Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 3 Μαρτίου  2013.
Του Ασώτου : Λουκάς ιε΄11-32

Κείμενο:
Είπε δε· άνθρωπος τις είχε δύο υιούς, και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί· πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας, και διείλεν αυτοίς τον βίον. και μετ΄ ου πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως. δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους. και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι! αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου. και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού. έτι δε αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και εσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν. είπε δε αυτώ ο υιός· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου. είπε δε ο πατήρ προς τους δούλους αυτού· εξενέγκατε την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτύλιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας, και ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη, και ήρξαντο ευφραίνεσθαι. Ην δε ο υιός αυτού ο πρεσβύτερος εν αγρώ· και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα. ο δε είπεν αυτώ ότι ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν, ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν. ο ουν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν. ο δε αποκριθείς είπε τω πατρί· ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ· ότε δε ο υιός σου ούτος ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν. ο δε είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ΄ εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστίν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη.



Μετάφραση:
Τους είπε επίσης ο Ιησούς: «Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Ο μικρότερος απ΄ αυτούς είπε στον πατέρα του: «πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί»· κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιός τα μάζεψε όλα και έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε κι αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: «πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ΄ εσένα· δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου.» Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του. Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιος του, του είπε: «πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ΄ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου». Ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: «βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον· φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε το να φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε». Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται. Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: «γύρισε ο αδελφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός». Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας του βγήκε και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως του αποκρίθηκε: «εγώ τόσα χρόνια σού δουλεύω, και ποτέ δεν παράκουσα καμιά εντολή σου· κι όμως σ΄ εμένα δεν έδωσε ποτέ ένα κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι». Κι ο πατέρας του, του απάντησε: «παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου κι ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε».



Σχόλια:

ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ.

«Και συναγαγών άπαντα ο νεώτερος
υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν....»

ΑΝΕΚΑΘΕΝ ΤΟ άγνωστο ελκύει τον άνθρωπο. εξάπτει την φαντασία του. Φλογίζει την περιέργεια του. Αιχμαλωτίζει την καρδιά του. Γι’ αυτό και συχνά αποδημεί και σε μακρινά μέρη. Ξενιτεύεται σ’ άγνωστες χώρες αναζητώντας εκεί τη χαρά και την ευτυχία. Στην εποχή μας μάλιστα, αυτή η τάση φυγής βασανίζει ένα πλήθος ανθρώπων. Νοσταλγός της ευτυχίας, αχόρταγος κυνηγός της χαράς, ο σημερινός άνθρωπος αποδημεί συνεχώς σε μέρη άγνωστα, κυνηγώντας στην ονειρεμένη μακρινή χώρα το άπιαστο πουλί της ευτυχίας.
Σε μια τέτοια αποδημία αναφέρεται ο Κύριος στη σημερινή παραβολή. Την παραβολή του Ασώτου. Είναι μια ζωντανή ιστορία ενός αποδημητού. Η περιπέτεια ενός νέου ανθρώπου που εγκαταλείπει το πατρικό σπίτι και φεύγει. Αναχωρεί για τη μακρινή χώρα. Πιστεύοντας πως έτσι θ’ αποκτούσε την πλήρη ελευθερία του. Αναζητώντας το μεθυστικό κρασί της ευτυχίας. Κι εκεί διασκορπίζεται το μερίδιο της πατρικής περιουσίας που έλαβε, «ζων ασώτως». Και φτάνει στον έσχατο ξεπεσμό.
Κάποτε όμως συνέρχεται, συγκλονίζεται και μετανοεί. Και αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι. Έτσι από τον ξεπεσμό θα φτάσει στην αποκατάσταση. Από την αθλιότητα της μακρινής χώρας στην ειρήνη και την χαρά του πατρικού οίκου. Από τον πόνο και την μοναξιά, που τον πότισε η αλόγιστη περιπέτεια του, στην αγάπη του πατέρα που όλα αυτά τα χρόνια της αποδημίας τον περίμενε με αγωνία, και τώρα που επιστρέφει τον δέχεται πρόθυμα στην αγκαλιά του.

Η χώρα της αποδημίας

Ο ΔΡΟΜΟΣ που ακολούθησε ο νεώτερος υιός δεν είναι άγνωστος και στην εποχή μας. Η απομάκρυνση και η περιπέτεια σε κάποια άγνωστη μακρινή χώρα εξακολουθεί να είναι και σήμερα ο μεγάλος πειρασμός του ανθρώπου. Στο όνομα τάχα της ελευθερίας ή της αναζητήσεως της ευτυχίας, πολλοί από τους σημερινούς ανθρώπους αρνούνται το Θεό. Εγκαταλείπουν την παράταξη του Ιησού. Απομακρύνονται από τον Πατρικό Οίκο, την Εκκλησία, και ξενητεύονται «εις χώραν μακράν». Ποιά είναι άραγε η μακρινή αυτή χώρα για την εποχή μας;
* Πρώτον, η αμφισβήτηση. Πολλοί αμφισβητούμε σήμερα τα πάντα. Αμφιβάλλουμε για όλα. Πολεμούμε θεσμούς. Αρνούμαστε κάθε είδους αυθεντία. Στο κέντρο της αμφισβήτησης βρίσκεται η πίστη. Ο θεσμός της Εκκλησίας. Το έργο και η αποστολή της. Οι λειτουργοί και τα πρόσωπα που την υπηρετούν. Ξεκινώντας από ιστορικά λάθη και προσωπικές αδυναμίες φτάνουμε στο σημείο να αμφιβάλλουμε για το νόημα της αποστολής και την αξία του μηνύματος της. Έτσι απομακρυνόμαστε από τον ιερό περίβολο της. Αποδημούμε στη μακρινή εκείνη χώρα, όπου βλέπουμε τα πάντα κάτω από ένα απαίσιο παραμορφωτικό πρίσμα, ανάποδα και διαστρεβλωμένα.
* Δεύτερον, η άρνηση. Άλλοι προχωρούμε πιο πέρα. Από την αμφισβήτηση στην άρνηση. Στη χώρα της απιστίας. Εδώ αποδημώντας ο άνθρωπος σκοτώνει την πίστη. Διαγράφει από τον ορίζοντα της υπάρξεως του τον Θεό. Ξεριζώνει από την καρδιά του κάθε μεταφυσική δίψα. Υψώνει βλάσφημα το ανάστημα του και ξερνά τους αφρούς της αρνήσεως: «Θεέ, τραβήξου από μπροστά μας, /σκιάχτρο του νου και της ψυχής./ Για σε τα χείλη τα δικά μας/ δεν έχουν λόγια προσευχής».
* Τρίτον, η χώρα της ποικιλώνυμης αμαρτίας, η περιοχή της παντοειδούς ασωτίας. Οι δυο πρώτες μαρτυρούν μια θεωρητική στάση. Η τρίτη φανερώνει μια πρακτική τοποθέτηση. Είναι η αποστασία των έργων και της ζωής.

Ο φοβερός ξεπεσμός

Ο ΚΥΡΙΟΣ με ελάχιστες λέξεις μας περιέγραψε την κατάσταση αυτή της αποστασίας στο πρόσωπο του νεώτερου γιου της σημερινής παραβολής: «Και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν ( = περιουσία) αυτού ζων ασώτως». Ακολουθώντας το ολισθηρό μονοπάτι μιας άσωτης ζωής, εξανέμισε ό,τι είχε και δεν είχε: περιουσία, υγεία, οικογενειακή τιμή, αγνότητα ψυχής και σώματος, την πίστη και την αγάπη του προς τον Θεό.
Αυτό, δυστυχώς, συμβαίνει όταν ο άνθρωπος αποδημεί στη χώρα της αποστασίας, όταν εμπλέκεται στα δίχτυα της ποικιλώνυμης ασωτίας. Χάνει τα πάντα. Μένει γυμνός. Ερημώνεται από τη χάρη του Θεού. Ηθικά πεθαίνει. Μας το ομολογεί με πόνο ο άσωτος υιός: «λιμώ απόλλυμαι». Πεθαίνω της πείνας! Το επιβεβαιώνει η θεοκίνητη γραφίδα του αποστόλου Παύλου: «Ο μισθός που πληρώνει η αμαρτία είναι ο θάνατος» (Ρωμ. 6,23).

Προσκλητήριο επιστροφής

ΑΛΛΑ ας μη μείνουμε στη φάση της αποστασίας. Στην τραγική περιπλάνηση στον κόσμο της φθοράς και της αμαρτίας. Ο σκοπός για τον οποίο αφηγήθηκε ο Χριστός μας την παραβολή είναι για να μας δείξει στο πρόσωπο του πατέρα, που περιμένει με λαχτάρα και υποδέχεται με χαρά το μετανοημένο παιδί του, το ανεξάντλητο πέλαγος της αγάπης και της φιλανθρωπίας του Θεού. Και στο πρόσωπο του Ασώτου που επιστρέφει στο πατρικό σπίτι, στην αγκαλιά του πατέρα, τη δύναμη και την αξία της μετανοίας.
Για τον ίδιο σκοπό προβάλλει και η Εκκλησία μας την παραβολή. Κάθε χρόνο. Στην αρχή της ιερής αυτής περιόδου του Τριωδίου. Απευθύνεται σε όλους μας, τους σημερινούς αμφισβητίες, τους αρνητές, τους ασώτους. Και ο λόγος της είναι προσκλητήριο μετανοίας και επιστροφής.
Είναι μήνυμα αγάπης. Ο Κύριος μας αγαπά. Όλους μας. Σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόμαστε. Και μας περιμένει να επιστρέψουμε κοντά Του. Η πόρτα της φιλανθρωπίας και του ελέους Του δεν έχει κλείσει για κανέναν. Στέκεται με ανοιχτή τη θεϊκή αγκαλιά Του και αναμένει να γυρίσουμε κοντά Του. Στον Πατρικό Οίκο που είναι η Εκκλησία μας, η μεγάλη οικογένεια των παιδιών του Θεού.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013




ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ.


(Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Βασιλείου, Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων).


Ἡ εὐαγγελική παραβολή πού διαβάζεται σήμερα εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας ὡς παραβολή τοῦ Ἀσώτου.
Ἕνας ἄνθρωπος ἔχει δύο γιούς. Ὁ νεώτερος γιός ζητάει χωρίς περιστροφές ἀπό τόν πατέρα του τό μερίδιό του ἀπό τήν κληρονομιά.
Ἀλλά τό κομμάτι αὐτό ἀποκομμένο ἀπό τό σύνολο τῆς ἀλήθειας τῆς ζωῆς τοῦ πατέρα δέν μπορεῖ νά ζήσει, δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει. Τό κομμάτι αὐτό, ὅταν τό παίρνουμε δυναστικά, ἀντάρτικα, ὅπως καί ὅταν θέλουμε, δέν μᾶς ὁδηγεῖ στή ζωή, ἀλλά στήν ἀπόγνωση καί τήν καταστροφή.
Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀδυναμία, ἄν θέλετε, τοῦ νεώτερου γιοῦ, εἶναι ὅτι ὄντας ἀνώριμος δέν ἔχει φθάσει στό νά ξέρει, ὅτι ἡ οὐσία τοῦ πατέρα εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν οὐσία τοῦ υἱοῦ.
Καί ὁ πατέρας τοῦ δίνει τό κομμάτι, τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς περιουσίας, πού ζητάει. Εἶναι ἄρχοντας ἀγάπης. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν ἑαυτό του. Ἐνδιαφέρεται νά σώση τό παιδί του. Αὐτό βρίσκεται στό σκοπό τῆς ζωῆς του, εἶναι καταξίωση τοῦ εἶναι του. Δέν τόν ἐνδιαφέρει τί θά πῆ ὁ κόσμος, ὅπως ἐνδιαφέρει τόσο πολύ ἐμᾶς γιά τό πῶς θά χαρακτηρίσουν τό παιδί μας γιά τίς ἀστοχίες του, δέν τόν ἐνδιαφέρει ἄν θά χάση τό κῦρος του, ἄν παρουσιαστεῖ ὡς πατέρας ἀποτυχημένος, μέ παιδί πού ἀφήνει τό σπίτι καί φεύγει μακρυά. Ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα πάει πιό μακριά ἀπ' ὅ,τι μπορεῖ νά πάει ἡ κρίση τοῦ κόσμου ἤ ἡ ἀνταρσία τοῦ γιοῦ του.
Γιά τόν λόγο αὐτό δέν τοῦ κάνει διδασκαλία μέ λόγια. Τώρα πρέπει νά τόν ἀφήσει νά περιπλανηθεῖ, νά πάθει, νά μάθει, νά δεῖ προσωπικά τό ψεῦδος καί τίς ἀνυπόστατες ἀπάτες.
Αὐτό ξέρει ὁ πατέρας, ὅτι εἶναι κάτι θανάσιμα ἐπικίνδυνο, ἀλλά δέν βλέπει ἄλλη λύση. Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά τόν συντροφεύει πάντοτε μέ τήν ἀγάπη του, πού ὑπάρχει στό σπίτι, ἀλλά ἁπλώνεται παντοῦ. Δίνει ἀγωγή στό παιδί του ὑποφέροντας μυστικά ὁλόκληρος, βγαίνοντας στό σταυρό τῆς ἀναμονῆς.
Τό θέμα δέν εἶναι ὁ πατέρας νά κρατήσει διά τῆς βίας τόν γιό κοντά του, ἀλλά νά τοῦ δώση τή δυνατότητα, νά δημιουργήση τίς προϋποθέσεις, ὥστε ὁ ἴδιος μόνος του νά ἔλθει πρός αὐτόν. Αὐτή ἡ κίνηση πρός τόν πατέρα ὁρίζει τόν υἱό.
Καί ὁ ἄσωτος φεύγει. Πηγαίνει γιά νά ζήσει σέ μιά χώρα ξένη, ὅπου τά πάντα ξοδεύονται χωρίς νά ἀνανεώνονται. Ἀλλά μετά ἀπό λίγο μένει μόνος. Οἱ φίλοι του ἔμειναν κοντά του ὅσο κράτησαν τά πλούτη του. Ἀρχίζει νά ζεῖ τήν ἔκπτωση καί τήν ἐξαθλίωση. Καί ὅταν πηγαίνει νά ζητήσει βοήθεια τόν σπρώχνουν πιό χαμηλά. Τόν στέλνουν νά βόσκει χοίρους, νά ποιμάνει τά πάθη. Τόν κάνουν χοιροβοσκό. Τοῦ ἀρνοῦνται τή φύση του, τήν ἀνθρωπιά του, τήν ἀξιοπρέπειά του, τήν εὐγένειά του. Τόν θεωροῦν ζῶο.
Ἡ ἐπιστροφή καί ἡ μετάνοια
Ὅμως, ἡ δοκιμασία τοῦ νεώτερου γιοῦ στή μακρινή χώρα φανέρωσε καί τό τί ἔκρυβε μέσα του, τί ἀντοχή εἶχε, τί ἔμεινε ἀνέπαφο, σέ ποιόν νά καταφύγει, ποῦ ὑπάρχει τροφή, ζωή καί ἀνάσταση γιά ὅλους.
Καί ἀρχίζει νά μονολογεῖ: "Μπορεῖ νά τά ἔχασα ὅλα! Μπορεῖ νά χάθηκα κι ἐγώ. Κυριολεκτικά νά πέθανα. Ἀλλά ὑπάρχει κάτι πού δέν χάνεται, δέν πεθαίνει. Εἶναι ὁ πατέρας μου καί ἡ ἀγάπη του. Δέν σκέφτομαι τά παιδιά του - εἶμαι ἀνάξιος γιά κάτι τέτοιο - σκέφτομαι τούς ὑπηρέτες του, πῶς τούς φέρεται, πῶς τούς χορταίνει. Θά σηκωθῶ καί θά γυρίσω πίσω καί θά πῶ στόν πατέρα μου: Ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί ἐνώπιόν σου. Σέ σένα πού ἔχεις τέτοια ἀγάπη πού γεμίζει οὐρανό καί γῆ. Σέ σένα πού ἀκόμη ἐδῶ, στή μακρινή χώρα τῆς στέρησης καί τῆς κόλασης, μέ συνοδεύεις. Δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγωμαι γιός σου. Ξέπεσα, ἔχασα τήν υἱοθεσία. Αὐτή εἶναι ἡ ἁμαρτία μου. Δέν εἶναι ἡ περιουσία σου πού σπατάλησα. Καθύβρισα τή μιά σχέση τοῦ παιδιοῦ πρός τόν πατέρα. Πάτερ ἥμαρτον".
Ξέρετε, εἶναι σχετικά εὔκολο νά παραδεχθῶ τά λάθη καί τά ἐλαττώματά μου, ἀλλά εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀναγνωρίσω ξαφνικά πώς ἔχω προδώσει, πώς ἔχω χάσει τήν πνευματική μου, τήν ἀληθινή μου ὀμορφιά, πώς βρίσκομαι τόσο μακριά ἀπό τό ἀληθινό μου σπίτι.
Καί ὁ ἄσωτος παίρνει τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Πρίν ἀκόμη φθάσει στό σπίτι, ὁ πατέρας τόν βλέπει ἀπό μακρυά καί τρέχει. Χωρίς νά τοῦ πεῖ τίποτα, πέφτει ὁλόκληρος στήν ἀγκαλιά του καί τόν καταφιλεῖ. Ἤδη ὁ γιός κατάλαβε, πῆρε τήν ἀπάντηση. Ὁ πατέρας ἄκουσε τήν ἐξομολόγηση. Γιατί πάντοτε ἦταν μαζί μέ τό παιδί του. Αὐτό τό ὁποῖο παρακαλῶ νά προσέξουμε εἶναι ὅτι ἡ πρώτη λέξη τῆς ὁμολογίας του δέν εἶναι "συγχώρα με", ἀλλά "πατέρα". Εἶναι τό ὄνομα τοῦ πατέρα πού ἀνεβαίνει ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναι του καί τοῦ δίνει τό θάρρος νά ἐλπίζει.
Ἡ πατρική ἀγάπη
Ἐκείνη τή στιγμή ὁ ἄσωτος ὁμολογεῖ τό λάθος του καί σιωπᾶ. Δέν μπορεῖ νά συνεχίσει. Τά χάνει μέ τόν χείμαρρο τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα πού τόν διαλύει. Καί τό λόγο παίρνει ὁ πατέρας πού μιλᾶ ξεκάθαρα ἐν σιωπῇ. Δέν λέει στό παιδί του γιά τόν ἑαυτό του. Οὔτε ἄν πόνεσε, οὔτε πόσο πόνεσε ὅταν ἔφυγε. Οὔτε πόσο χαίρεται τώρα πού γύρισε. Οὔτε τόν μαλώνει γιά νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του. Αὐτά δέ λέγονται. Διότι ἡ μυσταγωγία τῆς σχέσης τους ἱερουργεῖται σέ χῶρο βαθειᾶς σιωπῆς. Πυράκτωμα ἀγάπης πού παραλύει τή γλώσσα.
Ἔτσι νίκησε ἡ πατρική ἀγάπη τό θάνατο. Καί ἄναψε τούτη ἡ χαρά, τό πανηγύρι, πού ἐνδύεται καί πάλι ὁ γιός τήν στολή τήν πρώτη, καί φορᾶ τό δακτυλίδι τῆς υἱοθεσίας, καί θύεται ὁ μόσχος ὁ σιτευτός.
Οἱ δικές μας ἐπιστροφές
Αὐτή ἡ ἐπιστροφή δέν μοιάζει μέ τίς δικές μας ἐπιστροφές ἤ τουλάχιστον αὐτές πού ἔχουμε στό μυαλό μας. Οἱ δικές μας εἶναι τοποθετημένες λίγο-πολύ σέ μιά νομικίστικη σχέση, σέ μιά ἀντίληψη πού καλλιεργεῖ μᾶλλον τίς συμφωνίες μεταξύ κυρίων πού δέν ἀθετοῦν τό λόγος τους, κατά τόν ἀκόλουθο τρόπο: Λοιπόν, πατέρα, νά τά συζητήσουμε, νά δοῦμε τά πράγματα ψύχραιμα. Νά δοῦμε σέ τίς φταῖς καί σέ τί φταίω. Νά βροῦμε ἕνα τρόπο συμβίωσης. Ὄχι ὅτι δέν μπορῶ νά ζήσω μακρυά ἀπό σένα. Μπορῶ, ἀλλά μιά καί εἶσαι πατέρας μου εἶπα νά γυρίσω. Τώρα ὅμως πρέπει νά μήν ἐπαναληφθοῦν τά ἴδια.
Αὐτή ἡ ἐπιστροφή εἶναι ἡ κόλαση τῆς λογικῆς καί τῆς δικαιοσύνης. Βλέπετε ὑπάρχει παραμονή στό σπίτι πού εἶναι περιπλάνηση σέ χώρα μακρινή. Ὑπάρχει ἐπιστροφή πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπομάκρυνση ἀπό τό σπίτι.
Δέν γνωρίζω πόση σχέση ἔχει ὁ καθένας μας μέ τόν πατέρα καί τό νεώτερο γιό. Αὐτό ὅμως πού γνωρίζουμε ὅλοι εἶναι, ὅτι μποροῦμε νά γυρίσουμε στόν Πατέρα μας, γιατί ἐκεῖνος εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἐπικύρωση τῆς ἀξιοπρέπειάς μας, ἡ ἐπανεύρεση τῆς ἀνθρωπιᾶς μας. Γι' αὐτό, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Ἐκκλησιαστῆ, μᾶς λέγει: "Υἱέ μου δός μου τήν καρδιά σου. Ὅλα τά ἄλλα θά στά δώσω ἐγώ".

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 24 Φεβρουαρίου 2013.
Ευαγγελιστής Λουκάς ιη΄10-14 (Αρχή Τριωδίου).


Κείμενο:
Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο· ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης· νηστεύω δις του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ΄ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων· ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος· ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.

Μετάφραση:
«Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος κι ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά κι έκανε την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: «Θεέ μου, σ΄ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ΄ όλα τα εισοδήματά μου». Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Σας βεβαιώνω πως αυτός έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο άλλος όχι· γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί».

Σχόλια:

ΠΩΣ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΣΤΕ

«Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς...»

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που πιστεύει στο Θεό αισθάνεται πηγαία την ανάγκη να προσεύχεται προς τον Θεό. Όσο μάλιστα πιο δυνατή είναι η πίστη, τόσο πιο μεγάλη είναι και η ανάγκη για προσευχή. Η προσευχή αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξη του πιστού. Τον τρέφει και τον ανακαινίζει.
Η αναγκαιότητα της προσευχής είναι πολύ μεγαλύτερη σήμερα, στα πλαίσια της σύγχρονης εκκοσμικευμένης εποχής στην οποία ζούμε. Ο πιστός αισθάνεται σήμερα την ανάγκη της προσευχής περισσότερο απ’ ότι στο παρελθόν, διότι με την προσευχή σώζεται από την ανυπόφορη μοναξιά του. Αντλεί δύναμη για τον πνευματικό αγώνα που καλείται καθημερινά να διεξαγάγει.
Ωστόσο, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η πλειονότητα των ανθρώπων σήμερα δεν προσεύχεται πια. Ή προσεύχεται πολύ σπάνια και πάλι σε στιγμές εξαιρετικές. Η κρίση της πίστεως που κυριαρχεί γύρω μας γίνεται και κρίση της προσευχής. Ακόμη και όσοι επιθυμούμε να ανήκουμε στο στρατόπεδο των πιστών δεν προσευχόμαστε συχνά. Δεν προσευχόμαστε σωστά.
Τον ορθό τρόπο προσευχής μας υποδεικνύει η σημερινή παραβολή, που αναγιγνώσκεται στους ναούς μας κάθε χρόνο κατά την παρούσα Κυριακή, πρώτη της ιερής περιόδου του Τριωδίου. Η γνήσια και θεάρεστη προσευχή ενσαρκώνεται από τον τελώνη της παραβολής. Όπως μας βεβαιώνει ο Κύριος, η προσευχή του εισακούστηκε από τον Θεό. Ο τελώνης κατέβηκε στο σπίτι του δικαιωμένος. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος που προσευχήθηκε – τρόπος που είλκυσε την επιδοκιμασία του Κυρίου – μπορεί να αποτελέσει υπόδειγμα και για μας. Να μας βοηθήσει να προσευχόμαστε όσο γίνεται πιο σωστά.
Το πρώτο στοιχείο που μας επισημαίνει η ευαγγελική αφήγηση είναι:

Η στάση του τελώνη

«ΚΑΙ Ο ΤΕΛΩΝΗΣ μακρόθεν εστώς...». Η προσευχή, όσο κι αν αποτελεί ενέργεια της ψυχής και κίνηση πνευματική του ανθρώπου, δεν πραγματοποιείται ερήμην του σώματος του. Στο έργο της προσευχής στρατεύεται ο όλος ο άνθρωπος. Μαζί με την ψυχή συμπράττει και συναγωνίζεται και το σώμα. Η στάση του σώματος εμπνέει και βοηθά την ψυχή κατά την ώρα της προσευχής.
Αυτό βλέπουμε και στον τελώνη της παραβολής. Ο τελώνης στέκεται μακρυά από το θυσιαστήριο. Στέκεται διακριτικά. Στέκεται με δέος, με φόβο Θεού. Η στάση μας κατά την ώρα που προσευχόμαστε εκφράζει την ποιότητα της προσευχής μας. Μια στάση που την διακρίνει η ευλάβεια, το δέος και η συντριβή βοηθά να επικοινωνήσουμε πραγματικά με τον Κύριο. Μας κάνει να συναισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε σ’ έναν ιερό χώρο, τόπο προσευχής και λατρείας. Μας υπενθυμίζει ότι στεκόμαστε μπροστά στον Θεό και συνδιαλεγόμαστε μαζί Του. «Εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου, εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν...».

Το βλέμμα: καθρέφτης ταπεινώσεως

Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ αποτελεί βασική προϋπόθεση της προσευχής. Και όταν λέμε ταπείνωση κατά την ώρα της προσευχής εννοούμε βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας. Αυτή η ταπείνωση σφραγίζει και την προσευχή του τελώνη, ο οποίος «ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι». Δεν ήθελε, δηλαδή, ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Το σκυμμένο κεφάλι και το χαμηλωμένο βλέμμα του τελώνη μαρτυρεί την ταπείνωση και τη συντριβή του, που μεταποιείται σε θερμή ικεσία, σ’ ένα πύρινο αίτημα, ο Θεός να τον ελεήσει και να τον συγχωρήσει.
Χωρίς ταπείνωση και χωρίς συντριβή είναι αδύνατο να προσευχηθούμε. Ο Θεός επιβλέπει «επί την προσευχήν των ταπεινών» (Ψαλμ. 101, 18). Προσευχόμαστε με ταπείνωση και συντριβή; Ελκύουμε το έλεος του Θεού. Ο Κύριος εισακούει την προσευχή μας. Προσευχόμαστε με αυτοπεποίθηση και κομπασμό; Ο Θεός απορρίπτει την προσευχή μας. Αρνείται να δεχτεί την ικεσία μας.

Το χτύπημα του στήθους

Η ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ της αμαρτωλότητας οδηγεί στη συντριβή και τη μετάνοια. Και τα ιερά αυτά συναισθήματα που συγκλονίζουν τη καρδιά του, ο τελώνης τα εκφράζει με το χτύπημα του στήθους του: «αλλ’ έτυπτε το στήθος αυτού».
Το στήθος εμπερικλείει και την καρδιά μας. Και όλοι γνωρίζουμε ότι εάν είναι η καρδιά καθαρή, γίνεται ο τόπος όπου επαναπαύεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αντίθετα, αν η καρδιά κυριαρχείται από πάθη γίνεται κατασκότεινος άδης.
Η προσευχή μας απαιτεί συντριβή καρδιάς και ειλικρινή μετάνοια. Και την ειλικρίνεια της μετανοίας μας εκφράζει και το χτύπημα του στήθους. Παράλληλα φανερώνει την εσωτερική διάσταση της προσευχής. Το χρέος να προσευχόμαστε «εν τω κρυπτώ», όπως αλλού συνιστά ο Κύριος μας (Ματθ. 6,6).
Τα λόγια του τελώνη

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ που συνεχώς (αυτό φανερώνει η μετοχή «λέγων») απηύθηνε προς τον Θεό ο τελώνης ήταν: «ο Θεός, ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ». Δηλαδή: Θεέ μου, σπλαχνίσου και συγχώρεσε με τον αμαρτωλό. Τα λόγια αυτά του τελώνη μας δείχνουν την βαθιά αυτογνωσία που είχε. Γνώριζε καλά και συναισθανόταν βαθιά την αμαρτωλότητα του. Γι’ αυτό και δε ζητά τίποτε άλλο από το Θεό παρά να τον σπλαχνιστεί και να τον ελεήσει.
Την προσευχή μας, κοντά στα άλλα, θα πρέπει να τη διακρίνει και η αυτογνωσία. Χωρίς συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας και επίγνωση της αδυναμίας μας δεν μπορούμε να προσευχηθούμε σωστά. Η έπαρση και η ηθική αυτάρκεια αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή της πνευματικής ζωής και, φυσικά, και της προσευχής. Αυτό δε που επιβάλλεται να αποτελεί το κύριο αίτημα μας στην προσευχή είναι ο Κύριος να μας χαρίσει το έλεος Του. Όταν ζητούμε το έλεος του Θεού, ζητούμε τα πάντα. Και όταν μας δίνει ο Θεός το μέγα έλεος Του, μας δίνει τα πάντα. Κάθε αγαθό. Όλες τις ευλογίες Του.

* * *

Αναφέρεται στο Γεροντικό πως κάποτε μερικοί μοναχοί ρώτησαν τον αββά Αγάθωνα: «Ποιά αρετή, πάτερ, της μοναχικής πολιτείας είναι αυτή που έχει περισσότερο κόπο;». Και ο αββάς τους είπε: «Συχωρήσατε με, αλλά θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλος μεγαλύτερος κόπος, από αυτόν που χρειάζεται ο άνθρωπος για να προσευχηθεί στον Θεό. Διότι πάντοτε, όταν ο άνθρωπος θέλει να προσευχηθεί, οι δαίμονες θέλουν να τον ανακόψουν, επειδή γνωρίζουν ότι με τίποτε άλλο δεν εμποδίζονται, όσο με την προσευχή προς τον Θεό. Και κάθε αρετή της ασκητικής ζωής που θα μπορούσε να επιδιώξει ο άνθρωπος, αν δείξει στην προσπάθεια του εγκαρτέρηση, βρίσκει ανάπαυση. Όμως το έργο της προσευχής μέχρι την έσχατη αναπνοή μας απαιτεί αγώνα».
Όσο υψηλό έργο είναι η προσευχή, τόσο μεγαλύτερη προσπάθεια απαιτεί. Για να προσευχηθούμε χρειάζεται αγώνας. Για να ‘ναι η προσευχή μας γνήσια απαιτείται προσοχή. Ο τελώνης της σημερινής παραβολής μας προσφέρει ένα από τα πιο υπέροχα υποδείγματα αληθινής και θεάρεστης προσευχής.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013



«ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΝΟΙΞΟΝ ΜΟΙ ΠΥΛΑΣ, ΖΩΟΔΟΤΑ ».


(Αφιέρωμα στο περιεχόμενο και τα νοήματα του Τριωδίου, μια δια-δικτυακή περιδιάβαση στην πιο κατανυκτική και νηπτική περίοδο της Εκκλησίας μας).


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού.


Η μακρά περίοδος του Τριωδίου, η οποία αρχίζει την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο, είναι η πιο σημαντική εορτολογική περίοδος της Εκκλησίας μας, διότι δίνει την ευκαιρία σε μας τους πιστούς να συναισθανθούμε τη λαθεμένη πορεία της ζωής μας, να τη διορθώσουμε και να επανακαθορίσουμε τη στάση μας απέναντι στο Θεό και τους συνανθρώπους μας. Αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε κεκαθαρμένοι και αλλαγμένοι, να εορτάσουμε το άγιο Πάσχα, σύμφωνα με την παύλειο προτροπή, όχι όπως οι Ιουδαίοι, τυπικά, «άλλ' εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας», αποβάλλοντας την παλαιά ζύμη της κακίας και της πονηρίας μας (1 Κορ.5,8). Η αγία μας Εκκλησία προσέδωσε στο Τριώδιο στοιχεία τέτοια που να δημιουργούν κατάνυξη και εκγρήγορση στους πιστούς. Οι αναμνήσεις των γεγονότων στα οποία είναι αφιερωμένες οι Κυριακές αυτής της περιόδου, τα ευαγγελικά αναγνώσματα, οι ύμνοι και τα τιμώμενα πρόσωπα της Εκκλησίας μας έχουν συντεθεί κατάλληλα ώστε να επιτελούν σπουδαίο παιδαγωγικό ρόλο στην πνευματική πορεία των πιστών. Ως αποστολικά δε αναγνώσματα την περίοδο αυτή στις εκκλησίες διαβάζονται περικοπές από την προς Εβραίους Επιστολή του αποστόλου Παύλου, διότι, όπως είναι γνωστό σε αυτή εκτίθεται πληρέστερα η εν τω Χριστώ απολύτρωση. Αρχίζοντας από την πρώτη Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου, αναγιγνώσκεται στις εκκλησίες η σχετική ευαγγελική περικοπή, ώστε να παραδειγματιστούν οι πιστοί από την εωσφορική και ψυχοκτόνο υπεροψία του φαρισαίου και να μιμηθούν τη σωτήρια ταπείνωση και μετάνοια του αμαρτωλού τελώνη, η οποία είναι βασική προϋπόθεση για την αρχή του πνευματικού τους αγώνα. Η δεύτερη Κυριακή (του Ασώτου) είναι αφιερωμένη στον άσωτο υιό της γνωστής παραβολής, ως παράδειγμα ειλικρινούς μετάνοιας και επιστροφή στην απύθμενη αγάπη του Θεού. Η τρίτη Κυριακή (των Απόκρεω) είναι αφιερωμένη στην φοβερή και αδέκαστη Μέλλουσα Κρίση του κόσμου. Στις εκκλησίες διαβάζεται το Ευαγγέλιο της σχετικής περικοπής, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί ότι δεν συγχωρείται εφησυχασμός, αλλά εκγρήγορση και αγώνας. Η τετάρτη Κυριακή (της Τυρινής) είναι αφιερωμένη στο μοιραίο γεγονός της αδαμιαίας παρακοής και της εξορίας των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο. Διαβάζεται το ευαγγέλιο της ορθής προσευχής και νηστείας, διότι από την επομένη (Καθαρά Δευτέρα) αρχίζει η νηστεία και ο πνευματικός αγώνας, ως το Πάσχα. Την πρώτη Κυριακή των Νηστειών εορτάζουμε το θρίαμβο της Ορθοδόξου πίστεως και την αποκρυστάλλωση του δόγματος από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο Με αυτό τον τρόπο θέλει η Εκκλησία να διδάξει τους πιστούς πως η αλήθεια της πίστεως είναι προϋπόθεση της σωτηρίας μας. Την Δεύτερη Κυριακή των Νηστειών τιμάμε τη μνήμη ενός μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας μας και αγωνιστή της Ορθοδοξίας, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ως παράδειγμα αγωνιστή για κάθε πιστό. Την Τρίτη Κυριακή των Νηστειών (Σταυροπροσκυνήσεως) προσκυνάμε τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου για να αντλήσουμε από αυτόν βοήθεια, προκειμένου να συνεχίσουμε τον πνευματικό μας αγώνα. Την Πέμπτη Κυριακή των Νηστειών τιμάμε τη μνήμη ενός άλλου μεγάλου αγωνιστή κατά των ανθρωπίνων παθών και δασκάλου της ερήμου, του αγίου Ιωάννου συγγραφέα της Κλίμακος , ο οποίος με το ομώνυμο βιβλίο του διδάσκει τρόπους του σωτηρίου αγώνα. Την Έκτη Κυριακή τιμάμε επίσης μια άλλη μεγάλη μορφή της Εκκλησίας μας, την αγία Μαρία την Αιγυπτία , την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα η οποία έγινε παράδειγμα πραγματικής ταπείνωσης και μετάνοιας. Ακολουθεί η Κυριακή των Βαίων και η Μεγάλη Εβδομάδα, όπου κορυφώνεται η κατάνυξη και ο πνευματικός μας αγώνας. Ο λατρευτικός πλούτος του Τριωδίου είναι πραγματικά θαυμαστός. Μεγάλοι ποιητές και μουσουργοί της Εκκλησίας μας συνέθεσαν υπέροχους ύμνους και καταπληκτικές ακολουθίες για ολόκληρη αυτή την περίοδο, με αποκορύφωμα τις ιερότατες ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος. Ολόκληρη η υμνολογία του Τριωδίου είναι προσαρμοσμένη στο πνεύμα της μετάνοιας και της συντριβής του κάθε αμαρτωλού και στην εν Χριστώ απολυτρώση . Είναι φτιαγμένες έτσι ώστε να διεγείρουν στους πιστούς διάθεση μετάνοιας. Για παράδειγμα αναφέρω τον θαυμάσιο Μεγάλο Κανόνα του αγίου Ανδρέα Κρήτης, την καταπληκτική αυτή θρηνητική ελεγεία, ο οποίος ψάλλεται τμηματικά την πρώτη εβδομάδα των νηστειών και ολόκληρος το βράδυ της Τετάρτης της Ε΄ εβδομάδος. Επίσης αναφέρω τον αξεπέραστο Ακάθιστο Ύμνο ποίημα του μεγαλυτέρου υμνογράφου του Βυζαντίου του Ρωμανού του Μελωδού, ο οποίος ψάλλεται τμηματικά κάθε Παρασκευή βράδυ στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες των νηστειών (Χαιρετισμοί) και ολόκληρος το βράδυ της Παρασκευής της Ε΄ εβδομάδος. Ο εξαίσιος αυτός ύμνος (κοντάκιο) εξυμνεί το ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου και τη μοναδική συμβολή Της στο έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Οι ορθόδοξοι πιστοί κάνουν αγόγγυστα τον προσωπικό τους αγώνα καθ' όλη τη διάρκεια του Τριωδίου, ο οποίος συνίσταται στην νηστεία, στον εκκλησιασμό, στη μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας μας, στη μελέτη της αγίας Γραφής και άλλων πνευματικών βιβλίων και στην περισυλλογή. Η εμπειρία πιστοποιεί πως η άσκηση της Μ. Τεσσαρακοστής αλλάζει κυριολεκτικά τους ασκούμενους πιστούς, τους ημερεύει, τους γαληνεύει τους δίνει αισιοδοξία και εσωτερική ουράνια χαρά. Η αποχή από τις σωματοκτόνες λιπαρές τροφές και προπαντός η αποχή από τις ψυχοκτόνες αμαρτωλές συνήθειες, επαναφέρουν τον άνθρωπο στην αυθεντική του κατάσταση.Η αγία μας Εκκλησία, λοιπόν, ως στοργική μητέρα και πνευματική μας τροφός, προσπαθεί μέσω των ιερών ακολουθιών και του κατανυκτικού κλίματος της περιόδου του Τριωδίου να μας βοηθήσει να συναισθανθούμε την αμαρτωλότητά μας, που σημαίνει να συνειδητοποιήσουμε την εκτροπή μας από την αυθεντική μας φύση, να μετανοήσουμε ειλικρινά, να κάνουμε τον προσωπικό μας αγώνα και να σωθούμε με τη σωτήρια χάρη του ενανθρωπήσαντος Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Οι κοσμικές καρναβαλικές ασχήμιες που διαπιστώνουμε αυτές τις μέρες, κατάλοιπα του προχριστιανικού ειδωλολατρικού παρελθόντος, μπορεί φαινομενικά να δίνουν κάποια προσωρινή ευθυμία, και να δημιουργούν ψευδαισθητικές τάσεις φυγής από τη σκληρή πραγματικότητα. Μπορεί για κάποιους ο σύγχρονος διονυσιασμός να είναι τρόπος ζωής, όμως σε καμιά περίπτωση δεν συμβιβάζεται με το πραγματικό νόημα του Τριωδίου, το οποίο είναι ευκαιρία για αυτοσυνειδησία, συντριβή και κατάνυξη μπροστά στο δράμα της πτωτικής μας φύσης, μπροστά στο ατέλειωτη τραγικότητα της ανθρώπινης κακοδαιμονίας. Δεν έχουμε ανάγκη από προσωρινή φυγή από την σκληρή καθημερινότητα, αλλά από μόνιμη λυτρωτική διαδικασία, την οποία προσφέρει απλόχερα η Εκκλησία μας αυτή την κατανυκτική περίοδο.

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013


 
 
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 17 Φεβρουαρίου 2013
Της Χαναναίας. Ευαγγελιστής Ματθαίος ιε΄21-28.


Κείμενο :
Και εξελθών εκείθεν ο Ιησούς ανεχώρησεν εις τα μέρη Τυρου και Σιδώνος. και ιδού γυνή Χαναναία από των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζεν αυτώ λέγουσα· ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυΐδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον. και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ηρώτων αυτόν λέγοντες· απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών. ο δε αποκριθείς είπεν· ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. η δε ελθούσα προσεκύνησεν αυτώ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. ο δε αποκριθείς είπεν· ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις. η δε είπε· ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών. τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή· ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! γενηθήτω σοι ως θέλεις. και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης.

 
Μετάφραση:
Ο Ιησούς άφησε τον τόπο εκείνο κι αναχώρησε για την περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Τότε μια γυναίκα Χαναναία βγήκε έξω από τα όρια της περιοχής εκείνης και του φώναζε δυνατά: «Ελέησέ με, Κύριε, Υιέ του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Αυτός δεν της απαντούσε λέξη. Τον πλησίασαν τότε οι μαθητές του και τον παρακαλούσαν: «Διώξε την, γιατί μας ακολουθεί και φωνάζει». Ο Ιησούς είπε: «Έχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες». Εκείνη όμως ήρθε και τον προσκύνησε λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με». Αυτός της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά». «Ναι, Κύριε», είπε εκείνη, «αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της απάντησε: «Μεγάλη είναι η πίστη σου, γυναίκα! Ας γίνει όπως το θέλεις». Κι από κείνη την ώρα γιατρεύτηκε η θυγατέρα της.

Σχόλια:


Πίστη.
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Ιησούς Χριστός επιτελεί ένα από τα αναρίθμητα θαύματα της επί γης παρουσίας και δράσης του. Το θαύμα όμως αυτό της θεραπείας της θυγατέρας της Χαναναίας γυναίκας μας δίνει την ευκαιρία να εμβαθύνουμε στην έννοια και σημασία της πίστης. Η πίστη είναι η βεβαιότητα, η πεποίθηση που διαθέτει κάποιος άνθρωπος για κάποιο γεγονός ή κάποιο πρόσωπο, χωρίς να έχει ο ίδιος προσωπική εμπειρία. Χωρίς να ήταν παρών δηλαδή σε κάποιο γεγονός και να το είδε με τα μάτια του και να το άκουσε με τα αυτιά του, ή χωρίς να γνωρίσει προσωπικά κάποιο πρόσωπο, αλλά έχοντας ακούσει ή πληροφορηθεί από άλλους γι΄ αυτό. Στη ζωή μας γενικά πορευόμαστε με βάση την πίστη. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «πάντα τα εν τω κόσμω τελούμενα τη πίστει τελείται». Δηλαδή, όλα όσα γίνονται σε αυτό τον κόσμο, γίνονται, διότι όλα στηρίζονται στην πίστη. Για παράδειγμα πιστεύουμε ότι σε ένα ταξίδι μας θα πάμε καλά, γι΄ αυτό αποφασίζουμε να ταξιδεύσουμε. Πιστεύουμε ότι πηγαίνοντας στο γιατρό θα θεραπευθούμε, γι΄ αυτό αποφασίζουμε να τον επισκεφτούμε. Και τόσα άλλα γεγονότα και καταστάσεις της ζωής μας στηρίζονται στην πίστη και όχι στην απόδειξη.


Θρησκευτική πίστη.
Θρησκευτική πίστη είναι η απόλυτη πεποίθηση και βεβαιότητα που έχει κανείς σε πρόσωπα, σε πράγματα και σε γεγονότα που έγιναν ή πρόκειται στο μέλλον να γίνουν, τα οποία είναι αόρατα και ακατάληπτα στις ανθρώπινες αισθήσεις. Η θρησκευτική πίστη εμφανίζεται με την έναρξη της ανθρώπινης ιστορίας και πάντοτε διαδραμάτιζε και συνεχίζει και σήμερα να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη ζωή των λαών και πολιτισμών. Είναι μπορούμε να πούμε μια βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου.


Χριστιανική πίστη.
Ο μοναδικός ορισμός της πίστης στην Αγία Γραφή υπάρχει στην Προς Εβραίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου: «Πίστις εστίν, ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. ια΄ 1). Αυτό σημαίνει ότι πίστη είναι η απόλυτη βεβαιότητα και η ακλόνητη πεποίθηση, ότι ο πιστός θα απολαύσει στο μέλλον αγαθά τα οποία τώρα φαίνεται πως δεν υπάρχουν, αλλά τα ελπίζει, τα περιμένει να πραγματοποιηθούν και να τα απολαύσει. Η πίστη δηλαδή είναι η θύρα μέσα από την οποία ο πιστός εισέρχεται σε μια ανώτερη σφαίρα, στη θεία αποκάλυψη. Ο ίδιος ο Θεός αποκαλύπτει στον κόσμο του την Αλήθεια, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτοί που πιστεύουν στον Ιησού Χριστό ως Μεσσία, Σωτήρα και Λυτρωτή δεν χρειάζονται αποδείξεις αλλά είναι βέβαιοι ότι πρόκειται να συμβούν όλα όσα υποσχέθηκε το αδιάψευστο στόμα του. Για παράδειγμα ο πιστός άνθρωπος είναι βέβαιος ότι θα συμβεί η ανάσταση των νεκρών, η δεύτερη του Χριστού παρουσία, η αιώνια ζωή και βασιλεία του Θεού. Δεν έχει αποδείξεις για όλα αυτά αλλά είναι βέβαιος γι΄ αυτά, γιατί τα διακήρυξε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Επιπλέον πίστη είναι «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Ο πιστός άνθρωπος είναι βέβαιος ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «εκ του μη όντος», ότι ο Σωτήρας Χριστός είναι πρόσωπο ιστορικό, που έζησε πάνω στη γη, γεννήθηκε ως άνθρωπος από την Παναγία Παρθένο, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, αναλήφθηκε στους Ουρανούς και κάθισε στα δεξιά του Θεού Πατέρα κ.α. Δεν χρειάζεται αποδείξεις για όλα αυτά, τα πιστεύει και τα παραδέχεται ως πραγματικά και αληθινά.


Τα χαρακτηριστικά της πίστης.
Σε πάρα πολλές διηγήσεις των ιερών ευαγγελίων υπάρχουν παραδείγματα μεγάλης πίστης, στη σημερινή όμως ευαγγελική περικοπή μπορούμε εύκολα να επισημάνουμε μερικά σημαντικά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης. Ο Μεσσίας Χριστός Η Χαναναία γυναίκα πιστεύει στη μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού, γι΄ αυτό και τον αποκαλεί «υιόν Δαυίδ». Η απλή και λιτή ζωή του Χριστού στάθηκε εμπόδιο για τους Ιουδαίους να τον αναγνωρίσουν ως τον αναμενόμενο Μεσσία, γι΄ αυτό γρήγορα απογοητεύτηκαν και δεν τον ακολούθησαν. Η Χαναναία με την πίστη που διαθέτει κατορθώνει να κοιτάξει πέρα από την απλότητα του Χριστού, έτσι αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον απεσταλμένο του Θεού, το Νικητή του θανάτου, το Λυτρωτή του κόσμου. Η πίστη στη μεσσιανική ιδιότητα του Ιησού Χριστού κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ορθόδοξη θεολογία. Η άρνηση της ιδιότητας αυτής σημαίνει ουσιαστικά την άρνηση της θεότητας του Χριστού. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, που ενανθρώπησε και στο πρόσωπό του εκπληρώθηκαν όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Επομένως ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας, ο Λυτρωτής και Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους. Η σταθερότητα της πίστης Η πίστη της Χαναναίας παραμένει σταθερή και ακλόνητη παρά τη σιωπή και φαινομενική αδιαφορία του Χριστού. Η πραγματική πίστη δοκιμάζεται μεν, αλλά ποτέ δεν κάμπτεται. Γι΄ αυτό η Χαναναία συνεχίζει να επιμένει, γιατί είναι βέβαιη ότι ο Χριστός είναι εκείνος που έχει τη δύναμη να εκπληρώσει την επιθυμία της. Έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον Χριστό. Η σταθερή και ακλόνητη πίστη είναι μεγάλη αρετή για έναν πιστό. Ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του θα αντιμετωπίσει θλίψεις και δοκιμασίες και θα ζητήσει τη βοήθεια και το έλεος του Θεού. Αν η πίστη του δεν είναι βαθιά και στερεωμένη, σύντομα θα απογοητευτεί και ίσως και να απιστήσει. Ανεπανάληπτο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του δίκαιου Ιώβ. Ενώ του συνέβησαν τόσες θλίψεις και δυστυχίες και φαινόταν ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε, εκείνος δεν οδηγείται στην απιστία και τη βλασφημία, αλλά σταθερά και ακλόνητα πιστεύει στο Θεό και ζητά το έλεός του. Γι΄ αυτό στο τέλος δικαιώνεται και ανταμείβεται από το Θεό. Πίστη και ταπείνωση Η πίστη της Χαναναίας δεν είναι μόνο σταθερή και ακλόνητη, αλλά συνοδεύεται και από ειλικρινή ταπείνωση. Δέχεται αδιαμαρτύρητα την παρομοίωσή της με σκύλο, δεν αντιδρά, δεν επαναστατεί, αλλά απαντά με τρόπο που δείχνει την υποταγή της. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ταπεινολογία της Χαναναίας ή για αναγκαστική ταπείνωση, αλλά για ειλικρινή συντριβεί μπροστά στη δύναμη του Θεού. Πολλές φορές ο εγωισμός οδηγεί τον άνθρωπο στην ταπεινολογία για να γίνει συμπαθής ή ακόμα χειρότερα για να επαινεθεί από τους υπολοίπους. Ο πραγματικός πιστός είναι και πραγματικά ταπεινός και αισθάνεται να είναι ο τελευταίος των ανθρώπων, γεγονός που τον κάνει να ζητά με συντριβή καρδίας το έλεος του Θεού. Ζωντανή πίστη Η Χαναναία δεν ανήκε στον εκλεκτό λαό του Θεού, δεν ήταν Ιουδαία αλλά ειδωλολάτρισσα. Αυτό όμως δεν στέκεται εμπόδιο στο να πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Το να ανήκει κανείς στον εκλεκτό λαό της Παλαιάς Διαθήκης ή το να είναι μέλος της Εκκλησίας με τα δικά μας δεδομένα δεν αποτελεί δέσμευση για τον Θεό. Αυτό που δεσμεύει τον Θεό είναι η ζωντανή πίστη. Βέβαια η πίστη έξω από την Εκκλησία είναι ανύπαρκτη, αλλά και από την άλλη η τυπική συμμετοχή στην Εκκλησία χωρίς ουσιαστική πίστη δεν υποχρεώνει τον Θεό να εκπληρώσει τις επαγγελίες του. Οι Ισραηλίτες καυχιόντουσαν ότι είναι απόγονοι του Αβραάμ και θεωρούσαν, ότι ο Θεός είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τις υποσχέσεις του, για να πάρουν τη δέουσα απάντηση από τον Τίμιο Πρόδρομο: «δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Ματθ. 3,9). Αυτό που μετρά για τον Θεό, είναι η ζωντανή πίστη, η οποία μπορεί μερικές φορές να δοκιμάζεται αλλά στο τέλος ξεπερνά τα εμπόδια. Πίστη και λογική Η πίστη βρίσκεται πάνω από τη λογική. Η Χαναναία αν στηριζόταν στην ανθρώπινη λογική της και έψαχνε να βρει αποδείξεις για το πρόσωπο και τη δύναμη του Ιησού Χριστού δε θα επιτύγχανε το σκοπό της. Ο άνθρωπος πολλές φορές αναζητά να βρει αποδείξεις που να ικανοποιούν τη λογική του και όταν δεν τις έχει αμφιβάλλει ή και κλονίζεται. Η πίστη όμως υπερβαίνει τη λογική, ανήκει στο χώρο τη καρδίας και στηρίζεται στο λόγο του Θεού. Ο λόγος του Θεού είναι εκείνος που καλλιεργεί, αυξάνει και διατηρεί απτόητη και ακλόνητη την πίστη. Πίστη και θαύμα Όπως και σε όλες τις περιπτώσεις των θαυμάτων του Ιησού Χριστού έτσι και στην περίπτωση της Χαναναίας η πίστη είναι εκείνη που προκαλεί το θαύμα και όχι το αντίστροφο. Ο Χριστός ποτέ δεν θαυματούργησε για να πιστέψουν οι άνθρωποι, αλλά πάντοτε τα θαύματα που επιτελούσε έρχονταν ως επιστέγασμα και επιβράβευση της πίστης των ανθρώπων, που τον πλησίαζαν και ζητούσαν το έλεός του. Όταν τον προκαλούσαν, να κάνει κάποιο θαύμα για να πιστέψουν, ο Χριστός δεν ανταποκρινόταν θετικά. Ακόμα και τις δύσκολες ώρες του Σταυρού που όλοι τον ενέπαιζαν και ζητούσαν να τους δείξει τη θεϊκή του δύναμη, ακόμα και τότε που θα μπορούσε να κάνει «σημεία και τέρατα» και όλοι θα πίστευαν σε αυτόν, ο Χριστός απαντούσε με τη σιωπή και τη φαινομενική αδυναμία του, γιατί μια τέτοια πίστη, που θα στηριζόταν στο φόβο δε θα είχε αξία. Ο Ιησούς Χριστός μας βεβαιώνει: «εαν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. 17,20). Η πίστη προκαλεί το θαύμα, όχι το θαύμα την πίστη.


Καταληκτικά.
Αυτή τη ζωντανή πίστη της Χαναναίας γυναίκας ζητά ο Χριστός από όλους μας. Η πίστη της γυναίκας ήταν βαθιά, ειλικρινής, ακλόνητη γεμάτη από αγάπη και εμπιστοσύνη για τον Ιησού Χριστό. Και αυτό ήταν που τελικά την έσωσε και χάρισε στη θυγατέρα της τη θεραπεία. Ο κάθε άνθρωπος λοιπόν που πορεύεται στη ζωή του μέσα από θλίψεις και δοκιμασίες, δεν έχει πού αλλού να στηριχθεί παρά στην πίστη. Η αληθινή και ακλόνητη πίστη στον Σωτήρα Χριστό είναι εκείνη που βοηθά τον άνθρωπο να υπερβεί τις δυσκολίες της παρούσας ζωής, αλλά κατεξοχήν του δίνει τη δυνατότητα να γευτεί τις επαγγελίες της βασιλείας του Θεού.

 

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013


ΣΕ ΙΣΟΒΙΑ ΑΡΓΙΑ ΕΥΡΙΣΚΟΝΤΑΙ

ΟΙ ΒΟΗΘΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ

 

 

« Μηδένα απολελυμένως (= χωρίς ποίμνιο )

Χειροτονείσθαι… Τους δε απολύτως χειροτονουμένους, ώρισεν

η αγία Σύνοδος, άκυρον έχειν την τοιαύτην

Χειροθεσίαν, και μηδαμού δύνασθαι ενεργείν, εφ’ ύβρει

του χειροτονήσαντος», ( Καν. 6ος Δ΄ Οικ. Συν.)

 

 

Τα αξιώματα της Εκκλησίας είναι τρία (3), ήτοι, του Επισκόπου, του Πρεσβυτέρου και του Διακόνου. Επειδή όμως για τον Επίσκοπο ήτο απαγορευμένο να τοποθετείται «εν ευτελεί και σμικρά κώμη», λόγω του υψηλού αξιώματός του, και εκ τούτου εδημιουργούντο Επισκοπικά κενά διαποίμανσης στις δυσπρόσιτες αυτές αγροτικές περιοχές, οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, για την κάλυψη αυτών των Επισκοπικών κενών εδημιούργησαν τον αναγκαστικό βαθμό (= θεσμό) του Χωρεπισκόπου, ο οποίος, όμως, ήδη από την εποχή  των μεγάλων Βυζαντινών Κανονολόγων είχε απρακτήσει, ( 11ος – 12ος αιώνας ), «… επεί δε ο των χωρεπισκόπων βαθμός παντελώς ηπράκτησεν, ουδέ και ημείς ματαιοπονήσαι ηθελήσαμεν. » (Σχόλια Ζωναρά, στον 13ο Καν. Αγκύρας).

 

          Το τι ακριβώς δικαιώματα είχε ο θεσμός αυτός των χωρεπισκόπων, μας το λέει ο Βυζαντηνός Κανονολόγος Αριστηνός, και μάλιστα τους συγκρίνει, περίπου, με τους σημερινούς Αρχιερατικούς Επιτρόπους: «χωρεπίσκοποι δε εισιν, οι σήμερον εν τισι κώμαις και χώραις Πρωτοπαπάδες λεγόμενοι», ( Σχόλια στον 13ο Καν. Αγκύρας ), Περί του θεσμού των Χωρεπισκόπων θα αναφερθούμε εκτενέστερα στην συνέχεια.

 

ΠΕΡΕΤΑΙΡΩ.

 

1.-) Κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, ένας Επίσκοπος υπάρχει σε κάθε Επισκοπική περιφέρεια, «… ίνα μη εν τη πόλει (= Επισκοπή επαρχία ) δύο επίσκοποι ώσιν» ( Καν. 8ος Α΄ Οικ. Συν. Καν. 41ος & 58ος Αγ. Αποστόλων, κ.π.α). Επομένως οι Θεοί και Ιεροί Κανόνες απαγορεύουν, ρητά και κατηγορηματικά, την ύπαρξη δύο Επισκόπων στην ίδια Επισκοπική Περιφέρεια.

 

2.-) Στην αρχαία Εκκλησία εδημιουργείτο, ως ελέχθη ανωτέρω, πρόβλημα διαποίμανσης των δυσπρόσιτων περιοχών σε Επισκοπικά διαμερίσματα, και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας εδημιούργησαν τον βαθμό ( = θεσμό) του Χωρεπισκόπου για τις θρησκευτικές ανάγκες αυτών των δυσπρόσιτων περιοχών. Εκεί, ο οικείος Επίσκοπος, χειροθετούσε εγγάμους χαρισματούχους Πρεσβυτέρους με αυστηρώς περιορισμένη δικαιοδοσία, και εξυπηρετούσαν, εξ’ ονόματός του, τις δυσπρόσιτες αυτές αγροτικές Επισκοπικές περιοχές, « τούτω δε μόνον, φάσι τετίμηνται, τω τα Θεία δώρα προσφέρειν, δια το σπουδάιως τοις πένησι διανέμειν, τα εις το Κυριακόν συναγόμενα », (Σχόλια Ματθ. Βλάσταρη, στον 14ο Καν. Νεοκαισαρείας, «Στοιχείον Ε΄ Κεφ. ΛΑ΄ «Περί Χωρεπισκόπων»).

 

Δηλαδή μέσα στα υποχρεωτικά ποιμαντικά καθήκοντα του Επισκόπου και του Πρεσβυτέρου είναι η συνεχής μέριμνά τους για τους ενδεείς, της Επαρχίας του, για τον Επίσκοπο, και της Ενορίας του για τον Πρεσβύτερο, γιατί πάντοτε, σε όλες τις κοινωνικές καταστάσεις υπάρχουν οι ενδεείς ( = φτωχοί).

 

Ο έγγαμος λοιπόν αυτός χαρισματούχος Πρεσβύτερος έφερε « ψιλόν μόνον το όνομα, κενόν πραγμάτων » (ΠΗΔΑΛΙΟΝ, παραπομπές, στις σελ. 134 – 135 ), και διοικούσε με συγκεκριμένη άδεια του οικείου Επισκόπου. Έτσι λοιπόν, δημιουργήθηκε ο βαθμός ( =θεσμός - τύπος ) του Χωρεπισκόπου, ( Καν. 8ος & 10ος Αντιοχείας, κ.α.).

 

4.-) Σήμερα όμως εξέλιπαν αυτές οι δυσκολίες . Δεν υπάρχουν πλέον δυσπρόσιτες αγροτικές περιοχές στην επαρχία του Επισκόπου, ώστε να τον δυσκολεύουν στα ποιμαντικά του καθήκοντα, και δύναται να επισκεφθεί, ανά πάση ώρα και στιγμή, και σε καθημερινή βάση, οποιαδήποτε περιοχή της Επαρχίας του που επιθυμεί. Εν τούτοις, « εν ονόματι » του ανύπαρκτου πλέον θεσμού του χωρεπισκόπου, χειροτονούνται Ιερομόναχοι, και τοποθετούνται μάλιστα σε μεγαλουπόλεις,  με το κακόγουστο και ανύπαρκτο ψευδεπίγραφο του « βοηθού επισκόπου », και με το λίαν δυσάρεστο αποτέλεσμα, όχι μόνον να καταπατούνται βάναυσα οι απαρασάλευτοι Θείοι και Ιεροί Κανόνες, αλλά και να ευτελίζεται το ανώτατο Αξίωμα της Εκκλησίας, του Επισκόπου.

 

 

5.-) Σήμερα αυτό το ανώτατο αξίωμα του Επισκόπου ευτελίζεται, όταν πέραν του Κανονικού οικείου Επισκόπου της Επισκοπής υπάρχει και ένας βοηθός επίσκοπος ή και δύο ακόμη , όπως τούτο ζητείται « γυμνή τη κεφαλή ». Βέβαια ο Επίσκοπος έχει ανάγκη από βοηθούς στο έργο του, στο έργο του Ευαγγελίου, και η Εκκλησία του δίνει όσους απαιτεί η Περιφέρειά του και πάρα πάνω ακόμη, και αυτοί δεν είναι άλλοι παρά το  « Τίμιον Πρεσβυτέριον, με πρώτους τους Πρωτοπαπάδες, και τους Δευτεροπαπάδες » (Ευώνυμος χορός Οφφικίων ), της Επισκοπής του. Απόδειξη τούτου αποτελεί η τάξη της Εκκλησίας μας, όταν στα Μυστήρια της Εκκλησίας και τις διάφορες Αγιαστικές Ακολουθίες ακούμε τον Διάκονο, και εν απουσία τούτου, τον Ιερέα να ψάλλει, « Υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών (δήνα) ». Γιατί άραγε αποκαλείται αρχιεπίσκοπος ο οικείος Επίσκοπος; Διότι ο κάθε Πρεσβύτερος είναι και αυτός επίσκοπος στην Ενορία του, και ο οικείος Επίσκοπος είναι η αρχή αυτών των μικροεπισκόπων, δηλαδή αρχιεπίσκοπος – Αρχιερέας.   Αλλά πέραν τούτου, ο θεσμός του χωρεπισκόπου εφαρμόζεται και σήμερα σε κάθε Επισκοπή, με τους κατά περιφέρεια Αρχιερατικούς Επιτρόπους, το Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο, και τους Περιοδευτάς χαρισματούχους Πρεσβυτέρους, ( Σχόλια Αριστηνού στον Καν. 13ο Αγκύρας – 57ος Λαοδικείας ).

 

6.-) Οι φερόμενοι σήμερα με το ψευδεπίγραφο « βοηθοί επίσκοποι » δεν έχουν καμίαν απολύτως Κανονική και εκκλησιαστική κατοχύρωση. Είναι ανύπαρκτοι, ούτε και καμίαν απολύτως σχέση έχουν με τον πάλαι ποτέ θεσμό του χωρεπισκόπου της αρχαίας Εκκλησίας. Φέρονται ως επίσκοποι χωρίς ποίμνιο, κάτι που απαγορεύουν ρητά και κατηγορηματικά οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες, διότι τέτοια φάρα επισκόπων δεν υπάρχει, γιατί: α.-) Έχουν « Απολελυμένη χειροτονία και ανενεργό Ιερωσύνη εφ’ όρους ζωής εφ’ υβρει του χειροτονήσαντος » (Καν. 6ος Δ’ Οικ. Συν. ), και β.-) Υπάρχουν πολλοί επίσκοποι στην ίδια Επισκοπή, όπερ λίαν απαράδεκτο από Κανονικής επόψεως,  « ίνα μη εν τη πόλει δύο επίσκοποι ώσιν »  (Καν. 8ος Α’ Οικ. Συν. – Επιστολή Γ’ Οικ. Συνόδου)

 

7.-)  Εδώ, προσέτι, με την περίπτωση του φερόμενου ως βοηθού επισκόπου,  « ... πάσης ξεροκαμπίας », πρόκειται και για μία ακόμη βάρβαρη φαλκίδευση ενός  ακόμη Κανονικού δικαιώματος του  κοσμικού  έγγαμου  Πρεσβυτερίου, που ετσιθελικά  αφαιρείται, ήτοι,  των δικαιωμάτων  του  πάλαι ποτέ χωρεπισκόπου,  διότι « χωρεπίσκοποι εισίν, οι σήμερον έν τισι κώμαις και χώραις Πρωτοπαπάδες λεγόμενοι »  ( Σχόλια Αριστηνού στον 13ο Καν. Αγκύρας ).

 

Πρόκειται λοιπόν για μια εισέτι φαλκίδευση ενός Κανονικού δικαιώματος του έγγαμου κοσμικού Τιμίου Πρεσβυτερίου, το οποίον γίνεται βορά των ασύδοτων δραπετών εκ των Μονών τους Ιερομοναχών, που εισέβαλλαν με βουλιμία στο κόσμο και τον έχουν κατακτήσει, συσσωρεύοντας συγχρόνως σοβαρά προβλήματα στην Εκκλησία του Χριστού, και μέγα σκανδαλισμό στον πιστό λαό του Θεού, και θα συσσωρεύουν, δυστυχώς, ακόμη περισσότερα, αν δεν τηρηθούν οι αυστηρές εκείνες διατάξεις των Θείων και Ιερών Κανόνων, και δεν εφαρμοστούν τα Κανονικά εκείνα μέτρα, ώστε να επιστρέψουν οι Ιερομάναχοι στους τόπους της Μετανοίας τους, στις Μονές τους.

 

8.-) Περιμένουμε, και το οφείλει τούτο το σώμα των Επισκόπων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, με Ορθόδοξη Θεολογική σοβαρότητα και Εκκλησιολογική περίσκεψη, να προσεγγίσει σωστά το θέμα των Ιερομονάχων στον κόσμο, και το όλον θέμα του ανύπαρκτου Κανονικά τύπου του βοηθού επισκόπου σε σύγκριση πάντα με τον θεσμό του Κανονικού Θεσμού του Χωρεπισκόπου. Και έτσι κάθε φορά που θα παρίσταται εκκλησιαστική ανάγκη διοικητικής διάρθρωσης, να ακολουθείται πιστά ο σήμερον ήδη εφαρμοζόμενος Κανονικός θεσμός του « ΧΩΡΕΠΙΣΚΟΠΟΥ » ήτοι, των Αρχιερατικών Επιτρόπων, του Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου, και των Περιοδευτών χαρισματούχων Πρεσβυτέρων , πράξη που εκφράζει σήμερα και την επιθυμία των Οικουμενικών     αγίων   Πατέρων της Εκκλησίας μας,  « Χωρεπίσκοποι δε εισιν, οι σήμερον εν τισι κώμαις και χώραις Πρωτοπαπάδες λεγομένοι  »,  (ένθ’ αν.).

 

9.-) Οι ψευδοβοηθοί επίσκοποι δεν έχουν ποσώς Κανονική στήριξη και συνεπώς είναι εντελώς ανύπαρκτοι από έποψη Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Τα αξιώματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι τρία ( 3 ) και όχι τέσσερα ( 4 ), όπως τούτο συμβαίνει στην παναίρεση του Ρωμαιο/Καθολικισμού,  του Πάπα.

 

Επομένως , οι εκλεγόμενοι και, ως μη όφειλε, λαμπρώς χειροτονούμενοι ως βοηθοί επίσκοποι έχουν « απολελυμένη χειροτονία  (= χωρίς ποίμνιο), και ως εκ τούτου δεν έχουν ενεργό Ιερωσύνη. Ευρίσκονται σε εφ’ όρους ζωής ΑΡΓΙΑ, μη δυνάμενοι να τελέσουν τα μυστήρια της Εκκλησίας, και οποιαδήποτε άλλη Ιερατική πράξη, και ό,τιδήποτε θα αποτολμήσουν να πράξουν, είναι ΑΚΥΡΟ, κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, γιατί τα τρία αυτά αξιώματα της Εκκλησίας εκλέγονται και χειροτονούνται ΩΡΙΣΜΕΝΟΣ – ΕΙΔΙΚΩΣ:  « Μηδένα απολελυμένως χειροτονήσθαι, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον, μήτε όλως τινά των εν τω εκκλησιαστικώ τάγματι, ει μη ειδικώς εν εκκλησία πόλεως, ή κώμης, ή μαρτυρίω, ή μοναστηρίω, ο χειροτονούμενος επικηρύττοιτο. Τους δε απολύτως χειροτονουμένους, ώρισεν η αγία σύνοδος, άκυρον έχειν την τοιαύτην χειροθεσίαν, και μηδαμού δύνασθαι ενεργείν, εφ’ ύβρει του χειροτονήσαντος  » ( Καν. 6ος Δ’ Οικ. Συν. ).

 

Επί των όσων, ακροθιγώς πως, αναφέρθηκαν, « τις αγορεύειν βούλεται;  ». Η στήλη της Εφημερίδος είναι στην διάθεσή τους. Οψόμεθα …

 

 

Πρεσβύτερος ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ
Ορθόδοξος Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013




ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ


Μετά την απόφαση για επιστροφή αρχίζει η πορεία της μετανοίας: «Με τα έργα πρέπει να δείξουμε την θέληση» μας για μετάνοια. Στην πορεία αυτή θα συναντήσουμε πολλούς πειρασμούς και εμπόδια, και για να την βαδίσουμε με επιτυχία χρειαζόμαστε έμπειρο οδηγό. Τέτοιος είναι ο ιερός Χρυσόστομος, ο οποίος λέγει: «Είναι πολλοί και ποικίλοι οι δρόμοι της μετανοίας, και όλοι οδηγούν στον ουρανό»(ι. Χρυσ.).
α. Ό πρώτος δρόμος μετανοίας είναι ή αυτοκαταδίκη και η ομολογία των αμαρτιών. Η πράξη αυτή συνιστά την ουσία του μυστηρίου της ιεράς Εξομολογήσεως και είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την συγχώρηση των αμαρτιών μας. Καταδικάζεις τον εαυτό σου, ομολογείς την ευθύνη σου για την πράξη της αμαρτίας, και ο Θεός σε απαλλάσσει από την αμαρτία. «Εξομολογήθηκες με ειλικρίνεια την αμαρτία, εξάλειψες την αμαρτία» (ι. Χρυσ.).
β. Δεύτερος δρόμος μετανοίας ισάξιος του πρώτου είναι η συγχωρητικότητα και η αγάπη προς τους αδελφούς μας. Συγχωρούμε τους αδελφούς και "συνδούλους" μας για τα μικρά που μας έφταιξαν, για να συγχωρεθούν τα μεγάλα που φταίξαμε στον Κύριο μας. Έτσι μας βεβαιώνει ο Χριστός: Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος(Ματθ.6,14).
γ. Το πένθος και τα δάκρυα για τις αμαρτίες μας είναι τρίτος δρόμος: «Αμάρτησες; Πένθησε και εξαλείφεις την αμαρτία... Μικρό κόπο θέλει από σένα, κι Εκείνος σου δίνει τα μεγάλα. Αφορμή ζήτα από σένα για να σου δώσει θησαυρό σωτηρίας. Πρόσφερε δάκρυα και ο Χριστός σου δίδει την συγχώρηση» (ι. Χρυσ.).
δ. Η ταπεινοφροσύνη είναι τέταρτος δρόμος μετανοίας. Ο άγιος Ιωάννης αναφερόμενος στην παραβολή του Τελώνου γράφει: «Με την ταπεινοφροσύνη που έδειξε ο Τελώνης δικαιώθηκε, ενώ ο Φαρισαίος κατέβηκε από τον ναό στερημένος την δικαίωση... Τα λόγια του Τελώνου νίκησαν τα έργα του Φαρισαίου... Ώστε, εάν ομολογήσεις τις αμαρτίες σου στον Θεό και ταπεινοφρονήσεις, γίνεσαι δίκαιος». «Ταπεινώσου και έλυσες τα δεσμά των αμαρτιών».
ε. Πέμπτος δρόμος είναι η ελεημοσύνη, «η βασίλισσα των αρετών, η οποία ανεβάζει αμέσως τους ανθρώπους στις αψίδες των ουρανών... Η ελεημοσύνη είναι λύτρον της ψυχής» (ι. Χρυσ.). Είναι γνωστές πολλές περιπτώσεις αμαρτωλών που εξιλεώθηκαν με την ελεημοσύνη.
στ. Πέμπτος δρόμος είναι η θερμή προσευχή που πηγάζει από το βάθος της καρδιάς: «Να προσεύχεσαι κάθε ώρα χωρίς να αποκάμνεις προσευχόμενος,... και ο Θεός δεν θα αποστραφεί την επιμονή σου, αλλά θα σου συγχώρηση τις αμαρτίες».
Ο Θεός «μας έδωσε πολλούς δρόμους μετανοίας, για να διευκολύνει την ανάβαση μας στον ουρανό» (ι. Χρυσ.). Ο καθένας μας επομένως, μπορεί να διάλεξη τον δρόμο πού του ταιριάζει καλύτερα για να αρχίσει την επιστροφή στον πατρικό Οίκο. Στην πορεία θα διαπίστωση ότι οι δρόμοι αυτοί συχνά διασταυρώνονται μεταξύ τους, διότι όλες οι αρετές είναι αλληλένδετες. Καλλιεργώντας λοιπόν την αρετή που διάλεξε ως δρόμο ζωής, μετέχει και σε όλες τις άλλες.
Ο τρόπος με τον οποίο ενεργεί η αγάπη του Θεού, για να επαναφέρει κοντά Του κάθε αμαρτωλό, περιγράφεται στην παραβολή του ασώτου.
Ο άσωτος απομακρύνθηκε από τον φιλότεκνο Πατέρα και πορεύθηκε εις χώραν μακράν. Η πατρική αγάπη όμως απλώνεται τόσο μακράν όσο είχε φθάσει το αγαπημένο Του παιδί. Και όταν είδε την απόφαση για επιστροφή, συνήργησε ο ίδιος για να την πραγματοποίηση: «Έτι αυτόν μακράν απέχοντος, είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού και έσπλαγχνίσθη, και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν». Ο λόγος ετι μακράν αυτού απέχοντος, αποκαλύπτει «την απερίγραπτη φιλοστοργία του ουράνιου Πατέρα και πόση και τι λογής συμπάθεια επιδεικνύει σ’ εκείνους που επιστρέφουν κοντά Του». Ο στοργικός Πατέρας δεν περιμένει να φθάσει το παιδί Του. Τρέχει πρώτος να το υποδεχθεί.
Ο φιλόστοργος Πατέρας δέχθηκε τον άσωτο «με ανοιχτή αγκαλιά επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν εύθυμο και χαρούμενο... Ο μεγαλύτερος αδελφός αγανάκτησε με αυτά, άλλα ό Πατέρας τον έπεισε λέγοντας του με πραότητα: Όταν χρειάζεται να σώσεις τον χαμένο, δεν είναι καιρός δικαστηρίων, άλλα φιλανθρωπίας και συγγνώμης μόνον... Και αν χρειαζόταν να τιμωρηθεί, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα... Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε που δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτε από τα περασμένα. Ή καλύτερα, θυμάται εκείνα μόνο που μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος και στοργή και ευσπλαχνία πατρική. Γι’ αυτό ο Πατέρας δεν είπε εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν θυμήθηκε το ότι κατέφαγε την περιουσία Του, αλλά ότι περιέπεσε σε αμέτρητες συμφορές» (ι. Χρυσ.). Ο μεγαλύτερος αδελφός της παραβολής σκεπτόταν σύμφωνα με την ανθρώπινη δικαιοσύνη, αλλά ο Πατέρας ενεργούσε σύμφωνα μέ την πατρική Του καρδιά.
Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν ότι και η δική μας θέση απέναντι στον Θεό είναι παρόμοια με του ασώτου, «και με τέτοιο τρόπο ο φιλάγαθος Θεός δέχεται και αγαπά εκείνους που μετανοούν. Ο Πατέρας περιμένει την επάνοδο σου από την πλάνη. Μόνον επίστρεψε και ενώ θα είσαι ακόμη μακριά, θα τρέξει και θα πέσει στον τράχηλο σου και θα αγκαλιάσει με φιλικούς ασπασμούς την καθαρισμένη ήδη από την μετάνοια ψυχή σου. Θα ενδύσει με την πρώτη στολή την ψυχή που εξεδύθη τον παλαιό άνθρωπο,... θα τοποθέτηση δαχτυλίδι στα χέρια... και θα βάλει υποδήματα στα πόδια πού επέστρεψαν από την κακή οδό στον δρόμο του Ευαγγελίου της ειρήνης. Θα αναγγείλει ήμερα ευφροσύνης και χαράς στους δικούς Του, αγγέλους και ανθρώπους, και σα εορτάσει με κασέ τρόπο την σωτήρια σου» (ο. Συμεών Θεολ.).
Αυτή η χαρά του ουρανού για την επιστροφή του μετανοούντος είναι το κυρίαρχο στοιχείο στις παραβολές του χαμένου προβάτου, της χαμένης δραχμής και του ασώτου. Ο καλός Ποιμένας χαίρων επιτίθησιν επί τους ώμους αυτόν το χαμένο πρόβατο και ελθών εις τον οίκον συγκαλεί τους φίλους και τους γείτονας λέγων αυτοίς• συγχάρητέ μοι ότι εύρον το πρόβατον μου το απολωλός. Και στις τρεις παραβολές ο Κύριος μας βεβαιώνει ότι χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι .
Η αγάπη Του μας συγκαλεί όλους στο πανηγύρι της χαράς του ουρανού και μας κάμνει κοινωνούς της θείας ευφροσύνης. Ο Θεός Πατέρας θέλει να επιστρέψουμε αγαπητικά προς Αυτόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας μας, ώστε ολόκληρους να μάς αγκαλιάσει με την πατρική Του αγάπη.



 
Ιερομ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013





Γέροντος Πορφυρίου


Η αγάπη προς τον αδελφό καλλιεργεί την αγάπη προς τον Θεό
Ένα είναι το ζητούμενο στη ζωή μας, η αγάπη, η λατρεία στον Χριστό και η αγάπη στους συνανθρώπους μας. Να είμαστε όλοι ένα με κεφαλή τον Χριστό. Έτσι μόνο θ’ αποκτήσομε την χάρι, τον ουρανό, την αιώνια ζωή.
Η αγάπη προς τον αδελφό καλλιεργεί την αγάπη προς τον Θεό. Είμαστε ευτυχισμένοι, όταν αγαπήσομε όλους τους ανθρώπους μυστικά. Θα νιώθομε τότε όλοι μας αγαπούν. Κανείς δεν μπορεί να φθάσει στον Θεό, αν δεν περάσει απ’ τους ανθρώπους. Γιατί, «ο μη αγαπών τον αδελφόν αυτού, ον εώρακε, τον Θεόν, ον ουχ εώρακε, πως δύναται αγαπάν;». Ν’ αγαπάμε, να θυσιαζόμαστε για όλους ανιδιοτελώς, χωρίς να ζητάμε ανταπόδοση. Τότε ισορροπεί ο άνθρωπος. Μια αγάπη που ζητάει ανταπόδοση είναι ιδιοτελής. Δεν είναι γνήσια, καθαρή, ακραιφνής.
Να τους αγαπάτε και να τους συμπονάτε όλους. «Και είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη· υμείς δε εστε μέλη Χριστού και μέλη εκ μέρους». Αυτό είναι Εκκλησία· εγώ, εσύ, αυτός, ο άλλος να αισθανόμαστε ότι είμαστε μέλη Χριστού, ότι είμαστε ένα. Η φιλαυτία είναι εγωισμός. Να μη ζητάμε, «εγώ να σταθώ, εγώ να πάω στον Παράδεισο», αλλά νιώθομε για όλους αυτή την αγάπη. Καταλάβατε; Αυτό είναι ταπείνωση.
Έτσι, αν ζούμε ενωμένοι, θα είμαστε μακάριοι, θα ζούμε στον Παράδεισο. Ο κάθε διπλανός μας, ο κάθε πλησίον μας είναι «σαρξ εκ της σαρκός μας». Μπορώ ν’ αδιαφορήσω γι’ αυτόν, μπορώ να τον πικράνω, μπορώ να τον μισήσω; Αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστήριο της Εκκλησίας μας. Να γίνομε όλοι ένα εν Θεώ. Αν αυτό κάνομε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτα καλύτερο δεν υπάρχει απ’ αυτή την ενότητα. Αυτό είναι η Εκκλησία. Αυτό είναι η Ορθοδοξία. Αυτό είναι ο Παράδεισος. Ας διαβάσομε απ’ τον Ευαγγελιστή Ιωάννη την Αρχιερατική Προσευχή. Προσέξτε τους στίχους: «ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς.... ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι... ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς εν εσμέν... ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν... ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού».
Βλέπετε; Το λέει και το ξαναλέει. Τονίζει την ενότητα. Να είμαστε όλοι ένα, ένα με κεφαλή τον Χριστό! Όπως ένας είναι ο Χριστός με τον Πατέρα και τον Υιό. Εδώ κρύβεται το μεγαλύτερο βάθος τους μυστηρίου της Εκκλησίας μας. Καμία θρησκεία δεν λέγει κάτι τέτοιο. Κανείς δεν ζητάει αυτή τη λεπτότητα που ζητάει ο Χριστός, να γίνομε όλοι ένα συν Χριστώ. Εκεί βρίσκεται το πλήρωμα. Σ’ αυτή την ενότητα, σ’ αυτή την αγάπη, την εν Χριστώ. Καμία διάσπαση εκεί δεν χωράει, κανείς φόβος. Ούτε θάνατος, ούτε διάβολος, ούτε κόλαση. Μόνο αγάπη, χαρά, ειρήνη, λατρεία Θεού. Μπορείς να φθάσεις να λες τότε με τον Απόστολο Παύλο: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».
Μπορούμε πολύ εύκολα να φθάσομε σ’ αυτό το σημείο. Αγαθή προαίρεση χρειάζεται κι ο Θεός είναι έτοιμος να έλθει μέσα μας. «Κρούει την θύραν» και «καινά ποιεί πάντα», όπως λέγει στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Μεταβάλλεται η σκέψη μας, απαλλάσσεται από την κακία, γίνεται πιο καλή, πιο αγία, πιο εύστροφος. Αν, όμως, δεν ανοίξομε του κρούοντος την θύραν, αν δεν έχομε εκείνα που θέλει Αυτός, αν δεν είμαστε άξιοί Του, τότε δεν μπαίνει στην καρδιά μας. Για να γίνομε όμως άξιοί Του, πρέπει ν’ αποθάνομε κατά τον παλαιό άνθρωπο, για να μην αποθάνομε ποτέ πλέον. Τότε θα ζούμε εν Χριστώ ενσωματωμένοι με όλο το σώμα της Εκκλησίας. Έτσι θα έλθει η θεία χάρις. Και άμα θα έλθει η χάρις, θα μας τα δώσει όλα.
Στο Άγιον Όρος είδα κάποτε κάτι που μου άρεσε πολύ. Μέσα σε μία βάρκα στη θάλασσα μοναχοί κρατούσαν διάφορα ιερά αντικείμενα. Καταγόταν ο καθένας από διαφορετικό τόπο, εν τούτοις έλεγαν, «αυτό είναι δικό μας» και όχι «δικό μου».
Ας σκορπίζομε σε όλους την αγάπη μας ανιδιοτελώς
Υπεράνω όλων η αγάπη. Εκείνο που πρέπει να μας απασχολεί, παιδιά μου, είναι η αγάπη για τον άλλο, η ψυχή του. Ό,τι κάνομε, προσευχή, συμβουλή, υπόδειξη, να το κάνομε με αγάπη. Χωρίς την αγάπη η προσευχή δεν ωφελεί, η συμβουλή πληγώνει, η υπόδειξη βλάπτει και καταστρέφει τον άλλον, που αισθάνεται αν το αγαπάμε ή δεν τον αγαπάμε και αντιδρά αναλόγως. Αγάπη, αγάπη, αγάπη! Η αγάπη στον αδελφό μας προετοιμάζει ν’ αγαπήσομε περισσότερο τον Χριστό. Ωραίο δεν είναι;
Ας σκορπίζομε σε όλους την αγάπη μας ανιδιοτελώς, αδιαφορώντας για τη στάση τους. Όταν έλθει μέσα μας η χάρις του Θεού, δεν θα ενδιαφερόμαστε αν μας αγαπάνε ή όχι, αν μας μιλάνε με καλοσύνη. Θα νιώθομε την ανάγκη εμείς να τους αγαπάμε όλους. Είναι εγωισμός να θέλομε οι άλλοι να μας μιλάνε με καλοσύνη. Ας μη μας στενοχωρεί το αντίθετο. Ας αφήσομε τους άλλους να μας μιλάνε όπως αισθάνονται. Ας μη ζητιανεύομε την αγάπη. Επιδίωξή μας να είναι ν’ αγαπάμε και να προσευχόμαστε με όλη μας την ψυχή για κείνους. Τότε θα προσέξομε ότι όλοι θα μας αγαπάνε χωρίς να το επιδιώκομε, χωρίς καθόλου να ζητιανεύομε την αγάπη τους. Θα μας αγαπάνε ελεύθερα και ειλικρινά από τα βάθη της καρδιάς τους χωρίς να τους εκβιάζομε. Όταν αγαπάμε χωρίς να επιδιώκομε να μας αγαπάνε, θα μαζεύονται όλοι κοντά μας σαν τις μέλισσες. Αυτό ισχύει για όλους μας.
Αν ο αδελφός σου σ’ ενοχλεί, σε κουράζει, να σκέπτεσαι: «Τώρα με πονάει το μάτι μου, το χέρι μου, το πόδι μου· πρέπει να το περιθάλψω μ’ όλη μου την αγάπη». Να μη σκεπτόμαστε, όμως, ούτε ότι θα αμειφθούμε για τα δήθεν καλά, ούτε ότι θα τιμωρηθούμε για τα κακά που διαπράξαμε. Έρχεσαι εις επίγνωσιν αληθείας, όταν αγαπάεις με την αγάπη του Χριστού. Τότε δεν ζητάεις να σ’ αγαπάνε· αυτό είναι το σωστό. Από μας εξαρτάται να σωθούμε. Ο Θεός το θέλει. Όπως λέει η Αγία Γραφή: «... πάντας θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».
Ας σκορπίζομε σε όλους την αγάπη μας ανιδιοτελώς
Όταν κάποιος μας αδικήσει μ’ οποιονδήποτε τρόπο, με συκοφαντίες, με προσβολές, να σκεπτόμαστε ότι είναι αδελφός μας που τον κατέλαβε ο αντίθετος. Έπεσε θύμα του αντιθέτου. Γι’ αυτό πρέπει να τον συμπονέσομε και να παρακαλέσουμε τον Θεό να ελεήσει κι εμάς κι αυτόν· κι ο Θεός θα βοηθήσει και τους δύο. Αν, όμως, οργισθούμε εναντίον του, τότε ο αντίθετος από κείνον θα πηδήσει σ’ εμάς και θα μας παίζει και τους δύο. Όποιος κατακρίνει τους άλλους, δεν αγαπάει τον Χριστό. Ο εγωισμός φταίει. Από κει ξεκινάει η κατάκριση. Θα σας πω ένα μικρό παράδειγμα.
Ας υποθέσουμε ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται μόνος του στην έρημο. Δεν υπάρχει κανείς. Ξαφνικά ακούει κάποιον από μακριά να κλαίει και να φωνάζει. Πλησιάζει κι αντικρίζει ένα φοβερό θέαμα: μία τίγρις έχει αρπάξει έναν άνθρωπο και τον καταξεσχίζει με μανία. Εκείνος απελπισμένος ζητάει βοήθεια. Σε λίγα λεπτά θα τον κατασπαράξει. Τι να κάνει, για να τον βοηθήσει; Να τρέξει κοντά του; Πως; Αυτό είναι αδύνατον. Να φωνάξει; Ποιον; Κανείς άλλος δεν υπάρχει. Μήπως θα πάρει καμιά πέτρα να τήνε ρίξει στον άνθρωπο και να τον αποτελειώσει; «Όχι, βέβαια!», θα πούμε. Κι όμως αυτό είναι δυνατόν να γίνει, όταν δεν καταλαβαίνομε ότι ο άλλος που μας φέρεται άσχημα κατέχεται από τον διάβολο, την τίγρη. Μας διαφεύγει ότι, όταν κι εμείς τον αντιμετωπίζομε χωρίς αγάπη, είναι σαν να του ρίχνομε πέτρες πάνω στις πληγές του, οπότε του κάνομε πολύ κακό και η «τίγρις» μεταπηδάει σ’ εμάς και κάνομε κι εμείς ό,τι εκείνος και χειρότερα. Τότε, λοιπόν, ποια είναι η αγάπη που έχομε για τον πλησίον μας και, πολύ περισσότερο, για τον Θεό;
Να αισθανόμαστε την κακία του άλλου σαν αρρώστια που τον βασανίζει και υποφέρει και δεν μπορεί να απαλλαγεί. Γι’ αυτό να βλέπομε τους αδελφούς μας με συμπάθεια και να τους φερόμαστε με ευγένεια λέγοντας μέσα μας με απλότητα το «Κύριε Ιησού Χριστέ», για να δυναμώσει με τη θεία χάρι η ψυχή μας και να μην κατακρίνομε κανένα. Όλους τους αγίους να τους βλέπομε. Όλοι μας μέσα φέρομε τον ίδιο παλαιό άνθρωπο. Ο πλησίον, όποιος κι αν είναι, είναι «σαρξ εκ της σαρκός μας», είναι αδελφός μας και «μηδενί μηδέν οφείλομεν, ει μη το αγαπάν αλλήλους», σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο. Δεν μπορούμε ποτέ να κατηγορήσομε τους άλλους, γιατί «ουδείς την εαυτού σάρκα εμίσησεν».
Όταν κάποιος έχει ένα πάθος, να προσπαθούμε να του ρίχνομε ακτίνες αγάπης και ευσπλαγχνίας, για να θεραπεύεται και να ελευθερώνεται. Μόνο με την χάρι του Θεού γίνονται αυτά. Να σκέπτεσθε ότι αυτός υποφέρει περισσότερο από εσάς. Στο κοινόβιο, όταν κάποιος φταίει, να μην του πούμε ότι φταίει. Να στεκόμαστε με προσοχή, σεβασμό και προσευχή. Εμείς να προσπαθούμε να μην το κάνομε το κακό. Όταν υπομένομε την αντιλογία του αδελφού, λογίζεται μαρτύριο. Να το κάνομε με χαρά.
Ο χριστιανός είναι ευγενής. Να προτιμάμε ν’ αδικούμαστε. Άμα έλθει μέσα μας το καλό, η αγάπη, ξεχνάμε το κακό που μας κάνανε. Εδώ κρύβεται το μυστικό. Όταν το κακό έρχεται από μακριά, δεν μπορείτε να το αποφύγετε. Η μεγάλη τέχνη είναι, όμως, να το περιφρονήσετε. Με την χάρι του Θεού, ενώ θα το βλέπετε, δεν θα σας επηρεάζει, διότι θα είστε πλήρεις χάριτος.
Στο Πνεύμα του Θεού όλα είναι αλλιώτικα. Εκεί κανείς τα δικαιολογεί στους άλλους όλα. Όλα! Τι είπαμε; «Ο Χριστός βρέχει επί δικαίους και αδίκους». Εγώ εσένα βγάζω φταίχτη, έστω κι αν μου λες ότι φταίει ο τάδε ή η τάδε. Τελικά σε κάτι φταίεις και το βρίσκεις, όταν σου το πω. Αυτή τη διάκριση ν’ αποκτήσετε στη ζωή σας. Να εμβαθύνετε στο καθετί και να μην τα βλέπετε επιφανειακά. Αν δεν πάμε στον Χριστό, αν δεν υπομένομε, όταν πάσχομε αδίκως, θα βασανιζόμαστε συνέχεια. Το μυστικό είναι ν’ αντιμετωπίζει κανείς τις καταστάσεις με πνευματικό τρόπο. Κάτι παρόμοιο γράφει ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος:
«’’Όλους τους πιστούς οφείλομε να τους βλέπομε σαν ένα και να σκεπτόμαστε ότι στον καθένα από αυτούς είναι ο Χριστός. Και να έχομε για τον καθένα τέτοια αγάπη, ώστε να είμαστε έτοιμοι να θυσιάσομε για χάρη του και τη ζωή μας. Γιατί οφείλομε να μη λέμε, ούτε να θεωρούμε κανένα άνθρωπο κακό, αλλά όλους να τους βλέπομε ως καλούς. Κι αν δεις έναν αδελφό να ενοχλείται από πάθη, να μην τον μισήσεις αυτόν· μίσησε τα πάθη που τον πολεμούν. Κι αν τον δεις να τυραννείται από επιθυμίες και συνήθειες προηγουμένων αμαρτιών, περισσότερο σπλαγχνίσου τον, μην τυχόν δοκιμάσεις και συ πειρασμό, αφού είσαι από υλικό που εύκολα γυρίζει από το καλό στο κακό’’. Η αγάπη προς τον αδελφό σε προετοιμάζει ν’ αγαπήσεις περισσότερο τον Θεό. Το μυστικό, λοιπόν, της αγάπης προς τον Θεό είναι η αγάπη προς τον αδελφό. Γιατί, αν δεν αγαπάεις τον αδελφό σου που τον βλέπεις, πως είναι δυνατόν ν’ αγαπάεις τον Θεό που δεν Τον βλέπεις; ‘’Ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν αυτού, ον εώρακε, τον Θεόν, ον ουχ εώρακε, πως δύναται αγαπάν;’’».