Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012



ΜΟΡΦΗΝ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΩΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΝ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕΣ

(Αναφορά στη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού.

Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου δεν είναι κάποιο αφηρημένο θεωρητικό σχήμα, ούτε κάποια μυθοπλασία κάποιου ευφάνταστου μυθογράφου, αλλά πραγματικό γεγονός, το οποίο έλαβε χώρα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο (Γαλ.4:4). Η μεγάλη δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου μας υπενθυμίζει αυτή την μεγάλη αλήθεια και τονίζει ιδιαίτερα την πραγματική ανθρώπινη φύση, την οποία εκών ενδύθηκε, για χάρη της δικής μας σωτηρίας.
Η καθιέρωση του εορτασμού της Περιτομής του Κυρίου από την Εκκλησία, συνέτεινε αναμφίβολα η δράση κάποιων αιρετικών κύκλων της αρχαίας Εκκλησίας, οι οποίοι αρνούνταν την πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και δίδασκαν την μη πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Τέτοιοι υπήρξαν οι αιρετικοί δοκήτες, οι οποίοι δίδασκαν την κακοδοξία ότι δήθεν η ενανθρώπηση του Χριστού έγινε φαινομενικά, «κατά δόκησιν», όπως τόνιζαν. Αυτοί μαζί με τους μαρκιωνίτες, τους μανιχαίους και άλλους αιρετικούς, όλοι τους πρόδρομοι των αιρετικών Μονοφυσιτών του 5ου αιώνα, επιχείρησαν να νοθεύσουν την αλήθεια της Εκκλησίας μας.
Η Εκκλησία μας μεταχειρίστηκε κάθε μέσον να προασπίσει την άπαξ αποκαλυφθείσα και παραδοθείσα αλήθεια (Ιουδ.3). Ακόμα και εορτές καθιέρωσε για να περιχαρακώσει τις ύψιστες και σωτήριες αλήθειές Της. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο πως οι εορτές των Χριστουγέννων, της Περιτομής και των Θεοφανείων καθιερώθηκαν από την ανάγκη του αντιαιρετικού αγώνα της Εκκλησίας μας και κατόπιν έλαβαν εορταστικό χαρακτήρα, όπως εμείς τις βιώνουμε σήμερα.
Η περιτομή ήταν μια πρακτική συνηθισμένη σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως πρώτοι που έκαναν περιτομή στα άρρενα τέκνα τους ήταν οι Αιθίοπες και οι Αιγύπτιοι, κυρίως για λόγους υγιεινής (Ηροδ.Ιστ.Β΄,104). Ιστορικά ίσως οι Εβραίοι πήραν την συνήθεια αυτή από τους Αιγυπτίους. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη όμως την περιτομή θέσπισε ο Ίδιος ο Θεός κατά παραγγελία Του στον πιστό Αβραάμ, ως μια πράξη διαφοροποιήσεως των απογόνων του από τους άλλους λαούς, ώστε μέσω αυτών να υλοποιηθεί το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου. «Αύτη η διαθήκη, ην διατηρήσεις, ανά μέσον εμού και υμών και ανά μέσον του σπέρματός σου μετά σε εις τας γενεάς αυτών΄ περιτμηθήσεται υμών παν αρσενικόν, και περιτμηθήσεθε την σάρκαν της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών. Και παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμίν» (Γεν.17:12).
Η περιτομή όλων των αρένων νηπίων γινόταν από τον πατέρες τους ή από ειδικούς στην περιτομή που ονομάζονταν mohel, την ογδόη ημέρα από τη γέννησή τους, όπως είχε διατάξει ο Θεός. Γινόταν στα σπίτια των νηπίων ή συχνότερα στις συναγωγές ενώπιον συγγενών και φίλων. Η τελετουργία της περιτομής ήταν για τους Ιουδαίους της εποχής εκείνης μεγάλης σπουδαιότητας γεγονός. Το παιδί που περιτέμνονταν θεωρούνταν πια μέλος του λαού του Θεού, τηρητής της διαθήκης, η οποία συνήφθη μεταξύ του Θεού και του Αβραάμ (Γεν,17:12). Ο περιτμημένος ήταν υποχρεωμένος να τηρεί τις διατάξεις του Νόμου και είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να εορτάζει το Πάσχα, σε αντίθεση με τους απερίτμητους, οι οποίοι δεν είχαν αυτό το δικαίωμα.
Μαζί με την περιτομή γινόταν και η ονοματοδοσία. Η τελετουργία της περιτομής ήταν κάτι σαν το χριστιανικό βάπτισμα, του οποίου υπήρξε τύπος. Όπως ο περιτμημένος γινόταν μέλος του λαού της Διαθήκης, ξεχωριστός από τους μη περιτμημένους, έτσι και ο βαπτισμένος αναγεννιέται και γίνεται άγιος, ξεχωριστός, μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, προορισμένος να κληρονομήσει τη βασιλεία του Θεού (Ρωμ.6:4).
Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, την ογδόη ημέρα από τη γέννηση του Κυρίου, ο Ιωσήφ και η Μαρία τήρησαν τη μωσαϊκή εντολή της περιτομής. Με λακωνικό τρόπο ο ιερός ευαγγελιστής αναφέρει πως «ότε επλήσθησαν αι ημέραι του περιτεμείν το παιδίον, και εκλήθη το όνομα αυτού Ιησούς, το κληθέν υπό του αγγέλου προ του συλληφθήναι αυτόν εν τη κοιλία» (Λουκ.2:21). Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος αναφέρει την πληροφορία ότι την περιτομή του Κυρίου έκαμε ο μνήστωρ Ιωσήφ. Επίσης ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου αναφέρει πως η περιτομή έγινε στο Σπήλαιο της Γεννήσεως. Βεβαίως ο ιερός ευαγγελιστής αποσιωπά κάθε λεπτομέρεια από την τελετή αυτή, διότι προφανώς δεν έχουν να μας προσφέρει, σύμφωνα με τους Πατέρες, όφελος για τη σωτηρία μας.
Την Εκκλησία μας δεν ενδιέφερε αυτή καθ' εαυτή η εκπλήρωση αυτής της νομικής διάταξης του μωσαϊκού νόμου από τον Κύριο. Την ενδιέφερε κυρίως να τονισθεί, δια της περιτομής Του, και να αποδειχθεί, η πραγματική ανθρώπινη φύση Του, την οποία αρνούνταν οι αιρετικοί. Ο θεόπνευστος ευαγγελιστής συμπεριέλαβε στο ευαγγέλιό του και το γεγονός της περιτομής για να μπορεί η Εκκλησία να αποκρούει κάθε δοκητική, μανιχαϊστική και μονοφυσιτική κακοδοξία.
Η μη παραδοχή της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας μας, περί της αληθινούς ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, εκθεμελιώνει κυριολεκτικά ολόκληρο το οικοδόμημα της εν Χριστώ απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Αν δεν έγινε πραγματικά η σάρκωση του Λυτρωτή δεν έχουμε πραγματική σωτηρία, ο Χριστός δεν είναι πραγματικός σωτήρας, αλλά ένας από τους πολλούς ιδρυτές θρησκειών της ανθρωπότητας. Το πρόβλημα αυτό απασχόλησε έντονα την Εκκλησία τον 5ο αιώνα, όταν ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής από την Κωνσταντινούπολη αρνούνταν την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Για το λόγο αυτό συγκλήθηκε η Δ΄ εν Χαλκηδόνι Οικουμενική Σύνοδος, το 451.
Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ο φυσικός Υιός του Θεού, απόρροια της δικής Του φύσεως. Γεννήθηκε προπάντων των αιώνων από τον Πατέρα, όπως μας βεβαιώνει ξεκάθαρα η αγία Γραφή. «Υιός μου ει συ εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Εβρ.1:5) είπε, δια του Ψαλμωδού ο Θεός Πατέρας, στο Θεό Υιό. Η προαιώνια βουλή του Θεού αποφάσισε να αποστείλει τον Λόγο στον κόσμο ως σωτήρα του από τη φθορά της αμαρτίας και του θανάτου. Έτσι, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ.4:4), ο Λόγος, δια της Παρθένου Μαρίας, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και αφού την καθάρισε από τους ρίπους της αμαρτίας, την αναδημιούργησε και την επανέφερε στην προπτωτική της κατάσταση, την έκαμε δική Του φύση, χωρίς να αφήσει ούτε στιγμή τη θεία φύση Του. Ένωσε ασύγχυτα και αρμονικά τις δύο φύσεις στο θεανδρικό Του πρόσωπο. Έγινε ο Θεάνθρωπος. Η ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Λυτρωτή σημαίνει αντικειμενική πραγμάτωση της σωτηρίας μας.
Η ενανθρώπηση του Λόγου όμως είναι γεγονός ασύλληπτης αυτοταπείνωσής Του. «Εν μορφή Θεού υπάρχων ... εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπόκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2:7). Εάν δεν δούμε το μυστήριο της θείας συγκαταβάσεως υπό το πρίσμα της άμετρης αγάπης του Θεού για το πλάσμα Του τον άνθρωπο, αποτελεί αυτό το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών. Το αρχαιοελληνικό αξίωμα «Θεός, ανθρώποις ου μείγνηται», πολλώ δε μάλλον η ανθρωποποίηση Θεού αποτελεί ορθολογικά τη χειρότερη μωρία της ιστορίας. Όμως η αγαθότητα και φιλανθρωπία του Θεού υπερέβη όλα τα διαχωριστικά με την ανθρωπότητα. Έκαμε τη μεγάλη κίνηση και ταπείνωσε τον Υιό Του και τον έκαμε άνθρωπο, προκείμενου να σωθεί το ανθρώπινο γένος. Κατέβηκε Αυτός στα ανθρώπινα πλαίσια, μέχρι και της κατάστασης του θανάτου για να αναστήσει τον άνθρωπο από την κατάσταση της πνευματικής νεκρώσεως και να τον ανεβάσει τον άνθρωπο στα ουράνια του θρόνου Του.
Όσο καιρό ο σαρκωμένος Λόγος βρισκόταν στη γη, ταυτόχρονα ως Θεός βρισκόταν και στον ουρανό. Βρισκόταν παντού, ως πανταχού παρών, διότι με την πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως δεν αποποιήθηκε τη θεία φύση Του. Σε αυτήν Του την διπλή ιδιότητα, ως αληθινού Θεού και αληθινού ανθρώπου, έγκειται και το γεγονός του αληθινού σωτήρα. Σώζει ως αληθινός Θεός με το ότι έγινε αληθινός άνθρωπος, καθ' ότι προσέλαβε πραγματικά την ανθρώπινη φύση και την έσωσε στο πρόσωπό Του. Κάθε παρέκκλιση από αυτή την αλήθεια αποτελεί αίρεση για την Εκκλησία μας. Ο Νεστοριανισμός είχε αρνηθεί τη θεία φύση του Χριστού και ο Μονοφυσιτισμός είχε αρνηθεί την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Και οι δυο αυτές δογματικές παρεκτροπές καταδικάστηκαν από την Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικές Συνόδους, ως εκτροπή από την αλήθεια και ως έχοντες σοβαρότατες σωτηριολογικές συνέπειες. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης τόνισε ιδιαίτερα πως «οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί΄ ούτος εστιν ο πλάνος και ο αντίχριστος» (Β΄Ιωάν.7).
Αξίζει να αναφέρουμε δύο αποσπάσματα από τους δογματικούς όρους των αναφερόμενων αγίων Συνόδων, για να δούμε τη θεολογική σαφήνεια της Εκκλησίας μας για το μεγάλη αυτή αλήθεια: «... Ομολογούμεν τοιγαρούν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον εκ ψυχής λογικής και σώματος ... ομοούσιον τω Πατρί τον αυτόν κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα. Δύο γαρ φύσεων ένωσις γέγονεν΄ δι' ο ένα Χριστόν, ένα υιόν, ένα κύριον ομολογούμεν» (Γ΄ Οικουμ.Σύνοδος, Έκθεσις Πίστεως των Διαλλαγών). Και «Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν ένα και τον αυτόν ομολογούμεν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα ... ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωρίζομεν, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μιαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ' ένα και τον αυτόν υιόν, μονογενή, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν...» (Όρος Δ΄Οικ. Συνόδου, παρά Ι. Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία, Αθήναι 1952, σελ.165).
Το γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως πρέπει να αποτελεί για κάθε πιστό χριστιανό τη βάση της πίστεώς του. Να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι «επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών», για να μας λυτρώσει από τη δουλεία της αμαρτίας και τη φθορά του θανάτου. Σύμφωνα με την θεσπέσια υμνολογία της εορτής, «Συγκαταβαίνων ο Σωτήρ τω γένει των ανθρώπων κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν΄ ουκ εβδελύξατο σαρκός την περιτομήν ο οκταήμερος κατά την Μητέρα και άναρχος κατά τον Πατέρα» για την ημών σωτηρία. Αυτός έκαμε τη μεγάλη κίνηση, περιμένοντας από τον άνθρωπο να κάνει τη δική του μικρή κίνηση, να Του δώσει το χέρι του, για να τον σώσει, να τον δοξάσει και να τον κάνει υιό και κληρονόμο της ατέρμονης βασιλείας Του. Είναι ανάγκη να ξεφύγουμε από τα νοητά δεσμά του αμαρτωλού κόσμου και να ανεβάσουμε το νου μας στα ουράνια. Μόνο έτσι θα επωφεληθούμε από τις δωρεές της θείας συγκαταβάσεως.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012



A. Τα Χριστούγεννα είναι πνευματική εορτή.

Ασφαλώς τα Χριστούγεννα έχουν νόημα βαθύτατα πνευματικό, άγιο και σωτήριο. Γιατί με αυτά δεν εορτάζουμε ένα οποιοδή­ποτε γεγονός, ως και εθνικό ακόμη, αλλά την ίδια την εμφάνιση, με σάρκα και οστά του Θεού στη γη κι ανάμεσά μας. Μας τίμησε ιδιαίτερα με την επίσκεψή Του αυτή, υπέροχα, ανυπέρβλη­τα, μοναδικά, καθώς ένωσε την δική μας ανθρώπινη φύση με τη δική Του τη Θεϊκή.
Έτσι έχουμε την εμφάνιση του Θεανθρώπου στην ιστορία. Την ένωση του κτιστού πλάσμα­τος, με τον ίδιο τον Άκτιστο Πλάστη και Θεό.
Σκοπός δε αυτής της Θείας παρέμβασης, είναι η Θέωση του ανθρώπου. «Αυτός ενηνθρώπησε, ίνα ημείς Θεοποιηθώμεν», λέγει ο Μ. Αθανάσιος. «Άνθρωπος εγένετο ο Θεός και Θε­ός ο άνθρωπος», τονίζει ο Άγ. Ιω. Χρυσό­στομος. «Άνθρωπος γίνεται ο Θεός, ίνα τον Αδάμ απεργάσηται», ψάλλουμε σε τροπάριο των Χριστουγέννων.
Όποτε με τα Χριστούγεννα δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο τελικά, απ’ το να ζούμε την ανα­δημιουργία μας, την ανάπλασή μας απ’ το κατάντημα στο όποιο μας οδήγησε η αμαρτία, ώστε να επανέλθουμε πάλι στην πρότερα μας κατάσταση.
Αυτή δε η ενανθρώπηση του Θεού, είναι και η κορυφαία έκφραση της αγάπης Του προς τον άνθρωπο. Το επιστέγασμα της εφαρμογής του Θείου σχεδίου για την σωτηρία μας. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Κύριος μας τονίζει: «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιω. γ΄, 15). Αλλά και ο Θεόπνευστος Απ. Παύλος γράφει πως ο Πατέρας «του ιδίου του Υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν» (Ρωμ. η΄, 32).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σωτηρία του ανθρώπου δεν μπορούσε να γίνει με κανέναν άλλο τρόπο, και μάλιστα τόσο αποτελεσματικό, γιατί ολόκληρη η δημιουργία ήταν υποκείμενη στην πτώση.
Μην ξεχνούμε πως και οι δυο μεγάλες πτώ­σεις, η πρώτη μερίδας των αγγέλων και η δεύ­τερη των ανθρώπων, έφεραν όχι απλά αναστά­τωση στην κτίση του Θεού, αλλά εισήγαγαν σ’ αυτήν το κακό ως μόνιμη κατάσταση, ως αντί­θεση στο πρόσωπο και το έργο του απόλυτα αγαθού Θεού.
Απ’ αυτές τις πτώσεις δε, προήλθε και όλο το γνωστό ανθρώπινο δράμα. Ένα δράμα που με τίποτα δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν οι ειδωλολατρικές θρησκείες, οι φιλοσοφίες, οι ιδεολογίες, η όποια σοφία των ανθρώπων, τα όποια πρόσωπα (όσο σοφά και μεγάλα κι αν ήταν) και τα όποια πράγματα!
Να γιατί το μήνυμα των Χριστουγέννων, της Βηθλεέμ το μήνυμα, είναι το πλέον χαρμόσυνο και τόσο ελπιδοφόρο άγγελμα της ιστορίας. Και δεν είναι άλλο, απ’ αυτό του αγγέλου κατά τη Γέννηση του Χριστού προς τους ποιμένες: «Ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τώ λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ός εστί Χριστός Κύριος, εν πάλει Δαυίδ». (Λουκ. β΄, 11). Δηλαδή, σας αναγγέλλω χαρά μεγάλη, η οποία θα είναι για όλο τον λαό, ότι γεννήθηκε σήμερα για σας στην πόλη του Δαυίδ, σωτήρας, ο οποίος είναι ο Χριστός ο Κύριος.
Αυτό δε το όλο νόημα της εορτής ενυπάρχει και στον γνωστότατο ύμνο (καταβασία) των Χριστουγέννων, που μας το υπενθυμίζει με τον πλέον υπέροχο και μοναδικό τρόπο, ως έξης:

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε
Χριστός επί γης, υψώθητε...»

Να δε και τα αποτελέσματα αυτής της Θείας παρέμβασης, όπως τα αναπτύσσει με τον δικό του υπέροχο τρόπο, ο Άγ. Ιω. Χρυσόστομος:

«Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά.
Ο διάβολος καταντροπιάσθηκε.
Οι δαίμονες δραπέτευσαν.
Ο θάνατος καταργήθηκε.
Ο Παράδεισος ανοίχθηκε.
Η κατάρα εξαφανίστηκε.
Η αμαρτία διώχθηκε.
Η πλάνη απομακρύνθηκε.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
Το κήρυγμα της ευσέβειας ξεχύθηκε και δια­δόθηκε παντού.
Η Βασιλεία των Ουρανών μεταφυτεύθηκε στη γη.
Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους.
Όλα έγιναν ένα»

Και πιο κάτω το ίδιο υπέροχα τονίζει:
«Κατέβηκε ο Θεός στη γη κι ο άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς!
Κατέβηκε ο Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό!
Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος είναι στη γη!
Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός!
Είναι Θεός κι έλαβε σάρκα!
Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά, και στα χέρια Του κρατεί την οικουμένη!»

Οπότε η γέννηση του Χριστού δεν είναι βέβαια με τίποτα ένα κοινό γεγονός, αλλά ένα γεγονός μοναδικό στην ιστορία, διεθνούς αντί­κτυπου, παγκοσμίων αποτελεσμάτων. Είναι σαφώς παγκόσμιο γεγονός. Εξάλλου και ο Σωτήρας Χριστός ήταν και είναι «προσδοκία εθνών» (Γεν. 49, 10). Όλων των εθνών. Όλων μας.
Δεν είναι τυχαίο που με την σάρκωσή Του η Ιστορία χωρίστηκε στα δύο, στις περιόδους πριν και μετά τον Χριστό, στην περίοδο δηλαδή της άγνοιας και στην περίοδο της γνώσης του Θεού, όπως γίνεται και στον καθένα μας προ­σωπικά όταν Τον γνωρίσουμε πραγματικά. Ένα προ Χριστού κι ένα μετά Χριστό γίνεται η ζωή μας.
Λοιπόν, όπως τονίζουν οι Πατέρες της Εκ­κλησίας, «τούτο εορτάζομεν σήμερον. Επιδημίαν του Θεού προς τους ανθρώπους, ίνα προς τον Θεό ενδημήσωμεν ή επανέλθωμεν».
Το προσέξαμε αυτό το τελευταίο;

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012





Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 23 Δεκεμβρίου 2012.

Ευαγγελιστής Mατθαίος α΄1-25

Κείμενο:
Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαυΐδ υιού Αβραάμ. Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού, Ιούδας δε εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ, Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ, Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασών, Ναασών δε εγέννησε τον Σαλμών, Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ εκ της Ραχάβ, Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ εκ της Ρούθ, Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί, Ιεσσαί δε εγέννησε τον Δαυΐδ τον βασιλέα. Δαυΐδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα εκ της του Ουρίου, Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, Ροβαάμ δε εγέννησε τον Αβιά, Αβιά δε εγέννησε τον Ασά, Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν, Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Άχαζ, Άχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν, Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν, Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού επί της μετοικεσίας Βαβυλώνος. Μετά δε την μετοικεσίαν Βαβυλώνος Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, Σαλαθιήλ δε εγέννησε τον Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ, Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ, Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας, εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός. Πάσαι ουν αι γενεαί από Αβραάμ έως Δαυΐδ γενεαί δεκατέσσαρες, και από Δαυίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί δεκατέσσαρες, και από της μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού γενεαί δεκατέσσαρες. Του δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην. Μνηστευθείσης γαρ της μητρός αυτού Μαρίας τω Ιωσήφ, πριν η συνελθείν αυτούς ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου. Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν. Ταύτα δε αυτού ενθυμηθέντος ιδού άγγελος Κυρίου κατ΄ όναρ εφάνη αυτώ λέγων· Ιωσήφ υιός Δαυΐδ, μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου· το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστίν Αγίου· τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν· αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών. Τούτο δε όλον γέγονεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου δια του προφήτου λέγοντος· ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ΄ ημών ο Θεός. Διεγερθείς δε ο Ιωσήφ από του ύπνου εποίησεν ως προσέταξεν αυτώ ο άγγελος Κυρίου και παρέλαβε την γυναίκα αυτού, και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ου έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν.



Μετάφραση:
Γενεαλογικός κατάλογος του Ιησού Χριστού απογόνου του Δαβίδ, ο οποίος ήταν απόγονος του Αβραάμ. Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδα και τους αδερφούς του. Ο Ιούδας εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά με τη Θάμαρ. Ο Φαρές εγέννησε τον Εσρώμ και ο Εσρώμ τον Αράμ. Ο Αράμ εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ τον Ναασών και ο Ναασών τον Σαλμών. Ο Σαλμών εγέννησε τον Βοόζ με τη Ραχάβ, ο Βοόζ εγέννησε τον Ωβήδ με τη Ρουθ· ο Ωβήδ εγέννησε τον Ιεσσαί κι ο Ιεσσαί γέννησε τον Δαβίδ το βασιλιά. Ο βασιλιάς Δαβίδ εγέννησε τον Σολομώντα με τη γυναίκα του Ουρία· ο Σολομών εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ τον Αβιά, ο Αβιά τον Ασά· ο Ασά εγέννησε τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ τον Ιωράμ, ο Ιωράμ τον Οζία· ο Οζίας εγέννησε τον Ιωάθαν, ο Ιωάθαμ τον Άχαζ, ο Άχαζ τον Εζεκία· ο Εζεκίας εγέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής τον Αμών, ο Αμών τον Ιωσία· ο Ιωσίας εγέννησε τον Ιεχονία και τους αδερφούς του την εποχή της αιχμαλωσίας στη Βαβυλώνα. Μετά την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ και ο Σαλαθιήλ το Ζοροβάβελ· ο Ζοροβάβελ εγέννησε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ τον Ελιακίμ, ο Ελιακίμ τον Αζώρ· ο Αζώρ εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ τον Αχίμ και ο Αχίμ τον Ελιούδ· ο Ελιούδ εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ τον Ματθάν, ο Ματθάν τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ εγέννησε τον Ιωσήφ τον άντρα της Μαρίας. Από τη Μαρία γεννήθηκε ο Ιησούς, ο λεγόμενος Χριστός. Από τον Αβραάμ ως τον Δαβίδ μεσολαβούν δεκατέσσερις γενιές· το ίδιο κι από τον Δαβίδ ως την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, καθώς κι από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα ως το Χριστό. Η γέννηση του Ιησού Χριστού έγινε ως εξής: Η μητέρα του, η Μαρία, αρραβωνιάστηκε με τον Ιωσήφ. Προτού όμως συνευρεθούν, έμεινε έγκυος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Ο μνηστήρας της ο Ιωσήφ, επειδή ήταν ευσεβής και δεν ήθελε να τη διαπομπεύσει, αποφάσισε να διαλύσει τον αρραβώνα, χωρίς την επίσημη διαδικασία. Όταν όμως κατέληξε σ΄ αυτή τη σκέψη, του εμφανίστηκε στον ύπνο του ένας άγγελος σταλμένος από το Θεό και του είπε: «Ιωσήφ, απόγονε του Δαβίδ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, τη γυναίκα σου, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει γιο, και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, γιατί αυτός θα σώσει το λαό του από τις αμαρτίες τους». Με όλα αυτά που έγιναν, εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου, που είχε πει ο προφήτης: Να, η παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει γιο, και θα του δώσουν το όνομα Εμμανουήλ, που σημαίνει, ο Θεός είναι μαζί μας. Όταν ξύπνησε ο Ιωσήφ, έκανε όπως τον πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου και πήρε στο σπίτι του τη Μαρία τη γυναίκα του. Και δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της· ωσότου γέννησε το γιό της τον πρωτότοκο και του έδωσε το όνομα Ιησούς.



Σχόλια:
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
(Ματθ. 1, 1-25)

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ

«Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν»

ΙΗΣΟΥΣ! ΤΟ ΓΛΥΚΥΤΕΟ, το πιο όμορφο, το πιο αγαπημένο όνομα! Μέσα στο διάβα των αιώνων ηλέκτρισε, χαροποίησε, παρηγόρησε αναρίθμητες ανθρώπινες καρδιές.
Ιησούς! Το αγιώτερο πρόσωπο της ιστορίας. Η πιο μεγάλη και πιο ιερή μορφή όλων των αιώνων και όλων των εποχών. Η παρουσία Του πάνω στο πρόσωπο της γης στάθηκε το μεγαλύτερο ορόσημο. Η ώρα της γεννήσεως Του διαίρεσε στα δυο την ανθρώπινη ιστορία.
Ιησούς! Ο Χριστός. Ο Υιός του Θεού, ο Σωτήρας του κόσμου. Ο Λυτρωτής του γένους των ανθρώπων.
Τη γέννηση του Ιησού ετοιμάζεται να εορτάσει για μια ακόμη φορά η Εκκλησία Του, ο χριστιανικός κόσμος. Σ’ αυτό το μεγάλο γεγονός αναφέρεται στη σημερινή περικοπή ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Μας ιστορεί το γενεαλογικό δένδρο του Ιησού και εκθέτει τα γεγονότα που προηγήθηκαν τηε γεννήσεως Του.
Άγγελος Κυρίου εμφανίζεται στον μνήστορα Ιωσήφ. Διαλύει τις ανθρώπινες αμφιβολίες που τον βασάνιζαν. Εξηγεί το υπερφυές γεγονός της συλλήψεως ως έργο του Αγίου Πνεύματος. «Το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματος εστιν Αγίου». Και, τέλος, αναγγέλλει το όνομα που έπρεπε να δοθεί στο θείο βρέφος: «Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν». Δηλαδή, θα γεννήσει γιο και συ, που σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο αναγνωρίζεται προστάτης και πατέρας Του, θα τον ονομάσεις Ιησού.

Ιησούς
το όνομα του απεσταλμένου Λυτρωτή

ΙΗΣΟΥΣ, ΛΟΙΠΟΝ, το όνομα του θείου βρέφους. Με το όνομα τούτο περνά μέσα στην ιστορία ο Κύριος, ο Υιός και Λόγος του Θεού. Είναι όνομα θεοδώρητο. Δεντο προσέφεραν άνθρωπο αλλά ο ίδιος ο Θεός. Είναι όνομα άγιο και ιερό. Το αγιώτερο και το γλυκύτερο όλων των ονομάτων. Ο απόστολος Παύλος μας λέει ότι «ο Θεός εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ πάν όνομα» (Φιλ. 2, 9). Είναι όνομα προσκυνητό και λατρευτό. «Εν τω ονόματι Ιησού πάν γόνυ κα΄μψει επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Φιλ.2, 10).
Το όνομα του Ιησού έγινε η χαρά των πονεμένων. Το στήριγμα των αδυνάτων. Το καταφύγιο των αδικημένων. Το φως όλων εκείνων που πορεύονται στα δύσβατα μονοπάτια της ζωής. Το όνομα του Ιησού έγινε η ειρήνη πάνω στο πρόσωπο της γης. Η αγάπη και η ευδοκία του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους. Στο όνομα του Ιησού τα πλάσματα της γης και οι αιώνες απέθεσαν τις ελπίδες τους. Για τον Ιησού προφήτευσε ο Ησαΐας: «Τω ονόματι αυτού έθνη ελπιούσι» (Ησ. 42, 4).

Το όνομα του Ιησού
σημαίνει την αποστολή Του

ΤΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ άραγε Ιησούς, όνομα και λέξη εβραϊκή Ιησούς σημαίνει σωτήρ. Το όνομα του Κυρίου εκφράζει το έργο που ήρθε στον κόσμο να επιτελέσει, το σκοπό της θείας ενανθρωπήσεως. Ο άγγελος του Θεού αναγγέλλοντας στον μνήστορα Ιωσήφ το όνομα του Ιησού, που όφειλε να δώσει στο θείο βρέφος, έδινε παράλληλα και την εξήγηση αυτής της ονοματοδοσίας: «Αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (στιχ. 21).
Ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας μας, ο Λυτρωτής του κόσμου. Υπήρξε η προσδοκία των εθνών. Η γλυκιά απαντοχή των ανθρώπων. Η ελπίδα του περιουσίου λαού. Το όραμα των πατριαρχών. Το κήρυγμα των προφητών. Ο αναμενόμενος Μεσσίας. Ήρθε για να μας λυτρώσει. Να μας απαλλάξει από την κυριαρχία του διαβόλου. Να μας ελευθερώσει από τα δεσμά της αμαρτίας. Να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ ουρανού κα γης. Να μας ξαναδώσει τη χαμένη δυνατότητα κοινωνίας με τον Θεό. Να θεραπεύσει την άρρωστη φύση μας και έτσι να μπορέσουμε να ζήσουμε μια καινούργια ζωή, τη δική Του ζωή. Την αλήθεια αυτή ακούμε να διακηρύσσει ο απόστολος Πέτρος ενώπιον του Ιουδαϊκού Συνεδρίου: «Ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομα εστον έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ώ δει σωθήναι ημάς» (Πραξ. 4, 12).
Ο Ιησούς είναι ο αιώνιος Λυτρωτής. Σωτήρας όλων των ανθρώπων, όλων των αιώνων, όλων των εποχών. Ήρθε στον κόσμο από ανέκφραστη αγάπη. Και ενανθρώπησε για χάρη όλων των ανθρώπων. «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν», όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της πίστεως μας. Εκείνος μας χάρισε «παράκλησιν αιωνίαν» (Β’ Θεσ. 2, 16). Προσκάλεσε κάθε λανθρωπο «εις την αιώνιον αυτού δόξαν» (Β’ Τιμ. 2, 10). Και καθώς διακηρύττει ο απόστολος Παύλος, «εγένετο αίτιος σωτηρίας αιωνίου» (Εβρ, 5, 9).
Τα αποχριστιανισμένα Χριστούγεννα

ΓΙ’ ΑΥΤΟ, αν θέλουμε να γιορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, να κατανοήσουμε τη σημασία του μεγάλου γεγονότος, να νιώσουμε το μήνυμα που κρύβει η εορτή, οφείλουμε να αναζητήσουμε τον Ιησού. Ο Κϋριος και η Εκκλησία Του να γίνουν το κέντρο και ο άξονας του εορτασμού.
Το γλυκύτατο όνομα του Ιησού στα χείλη μας. Το όνομα, το υπέρ πάν όνομα του αγαπημένου Κυρίου μας, στα χείλη όλων των χριστιανών. Να το δοξάζουμε. Να το υμνούμε, να το ομολογούμε με τόλμη και θάρρος, με πίστη και λαχτάρα. Γράφει ο απόστολος Παύλος προς τους χριστιανούς της Ρώμης: «Εάν ομολογήσης εν τω στόματι σου Κύριον Ιησούν και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών σωθήση» (Ρωμ. 10, 9). Καιο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναρωτιέται: «Τι ούν μακαριώτερον; Τι ευδαιμονέστερον; Ή τι γλυκύτερον άλλο είναι ή το να μελετά τις πάντοτε το ένδοξον, το τερπνόν και πολυπόθητον όνομα του Ιησού Χριστού… Ποία δε έννοια και ενθύμησις είναι χαριεστέρα από της εννοίας και ενθυμήσεως του σωτηρίου και θεοπρεπούς και φοβερού ονόματος του Ιησού Χριστού και Υιού του Θεού;». Ο ίδιος ο Κύριος μας έχει διαβεβαιώσει: «Ό,τι αν αιτήσετε εν τω ονόματι μου, τούτο ποιήσω» (Ιω. 14, 13). Σε όλους εμάς που ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα ο προφήτης Ησαΐας παραγγέλλει: «Βοάτε το όνομα αυτού. Αναγγείλατε εν τοις έθνεσι τα ένδοξα αυτού. Μιμνήσκεσθε, ότι υψώθη το όνομα αυτού. Υμνήσατε το όνομα Κυρίου» (Ησ. 12, 4-5).
Το γλυκύτατο πρόσωπο του Ιησού στην καρδιά μας. Ο μεγάλος ένοικος. Ο υψηλός επισκέπτης. Η πρώτη μας αγάπη. Ο κορυφαίος μας πόθος. Ο αληθινός έρωτας μας. Ό,τι πιο ιερό, ο Ιησούς να ενοικήσει στην καρδιά μας. Ό,τι πιο μεγάλο, η καρδιά μας να φλέγεται από την αγάπη Του. Ο Παύλος, μια καρδιά που αγάπησε βαθιά τον Ιησού, έγραψε γι’ αυτήν την αγάπη: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. 8, 35).
Ο Ιησούς, τέλος, στη ζωή μας. Στην οικογένεια μας. Στην εργασία μας. Στο γραφείο μας. Στην ψυχαγωγία μας. Παντού και πάντοτε. Οδηγός και κυβερνήτης. Ο Ιησούς είναι ο ελευθερωτής. Ας τον καλέσουμε να μας λυτρώσει από τα δεσμά της αμαρτίας, να μας ελευθερώσει από τα πάθη μας. Είναι το φως. Ας τον ικετεύσουμε να έρθει για να φωτίσει τα σκοτάδια μας. Είναι η αλήθεια. Ας τον γνωρίσουμε. Είναι η χαρά. Ας τον παρακαλέσουμε να διώξεο τον πόνο και τις θλίψεις μας. Είναι η δικαιοσύνη. Ας του ζητήσουμε να εμπνεύσει τη σκέψη μας, να κατευθύνει τις πράξεις μας, να κυβερνήσει τον άδικο κόσμο μας. Είναι η ειρήνη. Ας προσευχηθούμε εκείνος να ειρηνεύσει τις καρδιές μας και τον ταραγμένο πλανήτη μας. Είναι η αγάπη. Ας τον προσκαλέσουμε να διώξει τα μίση και τις κακίες και να μαλακώσει με το βάλσαμο της αγάπης τις καρδιές μας.

* * *
Αδελφοί μου,
Είθε τα εφετινά Χριστούγεννα να τα γιορτάσουμε μαζί και κοντά στον Ιησού.
Τα χείλη μας ας υμνήσουν το γλυκύτατο όνομα Του.
Η καρδιά μας ας ετοιμαστεί να τον υποδεχθεί. Επισκέπτη και ένοικο. Λυτρωτή και Σωτήρα.
Και στην πορεία της ζωής μας Εκείνος ας είναι ο οδηγός και ο κυβερνήτης.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012




Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 16 Δεκεμβρίου 2012.
Ευαγγελιστής Λουκάς ιδ΄16-24
Κείμενο:
ο δε είπεν αυτώ· ανθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς· και απέστειλε τον δούλον αυτού τη ώρα του δείπνου ειπείν τοις κεκλημένοις· έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα και ήρξαντο από μιας παραιτείσθαι πάντες. ο πρώτος είπεν αυτώ· αγρόν ηγόρασα, και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. και έτερος είπε· ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε, και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά· ερωτώ σε, έχε με παρητημένον. και έτερος είπε· γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν. και παραγενόμενος ο δούλος εκείνος απήγγειλε τω κυρίω αυτού ταύτα. τότε οργισθείς ο οικοδεσπότης είπε τω δούλω αυτού· έξελθε ταχέως εις τας πλατείας και ρύμας της πόλεως, και τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς εισάγαγε ώδε. και είπεν ο δούλος· κύριε, γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί. και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμισθή ο οίκος μου. λέγω γαρ υμίν ότι ουδείς των ανδρών εκείνων των κεκλημένων γεύσεταί μου του δείπνου.



Μετάφραση:
Κι ο Ιησούς του είπε: «Κάποιος άνθρωπος ετοίμασε ένα μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει στους καλεσμένους: ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα. Τότε άρχισαν ο ένας μετά τον άλλο να βρίσκουν δικαιολογίες: Ο πρώτος του είπε: έχω αγοράσει ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω· σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένον. Άλλος του είπε: έχω αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και πάω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με. Κι ένας άλλος του είπε: είμαι νιόπαντρος και γι΄ αυτό δεν μπορώ να έρθω. Γύρισε ο δούλος εκείνος και τα είπε αυτά στον κύριό του. Τότε ο οικοδεσπότης οργισμένος είπε στο δούλο του: πήγαινε γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε μέσα τους φτωχούς, τους ανάπηρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς. Όταν γύρισε ο δούλος του είπε: κύριε, αυτό που πρόσταξες έγινε και υπάρχει ακόμη χώρος. Είπε πάλι ο κύριος στο δούλο: πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους και στα μονοπάτια κι ανάγκασέ τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου· γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από κείνους που κάλεσα δε θα γευτεί το δείπνο μου».



Σχόλια:

ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

«Άνθρωπος τις εποίησε δείπνον μέγα»

ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΗ μέσα στη ζωή μας η πρόσκληση, το προσκλητήριο. Οι άνθρωποι αισθανόμαστε την ανάγκη σε κορυφαία γεγονότα της ζωής μας ή ακόμη σε τακτές ημέρες που ορίζουμε, να καλέσουμε και άλλους ανθρώπους. Για να συμμετάσχουν σ’ αυτά. Να συμμεριστούν τη χαρά μας κι εμείς τη ζεστασιά της παρουσίας τους. Να παρακαθίσουν στο τραπέζι μας και με τον τρόπο αυτό να βρεθούμε ο ένας πλησιέστερα στον άλλον. Η λήψη μιας τέτοιας πρόσκλησης συνήθως μας γεμίζει χαρά. Όσο μάλιστα πιο σημαντικό είναι το πρόσωπο που μας καλεί, μια προσωπικότητα εξέχουσα, τόσο μεγαλύτερη τιμή και χαρά αισθανόμαστε. Και τότε σπεύδουμε ν’ ανταποκριθούμε στην πρόσκληση. Να παραστούμε εκεί όπου μας καλούν και να συμπεριφερθούμε σύμφωνα με όλους τους τύπους που υπαγορεύει η καλή συμπεριφορά και απαιτεί η επισημότητα της στιγμής.
Σ’ ένα επίσημο και μεγάλο δείπνο και μια βαθιά τιμητική πρόσκληση αναφέρεται και η ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε σήμερα. Δείπνο όχι ανθρώπινο αλλά ουράνιο και θείο. Και πρόσκληση που δεν διατυπώνει και δεν αποστέλλει άνθρωπος αλλά ο ίδιος ο Θεός.

Ποιο ακριβώς είναι το μέγα δείπνο;

ΕΙΝΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ του Θεού. Σ’ αυτήν καλεί ο Θεός όλους τους ανθρώπους δια του Μονογενούς Υιού Του. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ήρθε κοντά μας, ενανθρώπησε, για να συναγάγει «εις έν» τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού (Ιω. 11, 52). Εκείνος μας έσωσε, γράφει ο απόστολος Παύλος, και μας καλεί με μια «άγια κλήση» (Β’ Τιμ. 1, 9) «εις την εαυτού βασιλείαν και δόξαν» (Α’ Θεσσ. 2, 19). Εκείνος μας υποσχέθηκε το δικαίωμα να τρώμε και να πίνουμε στο τραπέζι Του στη βασιλεία Του (Λουκ. 22, 29). «Δείπνον ούν εικότως», ορίζει ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «η εν Χριστώ κλήσις ωνόμασται».
Η είσοδος μας στη βασιλεία του Θεού προϋποθέτει την ένταξη μας στο σώμα της Εκκλησίας, που είναι η οικογένεια των λυτρωμένων, η ίδια η βασιλεία του Θεού παρούσα μέσα στον κόσμο. Η πίστη στον Ιησού Χριστό και το Βάπτισμα που λαμβάνουμε μας εντάσσει στο σώμα της Εκκλησίας και μας δίνει το δικαίωμα εισόδου και στην ουράνια βασιλεία, το δικαίωμα συμμετοχής «εις το δείπνον του γάμου του αρνίου», καθώς γράφει η Αποκάλυψη (19, 9).
Ως μέλη της Εκκλησίας μπορούμε να συμμετέχουμε στο τραπέζι της θείας Ευχαριστίας. Να κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού. Να λαμβάνουμε μέσα μας «τον ζώντα άρτον, τον καταβάντα εκ του ουρανού» (Ιω. 6, 51). Η θεία Ευχαριστία αποτελεί το «Κυριακόν δείπνον» (Α’ Κορ. 11, 20). Και εικονίζει επί της γης «το μέγα δείπνον», στο οποίο θα παρακαθίσουμε κατά την ανέσπερη ημέρα της βασιλείας του Κυρίου. Κοινωνώντας, λοιπόν, το σώμα και το άιμα του Χριστού, συμμετέχουμε ήση από την παρούσα ζωή στο «μέγα δείπνον», προγευόμαστε τα «μέλλοντα αγαθά» της ουράνιας Βασιλείας (Εβρ. 9, 11).

Γιατί άραγε ο Κϋριος το ονομάζει «μέγα»;

ΔΙΟΤΙ ΜΕΓΑΣ είναι αυτός που το ετοίμασε και το προσφέρει. «Εστιάτωρ» του μεγάλου δείπνου είναι ο ίδιος ο Κύριος. Ο Υιός και Λόγος του Θεού. Εκείνος «ποιεί» το δείπνο. Η θεία Ευχαριστία είναι το δείπνο της Βασιλείας. Είναι το μυστικό Δείπνο που συνεχίζεται. «Πιστέψτε με», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ότι και τώρα είναι εκείνο το Δείπνο στο οποίο παρακαθόταν και Αυτός. Γιατί σε τίποτε δεν διαφέρει εκείνο το μυστικό δείπνο από τούτο το Μυστήριο. Επειδή δεν το κάνει αυτό ο άνθρωπος, κι εκείνο ο Χριστός. Αλλά και τούτο κι εκείνο Αυτός το προσφέρει». Όπου και αν τελείται το μυστήριο της Ευχαριστίας παρίσταται ο Χριστός. Εκείνος είναι ο προσφέρων και ο προσφερόμενος. «Πάρεστιν ο Χριστός και νυν, εκείνος ο την τράπεζαν διακοσμήσας εκείνην, ούτος και ταύτην διακοσμεί νυν».
Είναι μέγα το δείπνο του Κυρίου, διότι είναι μέγα, τρισμέγιστο, αυτό που παρατίθεται, αυτό που μας προσφέρεται. Είναι το πανάγιο σώμα και το τίμιο αίμα του αμώμου και ασπίλου Ιησού. «Ου γαρ ως κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν», γράφει ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοσφος και μάρτυς. Ο άρτος και ο οίνος της Ευχαριστίας μετά τη μεταβολή που ενεργεί το Άγιο Πνεύμα, «του σαρκοποιηθλέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι».
Και ο Κύριος προσφέρει το σώμα κα ιτο αίμα Του για να ζήσει ο κόσμος. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. 6, 54). Με τη συμμετοχή μας στη θεία Κοινωνία ενωνόμαστε με τον Χριστό. Μετέχουμε στη θεία ζωή. Ανατέλλει στις ψυχές μας η μέλλουσα Βασιλεία. Το «μέγα δείπνον» της Βασιλείας δεν είναι τίποτε περισσότερο από το Ευχαριστιακό δείπνο. «Δια τούτο ο Κύριος», γράφει ο Νικόλαος Καβάσιλας, «την εν τω μέλλοντι των αγίων απόλαυσιν δείπνον εκάλεσεν, ίνα δείξη ταύτης της τραπέζης μηδέν εκεί πλέον είναι».
Ακόμη ονομάζεται μέγα το θεϊκό δείπνο, διότι είναι «πολλοί» οι προσκεκλημένοι του. Ο Κύριος προσκαλεί όλους μας στο τραπέζι της Ευχαριστίας. Προσφέρεται για την ανθρωπότητα ολόκληρη. «Υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Κανέναν δεν εξαιρεί. Κανέναν δεν αποκλείει. «Πίετε εξ αυτού πάντες» (Ματθ. 26, 27). Μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, λευκοί και μαύροι, οι πάντες είναι καλεσμένοι στο θεϊκό δείπνο.

Η αχαρακτήριστη συμπεριφορά
των προσκεκλημένων

ΤΙ ΚΡΙΜΑ ΟΜΩΣ! Ο Κύριος να μας καλεί στο μεγάλο τούτο δείπνο κι εμείς οι άνθρωποι να μην ανταποκρινόμαστε. Να περιφρονούμε τη μεγάλη τιμή που μας γίνεται, να παρακαθίσουμε στο θεϊκό τραπέζι. Όπως οι καλεσμένοι της παραβολής, έτσι κι εμείς να επιστρατεύουμε διάφορες δικαιολογίες προκειμένου να μην αποδεχθούμε το προσκλητήριο που μας απευθύνει.
Ο πρώτος προφασίστηκε: «Αγρόν ηγόρασα και έχω ανάγκην εξελθείν και ιδείν αυτόν. Ερωτώ σε, έχε με παρητημένον». Δικαιολογία για την απόρριψη του θεϊκού προσκλητηρίου οι αγροτικές ασχολίες. Όπως τότε, στην εποχή του Κυρίου, έτσι και σήμερα πολλοί αδελφοί μας που ζουν στην ύπαιθρο, που ασχολούνται με την γη, απορροφώνται από την φροντίδα των αγροτικών ασχολιών τους: την καλλιέργεια της γης, το φύτεμα, το πότισμα, το σκάλισμα, τη συγκομιδή των καρπών, την προώθηση τους στο εμπόριο. Και όλα αυτά όχι μόνο τις καθημερινές αλλά και τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές. Ο Θεός τους καλεί κοντά Του, στο ναό, συνδαιτημόνες στο τραπέζι της Ευχαριστίας. Κι αυτοί, αδιαφορώντας για την πρόσκληση του Θεού, παίρνουν τον δρόμο για τα κτήματα. Πάνω από την αγάπη του Θεού, η αγάπη για την περιουσία! Πάνω από τη σωτηρία, η ύλη και ο πλουτισμός! «Ερωτώ σε, έχε με παρητημένον»!
Ο δεύτερος απάντησε: «Ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά». Στην παρούσα κατηγορία ανήκουν οι άνθρωπο που καταγίνονται με εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αποτελεί αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι το χρήμα και το κέρδος αιχμαλωτίζει εύκολα τον άνθρωπο. Και η πλεονεξία τον απογυμνώνει από κάθε άλλο και μάλιστα πνευματικό ενδιαφέρον. Η ψυχή κηρύσσεται σε ανυπαρξία. Και το Σαββατοκύριακο, αν δεν το απορροφήσουν κι αυτό οι επαγγελματικές δραστηριότητες, το διεκδικούν το ξενύχτι, η διασκέδαση, η κραιπάλη. Η Κυριακή για πολλούς, δυστυχώς, δεν είναι πλέον για τον Θεό αλλά για τα πάθη κα ιτα ζωώδη ένστικτα μας. Το Σαββατόβραδο θα ξενυχτίσουμε. Θα διασκεδάσουμε. Θα παραδοθούμε στο στρόβιλο του αισθησιασμού. Εξαντλημένοι και αποδιοργανωμένοι θα γυρίσουμε στο σπίτι τα χαράματα. Κι όταν οι καμπάνες θα ηχούν καλώντας μας στο θεϊκό τραπέζι της Ευχαριστίας, εμείς θα αδυνατούμε και να τις ακούσουμε. Τι κρίμα! Μια Κυριακή προδομένη! Ο Χριστός εγκαταλελειμμένος κα ιπεριφρονημένος από αυτούς που φέρουν το όνομα Του! Μια πρόσκληση τόσο τιμητική χωρίς ανταπόκριση!
«Και έτερος είπε. Γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν». Εμπόδιο για τον τρίτο ο γάμος. Η δημιουργία οικογένειας. Η φροντίδα των παιδιών. Η τακτοποίηση του σπιτιού. Η περιποίηση του κήπου. Η μετάβαση στο εξοχικό. «Μια Κυριακή μας μένει». «Να κοιμηθούνε λίγο και τα παιδιά». Αυτά και άλλα πολλά ισχυρίζονται οι άνθρωποι της τρίτης κατηγορίας. Όμως είναι προφανές ότι αποτελούν προφάσεις. Και φανερώνουν πόσο λίγη αγάπη υπάρχει στην καρδιά μας για τον Χριστό. Όλα χωρούν, όλα προσπαθούμε να τα προγραμματίσουμε στο εικοσιτετράωρο της Κυριακής. Μόνο ο Χριστός δεν έχει θέση! Έτσι η πρόσκληση του Θεού στο μεγάλο δείπνο Του πέφτει στο κενό! Ένα πλήθος ανθρώπων επαναλαμβάνουν το «έχε με παρητημένον», αφού αραδιάσουν μιαν ατέλειωτη σειρά προφάσεων.

* * *

Αδελφοί μου,
Αιώνες τώρα στρώνεται το θεϊκό τραπέζι. Ακατάπαυστα ο οικοδεσπότης του ουρανού και της γης παραθέτει το δείπνο το μέγα και μυστικό. Και μας απαυθύνει την τιμητική πρόσκληση Του να μετάσχουμε σ’ αυτό. «Έρχεσθε ότι ήδη έτοιμα εστι πάντα».
Μακάριοι όσοι ξεπερνούν δυσκολίες, όσοι παραμερίζουν εμπόδια, όσοι κατανικούν πειρασμούς και θέλγητρα πρόσκαιρα και απατηλά, και απαντούν μ’ ένα ολόκληρο ΝΑΙ.
Κύριε, έρχομαι! Δέξου με! Και αξίωνε με πάντοτε να πλησιάζω το άχραντο τραπέζι Σου με ακλόνητη πίστη. Με φλογερή αγάπη. Με καθαρή καρδιά. Να γεύομαι την ουράνια τροφή. Τον άρτον των αγγέλων. Κύριε, το σώμα και το αίμα Σου. Αμήν.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012



Επιμέλεια: Πρεσβύτερος Δημήτριος Λάμπρου.


Μη δικαιολογείς την αδράνειά σου.


Δεν υπάρχει πιο κρύο πράγμα από τον Χριστιανό που δεν σώζει άλλους. Δεν μπορείς εδώ να επικαλεσθείς την φτώχεια, διότι θα σε κατηγορήσει η χήρα που κατέβαλε τα δύο λεπτά… Δεν μπορείς να επικαλεστείς την ταπεινή σου καταγωγή, διότι και οι απόστολοι ήταν άσημοι και κατάγονταν από ασήμους. Δεν μπορείς να προβάλλεις την αγραμματοσύνη σου∙ κι εκείνοι ήταν αγράμματοι.Ακόμη κι αν είσαι δούλος, κι αν είσαι δραπέτης, θα μπορέσεις να εκπληρώσεις το καθήκον σου, διότι και ο Ονήσιμος τέτοιος ήταν. Κοίταξε όμως πού τον καλεί και σε τι υψηλό αξίωμα τον ανεβάζει ο απόστολος ∙ «ίνα κοινωνή μοι», λέγει, «εν τοις δεσμοίς μου». Δεν μπορείς να προφασιστείς την ασθένεια , διότι και ο Τιμόθεος τέτοιος ήταν, είχε «πυκνάς ασθενείας»…Δεν βλέπετε τα δένδρα τα άκαρπα πώς είναι γερά, πώς είναι ωραία, μεγάλα, λεία και ψηλά; Αλλά αν είχαμε κήπο, θα προτιμούσαμε να έχουμε ροδιές κι ελιές καρποφόρες παρά αυτά, διότι αυτά είναι για την τέρψη και όχι για την ωφέλειά μας∙ ελάχιστα ωφελούν. Τέτοιοι είναι οι χριστιανοί που φροντίζουν μόνο για τα δικά τους, ή μάλλον ούτε τέτοιοι, διότι αυτοί είναι για την φωτιά, ενώ τα καλλωπιστικά δένδρα χρησιμοποιούνται και για την οικοδόμηση και για την ασφάλεια των ιδιοκτητών.Τέτοιες ήταν και οι πέντε παρθένες, αγνές βέβαια και κόσμιες και σώφρονες, αλλά σε κανέναν χρήσιμες, γι’ αυτό και κατακαίονται. Τέτοιοι είναι αυτοί που δεν έθρεψαν τον Χριστό. Πρόσεξε ότι κανείς απ’ αυτούς δεν κατηγορείται για προσωπικά του αμαρτήματα∙ δεν κατηγορείται ότι πόρνευσε ούτε ότι επιόρκησε, καθόλου, αλλά ότι δεν υπήρξε χρήσιμος στον άλλο… Πώς είναι χριστιανός τέτοιος άνθρωπος; Πες μου, αν το προζύμι που ανακατεύεται με το αλεύρι δεν μεταβάλει στη δική του φύση όλο το φύραμα, είναι προζύμι; Και, αλήθεια, το μύρο που δεν γεμίζει ευωδιά εκείνους που πλησιάζουν, θα το ονομάσουμε μύρο;Μη πεις∙ μου είναι αδύνατον να παρακινήσω άλλους. Αν πράγματι είσαι χριστιανός, αδύνατο είναι το να μη συμβαίνει αυτό. Όπως αυτά που βλέπουμε στη φύση είναι αναντίρρητα, έτσι και τούτο∙ διότι στη φύση του χριστιανού βρίσκεται το πράγμα. Μην υβρίζεις τον Θεό. Αν πεις ότι δεν μπορεί να φωτίζει ο ήλιος, τον ύβρισες∙ αν πεις ότι ο χριστιανός δεν μπορεί να ωφελεί, ύβρισες τον Θεό και τον είπες ψεύτη. Διότι είναι ευκολότερο να μη θερμαίνει και να μη χύνει φως ο ήλιος, παρά να μη φωτίζει ο χριστιανός ∙ είναι ευκολότερο να γίνει σκοτάδι το φως, παρά να συμβεί αυτό. Μη λες, λοιπόν, είναι αδύνατο, διότι αδύνατο είναι το αντίθετο. Μην υβρίζεις, λοιπόν, τον Θεό.Αν ρυθμίσουμε σωστά τη ζωή μας , οπωσδήποτε θα συμβούν κι εκείνα και θα ακολουθήσουν σαν κάτι το φυσικό. Δεν είναι δυνατόν να μείνει κρυφό το φως του χριστιανού∙ δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί μια τόσο φωτεινή λαμπάδα. Αν μην αμελούμε λοιπόν!


(Ιωάννου Χρυσοστόμου Εις τας Πράξεις 20, 4΄PG 60, 162-164 ) .

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Ο Άγιος Νικόλαος.


Ο Αγιος Νικόλαος, Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, ο Θαυματουργός, είναι από τους πλέον αγαπητούς Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Αμέτρητοι ναοί έχουν κτισθεί προς τιμήν του, ενώ πλήθη λαού σπεύδουν να τον τιμήσουν και να ζητήσουν τη μεσιτεία του προς τον Κύριό μας.
Γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας γύρω στα 250 μ.Χ., από ευσεβείς και πλούσιους γονείς, οι οποίοι τον ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Βρέφος ακόμη απέδειξε ότι είχε τη χάρη του Θεού. Σύμφωνα με την παράδοση, με θαυμαστό τρόπο στάθηκε όρθιος την ώρα του λουτρού χωρίς καμία βοήθεια. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, θήλαζε μόνο μια φορά την ημέρα και μάλιστα μετά τη δύση του ηλίου.
Πολύ νωρίς ο Κύριος κάλεσε κοντά του τους δύο γονείς του και ο ίδιος, έχοντας πάντοτε οδηγό τη ρήση του Ευαγγελίου «δότε Ελεημοσύνην», μοίρασε την περιουσία του στους πτωχούς, και αφωσιώθηκε ολοκληρωτικά στη Λατρεία του Υψίστου. Είναι γνωστή και αξιοθαύμαστη η περίφημη ενέργειά του να βοηθήσει νύκτα και κρυφά τρεις αδελφές με αξιόλογο χρηματικό ποσό, για να μην αναγκαστούν, λόγω της φτώχιας τους, να παρασυρθούν στην ατίμωση.
Κινούμενος ο Νικόλαος από Ιερό πόθο, αποφάσισε να ταξιδέψει για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Κατά την διάρκεια του πλου, άρχισαν να πνέουν σφοδρότατοι άνεμοι, καιξέσπασε μεγάλη τρικυμία. Επιβάτες και πλήρωμα έχασαν την ψυχραιμία τους, και περίμεναν να καταποντισθούν. Ο Νικόλαος όμως γονατιστός προσευχήθηκε με θέρμη προς τον Κύριο, και το θαύμα έγινε. Οι άνεμοι έπαυσαν και η θάλασσα αμέσως γαλήνεψε. Όμως κάποιος ναύτης που ήταν στο κατάρτι, γλίστρησε και έπεσε στο κατάστρωμα νεκρός. Όλοι στενοχωρήθηκαν, που χάθηκε ένας άνθρωπος. Χάρη όμως στις θερμές προσευχές του Αγίου, ο ναύτης αναστήθηκε, σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο.
Μετά το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στα Πάταρα, όπου ζούσε με οσιότητα και δικαιοσύνη. Ο Θεός τον αξίωσε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος, και μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας, να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος. Έτρεφε μεγάλη αγάπη για τους φτωχούς και τους αδυνάτους. Ίδρυσε στην αρχιεπισκοπή του πτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Στις δύσκολες στιγμές των διωγμών του Διοκλητιανού εμψύχωνε το ποίμνιο του και ιδιαίτερα τους νέους. Γι’ αυτό συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και βασανίζεται. Υπομένει όμως όλες τις διώξεις και τις ταλαιπωρίες προς δόξαν Κυρίου. Μετά την κατάπαυση των διωγμών από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, αναλαμβάνει και πάλι το ποιμαντικό του έργο στα Μύρα. Το 325 μ.Χ. λαμβάνει μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, και καταπολεμεί με θάρρος και τόλμη τις κακοδοξίες του Αρείου. Υπερασπίζεται με σθένος την Ορθοδοξία και αναδεικνύεται «κανών πίστεως» και διδάσκαλος του Ευαγγελίου. Για την ενίσχυση του εμφανίστηκε ο ίδιος ο Χριστός, δίνοντας του ένα Ιερό Ευαγγέλιο, και η Υπεραγία θεοτόκος, του χάρισε ένα ωμοφόριο.
Όταν επέστρεψε απο τη Σύνοδο, συνέχισε το ποιμαντικό του έργο μέχρι τα βαθιά γεράματα, οπότε και παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό το 330 μ.Χ. Ο Κύριος τον τίμησε ιδιαίτερα για την ενάρετη χριστιανική ζωή του, που τη διέκρινε η βαθιά πίστη στον Παντοδύναμο Θεό και η ανεκτίμητη αγάπη του για τον άνθρωπο. Τον ανέδειξε ποταμό ιαμάτων και πηγή θαυμάτων. Θαυματουργούσε όταν ζούσε αλλά και μετά την κοίμηση του τα θαύματα του είναι αναρίθμητα.
Το έτος 1087, λόγω ταραχών, έγινε η μετακομιδή των ιερών λειψάνων του από τα Μύρα, στο Μπάρι της Ιταλίας. Ακόμη και κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας, ανέβλυζε τόσο πολύ μύρο από τα ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες αρρώστιες! Ενώ αρκετοί λιποθυμούσαν απο την ευωδία του.
Με τα ωραιότερα εγκώμια τον τιμά η Εκκλησία. «Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος, εγκρατείας διδάσκαλον» τον ονομάζει ο υμνωδώς και «ποιμένα μέγαν» τον αποκαλεί. Ανατολή και Δύση του αναγνωρίζουν ξεχωριστή θέση μεταξύ των Αγίων. Με εξαιρετική λαμπρότητα και δόξα τιμάται από τους Ρώσσους.
Ο Αγιος Νικόλαος είναι ο μεγάλος προστάτης των ναυτικών. Στο τιμόνι, στην πλώρη κάθε πλοίου, είναι τοποθετημένη η εικόνα του. Αμέτρητοι είναι οι ναοί στα λιμάνια, στα νησιά και στα ακρωτήρια, που φέρουν το όνομα του, τάματα των ναυτικών σε δύσκολες στιγμές, που τον επικαλούνται: ‘Αϊ-Νικόλα, βοήθα με!
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου και την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του στις 20 Μαΐου, αλλά και κάθε Πέμπτηψάλλονται στον ‘Αγιο Νικόλαο ωραιότατοι ύμνοι, διότι η Πέμπτη ημέρα της εβδομάδος, είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στους δώδεκα αποστόλους και στον Αγιο Νικόλαο.
Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά Μετεώρων.
Θαύματα του Αγίου Νικολάου.
Εκστατικός και πασίχαρης ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, περιγράφει στον συναξαριστή του και τα εξής θαυμαστά σημεία του «εν Αγίοις πατρός ημών Νικολάου, επισκόπου Μύρων».
Ούτος ο της νίκης επώνυμος, πολλά μεν εποίησε θαύματα, καθώς ο κατά πλάτος βίος αυτού ιστορεί. Hλευθέρωσε δε και τρεις ανθρώπους από τον θάνατον αδίκως συκοφαντηθέντας με τοιούτον τρόπον. Οι άνθρωποι αυτοί ήτον κλεισμένοι εις την φυλακήν εν Kωνσταντινουπόλει, και έμαθον την απόφασιν του θανάτου των, ότι αύριον έχουν να αποκεφαλισθούν. Όθεν επικαλέσθησαν τον Άγιον εις βοήθειάν τους, ενθυμήσαντες αυτόν, και ότι εις την Λυκίαν ελύτρωσε τους τρεις ανθρώπους, οι οποίοι έμελλον αδίκως να θανατωθούν. Διά τούτο ο Άγιος Nικόλαος επακούσας της δεήσεώς των, φαίνεται εις το όνειρον του βασιλέως Kωνσταντίνου, και του επάρχου Αβλαβίου. Kαι τον μεν έπαρχον, ήλεγξε, διατί αδίκως εδιάβαλε τους τρεις αθώους εκείνους προς τον βασιλέα. Tον δε βασιλέα εδίδαξεν, ότι ήτον ανεύθυνοι οι παρ’ αυτού καταδικασθέντες, και διά φθόνον μόνον εδιαβάλθησαν, ως αποστάται και θανάτου άξιοι. Όθεν διά της οπτασίας ταύτης ελευθέρωσεν αυτούς ο Άγιος από του θανάτου την καταδίκην.
Ου μόνον δε τούτο, αλλά και άλλα πολλά θαύματα ετέλεσεν ο θαυμαστός ΝιΚόλαος. Αγαπών γουν εν βίω ο Νικόλαος το ποίμνιόν του, και μετά θάνατον δεν αλησμόνησε το ποίμνιόν του ο ποιμήν ο καλός, αλλά καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν και ώραν, χαρίζει εις τους δεομένους ευεργεσίας και χάριτας, και ελευθερόνοι από κάθε κίνδυνον και περίστασιν τους αυτόν επικαλουμένους εκ πίστεως. Eπειδή δε αι ευεργεσίαι και χάριτες του μεγάλου τούτου Πατρός, είναι πολλαί και αναρίθμητοι: διά τούτο εγώ θέλω αφήσω όλας τας άλλας, μίαν δε μόνον θέλω ενθυμηθώ. Ας μη απιστήση δέ τινας ακούων το θαύμα, οπού ηκολούθησεν εις τας ημέρας μας, νομίζωντας, πως είναι τούτο αδύνατον. Διότι κανένα πράγμα δεν αδυνατεί εις τον Θεόν.
Εις την Kωνσταντινούπολιν ήτον ένας Χριστιανός ευλαβής και πιστός, με υπερβολήν αγαπών τον όσιον Πατέρα ημών Nικόλαον, και αμοιβαίως παρά του Πατρός νικολάου αγαπώμενος. Ούτος λοιπόν θέλωντας μίαν φοράν να ταξειδεύση εις άλλον τόπον διά κάποιαν αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Nαόν του Aγίου Νικολάου, και επροσευχήθη από βάθους καρδίας. Έπειτα αποχαιρετίσας τους συγγενείς του και φίλους, εμβήκεν εις το καΐκι. Kατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός εσηκώθησαν οι ναύται να γυρίσουν τα πανία του καϊκίου, επειδή και εγύρισεν άλλος άνεμος. Eσηκώθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος διά να υπάγη εις χρείαν ύδατος. Kαι επειδή όλοι οι ναύται εκαταγίνοντο εις το να γυρίσουν τα πανία, διά τούτο περιπλεχθείς ο χριστιανός εκείνος και συμποδισθείς, (καθώς τούτο συνειθίζει να ακολουθή εις τοιαύτας περιστάσεις), ερρίφθη εις την θάλασσαν. Οι δε ναύται δεν εδυνήθησαν να κάμουν καμμίαν μέθοδον διά να τραβίξουν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον. Ένα μεν, διατί ήτον σκότος και άλλο δε, διατί ο άνεμος έπνεε δυνατώτερα, και εβίαζε το πλοίον διά να πηγαίνη έμπροσθεν. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν και έκλαιον διά τον του ανδρός πικρόν θάνατον.
Ο δε χριστιανός εκείνος, επειδή και έπεσεν εις την θάλασσαν καθώς ήτον φορεμένος με όλα τα ρούχα του, καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενθυμήθη και έλεγε με τον νουν του. Άγιε Nικόλαε βοήθει μοι. Φωνάζωντας δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Kύριε! ευρέθη εις το μέσον του οσπητίου του. Kαι τούτο μη αισθανθείς, ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλά αισθητώς, Άγιε Νικόλαε βοήθει μοι. Οι δε γείτονες ακούοντες τας φωνάς του εσηκώθησαν. Oμοίως και οι άνθρωποι του οσπητίου του σηκωθέντες, άναψαν φως. Aλλά και οι έξωθεν ακούσαντες, έτρεξαν και εκείνοι, και βλέπουσιν αυτόν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα. Bλέπουσι δε και τρέχει νερόν πολύ της θαλάσσης από τα ρούχα οπού εφόρει. Όθεν από τον θαυμασμόν τους και έκστασιν, έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, μη ηξεύροντες τι να ειπούν. Ο δε χριστιανός εκείνος εφώναζεν. Aδελφοί, τι είναι αυτό οπού βλέπω; Eγώ γαρ ηξεύρω καλώτατα, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν απεχαιρέτισα όλους εσάς, και εμβήκα εις το καΐκιον. Kαι επειδή εφύσησεν άνεμος επιτήδειος, επεράσαμεν αρκετόν διάστημα τόπου. Εις δε την δευτέραν ή και τρίτην φυλακήν (ήτοι κατά την ενάτην ώραν της νυκτός), επήγα διά χρείαν ύδατος, και συμποδισθείς από τους ναύτας, ερρίφθηκα εις την θάλασσαν. Όθεν επικαλούμην τον Άγιον Nικόλαον εις βοήθειαν. Πού δε τώρα είμαι, δεν ηξεύρω. Όθεν εσείς είπατέ μοι. Ότι εγώ είμαι εκστατικός και άλλος εξ άλλου έγινα. οι δε συναθροισθέντες χριστιανοί ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το νερόν της θαλάσσης οπού έτρεχεν από τα ρούχα του, εξεπλάγησαν ως είπομεν, στοχαζόμενοι το παράδοξον του θαύματος. Όθεν έχαιρον μαζί με τον διασωθέντα αδελφόν, και εδάκρυον ενταυτώ. Kαι εις πολλήν ώραν το, Kύριε ελέησον, έκραζον. Ο δε χριστιανός εκείνος εκδυθείς τα βρεγμένα φορέματα, και ενδυθείς άλλα, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου Nικολάου. Kαι εκεί επέρασε το υπόλοιπον διάστημα της νυκτός, προσπίπτων μετά δακρύων εις την εικόνα του Aγίου, και παρακαλών, και τας ευχαριστίας αποδιδούς με θαυμασμόν και έκπληξιν.
Όταν δε ήλθεν ο καιρός του όρθρου, και εσυναθροίσθη ο λαός εις τον Nαόν του Αγίου κατά το σύνηθες, τότε έγινεν εις όλους φανερόν του Aγίου το θαύμα. Όθεν μυρισθέντες τα ηδύπνοα και ευωδέστατα εκείνα αρώματα, οπού έφερεν ο διασωθείς εκείνος χριστιανός εις τον Άγιον, βλέποντες δε και την Eκκλησίαν του Aγίου, οπού ήτον ολόφωτος, ηρώτων ένας τον άλλον διά να μάθουν την αιτίαν του πράγματος. Μαθόντες δε αυτήν, εξέστησαν άπαντες, δοξάζοντες μεν τον Θεόν, ευχαριστούντες δε τον μέγαν Nικόλαον.
Tούτο το εξαίσιον και υπερφυές αληθώς θαύμα και μεγαλείον του Aγίου, διεφημίσθη εις όλην την Mεγαλόπολιν του Kωνσταντίνου. Έφθασε δε και εις τας ακοάς τόσον του τότε βασιλέως, όσον και του Πατριάρχου. Όθεν αυτοί εκάλεσαν τον διασωθέντα εκείνον χριστιανόν επί Συνόδου. Όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων, εδιηγήθη παρρησία, πώς, και με τι τρόπον, και πότε ηκολούθησεν εις αυτόν το τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον τερατούργημα. Tο οποίον ακούσαντες όλοι, εβόησαν. «Mέγας εί Kύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!» Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού, εσυνάχθησαν οι χριστιανοί εις τον ναόν του Aγίου Nικολάου, και εποίησαν λιτανείαν και αγρυπνίαν, δοξάζοντες μεν και ευλογούντες τον Θεόν, απονέμοντες δε και την ευχαριστίαν εις τον τούτου πιστόν θεράποντα Nικόλαον.


(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012




Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 25 Νοεμβρίου 2012.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. ιη' στίχοι 18-27).
Ο πλούσιος νέος και ο Χριστός.



Κείμενο:

Τω καιρώ εκείνω άνθρωπός τις προσήλθε τω Ιησού πειράζων αυτόν και λέγων διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληονομήσω; είπε δε αυτώ ο Ιησούς· τί με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός ει μη είς, ο Θεός. Τάς εντολάς οίδας· μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, τίμα τον πατέρα Και την μητέρα σου. Ο δε είπε· ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου. Ακούσας δε ταύτα ο Ιησούς είπεν αυτώ· έτι έν σοι λείπει· πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ και δεύρο ακολούθει μοι. Ο δε ακούσας ταύτα περίλυπος εγένετο· ην γαρ πλούσιος σφόδρα.Ιδών δε αυτόν ο Ιησούς περίλυπον γενόμενον είπε- πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού. Ευκοπώτερον γαρ εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν.Είπον δε οι ακούσαντες· και τίς δύναται σωθήναι; Ο δε είπε· τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεω εστίν».



Μετάφραση:

Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, πειράζοντας τον και λέγοντας· Άγιε διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή; Και ο Ιησούς του είπε· Γιατί με λες άγιο; Κανένας δεν είναι άγιος παρά μόνο ένας, ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις· μην πειράξεις ξένη γυναίκα, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην πάρεις ψεύτικο όρκο, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Και εκείνος είπε· όλα αυτά τα έχω τηρήσει πιστά από τα μικρά μου χρόνια. Και όταν άκουσε αυτά ο Ιησούς, του είπε· ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πούλησε τα και μοίρασε τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό και έλα να με ακολουθείς. Αλλά εκείνος, όταν άκουσε αυτά, έπεσε σε μεγάλη λύπη· γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος. Όταν τον είδε ο Ιησούς που λυπήθηκε τόσο πολύ, είπε· πόσο δύσκολα εκείνοι που έχουν χρήματα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού! Γιατί είναι πιο εύκολο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα της βελόνας παρά πλούσιος μπει στη βασιλεία του Θεού. Τότε είπαν εκείνοι που τον άκουσαν: ποιος μπορεί να σωθεί; Και ο Ιησούς είπε τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για το Θεό.


Σχόλια:

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 18, 18-27)

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ
«Πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες
εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού!»

ΧΡΗΜΑ! ΜΙΑ ΛΕΞΗ που μαγεύει. Χρήμα! Ένα αντικείμενο που πολλοί το θεοποιήσαμε και το λατρεύουμε. Χρήμα! Ο κορυφαίος στόχος της ζωής πολλών ανθρώπων, τον οποίο αγωνίζονται να κατακτήσουν με όλες τους τις δυνάμεις.
Για τα χρήματα μας ομιλεί σήμερα και ο Κύριος. Με αφορμή τον πλούσιο εκείνο νέο που ήρθε να τον ρωτήσει με ποιόν τρόπο θα κληρονομούσε την αιώνια ζωή. Ο Ιησούς του υπέδειξε τον δρόμο των εντολών. Ο νέος απάντησε ότι τις τηρούσε από τα πρώτα νεανικά του χρόνια. Και τότε ο Κύριος του συνέστησε: «Σου λείπει και κάτι άλλο. Όλα όσα έχεις πούλησε τα. Μοίρασε τα στους φτωχούς. Έτσι θα αποκτήσεις ουράνιο θησαυρό. Και τότε ακολούθησε με».
Ο νέος, ακούγοντας τα λόγια τούτα του Χριστού, λυπήθηκε. «Ήν γαρ πλούσιος σφόδρα», σημειώνει ο ιερός Λουκάς. Γύρισε τις πλάτες κι έφυγε. Τότε ο Κύριος στράφηκε προς τους ακροατές Του και είπε: «Πόσο δύσκολο είναι γι’ αυτούς που έχουν τα χρήματα να μπουν στην Βασιλεία του Θεού!».
Ο Κύριος, λοιπόν, ομιλεί για το χρήμα, τον πλούτο και την ιδιοκτησία, θέματα καυτά σε κάθε εποχή, θέματα που απασχόλησαν βασανιστικά τους ανθρώπους και για τα οποία διεξήχθησαν τόσοι και τόσοι αγώνες. Τι, λοιπόν, έχει να μας πει; Και ευρύτερα; Ποια είναι η θέση του Ευαγγελίου και της Εκκλησίας;

Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία
από χριστιανική σκοπιά

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ αμφιβολία ότι, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Ο Θεός του έδωσε το δικαίωμα να νέμεται και να απολαμβάνει τα αγαθά της γης. «Κατακυριεύσατε αυτής» (της γης, δηλαδή), ήταν η εντολή του Θεού προς τους πρωτοπλάστους. «Ου κλέψεις» και «ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστιν», ήταν δυο από τις εντολές του Δεκαλόγου (Δευτ. 5, 19, 21). Μην κλέψεις κάτι που ανήκει στον άλλον. Μην επιθυμήσεις όσα είναι του πλησίον, του διπλανού σου. Στον πλούσιο νέο του σημερινού Ευαγγελίου ο Κύριος λέει: «Πάντα όσα έχεις πώλησον». Στους μαθητές Του έδινε την εντολή: «Πωλήσατε τα υπάρχοντα υμών και δότε ελεημοσύνην» (Λουκ. 12, 33). Κανείς όμως μπορεί να πουλήσει ό,τι είναι δικό του, ό,τι του ανήκει. Ο λόγος του Θεού μακαρίζει το έργο της φιλανθρωπίας: «Μακάριον εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πραξ. 20, 35). Αλλά για να δώσει κανείςσημαίνει πως πρέπει να έχει. Σημαίνει ότι μόνο από τα δικά του μπορεί να προσφέρει. Οι μυροφόρες γυναίκες, πιστές μαθήτριες του Κυρίου, ήταν ευκατάστατες. «Διηκόνουν αυτώ από των υπαρχόντων αυταίς» (Λουκ. 8, 3). Ένας από τους δώδεκα μαθητές, ο Ιούδας – ο μετέπειτα προδότης – είχε στα χέρια του το ταμείο συντηρήσεως του Κυρίου και των μαθητών. Ακόμη και τους φόρους προς το κράτος δεν αρνήθηκε να αποδώσει ο Ιησούς (Ματθ. 17, 27 & 21, 21).
Βεβαίως ο Κύριος στάθηκε αυστηρός απέναντι στους πλουσίους. «Ουαί υμίν τοις πλουσίοις, ότι απέχετε παράκλησιν υμών» (Λουκ. 6, 24). Όχι γιατί ο πλούτος από μόνος του είναι κάτι κακό, αλλά διότι εύκολα ο πλούσιος γίνεται δούλος του πλούτου. Λησμονεί τον Θεό. Περιφρονεί τον συνάνθρωπο του. Καταπατά την ηθική. Αρνείται την δικαιοσύνη.
Ακόμη μακάρισε τους φτωχούς. «Μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία του Θεού» (Λουκ. 6, 20). Όχι πάλι γιατί από μόνη της η φτώχεια σώζει, αλλά διότι – περισσότερο από τον πλούτο – δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να ελπίζει στον Θεό και να κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν εξαντλείται στη σωματική του υπόσταση μόνο, αλλ’ ότι περιλαμβάνει και μιαν αθάνατξ ψυχή, η οποία έχει τις δικές της πνευματικές ανάγκες.
Σε τελευταία ανάλυση ο Χριστός και τον πλούτο και την φτώχεια – φαινόμενα που συναντούμε σε όλες τις εποχές, ασχέτως τι είδους κοινωνικά και οικονομικά συστήματα επικρατούν – τα βλέπει από τη σκοπιά της αιωνιότητας. Τα κρίνει με το νόμο του Θεού. Τα αξιολογεί με κριτήριο τη μεγάλη αλήθεια ότι όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού με ίσα δικαιώματα και με ιερές υποχρεώσεις ο ένας απέναντι στον άλλο.

Οι πειρασμοί του χρήματος

ΔΕΝ ΑΡΝΕΙΤΑΙ, λοιπόν, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την ύπαρξη του χρήματος το Ευαγγέλιο, μέσα στη ζωή μας. Αυτό όπμως δεν σημαίνει πως δεν αναγνωρίζει και τους πειρασμούς που συνεπάγεται το πράγμα, αν ο άνθρωπος δεν το τοποθετήσει πάνω σε ορθή βάση. Αν δεν κάνει καλή χρήση του χρήματος. Είναι όντως δυνατό το χρήμα. Συγχρόνως όμως και τρομερή αδυναμία! Γιατί;
Πρώτον διότι πολλές φορές υποδουλώνει εκείνον που το έχει. Από κύριο τον μεταβάλλεο σε υπηρέτη. Από ελεύθερο άνθρωπο σε ανδράποδο του μαμμωνά. Από λάτρη του ζώντος και αληθινού Θεού σε ειδωλολάτρη, αφού κατά τον Απόστολο η πλεονεξία είναι «ειδωλολατρεία» (Κολ. 3,5).
Δεύτερον διότι, προκειμένου να αποκτηθούν και να διαφυλαχθούν τα πλούτη, ο άνθρωπος εκτίθεται σε τρομερούς κινδύνους. «Οι βουλόμενοι πλουτείν», υπογραμμίζει με έμφαση ο απόστολος Παύλος, «εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν» (Α’ Τιμ. 6, 9). Το χρήμα μοιάζει λίγο με το νερό. Όταν κυλά ήρεμα, δροσίζει και ποτίζει τα πάντα. Όταν όμως γίνεται ορμητικό και πλημμυρίζει, τότε πνίγει και καταστρέφει οτιδήποτε συναντήσει στο πέρασμα του.
Τρίτον, οι κυνηγοί του χρήματος δοκιμάζουν μεγάλους πειρασμούς, που δυσκολεύουν την απόκτηση της αρετής και διευκολύνουν την διάπραξη της αμαρτίας. Εύκολα καταπατούν τον ηθικό νόμο. Στραγγαλίζουν το δίκαιο. Εκμεταλλεύονται τον μόχθο και τον ιδρώτα των άλλων. Παρανομούν και φοροδιαφεύγουν. Τυφλωμένοι καθώς είναι από τη λάμψη του χρυσού, βλέπουν τα πάντα κάτω από το παραμορφωτικό πρίσμα της μανίας του πλουτισμού που τους τυραννεί.
Γι’ αυτό και ο Κύριος σήμερα επισημαίνει μελαγχολικά ότι «δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν του Θεού». Δεν λέει ότι είναι αδύνατον αλλά δύσκολο. Και όταν οι ακροατές Του ευθύς αμέσως τον ρωτήσουν «Και τις δύναται σωθήναι;», εκείνος θα απαντήσει: «Τα αδύνατα παρά ανθρώπους δυνατά παρά τω Θεώ εστιν». Κοντά στο Θεό όλα είναι δυνατά. Και η σωτηρία των πλουσίων, αυτών που διαθέτουν άφθονο χρήμα, αρκεί να συνειδητοποιήσουν το χρέος τους και να αγωνιστούν να το εκπληρώσουν.
Η χριστιανική στάση απέναντι στο χρήμα

ΤΟ ΧΡΗΜΑ συνεπάγεται μερικές βασικές υποχρεώσεις για τον χριστιανό που θέλει να το αντιμετωπίζει με τα κριτήρια του Ευαγγελίου του Χριστού.
Υποχρέωση πρώτη, να το κερδίζουμε με θεμιτά μέσα. Με τον τίμιο και ευλογημένο ιδρώτα μας. Όχι με την κλεψιά. Όχι με την εκμετάλλευση από τον εργοδότη, μα ούτε και με την απάτη από την πλευρά του εργαζομένου. Γιατί, δυστυχώς, στις μέρες μας και τα δυο συμβαίνουν.
Υποχρέωση δεύτερη, το χρήμα στην υπηρεσία του ανθρώπου. Υπηρέτης και όχι κύριος μας. Μέσο και όχι σκοπός. Για τις ανάγκες μας και όχι για σπατάλη, για επίδειξη , για ασωτείες. «Το χρήμα», λέει μια γαλλική παροιμία, «είναι καλός υπηρέτης, αλλά κακός κύριος».
Υποχρέωση Τρίτη, το χρήμα στην υπηρεσία της αγάπης. Όσοι διαθέτουμε χρήματα και μάλιστα άφθονα, δεν μπορούμε να αγνοούμε επιδεικτικά τον διπλανό μας που βασανίζεται από την φτώχεια και τη μιζέρια. Δεν είναι επιτρεπτό χριστιανικά να φυλακίζουμε το χρήμα και να το αχρηστεύουμε. Διότι, όπως παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος για τη φύση του πλούτου, «το μεν στάσιμον άχρηστον, το δε κινούμενον και μεταβαίνον κοινωφελές τε και έγκαρπον». Ιδιαίτερα σήμερα το χριστιανικό χρέος επιβάλλει σε όλους μας να δώσουμε συνεπέστερα και αποτελεσματικότερα τη μαρτυρία της έμπρακτης αγάπης.
Υποχρέωση τέταρτη, η ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεό. Εκείνος είναι ο μεγάλος πλουτοδότης. Κάθε αγαθό Εκείνος μας το χαρίζει. Εμείς είμαστε οι διαχειριστές του. Αυτοί που με φρόνηση , αλλά και γενναιοδωρία, θα πρέπει να τα διαχειριστούμε. Όχι μόνο για τον εαυτό μας αλλά και για τους άλλους, που κι εκείνοι είναι παιδιά του Θεού, αδέλφια μας. «Ίνα το σόν περίσσευμα γένηται εις το εκείνον υστέρημα» (Β’ Κορ. 8, 13).
* * *

Αδελφοί μου,
Ο νέος του σημερινού Ευαγγελίου έχασε την αιώνια ζωή. Προτίμησε τα πλούτη του. Αγάπησε περισσότερο τα χρήματα του.
Η δική μας προτίμηση είθε να είναι αντίθετη. Με τα φθαρτά ας αγοράσουμε τα άφθαρτα. Με τα πρόσκαιρα τα αιώνια. Με την ορθή χρήση του χρήματος να εισέλθουμε στην Βασιλεία του Θεού!

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012



Ο πόλεμος του διαβόλου.


Όταν ο εχθρός της ψυχής μας διάβολος δεν μπορεί να πετύχει τον σκοπό του με άλλα μέσα, καταφεύγει σ΄αυτό το μέσο : Προσβάλλει τον άνθρωπο στις φυσικές του ροπές. Λόγου χάρη, πολλές φορές τυφλώνεται ο νους του αγωνιστού βλέποντας ωραία πρόσωπα. Και ο διάβολος τότε μεταχειρίζεται το παν, ώστε να του δημιουργήσει αισχρούς και ακάθαρτους λογισμούς. Έτσι με τη σατανική πονηρία δεν χτυπάει τον χριστιανό άμεσα, γιατί θα ήταν και η αντίδραση άμεση, αλλά έμμεσα. Και αφού νικήσει τον άνθρωπο στο πρώτο στάδιο και συγκατατεθεί στην αμαρτία, ύστερα τον οδηγεί και στην πονηρή και αισχρή πράξη. Χρειάζεται πολλή προσοχή, γιατί μπορεί να πέσει έτσι κάποιος που να έχει φτάσει ψηλά στην αρετή. Το κάλλος των γυναικών, τα φορέματα, οι καλλωπισμοί και γενικά η απρόσεκτη και άσεμνη συμπεριφορά τους, είναι αφορμές να πέσει ο αγωνιστής. Χρειάζεται λοιπόν πολλή προσοχή.

Οι ηδονές του σώματος και οι πειρασμοί της σάρκας είναι φωτιά και δεν πρέπει να παίζει κανείς μ’αυτή, γιατί οπωσδήποτε θα καεί. Εκείνο που χρειάζεται στην περίπτωση αυτού του πολέμου είναι η περιφρόνηση. Γιατί όσο περισσότερη σημασία δίνει κανείς στους πειρασμούς, τόσο ο σατανάς προχωράει.

Χωρίς καμία αμφιβολία, αυτοί που υπομένουν καρτερικά τους πειρασμούς είναι «φιλόθεοι». Υποφέρουν, λιώνουν πολλές φορές από τη σφοδρότητα των σαρκικών πειρασμών, αλλά δεν υποχωρούν για την αγάπη του Θεού και τη σωτηρία της ψυχής τους. Δεν υποχωρούν στις κολακείες και στα ψέμματα του σατανά. Γνωρίζουν καλά ότι όλα αυτά είναι δολώματα, που με σατανική τέχνη βάζει στο αγκίστρι του ο πονηρός, για να πιάσει τη ψυχή και να την οδηγήσει στην καταστροφή και στην απελπισία.

Αυτοί λοιπόν που πειράζονται και δεν υποχωρούν, δεν γίνονται γνωστοί μόνο στον Θεό, αλλά και σ’αυτόν τον διάβολο που έχει πολύ πόθο να πειράζει τους ανθρώπους του Θεού, όπως τον δίκαιο Ιώβ. Ο Θεός δεν εγκαταλείπει ποτέ τον αγωνιστή, αλλά υποχωρεί για λίγο, ώστε να δοκιμασθεί η πίστη του. Και δεν αφήνει ποτέ τον διάβολο να τον πολεμήσει περισσότερο από τις δυνάμεις του. Όχι όσο θέλει ο διάβολος, αλλά όσο θέλει ο Θεός. Αυτό είναι το μέτρο στους πειρασμούς. Γιατί ο Θεός θέλει να δοκιμάζονται οι αληθινοί και σταθεροί αγωνιστές. Όποιος αγωνίζεται ανυποχώρητα κατά των πειρασμών δεν υπολογίζει τίποτα, αψηφά τα πάντα και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να γίνει ευάρεστος στον Θεό. Ο καλός αγωνιστής όλες τις χαρές και τις δόξες του κόσμου τις θεωρεί σαν σκουπίδια μπροστά στην αγάπη του Θεού. Και όσο ο αγωνιστής προχωρεί στην αρετή, τόσο ταπεινώνεται και αποδίδει τη δόξα στον Θεό, ο οποίος τον βοηθάει και είναι ο αίτιος της νίκης του.

Την ώρα που μας κυκλώνουν οι πειρασμοί, ας παρακαλούμε τον Θεό λέγοντας : «Σύ, Κύριε, υπάρχεις ο μόνος δυνατός, και ο αγώνας μας είναι πρώτα δικός Σου αγώνας. Στα χέρια Σου παραδινόμαστε. Πολέμησε και νίκησε μαζί μας». Έτσι δοκιμάζονται οι καλοί αγωνιστές, όπως δοκιμάζεται το χρυσάφι στη φωτιά που καθαρίζεται από τα άχρηστα στοιχεία και βγαίνει αγνό και καθαρό. Χωρίς τη φωτιά δεν το αναγνωρίζεις, γιατί είναι ανακατωμένο με άλλες άχρηστες ουσίες. Χωρίς πειρασμούς ο χριστιανός δεν έχει καθαρισθεί από τον ρύπο της ψυχής του, που δεν τον αφήνει να πλησιάσει τον Θεό.

Οι ψεύτικοι χριστιανοί λυγίζουν εύκολα όταν βρεθούν στο καμίνι των πειρασμών και απομακρύνονται έτσι από τον Θεό. Και λυγίζουν γιατί άνοιξαν την πόρτα της ψυχής τους στον διάβολο, με την αμέλεια ή με την υπερηφάνεια. Έτσι η θεία χάρη φεύγει απ’αυτούς και χαίρεται ο σατανάς για τη νίκη του. Αυτοί οι ψυχροί χριστιανοί είναι νόθοι και χάνουν τις πνευματικές τους δυνάμεις μέχρι σημείου που να αισθάνονται άδειο τον εαυτό τους. Πέφτουν γιατί θεωρούν την πτώση γλυκειά και δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια να υπομείνουν τις δυσκολίες του αγώνα.

Αυτοί που ψυχικά είναι ράθυμοι δεν φοβούνται μόνο τους ισχυρούς πειρασμούς, αλλά τρέμουν και ταράζονται ακόμη και από τον θόρυβο που κάνει το φύλλωμα των δένδρων. Λιποψυχούν με το παραμικρό και δεν μπορούν να υπομείνουν λίγη πείνα ή μια μικρή αρρώστια. Οι δυνατοί αγωνιστές νικούν τις απαιτήσεις του σώματος και ενώ πεινούν, εξασκούν τον εαυτό τους στην εγκράτεια και στην άσκηση.

Αυτοί ικανοποιούνται να βιάζουν τη φύση τους, γιατί γνωρίζουν ότι το σώμα αντιστρατεύεται στο πνεύμα. Κοπιάζουν για την αρετή και υπομένουν καρτερικά τους πειρασμούς, γιατί γνωρίζουν ότι απ’αυτούς γίνονται τέλειοι και ευφραίνεται ο Θεός. Υπομένουν ευχάριστα κόπους, πόνους και θυσίες για την αγάπη του Θεού. Τους πειρασμούς και τις πονηριές του διαβόλου υπομένουν με γενναιότητα και ακμαίο φρόνημα. Έτσι νικούν τον σατανά, προχωρούν στην αρετή και ευφραίνεται ο επουράνιος Πατέρας, που θα τους δώσει, την ημέρα της Κρίσεως, το στεφάνι της νίκης.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 11 Νοεμβρίου.
Ευαγγελιστής Λουκάς κεφάλαιο ι΄ στίχοι: 25-37


Κείμενο:
Και ιδού νομικός τις ανέστη εκπειράζων αυτόν και λέγων· διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω; Ο δε είπε προς αυτόν· εν τω νόμω τι γέγραπται; Πως αναγινώσκεις; Ο δε αποκριθείς είπεν· αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως εαυτόν. Είπε δε αυτώ· ορθώς απεκρίθης· τούτο ποίει και ζήση. Ο δε θέλων δικαιούν εαυτόν είπε προς τον Ιησούν· και τις εστί μου πλησίον; Υπολαβών δε ο Ιησούς είπεν· άνθρωπός τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ, και λησταίς περιέπεσεν· οι και εκδύσαντες αυτόν και πληγάς επιθέντες απήλθον αφέντες ημιθανή τυγχάνοντα. Κατά συγκυρίαν δε ιερεύς τις κατέβαινεν εν τη οδώ εκείνη, και ιδών αυτόν αντιπαρήλθεν. Ομοίως δε και Λευΐτης γενόμενος κατά τον τόπον, ελθών και ιδών αντιπαρήλθε. Σαμαρείτης δε τις οδεύων ήλθε κατ΄ αυτόν, και ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη, και προσελθών κατέδησε τα τραύματα αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, επιβιβάσας δε αυτόν επί το ίδιον κτήνος ήγαγεν αυτόν εις πανδοχείον και επεμελήθη αυτού· και επί την αύριον εξελθών, εκβαλών δύο δηνάρια έδωκε τω πανδοχεί και είπεν αυτώ· επιμελήθητι αυτού, και ο,τι αν προσδαπανήσης, εγώ εν τω επανέρχεσθαί με αποδώσω σοι τις ουν τούτων των τριών πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς; Ο δε είπεν· ο ποιήσας το έλεος μετ΄ αυτού. Είπεν ουν αυτώ ο Ιησούς· πορεύου και συ ποίει ομοίως.



Μετάφραση:



Κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς τον ρώτησε: «Ο νόμος τι γράφει;» Εκείνος απάντησε: «Να αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ΄ όλη την καρδιά σου και μ΄ όλη την ψυχή σου, μ΄ όλη τη δύναμή σου και μ΄ όλο το νου σου· και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». «Πολύ σωστά απάντησες», του είπε ο Ιησούς· «αυτό κάνε και θα ζήσεις». Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: «Και ποιος είναι ο πλησίον μου;» Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: «Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Από εκείνο το δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από εκείνο το μέρος· παρ΄ όλο που τον είδε κι αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι΄ αυτόν. Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: φρόντισέ τον, κι ότι παραπάνω ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω. Ποιος λοιπόν απ΄ αυτούς τους τρεις κατά τη γνώμη σου αποδείχτηκε πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές;» Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: «Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε». Τότε ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο».



Σχόλια:


Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ

«Πορεύου και συ ποίει ομοίως»

Μ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ επισφράγισε ο Κύριος την παραβολή του Καλού σαμαρείτου. Τα’ απηύθυνε στο νομικό που τον πλησίασε για να τον πειράξει ζητώντας να του πει αρχικά τι θα έπρεπε να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή και στη συνέχεια ποιος είναι ο «πλησίον», την αγάπη προς τον οποίο ο Κύριος και ο νόμος του Θεού θεωρεί μια από τις δυο βασικές προϋποθέσεις σωτηρίας του ανθρώπου. «Πήγαινε – του είπε – και κάνε κι εσύ το ίδιο». Όχι ό,τι έκανε ο ιερεύς, που είδε τον δυστυχισμένο Σαμαρείτη πεσμένο κάτω, αιμόφυρτο, πληγωμένο, «ημιθανή τυγχάνοντα», και τον προσπέρασε. Όχι ό,τι έκανε και ο Λευΐτης – εκπρόσωπος και τούτος της τάξεως των αφιερωμένων στην υπηρεσία του Ναού του Θεού -, που τον περιεργάστηκε και συνέχισε τον δρόμο του. Αλλ’ ό,τι έκανε ποιος; Ο Σαμαρείτης. Ένας άγνωστος. Ένας αλλοεθνής. Ένας Σαμαρείτης προς ένα Ιουδαίο, παρά το γεγονός ότι αναμεταξύ τους υπήρχε μίσος και απέχθεια και δεν αντάλλασσαν ούτε απλό χαιρετισμό.
Τι ακριβώς έκανε ο καλός Σαμαρείτης; Είδε τον δυστυχισμένο άνθρωπο πεσμένο στην άκρη του δρόμου. Τον συμπόνεσε. Έσκυψε, έπλυνε τις πληγές, έδεσε τα τραύματα του, τον ανέβασε στο ζώο του, τον μετέφερε στο πανδοχείο, τον φρόντισε. Ακόμη πλήρωσε γι’ αυτόν. Έδωσε εντολή να συνεχίσουν τη φροντίδα. Και διαβεβαίωσε τον ξενοδόχο ότι θα ξαναπερνούσε για να του καταβάλει όσα, ίσως, θα δαπανούσε επιπλέον.
Αν, λοιπόν, ο νομικός ήθελε να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, αν ήθελε να εκπληρώσει την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον του όφειλε να μιμηθεί τον Σαμαρείτη. Να κάνει κι αυτός το ίδιο. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως».
Την ίδια εντολή επαναλαμβάνει σήμερα και σ’ εμάς ο Κύριος. Ως χριστιανοί έχουμε ιερό χρέος να αγαπούμε τον πλησίον μας. Πως όμως; Με ποιο τρόπο; Απάντηση στο ερώτημα μας αυτό δίνει το υψηλό παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη, ο τρόπος με τον οποίο έδειξε την αγάπη του προς τον «εμπεσόντα εις τους ληστάς» συνάνθρωπο του.

Η αγάπη μας να εκφράζεται έμπρακτα

Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΑ φιλάνθρωπα αισθήματα μας για τον πλησίον μας δεν πρέπει να περιορίζονται σε λόγια μόνο, σ’ εκφράσεις συμπάθειας και λύπης. Είναι ανάγκη να μεταφράζονται σε πράξεις, σε συγκεκριμένες ενέργειες. Όπως η πίστη έτσι και η αγάπη, αν δεν συνοδεύεται από τα ανάλογα έργα, είναι νεκρή και ανώφελη. Αυτή την έμπρακτη αγάπη, την αγάπη των έργων, μας δείχνει ο καλός Σαμαρείτης. Αυτήν αποζητά και ο πλησίον μας. Ο φτωχός θέλει βοήθεια. Ο πεινασμένος ψωμί. Ο γυμνός ένδυμα. Ο φυλακισμένος την επίσκεψη. Ο άρρωστος να σταθούμε δίπλα του. Ο κατάκοιτος να του συμπαρασταθούμε.
Το χρέος τούτο της έμπρακτης αγάπης υπογραμμίζει ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγοντας: «Εάν αδελφός ή μια αδελφή δεν έχουν να ντυθούν και να συντηρηθούν και κάποιος από σας τους πει Πηγαίνετε στο καλό, ζεσταθείτε και χορταστείτε, και δεν τους δώσετε τα αναγκαία για το σώμα, ποιο το όφελος; (Ιακ. 2,15-16). Τα λόγια, όσα καλά και αν είναι, δεν ωφελούν όταν ο άλλος έχει ανάγκη από την έμπρακτη αγάπη μας. «Τεκνία», μας συμβουλεύει ο ευαγγελιστής της αγάπης, «μη αγαπώμεν λόγω, μηδέ γλώσση, αλλ’ εν έρω και αληθεία» (Α’ Ιω. 3, 18).

Η αγάπη μας να εκδηλώνεται αμέσως

ΟΣΟ ΠΙΕΣΤΙΚΟΤΕΡΗ είναι η ανάγκη, τόσο ταχύτερη θα πρέπει να είναι και η ανταπόκριση της αγάπης μας. Ο Σαμαρείτης είδε τον πληγωμένο από μακριά. Έτρεξε. Πήγε κοντά του. «Ήλθε κατ’ αυτόν» λέει το Ευαγγέλιο. Κι εμείς έτσι οφείλουμε να εκδηλώνουμε την αγάπη μας. Δεν θα πρέπει να περιμένουμε να έρθει ο πλησίον μας. Να μας εκθέσει την κατάσταση του. Να ταπεινωθεί χτυπώντας την πόρτα μας και περιγράφοντας τις ανάγκες του. Εμείς πρώτοι να τον αναζητήσουμε. Να τον ανακαλύψουμε. Ας μη ξεχνούμε ότι υπάρχουν πληγές που δεν φαίνονται. Ανάγκες που αυτός που τις έχει, διστάζει, ντρέπεται να τις εκθέσει. Φτώχεια και δυστυχία που δεν βγαίνει στους δρόμους να επιδειχθεί. Υπάρχουν φτωχοί και αναξιοπαθούντες συνάνθρωποι μας, που η αξιοπρέπεια τους δεν τους αφήνει να δημοσιοποιήσουν την τραγική κατάσταση τους.
Ο Σαμαρείτης δεν είπε «είμαι βιαστικός. Πρέπει να φτάσω έγκαιρα στον προορισμό μου. Έχω υποθέσεις πολλές να τακτοποιήσω». Ούτε σκέφτηκε να αναθέσει το καθήκον της αγάπης σε κάποιον άλλον. Τίποτε από όλα αυτά δεν πέρασε από το νου του. Μόνο το χρέος του. Γι’ αυτό κατεβαίνει από το ζώο του, έρχεται κοντά στον πονεμένο και παρευθύς αρχίζει το φιλάνθρωπο έργο του.

Η αγάπη μας να είναι αποτελεσματική
Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΕΠΕΙ να είναι όσο γίνεται τελειότερη, ολοκληρωμένη. Ο Σαμαρείτης δεν αρκέστηκε να κατεβεί από το ζώο του, να πλύνει τις πληγές και να δέσει τα τραύματα, αλλά τον ανέβασε στο ζώο, τον μετέφερε στο πανδοχείο, πλήρωσε γι’ αυτόν και υποσχέθηκε πως θα ξαναπεράσει.
Κι εμείς δεν φτάνει να δίνουμε κάτι στον φτωχό για να τον «ξεφορτωθούμε», κάτι για τα μάτια. Το ενδιαφέρον μας πρέπει να είναι πηγαίο, έντονο και να εξαντλεί κάθε δυνατότητα μας. Να μεταχειριζόμαστε όσα μέσα έχουμε στη διάθεση μας. Η προσφορά μας να μην είναι μπάλωμα αλλά πραγματική ανακούφιση.

Η αγάπη μας να δραστηριοποιείται αφόβως

ΑΚΟΜΗ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ να εκδηλώνουμε άφοβα την αγάπη μας. Ο Σαμαρείτης γνώριζε την περιοχή. Από την κατάσταση, άλλωστε, που αντίκρυζε καταλάβαινε ότι, ίσως πολύ κοντά, ήταν κρυμμένοι ληστές. Ο τόπος έρημος κι επικίνδυνος. Η νύχτα ερχόταν. Κι ο ίδιος διέτρεχε κίνδυνο. Εν τούτοις δεν τρομάζει. Δεν φοβάται. Τίποτε από όλ’ αυτά δεν τον εμποδίζουν να εκπληρώσει το χρέος του. Να υπακούσει στην επιταγή της συνειδήσεως του. «Φόβος», μας λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιω. 4,18).
Γι’ αυτό κι εμείς ασκώντας το χρέος της αγάπης τίποτε δεν πρέπει να φοβόμαστε. Ούτε τα σχόλια, που εύκολα μερικοί διατυπώνουν πικρόχολα, ούτε τις ειρωνίες ή τις κατηγορίες που όχι σπάνια μερικοί αβασάνιστα εκτοξεύουν. Όποιος αληθινά αγαπά γίνεται δυνατός. Αψηφά τα πάντα. Προχωρεί με οδηγό και βοηθό τον Θεό. «Κραταιά ως θάνατος αγάπη», μας διαβεβαιώνει ο σοφός Σολομών (Ασμ. 8, 6).

Η αγάπη μας να είναι ανιδιοτελής

Η ΑΓΑΠΗ, ΔΙΔΑΣΚΕΙ ο απόστολος Παύλος, «ου ζητεί τα εαυτής» (Α’ Κορ. 13, 5). Βασικό γνώρισμα της γνήσιας αγάπης είναι η ανιδιοτέλεια. Όταν εκφράζουμε την αγάπη μας προς τον πλησίον, τα κίνητρα μας δεν θα πρέπει να είναι εγωιστικά. Όπως ο καλός Σαμαρείτης, έτσι κι εμείς αποβλέπουμε στην ανακούφιση του και δεν υπηρετούμε το ατομικό μας συμφέρον ή οποιαδήποτε άλλη σκοπιμότητα.
Η επίδειξη ή η ματαιοδοξία ακυρώνουν το έργο της αγάπης. Γι’ αυτό σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να ενδίδουμε στον πειρασμό να διαφημίζουμε ό,τι κάνουμε, ό,τι προσφέρουμε στο όνομα της αγάπης. Η δημοσιοποίηση αυτή – θορυβώδης προκλητικά, πολλές φορές – ταπεινώνει και πληγώνει τους συνανθρώπους μας που υποφέρουν και τους οποίους – υποτίθεται – επιθυμούμε να ανακουφίσουμε. Και επιπλέον αποδεικνύει πως ό,τι κάνουμε δεν το κάνουμε για να τους βοηθήσουμε, αλλά για το «θεαθήναι τοις ανθρώποις». Έτσι οι πράξεις μας χάνουν την αξία τους. Και δεν δικαιούμαστε να περιμένουμε την ανταμοιβή του Θεού (Ματθ. 6, 1-4).

* * *

Αδελφοί μου,
Ας κατανοήσουμε λίγο βαθύτερα την παραβολή. Ο καλός Σαμαρείτης δεν είναι άλλος από τον Κύριο μας Ιησού. Ήρθε στον κόσμο, έγινε άνθρωπος, δίδαξε και θαυματούργησε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε και , τέλος, ίδρυσε την Εκκλησία Του – το μεγάλο τούτο πανδοχείο – από αγάπη και μόνο. Για χάρη μας. Για όλους εμάς τους ανθρώπους που είμασταν πεσμένοι και πληγωμένοι από τους νοητούς ληστές, τους δαίμονες. Εκείνος μας αγάπησε. Έσκυψε πάνω μας. Έπλυνε τις πληγές μας. Έδεσε τα τραύματα μας. Μας οδήγησε στην Εκκλησία Του. Και από κει μας υποδέχεται στην ουράνια Βασιλεία Του.
Αυτή την αγάπη ως θεμελιώδες χρέος ζητά κι από μας. Οφείλουμε να εμπνεόμαστε από Εκείνον. Ν’ ακολουθούμε τα ίχνη Του. Και ν’ αγαπούμε αληθινά τους άλλους, τους συνανθρώπους μας που δεν είναι ξένοι και άγνωστοι, αλλά παιδιά του Θεού, αδελφοί μας.

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012



Το Ευαγγέλιο της Κυριακής  4  Νοεμβρίου  2012. Κείμενο-μετάφραση-σχόλια.
Κατά Λουκάν ιστ’ 19-31.

Κείμενο:


Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Εγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ· ἀπέθανεν δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ὑπάρχων ἐν βασάνοις ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπεν Πάτερ Ἀβραάμ ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπεν δὲ Ἀβραάμ· Τέκνον μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὁδε παρακαλεῖται σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι. Καὶ ἐπὶ πάσιν τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἐντεῦθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπεν δέ Ἐρωτῶ οὖν σε πάτερ ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ ἔχουσιν Μωυσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ο δὲ εἶπεν Οὐχί πάτερ Ἀβραάμ ἀλλ' ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς μετανοήσουσιν. Εἶπεν δὲ αὐτῷ Εἰ Μωσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται

Μετάφραση της Ευαγγελικής περικοπής:



Είπε ο Κύριος: «Κάποτε υπήρχε ένας πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος εφορούσε πορφύραν και λινά ενδύματα και εζούσε καθημερινώς μέσα σε μεγάλην πολυτέλειαν. Κοντά εις την πύλην του πιο ξαπλωμένος ένας πτωχός, ονομαζόμενος Λάζαρος, γεμάτος πληγές, ο οποίος επιθυμούσε να χορτάση από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέ­ζι του πλουσίου. Ακόμη και τα σκυλιά εσυνείθιζαν να έρχωνται και να γλύφουν τις πληγές του. Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να φερθή από τους Αγγέλους εις τον κόλπον τού Αβραάμ. Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. Εις τον άδην, όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του και βλέπει από μακρυά τον Αβραάμ και τον Λάζαρον εις τους κόλπους του. Και εφώναξε και είπε, ‘’Πάτερ Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρον να βουτήξη την άκρη του δακτύλου του σε νερό και να δροσίση την γλωσσά μου, διότι υποφέρω μέσα σ' αυτήν την φλόγα’’. Αλλ' ο Αβραάμ είπε, ‘’Παιδί μου, θυ­μήσου ότι συ απήλαυσες τα αγαθά σου εις την ζωήν σου όπως και ο Λάζαρος τα κακά· τώρα όμως αυτός εδώ παρηγορείται και συ υποφέρεις. Και εκτός από όλα αυτά υπάρ­χει μεταξύ μας ένα μεγάλο χάσμα ώστε να μη μπορούν να περάσουν εκείνοι πού θέ­λουν να διαβούν απ' εδώ σ' εσάς, ούτε οι απ' εκεί σ' εμάς’’. Τότε είπε, ‘’Σε παρακαλώ λοιπόν, πατέρα, να τον στείλης στο σπίτι του πατέρα μου, διότι έχω πέντε αδελφούς, να τους νουθετήση, δια να μη έλθουν και αυτοί εις τον τόπον αυτόν των βασάνων’’. Λέγει εις αυτόν ο Αβραάμ, ‘’Έχουν τον Μωϋσήν και τους Προφήτας ας τους ακού­σουν’’. Αυτός δέ είπε, ‘’Όχι, πάτερ Αβραάμ, άλλ' εάν κάποιος από τους νεκρούς πάη σ' αυτούς θα μετανοήσουν’’. Αλλ' ο Αβραάμ του απήντησε ‘’Εάν δεν ακούνε τον Μωϋσήν και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος από τους νεκρούς’’».
(Εκ τnς μεταφράσεως της Καινής Διαθήκης των αειμνήστων καθηγ. Β. Βέλλα, Αρχιμ. Εύ. Αντωνιάδου, Αμ. Αλιβιζάτου, Γερ. Κονιδάρη, Έκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ).

Σχόλια:

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΛΟΥΚΑ
(Λουκ. 16, 19-31)

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ

«Άνθρωπος τις ήν πλούτος…»

ΔΥΟ ΑΠΟ ΤΙΣ βασικότερες ανάγκες του ανθρώπου είναι η τροφή και το ένδυμα. Η τροφή για να αυξηθεί και να συντηρηθεί το σώμα. Το ένδυμα για να καλύψουμε τη γυμνότητα του και να το προστατεύσουμε από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Μέσα στα πλαίσια των δυο αυτών αναγκών οι άνθρωποι αγωνιζόμαστε για να εξασφαλίσουμε τη διατροφή και την ενδυμασία μας. Όμως αν δεν προσέξουμε, ο αγώνας αυτός μπορεί να διαστρέψει τις δυο φυσικές ανάγκες και να τις μεταβάλλει σε φοβερά τυραννικά πάθη. Το ένδυμα και η ανάγκη του να γίνει πολυτέλεια που προκαλεί, χλιδή που διαφθείρει, ματαιοδοξία βδελυκτή στα μάτια του Θεού. Και η τροφή και η λήψη της να μεταβληθεί σε κοιλιοδουλία, κυνήγι της ηδονής, κολακεία της σάρκας.
Τον κίνδυνο αυτό μας επισημαίνει σήμερα ο Κύριος με την παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου που ακούσαμε. Και θέλοντας να ξυπνήσουμε όλοι όσοι περιπέσαμε στο λήθαργο της ματαιόδοξης πολυτέλειας και της λατρείας των αναγκών του σώματος, μας παρουσιάζει και τις οδυνηρές μεταθανάτιες συνέπειες, που συνεπάγεται μια ζωή που κύλησε μέσα στην εγωπαθή ικανοποίηση των ατομικών αναγκών και τη σκληροκαρδία απέναντι στον πόνο και στη δυστυχία των άλλων. Των εν Χριστώ αδελφών μας. Των συνανθρώπων μας.

Καλός ή κακός ο πλούτος;

«ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΙΣ ήν πλούσιος…». Έτσι αρχίζει την παραβολή Του ο Κύριος. Αντίθετα με ό,τι κάνει για τον φτωχό Λάζαρο, για τον πλούσιο απαξιώνει να αναφέρει το όνομα του. Και μας περιγράφει με ζωηρά χρώματα την εγκόσμια πορεία του. Το πώς έζησε και πως συμπεριφέρθηκε. Του απαγγέλλει σοβαρό κατηγορητήριο και μας τον παρουσιάζει βαριά τιμωρημένη στη μεταθανάτια ζωή. Γιατί τάχα; Επειδή άραγε ήταν πλούσιος; Μήπως ο πλούτος και τα υλικά αγαθά είναι πράγματα απαράδεκτα και κατακριτέα από τον Θεό;
Ασφαλώς όχι. Ο πλούτος και τα υλικά αγαθά αυτά καθεαυτά δεν είναι καταδεικαστέα. Το πρόβλημα βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο τα χρησιμοποιούμε. Στο πως διαχειριζόμαστε τον πλούτο που, φυσικά, αποκτήσαμε με τον έντιμο μόχθο μας. Στο ποια θέση του δίνουμε μέσα στη ζωή μας. Διότι πρέπει να ομολογήσουμε ότι η καρδιά του ανθρώπου εύκολα αιχμαλωτίζεται από τα πλούτη. Κουρσεύεται από το πάθος της φιλαργυρίας. Παρασύρεται από την ματαιότητα του κόσμου και κυριεύεται από τη φιληδονία. Και τότε λησμονεί τον Θεό και γίνεται άκαρδος και σκλήρός προς τους συνανθρώπους του. «Πρόσεξε», φωνάζειο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη, «μήπως αφού φας και χορτάσεις τα αγαθά της γης, και χτίσεις όμορφα και πολυτελή σπίτια και κατοικήσεις σ’ αυτά…κι αυτξηθεί το χρυσάφι και το ασήμι σου…, υπερηφανευτεί η καρδιά σου και λησμονήσεις τον Κύριο και Θεό σου» (Δευτ. 8, 11-14).
Αυτό ακριβώς έπαθε και ο πλούσιος της παραβολής. Έγινε αιχμάλωτος του πλούτου του. Λησμόνησε τον Θεό και διέγραψε τους άλλους ανθρώπους από τον ορίζοντα της ζωής του. Με δυο αδρές πινελιές ο Κϋριος μας ζωγραφίζει την κατάσταση του.

Χλιδή και κοιλιοδουλία,
δυο φοβερά κακά του πλούτου

«ΕΝΕΔΙΔΥΣΚΕΤΟ πορφύραν και βύσσον». Ο πλούσιος της παραβολής κυριεύτηκε από την πολυτέλεια. Η ανάγκη του ενδύματος του έγινε τυραννικό πάθος. Φορούσε ενδύματα από τα πιο ακριβά, καμωμένα από βύσσο των Ινδιών και βαμμένα με πορφύρα της Φοινίκης. Ενδύματα δηλαδή, πολυτελή, βαρύτιμα και σπάνια. Έτσι ειδωλοποίησε το σώμα του. Κόμπαζε στολισμένος. Επιδειχνόταν προκλητικά. Αυτοθαυμαζόταν. Και επιδίωκε να τον θαυμάζουν και οι άλλοι. Και να τον επαινούν οι διάφοροι κόλακες.
«Ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς». Ο πλούσιος του Ευαγγελίου δεν ήταν μόνο ματαιόδοξος. Ήταν και κοιλιόδουλος. Λάτρευε την κοιλιά του. Ανήκε στην κατηγορία εκείνων, «ών ο Θεός η κοιλία», όπως γράφει ο Απόστολος (Φιλ. 3, 19). Γι’ αυτό και ζούσε «ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς». Πόσα και πόσα δεν περιλαμβάνει ο λόγος αυτός του Κυρίου! Φαγητά σπάνια και γαργαλιστικά. Ποτά μυρωδάτα και μεθυστικά. Πλήθη κολάκων να συντρώγουν μαζί του. Ποτήρια να τσουγκρίζονται, πιάτα να σπάνε, γέλια ηχηρά, βωμολοχίες, αισχρότητες. Και όλα αυτά όχι σπάνια. Όχι σε αραιά, επιτέλους, διαστήματα αλλά «καθ’ ημέραν», καθημερινά. Οι πολλοί τρώνε για να ζουν. Εκείνος ο ταλαίπωρος ζούσε για να τρώει. Σύνθημα ζωής γι’ αυτόν ήταν το στολίδι και η επίδειξη, το φαγοπότι και το ξεφάντωμα. Το ένδυμα και η τροφή, δυο φυσιολογικές ανάγκες, είχαν πλήρως διαστραφεί. Και είχαν γίνει πάθη αποκρουστικά που αιχμαλώτισαν την καρδιά του!
Ο Κύριος για να εκφράσει εντονώτερα τη ζοφερή κατάσταση της ψυχής του πλουσίου, μας δίνει ευθύς αμέσως και την εικόνα του φτωχού και δυστυχισμένου Λαζάρου. Στεκόταν παραπεταμένος στην εξώπορτα του μεγάρου του πλουσίου, ρακένδυτος και πληγιασμένος. Και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα του τραπεζιού που πετούσαν οι υπηρέτες. Ο πλούσιος τον έβλεπε καθημερινά. Και όμως έμενε ψυχρός και αδιάφορος. Δεν μπόρεσε να εννοήσει το χρέος του. Δεν ξύπνησε από τον λήθαργο της εγωπάθειας του.

Η προκλητική πραγματικότητα της εποχής μας

ΟΜΩΣ ΑΣ αφήσουμε τον πλούσιο της παραβολής και ας έρθουμε στην εποχή μας. Πολύ φοβούμαι, λοιπόν, ότι και σήμερα – και όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά λίγο-πολύ όλοι μας – πάσχουμε από τη διπλή αυτή αρρώστια του πλουσίου της παραβολής, την επιδεικτική πολυτέλεια και τη ζωώδη κοιλιοδουλία. Διαστρέψαμε δυο φυσικές ανάγκες, όπως είναι το ένδυμα και η τροφή, με αποτέλεσμα να γίνουμε δούλοι της πολυτέλειας, σκλάβοι της μεγάλης αφέντισσας που ακούει στο όνομα κοιλιά!
Η σημερινή κοινωνία είμαστε μια κοινωνία πολυτέλειας, επιδείξεως και σπατάλης. Ο άνθρωπος σήμερα ντύνεται με τον ένα ή τον άλλον τρόπο όχι γιατί το επιβάλλει η ανάγκη αλλά η θεοποιημένη μόδα και ο συρμός. Ντύνεται ή γδύνεται – αναλόγως! – διότι έτσι αποφασίζουν σκοτεινά και ύποπτα κέντρα ή πανίσχυρα οικονομικά συμφέροντα. Ανυπολόγιστο χρήμα ξοδεύεται κάθε χρόνο για να στολιστεί το σαρκίο σύμφωνα με τις επιταγές της θεάς μόδας. Αμύθητα ποσά για κοσμήματα. Χρόνος και χρήμα στους νεοειδωλολατρικούς ναούς της εποχής – τα «ινστιντούτα καλλονής», «αισθητικής», και πολλά άλλα.
Αλλά και στη λατρεία της κοιλιάς δεν υστερούμε. Χρήμα, χρήμα άφθονο ξοδεύεται για να φάμε και να πιούμε ό,τι πιο σπάνιο, ό,τι πιο πολυτελές. Περιουσίες ολόκληρες θυσιάζονται για την κοιλιά και τις άλλες αισχρές ηδονές που αναπότρεπτα συνδέονται με το φαγοπότι. Βάκχος και Αφροδίτη λατρεύονται πάντοτε μαζί. Λέγεται ότι στην Αμερική και την Ευρώπη ξοδεύονται για διασκεδάσεις πολύ περισσότερα από όσα ξοδεύονται για να τραφεί ολόκληρος ο πληθυσμός της γης!
Και όλα αυτά, όταν ανάμεσα μας, πολύ κοντά μας – η γη μας δεν είναι παρά μια μεγάλη γειτονιά – χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά από την πείνα, όταν εκατομμύρια παιδιά πεινούν και υποσιτίζονται, ζούν κάτω από άθλιες συνθήκες, στερούνται τα πιο απαραίτητα πράγματα για να επιβιώσουν. Όλοι αυτοί είναι οι σύγχρονοι Λάζαροι. Και στέκονται πολύ κοντά μας. Ανάμεσα μας. Μπορούμε να τους δούμε. Αρκεί τα μάτια μας – τα μάτια της ψυχής κυρίως – να είναι ανοιχτά!

* * *
Αδελφοί μου,
Δεν ήταν τα πλούτη του για τα οποία κατακρίθηκε από τον Θεό ο πλούσιος. Ήταν η προσήλωση του σ’ αυτά. Ήταν ο τρόπος που τα διαχειρίστηκε. Ήταν η πολυτέλεια και η κοιλιοδουλία του. Ήταν η αναλγησία του μπροστά στον πόνο και τη δυστυχία του φτωχού Λαζάρου. «Ακουέτωσαν ταύτα οι πλούσιοι», φωνάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. «Μάλλον δε ουχί οι πλούσοι, αλλ’ οι ανελεήμονες. Ου γαρ επειδή πλούσιος ήν εκολάζετο, αλλ’ επειδή ουκ ηλέησεν. Ένεστι γαρ πλουτούντα και ελεούντα τυχείν παντός αγαθού».
Γι’ αυτό μακριά από μας η πολυτέλεια και η κοιλιοδουλία. Ασφαλώς θα ντυθούμε και θα φάμε και θα πιούμε. Όμως πάντοτε με μέτρο, απλά και λιτά. «Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα», λέει ο Απόστολος του Θεού, «τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α’ Τιμ. 6,7). Δεν είναι σκοπός της ζωής η ενδυμασία και η τροφή. Είναι μέσα. Δεν ζούμε για να τρώμε. Τρώμε για να ζούμε. Και για να είναι οι καρδιές και τα χέρια ανοιχτά στον πόνο και τις ανάγκες των συνανθρώπων μας, των ελαχίστων αδελφών του Κυρίου.