶμε δυσκολίες ἄς λέμε τό λογισμό μας ἐλεύθερα· ὅπως θέλει κανείς νά ἐκφρασθεῖ, ἄς ἐκφρασθεῖ, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας. Ἀλλά στή συνέχεια ἄς ποῦμε, Θεέ μου, ἐγώ δέν ξέρω, ἐσύ ξέρεις, ἐσύ μέ ἀγαπᾶς πιό πολύ ἀπό ὅ,τι τούς ἀγαπῶ ἐγώ καί πιό πολύ ἀνήκουν σέ σένα ὅλοι ἀπ' ὅ,τι ἀνήκουν σέ μένα. Ὁπότε ἄς γίνει τό θέλημά σου. Ἄν τυχόν τό θέλημά σου ἐξωτερικά φαίνεται καταστροφή, νἆναι καταστροφή. Καλύτερα μιά θεοθέλητη καταστροφή παρά ὁποιαδήποτε ἐπιτυχία μέ τήν ἀνθρώπινη βούληση, πού εἶναι ἀληθινό χαντάκωμα καί ἀληθινή καταστροφή. Τότε τό "γενηθήτω τό θέλημά σου" εἶναι ἡ φράση πού μᾶς τρέφει καί μᾶς ἀνασταίνει σέ ἕνα ἄλλο χῶρο.


Ἡ ἄλλη φράση εἶναι, "ὡ ς ἐ ν ο ὐ ρ α ν ῷ κ α ί ἐ π ί τ ῆ ς γ ῆ ς".
Ἐδῶ πέρα, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Χριστός, βάζει τόν καθένα μας ὑπεύθυνα γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Δέν λέει, "Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου στή ζωή μου", ἀλλά νά γίνει τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς, νά γίνει σ' ὁλόκληρη τή γῆ. Θυμᾶμαι σ' ἕνα νησί, στήν Κῶ, πού εἶχα πάει μιά φορά εἶχα δεῖ μιά γριούλα. Μοῦ λέει, "Ἐγώ δέν ξέρω γράμματα καί δέν ξέρω νά κάνω καμιά προσευχή, μά οὔτε τό Πιστεύω μπορῶ νά πῶ οὔτε τό Πάτερ ἡμῶν. Γι' αὐτό, τό βράδυ ὅταν πέσω νά κοιμηθῶ, κάνω τό σταυρό μου καί παρακαλῶ ὁ Θεός νά ξημερώσει μέ τό καλό ὅλον τόν κόσμο". Μέ ρωτᾶ, "Καλά κάνω;" Τῆς λέω, "Καλά κάνεις".
Βλέπετε, ἡ γριούλα εἶχε συλλάβει τό μυστικό τῆς εὐχῆς αὐτῆς· καί ἐπειδή ζοῦσε μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἐπειδή εἶχε τή χάρη τοῦ Χριστοῦ πού κυκλοφοροῦσε μέσα στήν ὕπαρξή της ἀθόρυβα, ὅπως πάει ὁ χυμός τῆς ἀμπέλου πρός τό κλῆμα, γι' αὐτό, χωρίς νά ξέρει γράμματα, ἔκανε αὐτό τό ἀληθινό: παρακαλοῦσε ὁ Θεός νά ξημερώσει μέ τό καλό ὅλο τόν κόσμο. Ἔτσι λοιπόν λέμε "ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς".


Παρακάτω λέμε, "τ ό ν ἄ ρ τ ο ν ἡ μ ῶ ν τ ό ν ἐ π ι ο ύ σ ι ο ν".
Ὅταν φθάσουμε στό σημεῖο νά περάσουμε τή Γεθσημανῆ καί νά ποῦμε στή δύσκολη στιγμή, "Θεέ μου, γενηθήτω τό θέλημά σου" καί δέν δυσανασχετοῦμε, δέν ἀγανακτοῦμε, ἀλλά αὐτό τό δεχόμαστε μέ καρτερία καί ἠρεμία, τότε νομίζω ὅτι εἶναι ἱκανό τό πνευματικό μας στομάχι νά χωνέψει τήν ὄντως τροφή. Καί ἡ ὄντως τροφή πάλιν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἴδατε ὅτι εἶπε: "Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τίς φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα" (Ἰω. στ´ 51). Ἐγώ εἶμαι ὁ ἀληθινός ἄρτος, ὁ ζωντανός, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό· καί ἄν κανείς φάει ἀπ' αὐτόν τόν ἄρτο θά ζήσει καί δέν πρόκειται νά πεθάνει. Δηλ. παίρνει ἀπό τώρα μιά δύναμη καί μιά χάρη, ἡ ὁποία τόν βοηθᾶ νά ξεπεράσει τό θάνατο· ἤδη ἀπό τώρα, ἐνῶ βρίσκεται ἐν σαρκί, βρίσκεται μέσα στήν αἰώνια ζωή.
Γι' αὐτό ὅταν λέει ὁ Κύριος, "τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον", τί ἀκριβῶς θέλει νά πεῖ; Καί λένε οἱ Πατέρες ὁ "ἐπιούσιος" σημαίνει ὁ ἄρτος πού ἀφορᾶ τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ἤ ὁ ἄρτος τῆς ἐπιούσης ἡμέρας. Ἐπιοῦσα ἡμέρα εἶναι ἡ ἑπόμενη μέρα· καί ἑπόμενη μέρα εἶναι ὁ ἑπόμενος αἰών, εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι λοιπόν, παρακαλοῦμε τό Θεό Πατέρα νά μᾶς ἀξιώσει τῆς "ἐπιούσης ἡμέρας", τοῦ οὐρανίου ἄρτου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς Τόν δώσει σάν τροφή ἀληθινή ἀπό σήμερα. Καί ἐνῶ βρισκόμαστε ἐν σαρκί, ἐνῶ βρισκόμαστε σ' αὐτό τόν κόσμο, ὁ ἀληθινός ἄρτος πού θά μᾶς τρέφει νἆναι ὁ ἄρτος τῶν ἀγγέλων, ὁ ἄρτος τῆς "ἐπιούσης ἡμέρας", ὁ ἄρτος τῆς μελλούσης ζωῆς καί βασιλείας.


"Κ α ί ἄ φ ε ς ἡ μ ῖ ν τ ά ὀ φ ε ι λ ή μ α τ α ἡ μ ῶ ν ὡ ς κ α ί ἡ μ ε ῖ ς ἀ φ ί ε μ ε ν τ ο ῖ ς ὀ φ ε ι λ έ τ α ι ς ἡ μ ῶ ν".
Ἐδῶ πέρα θυμόμαστε τήν προσευχή τοῦ Κυρίου πού εἶπε γιά τούς σταυρωτές του: "Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι" (Λουκ. κγ´ 34). Ὁ Κύριος τούς συγχώρεσε καί ἐπειδή δέν ὑπῆρχε καμιά δικαιολογία γι' αὐτό, ὁ Κύριος βρῆκε μιά δικαιολογία γι' αὐτούς, ὅτι δέν ξέρουν τί κάνουν.
"Καί ἄφες ἡμῖν..., ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν...". Ἡ φράση αὐτή ἔχει κάτι λίγο πιό ἀπαιτητικό. Δέν μᾶς λέει ὁ Κύριος νά παρακαλοῦμε τό Θεό Πατέρα νά μᾶς βοηθήσει νά συγχωροῦμε τούς ἄλλους, ἀλλά λέμε ὅτι ἐμεῖς ὁπωσδήποτε συγχωροῦμε. Καί λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι ἐδῶ πέρα, ἐμεῖς σάν νά λέμε στό Θεό Πατέρα νά λάβει ἐμᾶς σάν ὑπόδειγμα καί νά μᾶς συγχωρήσει καί ἐμᾶς.
Ἀλλά ἄν τυχόν ἐμεῖς δέν συγχωροῦμε, τότε τίποτε δέν γίνεται, τό εἶπε ὁ Κύριος ξεκάθαρα: "Ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ Πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν" (Ματθ. στ´ 15). Μπορεῖ νά πηγαίνουμε στά Κατηχητικά, μπορεῖ νά πηγαίνουμε στίς ὁμιλίες, στήν ἐκκλησία, νά κοινωνοῦμε καί νά προχωροῦμε στήν πνευματική ζωή, μπορεῖ νά κάνουμε θαύματα, καί ὅμως νά μή συγχωροῦμε κάποιον. Ἀλλά ἐάν δέν συγχωροῦμε δέν γίνεται ἀπολύτως τίποτα.
Στό σημεῖο αὐτό θἄθελα νά θυμηθοῦμε κάτι πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στούς ἀνθρώπους πού ἀπευθυνόταν: "Πονάω γιατί δέν ἔχω χρόνο νά σᾶς δῶ ὅλους χωριστά τόν καθένα σας καί νά ἐξομολογηθεῖτε καί νά μοῦ πεῖτε τά παράπονά σας καί νά σᾶς πῶ καί ἐγώ ὅ,τι μέ φωτίσει ὁ Θεός. Ἀλλά ἐπειδή δέν μπορῶ νά σᾶς δῶ ὅλους, θά σᾶς πῶ μερικά πράγματα τά ὁποῖα πρέπει νά ἐφαρμόσετε. Κι ἄν αὐτά ἐφαρμόσετε θά προχωρήσετε καλά. Τό πρῶτο εἶναι νά συγχωρᾶτε τούς ἐχθρούς σας". Καί γιά νά τούς κάνει νά καταλάβουν τί ἤθελε νά πεῖ, τούς δίνει ἕνα παράδειγμα: "Ἤλθαν δύο νά ἐξομολογηθοῦν, ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος. Ὁ Πέτρος μοῦ εἶπε: "Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἐγώ ἀπό μικρός πῆρα τόν καλό δρόμο. Ζῶ στήν ἐκκλησία, ἔχω κάνει ὅλα τά καλά, προσεύχομαι, κάνω ἐλεημοσύνες, ἔχω κτίσει ἐκκλησίες, ἔχω κτίσει μοναστήρια, ἔχω ἕνα μικρό ἐλαττωματάκι, ὅτι δέν συγχωρῶ τούς ἐχθρούς μου". Καί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅτι, "Ἐγώ, αὐτόν τόν ἀποφάσισα γιά τήν κόλαση, κι εἶπα “ὅταν πεθάνει θά τόν πετάξουν στό δρόμο νά τόν φᾶνε τά σκυλιά”". Μετά ἀπό λίγο ἔρχεται ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐξομολογήθη καί μοῦ λέει: "Ἐγώ ἀπό μικρός πῆρα τό στραβό δρόμο, ἔχω κλέψει, ἔχω ἀτιμάσει, ἔχω σκοτώσει, ἔχω κάψει ἐκκλησίες, μοναστήρια, δηλ. εἶμαι σάν δαιμονισμένος· μόνο ἕνα καλό ἔχω, ὅτι συγχωρῶ τόν ἐχθρό μου". Καί λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, "ἐγώ κατέβηκα, τόν ἀγκάλιασα, τόν φίλησα καί τοῦ εἶπα σέ τρεῖς μέρες νά κοινωνήσει".
Αὐτός πού εἶχε ὅλα τά καλά, μέ τήν κακότητα νά μή συγχωρεῖ τόν ἐχθρό του, ὅλα αὐτά τά μόλυνε, ὅπως ἔχουμε 100 ὀκάδες ζυμάρι καί βάζουμε λίγο προζύμι καί κουφίζει ὅλο τό ζυμάρι. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ ἄλλος πού ἔχει κάνει ὅλα τά κακά, συγχωροῦσε τόν ἐχθρό του· αὐτό ἔδρασε μέσα σ' ὅλα αὐτά σάν μιά φλόγα κεριοῦ καί τἄκαψε ὅλα. Νομίζω, ὅτι αὐτό εἶναι βασικό. Καί πολλές φορές ἡ ζωή μας ὁλόκληρη βγάζει μιά ἀποφορά ἀντί νἄναι ἄρωμα Χριστοῦ, καί δέν ξέρουμε γιατί γίνεται αὐτό. Νά συγχωροῦμε, λοιπόν. Νά μήν κρατήσουμε καμιά κακότητα γιά κανένα. Τότε ἡ ζωή μας θά προχωρήσει μπροστά. Ἄν αὐτό δέν κάνουμε, τότε ὅλες οἱ θεολογίες μας κι ὅλες οἱ ἁγιότητές μας πᾶνε χαμένες. Γι' αὐτό ἀκριβῶς λέει ὁ Κύριος, "ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν". Ἕνα ἐλάχιστο πράγμα φτάνει γιά νά σέ βάλει στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καί ἕνα ἐλάχιστο πράγμα μπορεῖ νά βρωμίσει ὅλη τή ζωή μας.


"Κ α ί μ ή ε ἰ σ ε ν έ γ κ η ς ἡ μ ᾶ ς ε ἰ ς π ε ι ρ α σ μ ό ν, ἀ λ λ ά ρ ῦ σ α ι ἡ μ ᾶ ς ἀ π ό τ ο ῦ π ο ν η ρ ο ῦ".
Λέμε, "μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν", καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀπόστολος λέει, "Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις" (Ἰάκ. α´ 2). Τήν ἀπορία μᾶς τήν λύνουν οἱ Πατέρες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, λέει ὅτι ὑπάρχουν δύο εἰδῶν πειρασμοί: ἀπό τή μιά μεριά ἔχουμε τούς ἡδονικούς καί προαιρετικούς πού γεννοῦν τήν ἁμαρτία· σ' αὐτούς παρακαλοῦμε τόν Κύριον νά μήν ἐπιτρέψει νά μποῦμε καί νά παρασυρθοῦμε. Ἀπ' τήν ἄλλη μεριά ὑπάρχουν ἄλλοι πειρασμοί καί δοκιμασίες, οἱ ἀπροαίρετοι καί ὀδυνηροί πειρασμοί, οἱ ὁποῖοι κολάζουν τήν φιλαμαρτήμονα γνώμη, οἱ ὁποῖοι σταματοῦν τήν ἁμαρτία. Ἔτσι, λοιπόν, παρακαλοῦμε νά μήν πέσουμε στούς πρώτους πειρασμούς, τούς ἡδονικούς καί προαιρετικούς, ἀλλά ἄν τυχόν πέσουμε στίς ἄλλες δοκιμασίες πρέπει νά τίς δεχόμαστε μέ κάθε χαρά, γιατί αὐτοί οἱ πειρασμοί φέρνουν τήν γνώση, τήν ταπείνωση, τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί θυμᾶστε αὐτό πού λέει στό Γεροντικό: "ἔπαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος". Ἄν βγάλεις ἀπό τή ζωή μας τούς πειρασμούς, αὐτές τίς δοκιμασίες, κανείς δέν πρόκειται νά σωθεῖ.
"...ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ". Ἡ τελευταία φράση αὐτῆς τῆς προσευχῆς εἶναι ὁ πονηρός. Ἡ πρώτη φράση τῆς προσευχῆς εἶναι τό "Πάτερ ἡμῶν". Ὁ Θεός εἶναι ἡ πρώτη λέξη, ἡ πρώτη πραγματικότητα, τελευταία δέ εἶναι ὁ πονηρός. Ἡ ζωή μας κινεῖται μεταξύ τοῦ πονηροῦ καί τοῦ Θεοῦ. Ὁ πονηρός δέν ἄφησε κανένα ἀπείραστο· οὔτε τόν πρῶτο Ἀδάμ στόν Παράδεισο οὔτε τό δεύτερο Ἀδάμ, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅταν βγῆκε στήν ἔρημο. Καί λέει ὁ Κύριος πάλι, ὅτι "τό γένος τοῦτο ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ" (Μαρκ. θ´ 29). Δέν μποροῦμε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τόν πονηρό παρά μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία. Δέν φεύγει ὁ πονηρός μέ τή λογική ὅπως δέν φεύγει τό καρκίνωμα μέ τίς ἀσπιρίνες. Δέν φεύγει ὁ διάβολος μέ τίς ἐξυπνάδες. Λέγει καί ἕνας μοναχός, ὅτι ὁ μεγαλύτερος δικηγόρος δέν μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα μέ τό μικρότερο διάβολο. Γι' αὐτό δέν πρέπει νά ἀρχίζομε συζήτηση μέ τόν πονηρό. Ἄς τόν ἀφήνουμε καί νά φεύγουμε.
Τό θέμα στήν πνευματική ζωή εἶναι νά ἀποκτήσουμε τή διάκριση τήν πνευματική, νά ξεκαθαρίζουμε τά πράγματα ἄν κάτι εἶναι ἀπό τό Θεό ἤ ἀπό τό διάβολο. Μά θά πεῖ κανένας: Ἐγώ εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος· πῶς μπορῶ νά ἀποκτήσω αὐτή τή διάκριση; Νομίζω τά πράγματα εἶναι ἁπλά ἐάν τυχόν κάνουμε συνειδητά αὐτή τήν προσευχή πού μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος. Μποροῦμε τώρα νά ἀρχίσουμε ἀπό πίσω: ἐάν συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας ἀσυζητητί· ἐάν τρεφόμεθα μέ τόν οὐράνιον ἄρτον· ἐάν στή δύσκολη στιγμή λέμε, "Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου" καί ἐάν νοιώθουμε τό Θεό, Πατέρα μας, τότε, ἐνῶ εἴμαστε πάρα πολύ ἀδύνατοι, θά εἴμαστε ταυτόχρονα καί πανίσχυροι. Ἐάν, ἀντίθετα, κάνουμε τό θέλημά μας καί δέν συγχωροῦμε τόν ἄλλο, τότε τόν διάβολο ἀπό μυρμήγκι τόν κάνουμε λιοντάρι καί δέν μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα μέ καμιά δύναμη. Ἀντίθετα, ἐάν λέμε: τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά γίνει, ἐγώ δέν ξέρω τίποτα· ἄν συγχωροῦμε ἀσυζητητί· ἄν τή στιγμή πού μᾶς ἔχουν σκοτώσει, ἐμεῖς, σκοτωμένοι, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν κρατᾶμε καμιά κακότητα γι' αὐτόν πού μᾶς σκότωσε καί λέμε ἔχει ὁ Θεός, δέν πειράζει· τότε ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος, εἶναι παντοδύναμος καί μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα καί ὁ διάβολος μπροστά του εἶναι μυρμήγκι. Καί προχωρεῖ ἐλεύθερα.
Θυμᾶστε, στή Γεθσημανῆ, ὅταν ὁ Κύριος "γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο" καί εἶπε "οὐ τό ἐμόν θέλημα γενέσθω", ἀναφέρεται ἐκεῖ στήν Ἁγία Γραφή ὅτι, "ὤφθη δέ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ' οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτό" (Λουκ. κβ´ 43). Καί ἐπίσης ὅταν στήν ἔρημο εἶπε, "ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις", τότε τόν ἄφησε ὁ διάβολος "καί ἰδού ἄγγελοι προσῆλθον καί διηκόνουν αὐτῷ" (Ματθ. δ´ 10-11). Ἔτσι, λοιπόν, συμβαίνει καί σ' ἐμᾶς· ἄν λέμε τήν προσευχή αὐτή, ἄν ζοῦμε τή ζωή αὐτή, ὁ πονηρός φεύγει, ἡ διάκριση ἡ πνευματική ἔρχεται μέσα μας καί ἄγγελοι μᾶς διακονοῦν. Καί μποροῦμε νά νοιώσουμε αὐτή τή συντροφιά τῶν ἀγγέλων· καί μποροῦμε ἀπό τώρα νά ζήσουμε στόν Οὐρανό· καί μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε αὐτές τίς φράσεις τίς κυριακές καί νά ποῦμε ὅτι ἡ ζωή μας γίνεται τότε "ἀγγελόκτιστη", "Θεοσκέπαστη". Τότε ὁ ἄνθρωπος ὁ μικρός γίνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ παντοδύναμος...

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009


Tο Ευαγγέλιο της Κυριακής 2 Οκτωβρίου.



ΚΥΡΙΑΚΗ Β’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 6, 31-36)

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ

«Και έσεσθε υιοί του Υψίστου»

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ πλάσματα του Θεού. Δημιουργήματα της αγάπης Του. Έκφραση της αγάπης του Θεού, που φανερώθηκε κατά τη δημιουργία μας, είναι ένα μεγάλο δώρο που μας έδωσε και ένας υψηλός σκοπός που μέσα στη ζωή μας έθεσε. Το δώρο είναι ότι μας έπλασε «κατ’ εικόνα» δική Του, όντα λογικά και ελεύθερα με αθάνατη ψυχή. Ο μεγάλος σκοπός που έθεσε μέσα στη ζωή μας είναι το «καθ’ ομοίωσιν». Να μπορούμε, δηλαδή, με την καλή χρήση της ελευθερίας μας, με τον προσωπικό μας αγώνα, να προχωρούμε στην αρετή, να φτάσουμε στην τελειότητα, να μοιάσουμε στον ίδιο τον Θεό. Όπως διδάσκει και ο Μ. Βασίλειος, ο άνθρωπος έχει το «κατ’ εικόνα» «εκ του λογικός είναι». Και γίνεται «καθ’ ομοίωσιν» «εκ του χρηστότητα αναλαβείν».
Όμως ο άνθρωπος έπεσε. Αμαύρωσε μέσα του την εικόνα του Θεού. Έχασε την δυνατότητα να επιτύχει την τελείωση του. Διέφθειρε την πατρική δωρεά και πλανήθηκε στη χώρα της αποστασίας και της αμαρτίας.
Από την πτώση αυτή μας ανέστησε ο Κύριος μας. Θεράπαευσε την άρρωστη φύση μας. Άνοιξε την κεκλεισμένη πύλη της Βασιλείας Του. Και μας προσκάλεσε στο δρόμο της τελειότητας, χαρίζοντας μας τη θεία υιοθεσία. Δηλαδή, τη δυνατότητα να γίνουμε παιδιά Του ζώντας κατά το θέλημα Του, τηρώντας τις ζωηφόρες εντολές Του.
Αυτό τον υψηλό σκοπό που έχουμε στη ζωή μας υπενθυμίζει στο σημερινό Ευαγγέλιο ο Κύριος. «Και έσεσθε υιοί του Υψίστου» λέει. Θα γίνετε παιδιά του Θεού. Πως όμως άραγε; Με ποιο τρόπο; Η περικοπή που ακούσαμε υποδεικνύει και τους τρόπους. Καθορίζει τα πλαίσια μέσα στα οποία κινούμενος ο άνθρωπος θα μπορέσει να επιτύχει τον ιερότερο σκοπό της επί γης ζωής του.

Η κλιμακωτή ανάβαση του χριστιανού

ΚΛΙΜΑΚΩΤΗ ΜΑΣ παρουσιάζει ο Ιησούς Χριστός την ανάβαση προς την τελειότητα. Τα ύψη ποτέ δεν τα κατακτά κανείς με μιας. Ξεκινά από χαμηλά και αγωνίζεται με ζήλο και υπομονή για να φτάσει ψηλά. Αυτό γίνεται παντού. Βλέπουμε τον αετό με πόση τέχνη εκπαιδεύει τους αετιδείς του. Ξεκινά από τα χαμηλά και σιγά-σιγά τους ανεβάζει ψηλότερα. Βλέπουμε τα αεροπλάνα. Και αυτά όχι μονομιάς, αλλά προοδευτικά κερδίζουν ύψος.
Το ίδιο ισχύει και για το πνευματικό ανέβασμα. Η κατάκτηση της αρετής μοιάζει με ανάβαση σε ψηλό βουνό. Ξεκινούμε από χανηλά, τους πρόποδες του, και προχωρούμε για να φτάσουμε στις ολοκάθαρες κορφές του. Η χριστιανική ζωή είναι μια πνευματική κλίμακα που καλείται να ανέβει ο χριστιανός, ο οποίος θέλει να φτάσει στην τελειότητα, να γίνει παιδί του Υψίστου Θεού. Τα σκαλοπάτια αυτής της κλίμακας είναι οι εντολές του Θεού που οφείλουμε να τηρήσουμε. Αυτής της πνευματικής κλίμακας ο Κύριος σήμερα παρουσιάζει τρεις βαθμίδες.

Πρώτη βαθμίδα: η δικαιοσύνη

«ΚΑΘΩΣ ΘΕΛΕΤΕ ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Δηλαδή, όπως θέλετε να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι σε σας, κι εσείς να κάνετε σ’ αυτούς τα ίδια. Λόγια αθάνατα. Χρυσό κανόνα της Καινής Διαθήκης τα ονόμασαν οι ερμηνευτές. Εκφράζουν τον ασίγαστο πόθο κάθε ανθρώπινης ψυχής να βασιλεύει γύρω μας δικαιοσύνη. Φανερώνουν την μοναδική αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας,τα ιερά της δικαιώματα, που θα πρέπει να γίνονται καθολικά σεβαστά. Η Παλαιά Διαθήκη την εντολή αυτή του Θεού μας την παραδίδει με αρνητική διατύπωση: «Ό μισείς, μηδενί ποιήσης» (Τωβ. 4, 15). Εδώ ο Κύριος τη διατυπώνει θετικά, όπως θετική θα πρέπει να είναι και η στάση μας ως χριστιανών μέσα στη ζωή.
Θέλουμε οι άλλοι να μας σέβονται; Οφείλουμε κι εμείς να τους σεβόμαστε.
Θέλουμε οι συνάνθρωποι μας να μην μας αδικούν; Κι εμείς δεν πρέπει να αδικούμε τους άλλους.
Θέλουμε να μας μιλούν με ειλικρίνεια, να μας λένε πάντα την αλήθεια; Το ίδιο χεωστολυμε να κάνουμε κι εμείς.
Θέλουμε να είναι συνεπείς στα λόγια και τις υποσχέσεις τους, έντιμοι στις συμφωνίες τους; Συνεπείς οφείλουμε να είμαστε κι εμείς. Η εντιμότητα να διακρίνει και το δικό μας χαρακτήρα.

Δεύτερη βαθμίδα: η ανεξικακία και η αγάπη

ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ θα πρέπει να αγκαλιάζει και τους εχθρούς μας. Εκείνους που μας έβλαψαν, που μας πίκραναν, που μας αδίκησαν. «Πλν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε…». Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο του χριστιανισμού και η μεγάλη διαφορά που έχει η χριστιανική αρετή από εκείνη του κόσμου. Ο χριστιανός οφείλει να κάνει το καθήκον του χωρίς καμιά σκοπιμότητα και υστεροβουλία. Να είναι ο άνθρωπος της αγάπης, μιας αγάπης χωρίς όρους και όρια. Αγάπης που στο βάθος της θα φτάνει μέχρι τη θυσία, και το πλάτος της θα περιλαμάνει ακόμη και αυτούς τους εχθρούς μας. Αλλά για να μπορέσουμε μα αγαπήσουμε τους εχθρούς μας, θα πρέπει να διαθέτουμε μιαν ανεξίκακη καρδιά. Αληθινή αγάπη χωρίς ανεξικακία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει.
Την αγάπη αυτή δεν την έχουμε ως κήρυγμα, ως «καινή εντολή» μόνο (Ιω. 13,34). Την έχουμε και ζωντανή, ενσαρκωμένη στο θεανθρώπινο πρόσωπο και το άγιο παράδειγμα του Κυρίου. Ο Χριστός αγαπά όλους. Διψά την σωτηρία όλων. «Θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι…» (Α’ Τιμ. 2, 4). Είναι «χρηστός», ευεργετικός και ωφέλιμος δηλαδή, και προς τους αχάριστους και προς τους κακούς. «Ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. 5,45). Ή, όπως αναφέρει το βιβλίο των Πράξεων, «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας τους καταδυναστευομένους υπό του διαβόλου» (Πραξ. 10, 38). Και στο όνομα της αγάπης συγχωρεί τους ίδιους τους σταυρωτές Του, την ώρα μάλιστα που δοκίμαζε την άφατη οδύνη του σταυρικού θανάτου.

Τρίτη βαθμίδα: το έλεος και οι οικτιρμοί

«ΓΙΝΕΣΘΕ ΟΥΝ οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί». Τι είναι το έλεος; Αγάπη επιτεταμένη. «Εάν κάποιος εξετάσει», γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «το ιδίωμα του ελέους, θα βρει ότι είναι η επίταση της αγαπητικής διαθέσεως». Και τι είναι οι οικτιρμοί; Η συμπάθεια και η ευσπλαχνία, ο πόνος για τον άλλον, τον πονεμένο αδελφό του Χριστού, που είναι και δικός μας αδελφός. Η καρδιά μας, δηλαδή, να γεμίζει από συμπάθεια κι ευσπλαχνία για τον πόνο και τη δυστυχία, την ταλαιπωρία και την ανάγκη των άλλων. Και το μέτρο του ελέους και της συμπάθειας, που οφείλουμε να επιδεικνύουμε προς τους άλλους, είναι το έλεος και η φιλανθρωπία του ουρανίου Πατέρα μας.
«Αυτό με το οποίο μπορούμε (κάπως)», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «να εξισωθούμε με τον Θεό, είναι το ελεείν και οικτίρειν». Και συνεχίζει: «Δεν είπε, εάν νηστεύετε θα γίνετε όμοιοι με τον Πατέρα σας. Δεν είπε, εάν ασκείτε παρθενία. Ούτε είπε, εάν προσεύχεσθε θα γίνετε όμοιοι με τον Πατέρα σας…. Αλλά τι είπε; Γίνεσθε οικτίρμονες».

* * *
Αδελφοί μου,
Ζούμε σε μια εποχή με κραυγαλέες αντιφάσεις. Και οικοδομούμε έναν πολιστισμό που είναι ολοφάνερα ανάπηρος. Η τεχνολογία έφτασε σε απίθανα ύψη. Οι άνθρωποι όμως έχουμε αποθηριωθεί. Πήγαμε στη Σελήνη, ηθικά όμως έχουμε ξεπέσει, ως οντότητες πνευματικές οπισθοδρομήσαμε. Η απληστία μας παραμερίζει κάθε έννοια ισότητας και δικαιοσύνης. Η φιλαυτία μας σκοτώνει την αγάπη. Ο ατομισμός μας μάς καθιστά σκληρούς και ανάλγητους μπροστά στον πόνο κα τη δυστυχία των άλλων.
Τι χρειαζόμαστε λοιπόν; Ένα γενναίο αναπροσανατολισμό. Ν’ ανακαλύψουμε τον θεμελιώδη σκοπό της ζωής. Να συνειδητοποιήσουμε το βαθύτερο νόημα της υπάρξεως μας. Αυτό ακριβώς που μας διαμηνύει ο λόγος του Κυρίου που ακούσαμε σήμερα: «Και έσεσθε υιοί του Υψίστου».