Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 27  Ιανουαρίου 2013 κείμενο-ερμηνεία-σχόλια.

Ευαγγελιστής Λουκάς κεφάλαιο Θ στίχοι: 1-10.
Κείμενο:
Τω καιρώ εκείνω, διήρχετο ο Ιησούς την Ιεριχώ. Και ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και αυτός ην αρχιτελώνης και ούτος ην πλούσιος, και εζήτει ιδείν τον Ιησούν τις έστι, και ουκ ηδύνατο από του όχλου, ότι τη ηλικία μικρός ην. Και προδραμών έμπροσθεν ανέβη επί συκομορέαν, ίνα ίδη αυτόν, ότι εκείνης ήμελλε διέρχεσθαι. Και ως ήλθεν επί τον τόπον, αναβλέψας ο Ιησούς είδεν αυτόν και είπε πρός αυτόν· Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δει με μείναι. Και σπεύσας κατέβη, και υπεδέξατο αυτόν χαίρων. Και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι. Σταθείς δε Ζακχαίος είπε πρός τον Κύριον· ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς, και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν. Είπε δε πρός αυτόν ο Ιησούς ότι σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτο εγένετο, καθότι και αυτός υιός Αβραάμ έστιν. Ήλθεν γαρ ο υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός.



Μετάφραση:
Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς μπήκε στην Ιεριχώ και περνούσε μέσα από την πόλη. Εκεί υπήρχε κάποιος, που το όνομά του ήταν Ζακχαίος. Ήταν αρχιτελώνης και πλούσιος. Αυτός προσπαθούσε να δει ποιος είναι ο Ιησούς· δεν μπορούσε όμως εξαιτίας του πλήθους και γιατί ήταν μικρόσωμος. Έτρεξε λοιπόν μπροστά πριν από το πλήθος κι ανέβηκε σε μια συκομουριά για να τον δει, γιατί θα περνούσε από΄ κει. Όταν έφτασε ο Ιησούς στο σημείο εκείνο, κοίταξε προς τα πάνω, τον είδε και είπε: «Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου». Εκείνος κατέβηκε γρήγορα και τον υποδέχτηκε με χαρά. Όλοι όσοι τα είδαν αυτά διαμαρτύρονταν κι έλεγαν ότι πήγε να μείνει στο σπίτι ενός αμαρτωλού. Τότε σηκώθηκε ο Ζακχαίος και είπε στον Κύριο: «Κύριε, υπόσχομαι να δώσω τα μισά από τα υπάρχοντα μου στους φτωχούς και ν΄ ανταποδώσω στο τετραπλάσιο όσα έχω πάρει με απάτη». Ο Ιησούς, απευθυνόμενος σ΄ αυτόν, είπε: «Σήμερα αυτή η οικογένεια σώθηκε· γιατί κι αυτός ο τελώνης είναι απόγονος του Αβραάμ. Ο Υιός του Ανθρώπου ήλθε για ν΄ αναζητήσει και να σώσει αυτούς που έχουν χάσει το δρόμο τους».

Σχόλια:
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ

«Και εζήτει ιδείν τον Ιησούν...»

Ο ΔΡΟΜΟΣ της σωτηρίας, η πορεία που οδηγεί κοντά στον ζώντα και αληθινό Θεό είναι ένα κορυφαίο και ταυτόχρονα πολύ προσωπικό γεγονός. Λέγοντας προσωπικό, εννοούμε μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός. Κάτι που αναφέρεται σ’ εμάς προσωπικά και σε κανέναν άλλον. Που εκφράζει τον ξεχωριστό και γι’ αυτό προσωπικό χαρακτήρα της πορείας που ακολουθήσαμε για να γνωρίσουμε ενσυνείδητα τον Ιησού Χριστό και να ενταχθούμε οργανικά και υπεύθυνα στην κοινωνία της Εκκλησίας, που είναι το σώμα Του και η οικογένεια των παιδιών του Θεού.
Το γεγονός αυτό της γνωριμίας με τον Σωτήρα Κύριο δεν έχει μόνο προσωπικό χαρακτήρα. Αποτελεί, θα λέγαμε, ένα θαυμαστό γεγονός. Είναι ένα μυστήριο, το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρωπίνου προσώπου. Όλοι μας ανατρέχοντας στη προσωπική μας ζωή, μπορούμε εύκολα να επισημάνουμε τα θαυμαστά εκείνα περιστατικά – σημεία της θείας Παρουσίας, τα οποία μας προετοίμασαν και τελικά μας οδήγησαν κοντά στο Χριστό.
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας ιστορεί την πνευματική πορεία που ακολούθησε ο αρχιτελώνης Ζακχαίος για να γνωρίσει το Χριστό. Η πορεία αυτή του Ζακχαίου, όπως μας την περιέγραψε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, μας επιτρέπει να επισημάνουμε μερικά βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία διακρίνουν μια πραγματικά γνήσια πορεία που οδηγεί κοντά στον Ιησού.

Η αναζήτηση του Χριστού

ΤΟ ΠΡΩΤΟ είναι η αναζήτηση. Ο Ζακχαίος «εζήτει ιδείν τον Ιησούν». Ήθελε να δει τον Ιησού. Να τον γνωρίσει. Ο Ζακχαίος ήταν αρχιτελώνης, θέση που του παρείχε κοινωνική επιφάνεια. Ήταν ακόμη, καθώς σημειώνει ο Ευαγγελιστής, και πλούσιος, που σημαίνει άφθονα υλικά μέσα και μια άνετη και τρυφηλή ζωή. Ωστόσο, ανικανοποίητος απ’ όλα αυτά, αναζητά να δει το πρόσωπο του Μεσσία. Να τον ακούσει. Να τον συναντήσει. Και αυτή ακριβώς η πνευματική δίψα θα τον κάνει να σκαρφαλώσει «επί συκομορέαν». Και το κάνει «ίνα ίδη αυτό, ότι εκείνης ήμελλε διέρχεσθαι».
Για να γνωρίσουμε οι άνθρωποι τον Χριστό οφείλουμε να τον αναζητήσουμε. Και αναζήτηση σημαίνει πόθος ψυχής, μεταφυσική δίψα, προσπάθεια για να ανακαλύψουμε το νόημα της υπάρξεως μας.
Τίποτε δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτή τη δίψα της θείας Παρουσίας. Τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη θέση του Θεού στην καρδιά και στη ζωή του ανθρώπου. Αυτό ακριβώς μας επισημαίνει και ο άγιος Αυγουστίνος, όταν λέει: «Ω Κύριε, είναι ανήσυχη η ψυχή μας, έως ότου εύρει ανάπαυση κοντά Σου».

Η συνάντηση μαζί Του

ΟΠΟΙΟΣ ΑΝΑΖΗΤΑ, όποιος ποθεί να γνωρίσει κάποιον, ψάχνει να τον ανακαλύψει. Σπεύδει να τον συναντήσει. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του Ζακχαίου. Και την αναζήτηση ακολούθησε η συνάντηση με τον Ιησού Χριστό.
Η συνάντηση του Ζακχαίου με τον Κύριο δεν είναι κάτι τυχαίο και συμβατικό. Είναι μια ενσυνείδητη προσέγγιση. Μια προσωπική γνωριμία και σχέση που συνάπτεται, και η οποία γεμίζει τον Ζακχαίο με χαρά και αγαλλίαση. Αυτά όλα εκφράζει η είσοδος και η φιλοξενία του Ιησού στο σπίτι του Ζακχαίου.
Κάθε συνάντηση προϋποθέτει μιαν αμοιβαία κίνηση των προσώπων που πρόκειται να συναντηθούν. Αυτό γίνεται και στη συνάντηση μας με το Θεό.
Για να συναντήσουμε το Θεό πρέπει να το θελήσουμε και να το επιδιώξουμε. Ν’ αφήσουμε ν’ ακουστεί βαθιά μέσα μας η φωνή της συνειδήσεως που προτρέπει «δεύρο προς Πατέρα». Όπως ο Ζακχαίος άφησε το τελώνιο του, βγήκε στους δρόμους, ανέβηκε στη μουριά, έτσι κι εμείς οφείλουμε να απαγκιστρωθούμε από τα γρανάζια της καθημερινότητας. Να βγούμε από τον εγωκεντρισμό μας. Να αποβάλουμε την αυτάρκεια μας. Να υπερνικήσουμε τη γνώμη, τα σχόλια, τη στάση του κοινωνικού μας περιγύρου, ο οποίος συχνά και για πολλούς γίνεται αξεπέραστος φραγμός που τους εμποδίζει να πλησιάσουν τον Χριστό και να ακολουθήσουν το Ευαγγέλιο Του.
Και αυτό για να γίνει χρειάζεται τόλμη και αποφασιστικότητα. Σαν εκείνη που επέδειξε ο Ζακχαίος αψηφώντας τους πάντες και τα πάντα και ανεβαίνοντας πάνω στη μουριά!
Στη θέληση μας να συναντήσουμε το Θεό είναι βέβαιο πως κι Εκείνος θα ανταποκριθεί. Θα σπεύσει να μας συναντήσει. Όταν εμείς κάνουμε ένα βήμα, ο Θεός κάνει δέκα. Ο λόγος του βιβλίου της Αποκαλύψεως δεν επιτρέπει την παραμικρή αμφιβολία: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω. Εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξει την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Αποκ. 3,20).

Μετάνοια και αλλαγή,
οι θαυμαστοί καρποί της συνάντησης

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ του Ζακχαίου με τον Ιησού Χριστό είχε ένα θαυμαστό αποτέλεσμα: τη μετάνοια και τη πλήρη μεταστροφή του αρχιτελώνη. Αυτό αποδεικνύουν τα λόγια του Ζακχαίου με τα οποία δημοσίως ομολογεί τα λάθη του και εξαγγέλλει την επανόρθωση τους. Αυτό υπογραμμίζει και η διακήρυξη του Κυρίου προς τον ίδιο: «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο».
Η συνάντηση μας και η σύνδεση μας με τον Ιησού και την Εκκλησία Του – αποτέλεσμα πνευματικής δίψας και ειλικρινούς αναζητήσεως – τότε είναι γνήσια και αυθεντική στο χρόνο και στους διαφόρους πειρασμούς, όταν οσηγεί στη μετάνοια, όταν επιφέρει μέσα μας και στη συμπεριφορά μας μια πραγματική αλλαγή. Αλλαγή στις πεποιθήσεις μας. Αλλαγή στη νοοτροπία μας. Αλλαγή στις σχέσεις μας με το Θεό και τους συνανθρώπους μας. Αλλαγή σε κάθε πλευρά της ζωής μας.
Αυτό σημαίνει αναγέννηση. Ανακαίνιση του όλου ανθρώπου κάτω από την πνοή και την ενέργεια της θείας χάριτος. Και αυτή η ανακαίνιση είναι η αδιαφιλονίκητη απόδειξη ότι η γνωριμία και η σχέση μας με το Χριστό είναι ειλικρινής και γνήσια.

* * *
Αδελφοί μου,
Η συνάντηση μας και ο σύνδεσμος μας με το Θεό δεν είναι κάτι δεδομένο και αυτονόητο λόγω της χριστιανικής μας ιδιότητας. Αποτελεί το σκοπό της ζωής μας. Κάτι που για να το πραγματοποιήσουμε χρειάζεται ισόβιος αγώνας. Κάτι που, σε όποιον βαθμό και αν το επιτύχουμε, πάντοτε θα υπάρχουν περιθώρια επεκτάσεως. Είναι αυτό που οι Πατέρες μας ονόμασαν «ατέλεστον τελειότητα» και η οποία συνιστά τον θεμελιώδη σκοπό της χριστιανικής ζωής.
«Εγγίσατε», λοιπόν, «τω Θεώ και εγγιεί υμίν» (Ιακ. 4, 8). Η πνευματική πορεία που ακολούθησε ο αρχιτελώνης Ζακχαίος ας μας εμπνέει.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013





Του Πρεσβυτέρου Δημητρίου Λ. Λάμπρου, ( απόσπασμα ομιλίας περί Θανάτου που πραγματοποιήθηκε εις Νίκαια Αθηνών τον Μάρτιο του 2008 κατόπιν προσκλήσεως του Οικείου Μητροπολίτου εις Ιερό Ναό της Αττικής ).  


 
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ.

 

α. Πως εισήλθε

 

Ο θάνατος δεν είναι έργο του Θεού. Δεν τον έκαμε ο Θεός. «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν», λέγει η Γραφή (Σοφ. Σολ. 1, 13). Τον άνθρωπο, ο Θεός τον έπλασε «επ’ αφθαρσία»· δηλαδή, να μένει για πάντα άφθαρτος· και να φθάσει σε θέωση.

Όμως κάποια στιγμή, στον όμορφο κόσμο του Θεού «ετρύπωσε» ο θάνατος. Αυτό δεν έγινε με θέλημα Θεού. Τον προκάλεσε θέλημα αντίθετο στο θέλημα του Θεού: το θέλημα του Εωσφόρου· του εκπεσόντος αρχαγγέλου.

Αυτός, επεθύμησε για τον εαυτό του να γίνει ίσως με τον Θεό, ή και μεγαλύτερος από Αυτόν. Αυτή όμως η επιθυμία του, τον έκαμε και αποκόπηκε από κάθε σχέση με τον Θεό· στερήθηκε την χάρη και τον φωτισμό του Θεού· και «έπεσε»· δηλ. έχασε την δόξα, τον αγιασμό και την θεία ζωή που είχε· και ξέπεσε σε μια ψυχοπαθολογική κατάσταση φιλαυτίας και φθόνου. Σε μια νοσηρή εγωπάθεια. Κα σε μια τρομακτική κακία. Εναντίον όλων· και κυρίως εναντίον του ανθρώπου.

Από φθόνο κινούμενος ο διάβολος βάλθηκε να αποπλανήσει τον Αδάμ. Και τον αποπλάνησε. Και ο Αδάμ καταπάτησε την εντολή του Θεού. Με αποτέλεσμα ότι έτσι «έπεσε» και αυτός. Και, έστω και αν σωματικά ζούσε, κατάντησε ψυχικά νεκρός. «Φθόνω διαβόλου ο θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον» (Σοφ. Σολ. 2, 24). Γιατί ζωή είναι ο Θεός. Και όποιος φεύγει από τον Θεό, φεύγει από την ζωή· και συνεπώς πεθαίνει.

Όμως. Η αμαρτία και ο θάνατος δεν έμειναν στα στενά όρια των δυο πρώτων ενόχων. Επεκτάθηκαν. Στους αγγέλους, που ταυτίστηκαν με τον Εωσφόρο· και στους ανθρώπους, που μιμήθηκαν τον Αδάμ.

Και έτσι εξ αιτίας του ενός ανθρώπου, εμπήκε η αμαρτία σε όλο τον κόσμο. Και η αμαρτία έφερε τον θάνατο. Και ο θάνατος επέρασε σε όλους· αφού δεν έμεινε κανείς που να μην εμιμήθη, σε κάποιο βαθμό, στην αμαρτία τον Αδάμ (Ρωμ. 5, 12). Και έτσι εβασίλευσε στον κόσμο ο θάνατος (Ρωμ. 5, 14). Σε όλους. Ακόμη και σ’ εκείνους που δεν είχαν καθόλου, ή είχαν ελάχιστα, αμαρτήσει (Ρωμ. 5, 14).

 

β. Πως καταργήθηκε

 

Δεν μπορεί ποτέ η αμαρτία, να είναι πιο ισχυρή από την χάρη του Θεού.

Δεν μπορεί ποτέ έργο ανθρώπου να έχει πιο πολλή δύναμη από ό,τι έργο Θεού.

Δεν μπορεί ποτέ, η αμαρτία ενός ανθρώπου να ίσχυσε να φέρει τον θάνατο σε όλο τον κόσμο, και η χάρη και η δωρεά του Θεού, όπως την έκαμε έργο και μας την προσφέρει ο ένας θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, να μην μπορεί, πολύ περισσότερο, και να μην αρκεί και υπεραρκεί, να μας σώσει όλους από τον θάνατο και γενικά από όλα τα επακόλουθα της αμαρτίας.

Λοιπόν. Το ξαναλέω. Και το ξανατονίζω:

Αν η αμαρτία του ενός (του Αδάμ!) άρκεσε να κάμει να βασιλεύσει στον κόσμο ο θάνατος εξ αιτίας αυτού του ενός (= ενός χοϊκού ανθρώπου), πόσο πιο πολύ πρέπει να αρκεί και να υπεραρκεί ο πλούτος της χάρης που μας προσφέρει ο Ένας, ο Θεός Ιησούς Χριστός, να μας αθωώσει όλους, να μας δικαιώσει, και να μας απαλλάξει από όλα τα επακόλουθα της αμαρτίας και να κάμει, εκείνοι που την δέχονται και την παίρνουν να αποκτούν αιώνια ζωή και να βασιλεύον για πάντα χάρις στον Ιησού Χριστό;

Συμπέρασμα:

Όπως ένας έπεσε, και σε όλους επέρασε η αμαρτία και ο θάνατος, έτσι και ένας έκαμε το θέλημα του Θεού, ένας εργάσθηκε σωστά, και επέρασε σε όλον τον κόσμο το δικαίωμά του, να έχει και να διατηρεί την ζωή του.

Και ακόμη:

Όπως η παρακοή του ενός έγινε αφορμή και κατάντησαν όλοι αμαρτωλοί, κατά τον ίδιο τρόπο και η υπακοή του ενός (Ιησού Χριστού) έγινε το όπλο της δικαίωσης και της σωτηρίας όλων μας (Ρωμ. 5, 15-19).

* * *

 

Τρόπος, με τον οποίο εμείς συμμετέχομε στους καρπούς, στα ωφελήματα, που μας προσφέρει το έργο του Χριστού για μας, και εμείς το αποδεχόμαστε και το παίρνομε, είναι:

·          το βάπτισμα «εις άφεσιν αμαρτιών»·

·          η μετάνοια (=προέκταση του βαπτίσματος)·

·          η θεία κοινωνία (=εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον).

 

 

 

 

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013



Κεφάλαια περί προσευχής ( α΄-ι΄ ).



α΄. Η προσευχή λόγω της ωφέλειάς της ονομάζεται βασίλισσα και κυρία όλων των αρετών. Για καμιά αρετή δεν έχουν ειπωθεί τόσα, όσα για την προσευχή. Αυτή είναι εξύψωση του νου και της καρδιάς προς τον Θεό. Μ’ αυτήν εισέρχεται ό άνθρωπος στο χορό των Αγγέλων και γίνεται συμμέτοχος της μακαριότητας τους. Καταλάμπεται δια της σοφίας τους.



β΄. Η προσευχή είναι θυμίαμα ευπρόσδεκτο στον θεό , γέφυρα για τη διάβαση των πειρασμών, ακαταμάχητο τείχος των πιστών, ασφαλές καταφύγιο, θείο ένδυμα που περιβάλλει την ψυχή˙ μεγάλη ευπρέπεια και ομορφιά. Η προσευχή είναι αναπνοή της ψυχής, τροφή και ποτό της.



γ΄ . Η προσευχή είναι μητέρα όλων των αρετών, φύλακας της σωφροσύνης, τύπος της παρθενίας, αξιόπιστη άμυνα εναντίον όλων των πανουργιών του αρχαίου μας εχθρού, του διαβόλου.



δ΄. Μαστίγωνε τους πολεμίους με το όνομα του Χριστού, δηλαδή με την προσευχή, διότι ισχυρότερο όπλο απ’ αυτή δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε στη γη.



ε΄. Η προσευχή είναι κραταίωμα του κόσμου, εξιλέωση του Θεού για τις αμαρτίες μας , αχείμαστο και ακύμαντο λιμάνι, φωτισμός του νου, πέλεκυς της απελπισίας, αφανισμός της λύπης, γέννηση της ελπίδας, κατάπαυση του θυμού, υπερασπιστής των καταδικασμένων, σωτηρία των απολλυμένων. Αυτή και το κήτος το έκαμε σπίτι για τον Ιωνά. Τον Εζεκία από τις πύλες του θανάτου τον επανέφερε στη ζωή, την εν Βαβυλώνι φλόγα μεταποίησε σε δρόσο. Δια της προσευχής ο προφήτης Ηλίας έκλεισε τον ουρανό: «και ουκ έβρεξε επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας έξ» ( Ιακ. 5, 17 ). Όταν ακόμη και οι άγιοι Απόστολοι δεν μπορούσαν να εκδιώξουν τα ακάθαρτα πνεύματα, τότε ο Κύριος τους είπε: «τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μην εν προσευχή και νηστεία» ( Ματθ. 17, 21 ) .



στ΄. Στη ζωή του ανθρώπου δεν υπάρχει τίποτε πολυτιμότερο από την προσευχή. Αυτή και τα αδύνατα τα κάνει δυνατά, τα δύσκολα εύκολα, τα στενόχωρα αναπαυτικά. Η προσευχή είναι τόσο απαραίτητη στην ανθρώπινη ψυχή, όσο ο αέρας για την αναπνοή ή το νερό για τα φυτά. Η προσευχή είναι το φως της ψυχής.



ζ΄. Όποιος δεν προσεύχεται , εκείνος στερείται την κοινωνία με τον Θεό και μοιάζει με το ξερό και άκαρπο δένδρο, το ποίο «εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» ( Ματθ. 7, 19 ) . Όποιος δεν προσεύχεται , εκείνος δεν λαμβάνει την ευλογία του Θεού για τα έργα του, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: « Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες» ( Ψαλμ. 126, 1 ).


 
η΄. Για να περάσει κάποιος «την ημέραν πάσαν αγίαν, τελείαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον», μοναδικό μέσο είναι η ειλικρινής, θερμή προσευχή το πρωί, μόλις εγερθείς από τον ύπνο. Η προσευχή αυτή εισάγει στην καρδιά τον Χριστό συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι και με τον τρόπο αυτό δίνει τη δύναμη και την ισχύ στην ψυχή εναντίον της μανίας του κακού».



θ΄. Δυστυχία είναι για τον τυφλό να μη βλέπη το φως, αλλά πολύ μεγαλύτερη δυστυχία είναι για τον Χριστιανό να χάσει τη διάθεσή του για προσευχή, να στερήσει την ψυχή του από το θείο φως. Σε τέτοια ψυχή βασιλεύει το σκοτάδι και κατά την έξοδό της από το σώμα μερίδιό της θα είναι το αιώνιο σκότος.


 
ι΄. Κάποιοι λένε: «Αν δεν έχεις όρεξη ,τότε μην προσεύχεσαι». Αυτό είναι πονηρή , σαρκική σοφιστεία .Αν δεν σταθείς να προσευχηθείς , τότε τελείως ξεσυνηθίζεις την προσευχή. Η σάρκα αυτό ζητάει. Η Βασιλεία του θεού βιάζεται. Χωρίς να αναγκάσεις τον εαυτό σου στο αγαθό, δεν σώζεσαι.



Πηγή: Από το βιβλίο: «ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ .

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

 
Του Πρεσβυτέρου Ευαγγέλου Σκορδά τέως Λυκειάρχου.

ΕΓΓΑΜΟΙ ΚΑΙ ΑΓΑΜΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ.

Η Εκκλησία από τους αποστολικούς χρόνους τάχθηκε υπέρ της ελεύθερης εκλογής του γάμου. Οι άγαμοι Απόστολοι και οι μετέπειτα άγαμοι Κληρικοί δεν συνδέονται με το Μοναχισμό, εφόσον αυτός εμφανίσθηκε στα τέλη του γ΄ και αρχές του δ΄ αιώνα.
Ακριβώς σ’ αυτή τη θέση υπάρχει μια νόθευση και σύγχυση, όταν οι άγαμοι Κληρικοί θεωρούνται συλλήβδην ως μοναχοί και ονομάζονται Ιερο¬μόναχοι.
Με το θέμα αυτό της θέσεως μέσα στον κόσμο των αγάμων και εγγάμων Κληρικών ασχολήθηκαν πολλές σπουδαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, των οποίων τις γνώμες θα αναφέρουμε και οι οποίες επεσήμαναν τα λάθη και τη σύγχυση.
Στην ιστορία της Εκκλησίας, υπήρξαν και υπάρχουν τρεις τάξεις Κληρικών: α) οι άγαμοι κοσμικοί (δηλ. αυτοί που διαμένουν στην κόσμο), β) οι έγγαμοι κληρικοί και γ) οι Μοναχοί Κληρικοί.
Τη διάκριση αυτή δέχεται και ο αοίδιμος διακεκριμένος κληρικός Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, στη μελέτη του «Μοναχικός και Άγαμος Κοσμικός Κλήρος».
Οι Μοναχοί Κληρικοί είναι αυτοί που διαμένουν στα Μοναστήρια και έχουν τον τίτλο του Ιερομόναχου. Ο τίτλος του ιερομόναχου είναι αποκλειστικώς των Μοναχών Κληρικών.
Η διάκριση αυτή μαρτυρείται και από το γεγονός, ότι η Εκκλησία εξαρχής είχε έγγαμους και άγαμους Επισκόπους, οι οποίοι δεν προέρχονταν από τον μοναχικό κόσμο. Οι άγιοι Τιμόθεος, Ιγνάτιος, Πολύκαρπος και τόσοι άλλοι ήσαν άγαμοι και δεν ανήκαν στην μοναχική τάξη, όπως και από το άλλο μέρος υπήρχαν και έγγαμοι Επίσκοποι.
Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός που έζησε κατά την εμφάνιση του μοναχισμού, ομιλεί για άγαμους Κληρικούς μέσα στον κόσμο, που ζούσαν «εν αγγελική πολιτεία», δηλ. εν παρθενία. Στους πρώτους μάλιστα αιώνες του μοναχισμού δεν επιτρεπό¬ταν οι μοναχοί να γίνουν Κληρικοί.
Οι μοναχοί εκκλησιάζονταν στους ναούς των κοντινών χριστιανικών κοινοτήτων ή πήγαιναν ιερείς στα Μοναστήρια. (Βλέπε Β. Στεφανίδου, Εκκλησ. Ιστορία εκδ. α΄, εν Αθήναις 1948, σελ. 142). Παρόμοια γράφει και ο Νικόδημος Μίλας: «όπως δε μη παρακωλύονται οι μοναχοί από του ασκη¬τικού αυτών βίου, δεν επετρέπετο το κατ’ αρχάς αυτοίς η ιερωσύνη, αλλά μάλλον ώφειλον να προσέρχωνται εις τας εν τω εγγυτέρω κειμένω ναώ υπό του εφημεριακού κλήρου τελούμενος ιεροτελεστίας». (Εκκλ. Δίκαιον, κατά μετάφραση Μελ. Αποστολόπουλου, εν Αθήναις 1906, σελ. 932).
Και ο ιερός Παφνούτιος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο συμβούλευσε: «Κατά δε την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν τους μεν αγάμους του ιερατικού τάγματος κοινωνήσαντας, μηκέτι γαμείν τους δε μετά γάμου (κοινωνήσαντας του ιερατικού τάγματος), ων έχουσι γαμετών μη χωρίζεσθαι». (Σωζομένου, Εκκλησ. Ιστορία, Γ κγ΄, Migne 67, 925).
Οι άγαμοι κληρικοί, για τους οποίους ομιλεί ο Παφνούτιος, δεν ήταν δυνατό να ήσαν μοναχοί, γιατί στους μοναχούς ο γάμος είναι κατά το αδιανόητο τόσο προ της χειροτονίας, όσο και μετά από αυτήν.
Τον ιβ΄ αιώνα, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μάρκος υπέβαλε προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας και σοφό κανονολόγο Θεόδωρο το Βαλσάμωνα την εξής ερώτηση: «Υποδιάκονος και Διάκονος δύνανται νομίμως συναφθήναι γυναικί ή ου;». Από την ερώ¬τηση συνάγεται το συμπέρασμα ότι πρόκειται περί κληρικών απλώς αγάμων και όχι περί μοναχών.
Ο κανονολόγος Μελέτιος Σακελλαρόπουλος (Μητροπολίτης Μεσσηνίας) γράφει: «Η ημετέρα Εκκλησία, συνωδά τη διδασκαλία της Αγ. Γραφής, αψήκεν έκαστον ελεύθερον, ποθούντα το ιερατικόν αξίωμα, να εξέταση εαυτόν και να αποφασίση τουλάχιστον προ του 30ου ή και 25ου έτους της ηλικίας, ωρίμου ούσης, εάν θέλη να ιερωθή έγγαμος ή άγαμος. Άγαμος εννοείται ουχί ο μοναχός, όστις κείρεται και προ της ηλικίας ταύτης και υποχρεούται να διαμένη εν τω Μοναστηρίω δια βίου». (Εκκλησ. Δίκαιον, εν Αθήναις 1898, σελ. 160). Σαφής λοιπόν διάκριση του άγαμου κληρικού από το Μοναχό.
Ο Αρχιμανδρίτης. Απόστολος Χριοτοδούλου, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, στο βιβλίο του «Δοκίμιον Εκκλησιαστικού Δικαίου», εν Κων/λει 1896, σελ. 262-63, γράφει: «Αφ’ ετέρου δε ούτε ο γάμος και ο οικογενειακός βίος εθεωρήθησαν ποτέ ως αναγκαία συνθήκη και υποχρέωσις δια το εν τη Εκκλησία λειτούργημα… Εντεύθεν δείκνυται, ότι οι άγαμοι, σημείωσαν ουχί οι μοναχοί, ηδύναντο ου μόνον να γένωνται κληρικοί, αλλά και να μένωσιν εν τω κλήρω, ανυψούμενοι εις τους ανωτάτους βαθμούς… Ώστε και ο έγγαμος και ο άγαμος βίος αφέθησαν υπό των κανόνων εις την ελεύθερον εκλογήν και επιθυμίαν εκάστου Κληρικού. Έκαστος εστίν ελεύθερος, ίνα εκλέξη την κατάστασιν εκείνην, ήτις ανταποκρίνεται μάλλον εις τας εσωτερικός αυτού διαθέσεις».
Ο Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου Αναστάσιος. Χριστοφιλόπουλος γράφει: «Οι χειροτονούμενοι άγαμοι δεν είναι ανάγκη να έχουν προηγουμένως καρή μοναχοί, καίτοι το τελευταίον τούτο είναι το συνήθως εν τη πράξει συμβαίνον». (Ελληνικόν Εκκλησ. Δίκαιον, τεύχ. Β΄, εν Αθήναις 1954, σελ. 52). Αυτό το «συνήθως εν τη πράξει συμβαίνον» προήλθε από έλλειψη Κληρικών στις Ενορίες και ακόμη για άλλους λόγους σκοπιμότητος. Έτσι πολλοί λαμβάνουν τυπικώς τη μοναχική κούρα, χειροτονούνται Ιερομόναχοι και προσεταιρίζονται ακαίρως και αντικανονικώς τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη και με μια τυπική εγγραφή σε κάποιο μοναστήρι βρίσκονται μέσα στον κόσμο και στις κοσμικές Ενορίες.
Πώς όμως είναι δυνατό και νόμιμο, ο θεωρούμενος Ιερομόναχος και ο οποίος έδωσε υπόσχεση ενώπιον του Θεού τέλειας αφιερώσεως και ολοκληρωτικής προσφοράς για τη Μονή του, να διαμένει μέσα στον κόσμο; Ο υποψήφιος μοναχός ερωτάται κατά την Ακολουθία του Σχήματος, εάν «εκούσια αυτού γνώμη» προσέρχεται ή μήπως «εκ τίνος ανάγκης ή βίας». Ακόμη ερωτάται: «παραμένεις τω Μοναστηρίω και τη ασκήσει έως εσχάτης σου αναπνοής;». Απαντά ο υποψήφιος: «Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε πάτερ». Και οι κανόνες ορίζουν τριετή δοκιμασία των υποψηφίων μοναχών και σε εξαιρετικές περιπτώσεις τουλάχιστο εξάμηνη και είναι αυστηροί για κείνους που εγκαταλείπουν το Μοναστήρι τους. (Βλέπε Δ΄ και Ε΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου). Όταν λοιπόν βλέπουμε τους Ιερομόναχους μέσα στον κόσμο, μήπως κατά την Ακολουθία του Σχήματος έπαιξαν κωμωδία;
Ο όρος Αρχιμανδρίτης είναι ταυτόσημος του Ηγουμένου. (Νεαροί Ιουστινιανού, Corpus juris Civilis, ΡΚΓ΄, λδ΄, Berolini 1928, επιμ. R.Schol – G.Kroll). Παλαιότερα και η ηγουμένη εκαλείτο αρχιμανδρίτις (παρά J. Pargoire εν Dictionnaire d’ Archeologie Chetienne et de Liturgie, τ.I.c. 2746-2751). Ο Ηγούμενος αναλαμβάνων τα καθήκο¬ντα αυτού ονομάζεται Αρχιμανδρίτης. (Ιωακείμ Γ υπ’ αρ. 8042 της 14-12-1905 προς την Ι. Κοινότητα Αγ. Όρους). Μάλιστα η απονομή του οφφικίου του Αρχιμανδρίτη θεωρούνταν προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχου. (Βλέπε Παν. Παναγιωτάκου, Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, τόμ. 4, εν Αθήναις 1957, σελ. 345, παρ. 3, 346-47, 367).
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Κων/νος Ρωμανός στο βιβλίο του «Μελέτη δια τον Αρχιμανδρίτην εν γένει», (εν Αθήναις 1930, σελ. 11) αναφέρει, ότι το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη παρέχει μεν τιμή στην ιερατική μοναχική τάξη, δεν συγκαταριθμείται όμως στα οφφίκια του εφημεριακού ενοριακού κλήρου. Ο ίδιος αναφέρει και έτσι είναι, ότι στις Σλαβικές Ορθόδοξες Εκκλησίες οι Αρχιμανδρίτες υπάρχουν μόνο στα Μοναστήρια ή ως Καθηγητές Εκκλησιαστικών Σχολών. Στη Ρουμανία το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη απονέμεται με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου. Γενικά οι Ιερομόναχοι και οι Αρχιμανδρίτες αποκλείονται των Ενοριών.
Συνεπώς η απονομή ευκαίρως – ακαίρως του οφφικίου του Αρχιμανδρίτη σε μοναχούς που ψευδώς ορκίσθηκαν να μείνουν ισοβίως στο Μοναστήρι, αποτελεί νόθευση και κατάχρηση της εκκλησιαστικής πράξεως και των ιερών κανόνων. Το τραγικό δε και αυτόχρημα εγκληματικό είναι, ότι νεανίσκοι 20 και 22 ετών (πολλοί απορρίπτουν αργότερα το ράσο) ανεμίζονται μετά των επιρριπταρίων μέσα στις κοινωνίες των Ενοριών με θλιβερά επακόλουθα. Και αυτοί παρουσιάζονται ως Ιερομόναχοι! Η κατάσταση αυτή είναι όντως καταχρηστική. Οι άγαμοι Κληρικοί κα¬τά κανόνα γίνονται οι ευνοούμενοι των Επισκόπων, αναλαμβάνουν τις Πρωτοσυγκελλίες και Γραμματείες και πολλάκις γίνονται οι δυνάστες και οι διώκτες τιμίων οικογενειαρχών Εφημερίων, όταν μάλιστα τολμήσουν να αναπτύξουν ενοριακή δράση με σύγχρονες προδιαγραφές. Σε πολλούς υπερπλεονάζει η ημιμάθεια.
Ο αοίδιμος Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος θεωρεί αυτή την κατάσταση ως φοβερή σύγχυση και εκφράζει τη βαθεία θλίψη του. Τέτοια σύγχυση υπήρχε και παλαιότερα, γι’ αυτό η τότε Ιερά Σύνοδος απέστειλε Εγκύκλιο, στην οποία διαλαμβάνει: «Παρεισέφρυσεν η κακή συνήθεια του χειροτονείν και αγάμους Ιερείς εν τω κοσμώ, όπως χρησιμεύωσιν ως τακτικοί κοινοτήτων εφημέριοι.
Την τοιαύτην αντικανονικήν συνήθειαν μη ανεχομένη του λοιπού η Σύνοδος, προσκαλεί την Υμετέραν Σεβασμιότητα, ίνα μηδέποτε εις το εξής χειροτονήσητε ή προτείνετε τοιούτους ως απαραδέκτους». (Εν Αθήναις, 7 Φεβρουαρίου 1872, Σ. Γιαννόπουλου, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου, εν Αθήναις 1901, σελ. 332-33).
Δυστυχώς η Ιερά Σύνοδος ανακάλεσε δια της υπ’ αρ. 914/26-9-57 την παραπάνω Εγκύκλιο, για να συνεχίζεται η σύγχυση και η αντικανονικότητα. Υπάρχει πάντως η υπ’ αρ. 2921/3-12-36 Εγκύκλιος, η οποία ορίζει το προβάδισμα των Αρχιερατικών Επιτρόπων, εγγάμων κατά κανόνα, των Αρχιμανδριτών κατά τις επίσημες τελετές.
Αποδεικνύεται λοιπόν εκ της πράξεως της Εκκλησίας πάγια θέση, ότι ο μοναχός ανήκει στο μοναχικό κόσμο και μένει ισοβίως στο Μοναστήρι του. Οι άγαμοι Κληρικοί που θα υπάρχουν μέσα στις Ενορίες, δεν μπορεί να θεωρούνται Ιερομόναχοι και να λαμβάνουν το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη.
Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος παρατηρεί: «Καλή και αγία η αγαμία, αλλά διατί εις αδρανής, οκνηρός, ημιμαθής κ.λ.π. άγαμος θα τιμάται υπέρ ένα ζηλωτήν, δραστήριον, σοφόν και πλήρη πνευματικότητος έγγαμον; Εάν είχομεν σήμερον εν μέσω ημών τον έγγαμον Πρεσβύτερον Άγιον Γρηγόριον (τον είτα Επίσκοπον Νύσσης), δεν θα ήτο λίαν άτο¬πον να προτάσσωμεν αυτού νεανίσκους τινας Ιερείς, μη έχοντας άλλο προσόν πλην της αγαμίας: Τα αυτά θα ηδυνάμην να είπω ου μόνον δια παλαιούς, αλλά και δια νεωτέρους εγγάμους Πρεσβυτέρους, οίους ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος κ.ά.».
Προτείνει ο επιφανής αυτός άγαμος Κληρικός, οι άγαμοι Κληρικοί, μη όντες
μοναχοί και παραμένοντες στις Ενορίες, να ακολουθούν την τάξη των οφφικίων
των εγγάμων Πρεσβυτέρων και την αρχαιότητα των πρεσβειών της ιερωσύνης. Προσθέτει δε: «Οι άγαμοι πρέπει να στρατολογούνται εκ των εχόντων και ηλικίαν
ώριμον και μόρφωσιν αρίστην και ευλάβειαν άκραν και ήθος απαστράπτον και χαρακτήρα αδαμάντινον και ψυχικήν συγκρότησιν αρτίαν, κτηθείσαν εν κόποις και
μόχθοις, εν προσευχαίς και μελέταις, εν νηστείαις και αγρυπνίαις, εν εκούσια πενί¬α και κακοπαθία και ποικίλαις οτερήσεσιν» .Η πρόταση του π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου έρχεται σε συμφωνία με την τάξη του Μ. Τυπικού της Εκκλησίας που στην κατάσταση των οφφικίων των κοσμικών ιερέων ουδόλως αναφέρεται το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη, γιατί δεν είναι οφφίκιο των κοσμικών ιερέων, αλλά των
μοναχών.
Ο Θεολόγος Καθηγητής κ. Δημ. Κωλέσης παρατηρεί: «Το φαινόμενο της παρουσίας Αρχιμανδριτών μέσα στις Ενορίες και το προβάδισμα αυτών αποτελεί παρέκκλιση της γενικώς κρατούσης κοινωνικής αντιλήψεως μιας δημοκρατικής κοινωνίας και αντιβαίνει στην έννοια του Δικαίου όχι μόνο ηθικά, αλλά και νομικά, γιατί πουθενά αλλού η αρχαιότητα και τα προσόντα δεν αντιστέλλονται ή καταργούνται».
Ας μη λησμονούμε δε, όπως γράφει ο αοίδιμος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Μελέτιος (Εκκλησ. Δίκαιον, σελ. 210), ότι τα εκκλησιαστικά οφφίκια είναι απομίμηση και τύπος «της πομπώδους αυλής των αυτοκρατόρων». Η Ενορία προηγείται της Μονής, εφόσον ο μοναχικός βίος αναφάνηκε πολύ αργότερα στην Εκκλησία. Ιστορικά προηγείται η Ενορία της Μονής και επομένως και οι ενοριακοί Κληρικοί των Ιερο¬μόναχων. Δεν είναι δε δυνατό οι νόμοι και οι κανόνες των Μονών να ισχύουν στις Ενορίες, των οποίων στάδιο δράσεως είναι η χριστιανική κοινωνία.
Ο Νικόδημος Μίλας στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο (σελ. 572) λέει: «Το σπουδαιότερον έρεισμα του μονίμου επαρχιακού οργανισμού (Μητροπόλεως) και της κανονικής αναπτύξεως του εκκλησιαστικού βίου καθόλου αποτελεί ο εφημεριακός κλήρος. Ούτος εστιν ο σπουδαιότερος βοηθός και επίτροπος του επισκόπου εν τη διδασκαλία, εν τη εξασκήσει του αξιώματος αυτού ως αρχιερέως, εν τινι δε μετρώ και εν τη επιτελέσει των της αρχιποιμαντικής αυτού διακονίας». Και ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γράφει»: «Η πραγματική δύναμις της Εκκλησίας είναι ο εφημεριακός κλήρος» (Ιερός Σύνδεσμος, αρ. 11, 20 Οκτωβρίου 1927).
Ευχόμεθα να προσεχθούν όσα ετόνισαν και διατύπωσαν επιφανείς Κληρικοί από τη σημερινή εκκλησιαστική ηγεσία και μάλιστα από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Όπως λειτουργεί σήμερα η εκκλησιαστική διοίκηση μόνο οι Ιεράρχες έχουν τη μοναδική ευθύνη της διορθώσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Εμείς επισημαίνουμε, ότι η τάξη πάντοτε φανερώνει το βαθύτατο χαρακτήρα της εκκλησιαστικής ζωής. Και το πνεύμα της ανανεώσεως στους λειτουργικούς και τελετουργικούς τύπους θα αγκαλιάσει και τις προϋποθέσεις της ποιμαντικής διακονίας. Και αυτή η διακονία είναι το μήνυμα της παρουσίας της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Λόγος περί καταλαλιάς του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακoς



 
ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ δὲν θὰ ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιὰ γεννᾶται ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν μνησικακία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἐτοποθετήσαμε στὴν σειρά της μετὰ τοὺς προγόνους της. Καταλαλιὰ σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλὰ καὶ παχειά· παχειὰ βδέλλα, κρυμμένη καὶ ἀφανής, ποὺ ἀπορροφᾶ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος.

2. Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη, χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους.

3. Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μοῦ ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῆ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλούντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ´ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριον.

4. Ἐπὶ πλέον ἂς μὴ λησμονῆς καὶ τοῦτο, καὶ ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ συνέλθης καὶ θὰ παύσης νὰ κρίνης αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὴν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῷ ὁ λῃστὴς στὴν χορεία τῶν φονέων. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ ἕνας ἐπῆρε τὴν θέσι τοῦ ἄλλου!

5. Ὅποιος θέλει νὰ νικήση τὸ πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἂς ἐπιρρίπτη τὴν κατηγορία ὄχι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἀλλὰ στὸν δαίμονα ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήση στὸν Θεόν, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνομε.

6. Εἶδα ἄνθρωπο ποὺ φανερὰ ἁμάρτησε, ἀλλὰ μυστικὰ μετενόησε. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἐγὼ τὸν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεὸς τὸν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μὲ τὴν μετάνοιά του Τὸν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει.

7. Αὐτὸν ποὺ σοῦ κατακρίνει τὸν πλησίον, ποτὲ μὴ τὸν σεβασθῆς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγὼ καθημερινῶς σφάλλω σὲ χειρότερα, καὶ πῶς μπορῶ νὰ κατακρίνω τὸν ἄλλον»; Ἔτσι θὰ ἔχης δυὸ ὀφέλη, μὲ ἕνα φάρμακο θὰ θεραπεύσης καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν πλησίον.

8. Μία ὁδός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς σύντομες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων, εἶναι τὸ νὰ μὴ κρίνωμε, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε» (Λουκ. στ´ 37). Ὅπως δὲν συμβιβάζεται ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὴν μετάνοια.

9. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἂν ἰδῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μήτε τότε νὰ τὸν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ἔπεσαν φανερὰ σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, κρυφὰ ὅμως ἔπραξαν πολὺ μεγαλύτερα καλά. Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν οἱ φιλοκατήγοροι, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐκρατοῦσαν στὰ χέρια τους ἦταν καπνὸς καὶ ὄχι ἥλιος.

10. Ἂς μὲ ἀκούσετε, ἂς μὲ ἀκούσετε ὅλοι ἐσεῖς οἱ κακοὶ κριταὶ τῶν ξένων ἁμαρτιῶν. Ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ὅτι «ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ´ 2), τότε ἂς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τὸν πλησίον εἴτε ψυχικὰ εἴτε σωματικά, θὰ περιπέσωμε σ᾿ αὐτά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη διαφορετικά.

11. Ὅσοι εἶναι αὐστηροὶ καὶ σχολαστικοὶ κριταὶ τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ἐπειδὴ δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη γιὰ τὰ ἰδικά τους ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτικὴ φροντίδα (γνῶσι) καὶ μνήμη. Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τὸ περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας» καὶ ἰδῆ μὲ ἀκρίβεια τὰ ἰδικά του κακά, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ φροντίση πλέον στὴν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ πενθήση τὶς ἰδικὲς τοῦ ἁμαρτίες, ἔστω καὶ ἂν θὰ ἐζοῦσε ἑκατὸ ἔτη, καὶ ἂν θὰ ἔβλεπε ὁλόκληρο τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ.

12. Περιεργάσθηκα καλὰ τὴν κατάστασι τοῦ πένθους καὶ δὲν εὑρῆκα σ᾿ αὐτὴν ἴχνος καταλαλιᾶς ἢ κατακρίσεως.

13. Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικὰ ἢ στὸ νὰ ἁμαρτήσωμε ἤ, ἂν δὲν ἁμαρτήσωμε, στὸ νὰ κατακρίνωμε ὅσους ἁμάρτησαν, ὥστε μὲ τὸ δεύτερο νὰ μολύνουν οἱ κακοῦργοι τὸ πρῶτο. Ἂς γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καὶ φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καὶ τοῦτο: Τὶς διδασκαλίες, τὰ πράγματα ἢ τὰ κατορθώματα τοῦ ἄλλου τὰ κατηγοροῦν καὶ τὰ διαβάλλουν μὲ εὐχαρίστησι καὶ εὐκολία, (νικημένοι καὶ) καταποντισμένοι ἄθλια ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ μίσους.

14. Εἶδα μερικοὺς οἱ ὁποῖοι μυστικὰ καὶ κρυφὰ διαπράττουν σοβαρώτατα ἁμαρτήματα, καὶ στηριζόμενοι στὴν ὑποκριτικὴ καθαρότητά τους, ἐπιτιμοῦν μὲ αὐστηρότητα αὐτοὺς ποὺ ὑποπίπτουν σὲ μερικὰ μικρὰ σφάλματα, τὰ ὁποῖα καὶ φανερώνουν.

15. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδὴς ἁρπαγὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὁποῖος κατακρίνει.

16. Ὅπως ἡ «οἴησις» καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἄλλο πάθος, μπορεῖ νὰ καταστρέψη τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις, ἐὰν καὶ μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψη ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς κατεδικάσθη.

17. Ὁ καλὸς «ραγολόγος» τρώγει τὶς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καὶ δὲν πειράζει καθόλου τὶς ἄγουρες. Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετὲς βλέπει στοὺς ἄλλους τὶς σημειώνει μὲ ἐπιμέλεια, ἐνῷ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κατηγορίες. Γι᾿ αὐτὸν μάλιστα ἔχει λεχθῆ: «Ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ´ 7).

18. Μὴ κατακρίνης καὶ ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς ὀφθαλμούς σου, διότι καὶ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐξαπατῶνται.

Βαθμὶς δεκάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε εἶναι ἐργάτης τῆς ἀγάπης ἢ τοῦ πένθους.
 
Κλῖμαξ
Ἐκδόσεις Ἱ Μ. Παρακλήτου
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013



Του Πρεσβυτέρου Δημητρίου Λ. Λάμπρου.



............................................η ποιότητα της προσευχής εξαρτάται από την ποιότητα της μετανοίας. Και η ποιότητα της μετανοίας εξαρτάται από την ποιότητα της αυτογνωσίας.Όταν ειλικρινά στρέψει κανείς το βλέμμα μέσα στον εαυτό του, όταν βυθίσει το βλέμμα του μέσα στις σελίδες της Αγίας Γραφής και ιδιαίτερα της Καινής Διαθήκης, όταν μελετήσει εις βάθος του ψαλμούς του Δαυίδ και κυρίως τον ψαλμό της μετανοίας, τον πεντηκοστό, τότε θα ανακαλύψει πλήθος αμαρτιών με σκέψεις, λόγια\ και έργα, θα εντοπίσει πλήθος αμαρτιών με σκέψεις, λόγια και έργα, θα εντοπίσει πλήθος κινήσεων προς την αμαρτία, άσχετα αν όλα αυτά δεν είναι φανερά στον έξω κόσμο. Αυτός που πραγματικά γνωρίζει τον εαυτό του, αισθάνεται ενώπιος ενωπίω με τον Θεό, καθρεφτίζει τον εαυτό του και ελέγχει το εσωτερικό του με τη φωνή της συνειδήσεως, με την Αγία Γραφή και ανακαλύπτει ο καθένας μας πλήθος αμαρτιών.Με την αυτογνωσία ο άνθρωπος προφυλάσσεται από μία καταστροφική αμαρτία, που λέγεται κατάκριση. Ο ίδιος ο Κύριός μας λέει στην επί του όρους ομιλία: «Βγάλε πρώτα το δοκάρι από τον οφθαλμό σου και μετά προσπάθησε να βγάλεις το σαριδάκι από τον οφθαλμό του άλλου».Ο κατακριτής είναι εκείνος ο οποίος έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του. Όσο πιο πολύ ασχολείται κανείς με τα παραπτώματα των άλλων, τόσο πιο πολύ παραμελεί τον εαυτό του.Η αυτογνωσία οδηγεί στην ευλάβεια, στην μετάνοια, στην συντριβή . Δεν έχει διάθεση ο αμαρτωλός άνθρωπος , ο οποίος αισθάνεται όντως αμαρτωλότερος των αμαρτωλών να κρίνει οποιονδήποτε άνθρωπο. Εφαρμόζει πάντοτε την φράση του Κυρίου μας: «Τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην;». Και «μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε», «εν ω μέτρω μετρείτε, αντριμετρηθήσεται υμίν».Τότε, ο άνθρωπος με αυτογνωσία , εισερχόμενος στον ιερό χώρο του Ναού, μέλημά του είναι ανά πάσαν στιγμή πώς να αναφερθεί στον Θεό ταπεινοφρόνως ,τελωνικώς, πώς να πει μαζί με τον άσωτο , «ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου», πώς να πει «μνήσθητί μου , Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου».Αυτός που έχει αυτογνωσία, έχει αντιληφθεί τον σκοπό της ζωής και μοναδικό του μέλημα είναι ανά πάσαν στιγμή να αναφέρεται στον Θεό, στην Υπεραγία Θεοτόκο και στους αγίους να δείξουν ευσπλαχνία. Ας σταματήσουμε λοιπόν, να εθελοτυφλούμε , να εγκαταλείπουμε την ψυχή μας, ας σταματήσουμε να ασχολούμεθα με πολλά, «ενός έστι χρεία». ...............





( απόσπασμα απο την συνέντευξη του Πατρός Δημητρίου σε ραδιοφωνικό σταθμό της Άρτας ).