Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

 


Αγαπητοί αδελφοί θα τα πούμε ξανά μετά τις 20 Σεπτεμβρίου, πρώτα ο Θεός. Μέχρι τότε ο Θεός μαζί μας.

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

 





ΤΟ ΤΡΙΓΩΝΟ ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΟΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ.

 

 

Πρεσβύτερος

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ

Ορθόδοξος Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος

Επ/μος πρόεδρος  Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος.

 

 

α) ΤΙΤΟΥΛΑΡΙΟΣ Μητροπολίτης

β) ΤΙΤΟΥΛΑΡΙΟΣ Επίσκοπος

γ) ΒΟΗΘΟΣ Επίσκοπος

 

«Πολλάκις συνεζητήθη Συνοδικώς, της ο Σχολάζων… περί δε του Σχολάζοντος Αρχιερέως γέγονεν αμφιβολία πολλή. Και ήρεσε πάσι, Σχολάζων είναι, τον μην  δυνάμενον απελθείν εις ην επεκηρύχθη εκκλησίαν»

(Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή, τόμ. Γ’ σελ. 154-157, Σχόλια στον 16ο Καν. Συν. Αντιοχείας.)

 

 

Η προσφώνηση «Τιτουλάριος» είναι εξελληνιζόμενη Λατινική λέξη «titularius» και σημαίνει, απλώς τον φέροντα μόνον τον τίτλο. Η έκφραση αυτή έχει απολήξει τελικά, ως ένας ξηρός τίτλος κενός περιεχομένου. Στο Κανονικό Δίκαιο και στην Πατερική Γραμματολογία δεν αναφέρεται ποσώς, γεγονός που σημαίνει ότι από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας, ο τίτλος «Τιτουλάριος Μητροπολίτης και Τιτουλάριος Επίσκοπος, αλλά και βοηθός Επίσκοπος, είναι τίτλοι εντελώς ανύπαρκτοι στον Ορθόδοξο Χριστιανικό χώρο, και άρα απόβλητοι.

 

Και είναι ανύπαρκτοι και απόβλητοι από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αυτοί οι τίτλοι, γιατί δεν είναι ποτέ δυνατόν ένας Ιερωμένος, να έχει ενεργό Ιερωσύνη, και να μην έχει ποίμνιο, για να ασκήσει τα Ιερατικά του καθήκοντα. Εκτός και αν η Εκκλησία του ευρίσκεται «υπό αθέων εθνών κρατουμένη» και δεν δύναται να ασκήσει εκεί τα Ιερατικά του καθήκοντα, είτε δεν  γίνεται δεκτός εκεί από τους πιστούς (Καν. 36ος Αγ. Απ/λων), είτε λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας του (ν. 590/77 αρθρ. 34 παρ. 3-7 Κατ/κός Χάρτης της Εκκλησίας). Στις περιπτώσεις αυτές ο Ιερωμένος κρατά τον ΒΑΘΜΟΝ και την ΤΙΜΗΝ και την ΙΣΧΥΝ  του αξιώματός του. Αλλά, διερωτάται κανείς καλοπροαίρετα: Είναι ποτέ δυνατόν να φέρει ένας Ιερωμένος ενεργό το αξίωμά του, και να το κρατά ανενεργό; Υπάρχει βεβαίως και τέτοια περίπτωση και είναι η περίπτωση της καθαίρεσής του, αλλά τότε ουδεμία τιμή και ισχύ του αξιώματός του κατέχει. Υποβιβάζεται στην τάξη των λαϊκών και αν είναι άγαμος σε απλό ρασοφόρο.

 

Συνεπώς, πολύ σωστά, οι ως άνω αναφερόμενοι τίτλοι είναι απόβλητοι από την Ορθόδοξη Θεολογία, Εκκλησιολογία, Θείους και Ιερούς Κανόνες, την Πατερική Γραμματολογία και την Ορθόδοξη Ιερά Παράδοση, γιατί είναι καθαρά κοσμικοί τίτλοι, και από εκκλησιαστικής πλευράς είναι εντελώς κενοί οιουδήποτε εκκλησιαστικού περιεχομένου, και άρα απόβλητοι, άμα δε και απεχθείς. Οι κοσμικοί αυτοί τίτλοι οι οποίοι, παρά τις ρητές και κατηγορηματικές διατάξεις των Θείων και Ιερών Κανόνων, όλως ασυστόλως, αποτολμάται η απονομή τους σε Ιερωμένους της Ορθοδοξίας Εκκλησίας, ουσιαστικά τους απονέμεται το στίγμα της αναξιότητάς τους, και καθ’ όσον αφορά τον δήθεν βοηθό επίσκοπο, του αποδίδεται το στίγμα της απωλελυμένης χειροτονίας (= άκυρης Αρχιερωσύνης).

 

Και απαιτεί ο Θείος και Ιερός Κανόνας, ο ψευτο/επίσκοπος αυτός να μένει εφ’ όρου ζωής σε αργία από πάσης Ιεροπραξίας, για να ατιμάζεται έτσι ο Αρχιερέας αυτός για την αντι/Κανονική του αυτή πράξη, ώστε του λοιπού να συνετιστεί και να μην αυθαιρετήσει έναντι των διατάξεων των Θείων και Ιερών Κανόνων. «Μηδένα απωλελυμένως χειροτονείσθαι… ει μη ειδικώς εν εκκλησία πόλεως, ή κώμης, ή μαρτυρίω, ο χειροτονούμενος επικηρύττοιτο. Τους δε απολύτως χειροτονουμένους όρισεν η αγία Σύνοδος, άκυρον έχειν την τοιαύτην χειροθεσίαν, και μηδαμού δύνασθαι ενεργείν, εφ’ ύβρει του χειροτονήσαντος» (Καν. 6ος Δ’ Οικ. Συν.).

 

Επομένως, όσοι παρά τις ρητές και κατηγορηματικές, απαράβατες και απαραχάρακτες Κανονικές διατάξεις των Θείων και Ιερών Κανόνων απένειμαν, αλλά και αυτοί που αποδέχτηκαν να φέρουν τους ανύπαρκτους  ως άνω απόβλητους και απεχθείς τίτλους, ήτοι: Του Τιτουλάριου Μητροπολίτου και Επισκόπου, αλλά και του Βοηθού Επισκόπου, και λοιπών ανύπαρκτων κοσμικών Οφφικίων, είναι σοβαρώς υπόλογοι και καθαιρετέοι, βάση των Θεοδότων Κανονικών Διατάξεων. Θεωρούνται ότι έχουν αποβάλλει τα Θεοπαράδοτα Συγγράμματα και Δόγματα των αγίων και μακαρίων Οικουμενικών Πατέρων και αναθεματίζονται, ως εχθροί της Εκκλησίας Εκείνου και διαγράφονται από τον κατάλογο των Χριστιανών. Απομακρύνονται δηλαδή από την Εκκλησία, «… έστω ανάθεμα, κατά τον ήδη εκτεθέντα όρον… και ως αλλότριοι εξωθείσθωσαν και εκπιπέπτωσαν…» (Καν. 1ος και 2ος ΣΤ Οικ. Συνόδου).

 

Από έποψη Κανονικού Δικαίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει γίνει, πολλές φορές, λόγος και μάλιστα συζητήθηκε και σε Σύνοδο, αλλά μόνον για τον Σχολάζοντα Αρχιερέα, και την Σχολάζουσα Εκκλησία με τον ερώτημα, «τις εστίν ο Σχολάζων, και ποια εστίν η Σχολάζουσα Εκκλησία». Και ως προς την Σχολάζουσα Εκκλησία δεν παρουσιάστηκε καμία αμφιβολία για το ποια ακριβώς είναι, και είναι η μη έχουσα Επίσκοπον.

 

Όμως για τον Σχολάζοντα Αρχιερέα παρουσιάστηκε μεγάλη αμφιβολία, έγινε ζωηρή συζήτηση και τελικά αποφασίστηκε, ότι Σχολάζων Αρχιερέας είναι εκείνος, όπου παρότι εξελέγη για Επαρχία δεν μπορεί να μεταβεί εκεί λόγω του ότι η Επαρχία ευρίσκεται υπό την κατοχή άθεου έθνους ή από αιρετικούς, είτε διότι έχει καταστεί ακάθαρτος, και προσέτι δεν γίνεται δεκτός από τους πιστούς, (ένθ’ αν.). «Πολλάκις συνεζητήθη συνοδικώς, τις εστίν ο Σχολάζων, και ποια η Σχολάζουσα. Και περί της Σχολαζούσης ουδεμία γέγονε αμφιβολία. Πάντες γαρ διέγνων Σχολάζουσαν είναι Εκκλησίαν την χηρεύουσαν Αρχιερέως. Περί δε του Σχολάζοντος Αρχιερέως γέγονεν αμφιβολία πολλή. Και ήρεσε πάσι, Σχολάζοντα είναι τον μη δυνάμενον απελθείν εις ην επεκηρύχθη Εκκλησίαν, δια το υπό εθνών ή αιρετικών ταύτην  κατέχεσθαι, ίσως δε και κοινωθείσαν, και μη παραχωρείσθαι τον Αρχιερέα πόδα βαλείν εν αυτή…» (Καν. 16ο Συν. Αντιοχείας, εν’ αν. και 18ο Αντιοχείας, πρβλ. Καν. 36ο Αγ. Αποστόλων, ένθ. αν).

Από τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, και πολλά άλλα που αναφέρονται από τους μεγάλους Βυζαντινούς Κανονολόγους στα λεγόμενα των ως άνω Θείων και Ιερών Κανόνων, γίνεται φανερόν, από Ορθοδόξου πλευράς, ότι αφ’ ενός μεν οι τίτλοι του Τιτουλαρίου Μητροπολίτη και Επισκόπου, και του βοηθού επισκόπου αλλά και των άλλων Οφφικίων που αφειδώς και ανεξελέγκτως απονέμονται, είναι ανύπαρκτοι και, Εκκλησιολογικά, όλως απόβλητοι και οι τολμητίες αυτού του αντ/Ορθόδοξου Κανονικού τερατουργήματος, που όλως ασυστόλως τα απονέμουν, αλλά και αυτοί που τα αποδέχονται «έστω ανάθεμα και του Χριστιανικού καταλόγου απόβλητοι», αφ’ ετέρου δε, για να γίνει δεκτό από την Ορθόδοξη Εκκλησία, και το γνωστό ακόμη Οφφίκιον του «Σχολάζοντος Αρχιερέως», θα πρέπει και σήμερα, για να αποδοθεί, να ενυπάρξουν, απαραιτήτως, οι ως άνω αποχρώντες (= σοβαροί) Κανονικοί λόγοι.

 

Και ευλόγως ΕΡΩΤΑΤΑΙ: Αν για ένα υπαρκτό και οριοθετημένο εκκλησιαστικό Οφφίκιο, του «Σχολάζοντος Αρχιερέως», η Εκκλησία, λόγω της διαχρονικότητος των Θεόσδοτων Ιερών Κανόνων, διατηρεί τις επιφυλάξεις της, πόσο μάλλον για τον εντελώς ανύπαρκτο ως άνω ξένο τίτλο, του Τιτουλαρίου, οφείλει να είναι άτεγκτη (= άκαμπτη).

 

Η Εκκλησία του Θεανθρώπου Κυρίου μας Ιησού Χριστού, η Ορθόδοξη Εκκλησία, με τη βεβαιότητα ότι απευθύνεται σε πιστό και υπάκουο στους Οικουμενικούς Θείους και Ιερούς Κανόνες Ιερατείον Της, όπου και ορκίζεται προς τούτο ενώπιον Θεού και ανθρώπων, (και δεν απευθύνεται προς κάφρους Σαυρομάτες), οφείλει να αντιδράσει απέναντι σε αυτό το τερατούργημα έναντι των Θείων και Ιερών Κανόνων, και η αντίδρασή της αυτή, στο αποκρουστικό αυτό θέμα των Τιτουλαρίων και βοηθών επισκόπων, αλλά και το κακό συναπάντημα των Οφφικιάλων, να είναι λίαν ρητή και κατηγορηματική. Να αφαιρέσει τους ως άνω γαργαλιστικούς και μόνον κοσμικούς τίτλους και το Οφφίκια από το Άγιο χώρο Της.

 

Και οφείλει να το πράξει τούτο  η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ώστε να σταματήσουν, επί τέλους, να τρίξουν τα ιερά κόκαλα των Οικουμενικών Θεοφόρων αγίων Πατέρων, και να παραπονείται ο Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας μας ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, για το μεγάλο κίνδυνο που ελλοχεύει η εγκληματική – Σατανική αμέλεια και βάρβαρη καταπάτηση της Κανονικής ΤΑΞΕΩΣ της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. «Πάνυ με λυπεί, ότι επιλελοίπασι λοιπόν οι των Πατέρων Κανόνες, και πάσα ακρίβεια των Εκκλησιών απελήλαται. Και φοβούμαι μη κατά μικρόν της αδιαφορίας οδώ προϊούσης, εις παντελή σύγχυσιν έλθη τα της Εκκλησίας πράγματα…» (Καν. 89ος).

 

Και οφείλει η Ορθόδοξη Εκκλησίας μας: α) Να καθαρίσει το Ιερατείον Της, για να υπερασπιστεί την ιερότητα της αποστολής Της στον κόσμο, από όλους αυτούς τους πονηρούς και γόητες, που παρεισέφρησαν στην Εκκλησία Εκείνου, «ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος… ουχί δια της πύλης εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αλλαχόθεν… άνδρες πονηροί και γόητες προκόπτοντες επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι», (Πραξ. 20.28 – Ιωάν. 10. 1-7 – Β’ Τιμ. 3, 13).  β)  Να αντιδράσει έναντι αυτής της βάρβαρης καταπάτησης των Θείων και Ιερών Κανόνων, ώστε να επανέλθει η έκπαλαι Κανονική ΤΑΞΗ και ΠΡΑΞΗ. Και τότε, Ω τότε!!! Να χτυπήσουν οι καμπάνες, για να απλώσει επί τέλους την ΣΩΤΗΡΙΑ ομορφιά της η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ και «εν τυμπάνω και χωρώ, και εν χορδαίς και οργάνω» να αναφωνήσουμε με στεντόρεια Ορθόδοξη φωνή, «Μεγαλύνει η ψυχή μας τον Κύριον… ότι καθείλε δυνάστας από θρόνων…», (Λουκ. 1, 46-52).

 






ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΤΑΚΤΩΣ ΠΑΡΑΙΤΗΘΕΝΤΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΥΣ ΒΟΗΘΟΥΣ;

 

Γράφει ο πρεσβύτερος

ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ

Ορθόδοξος Θεολόγος

Εκκλησιαστικός Συνήγορος

 

 

«…Ει γαρ εισίν άξιοι του λειτουργείν, έστωσαν εν τούτω, ει δε ανάξιοι… εξίτωσαν… έξω τρεχόντων πάσης ακολουθίας… Μηδένα απολελυμένως (= χωρίς ποίμνιον), χειροτονείσθαι… άκυρον έχει την τοιαύτην χειροθεσίαν και μηδένα δύνασθαι ενεργείν…».

 

(Καν. 3ος Κύρ. Αλεξανδρείας, 4ος Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, πρβλ. ΠΗΛΑΔΙΟΝ σελ. 762)

 

 

Ο ζων Θεός που πιστεύουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, «ου γαρ έστιν ακαταστασίας, αλλά ειρήνης… (διο) πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω». (Α Κορ. 14, 33 – 14, 40). Η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική ΤΑΞΗ του Ιερατείου είναι η εξής: α) Ο Πρεσβύτερος (= Ενορία). β) Ο Επίσκοπος (= Επισκοπική Επαρχία). γ) Ο Αρχιεπίσκοπος (= ο Πρώτος Αυτοκεφάλου Εκκλησίας (Καν. 34ος Αγ. Αποστόλων). δ) Ο Πατριάρχης (= ο Πρώτος των αυτοκεφάλων Εκκλησιών της επικρατείας του).

 

Κατά την ως άνω ΤΑΞΗ: Ο Πρεσβύτερος Ιεουργών μνημονεύει τον Επίσκοπό του, εφ’ όσον βεβαίως δεν αιρετίζει (Μεγ. Αθανάσιος Εξηγητικά αποσπάσματα εις τον Ματθαίον 5, 29). Ο Επίσκοπος όπου και αν Ιερουργεί, κατά σειράν τιμής, τους Πατριάρχες, τους Πρώτους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, και την Ιερά Σύνοδο. Το ίδιο πράττει και ο Πατριάρχης στην Επικράτειά του. Αυτή είναι η Κανονική Τάξη μνημόνευσης των Ιερουργούντων Πρεσβυτέρων, Επισκόπων, Αρχιεπισκόπων και Πατριαρχών, της Ορθοδόξου κατά Ανατολάς Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Θεανθρώπου Σωτήρος μας Ιησού Χριστού.

Δεν γίνεται ποσώς λόγος για τους ατάκτως παραιτηθέντας Επισκόπους και βοηθούς επισκόπους, γιατί ο μεν Επίσκοπος παραιτείται, είτε ως υπερήλικας αδύναμος να Ιερουργεί, είτε για λόγους σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, οπότε επίσης δεν μπορεί να Ιερουργεί. Για δε τους ανύπαρκτους Κανονικά βοηθούς επισκόπους επειδή δεν έχουν ποίμνιο, οσάκις αποτολμήσουν να ιερουργήσουν ως ψευδο/επίσκοποι, απλώς πέραν του θεάτρου που παίζουν, ευτελίζουν τόσον το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, και τα Μυστήρια, και τις Ιερές Ακολουθίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, όσον και αυτό τούτο Επισκοπικό αξίωμα της Εκκλησίας.

 

Όμως τι συμβαίνει σήμερα με τους παραιτηθέντας επισκόπους, χωρίς να δηλώσουν επακριβώς και τους λόγους της παραίτησής τους, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν εκπέσει της τιμής του Επισκόπου (ΠΗΔΑΛΙΟΝ «Τύπος Κανονικής Παραιτήσεως» σελ. 762), αλλά και με τους ανύπαρκτους βοηθούς ψευτο/επισκόπους; «Πάρτε τους μεν, και χτυπήστε τους δε», κατά τη σοφία του λαού μας.

 

 

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ:

 

α) Οι λίαν αντι/Κανονικώς παραιτηθέντες επίσκοποι οι οποίοι, ως εκ τούτου, στερούνται της τιμής του Επισκόπου, αλωνίζουν ελεύθερα, τις Ορθόδοξες Εκκλησίες μας και, χωρίς εντροπή, παίζουν θέατρο περιβαλλόμενοι με τους οικείους Επισκόπους, και με ανύπαρκτους βοηθούς, και μάλιστα κάποιος απαιτεί να προΐσταται της Θείας Λειτουργίας. Κάποιος άλλος «έχει κόψει τον άλυσο», κατά το κοινώς λεγόμενον, επιδιώκοντας να επανέλθει. Ένας απαιτεί να προΐσταται της Θείας Λειτουργίας, και όχι μόνον μνημονεύει, όπου και αν βρεθεί τον αιρετίζοντα Πατριάρχη Βαρθολομαίο, αλλά μας κάνει και τον ΠΡΩΤΟ (;) μνημονεύοντας, Πατριάρχες και Αρχιεπισκόπους, «πάσης Επισκοπής Ορθοδόξων…», πράξη που δεν του ανήκει, και την ενέργειά του αυτή την επισφραγίζει με την ανύπαρκτη Φήμη του. Δηλαδή, ενώ δεν μιλάμε απλώς για θέατρο, αλλά για θέατρο του παραλόγου.

 

β) Οι φερόμενοι ως βοηθοί επίσκοποι, δεν έχουν Εκκλησιολογική και Κανονική ύπαρξη. Αυτοί είναι που παίζουν ΤΟ θέατρο, και χωρίς να έχουν ποίμνιο, τους ψάλλεται, μερικές φορές και φήμη… πάσης ξεροκαμπίας!!!

 

Οφείλει, λοιπόν, η Σύνοδος της Ιεραρχίας, να απαλλάξει την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, «την μη έχουσαν σπίλον η ρυτίδα» (Εφ. 5, 27) από τη Σατανική αυτή αναποδιά που την κατατρύχει, ως μη όφειλε, πριν είναι αργά γιατί, άγιοι πατέρες, η Βασιλεία του ζώντος Θεού μας σημαδεύει. Μην αμελείται, λοιπόν, γιατί «Θεός ου μυκτηρίζεται… (και) φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος», (Γαλ. 6, 7 - Εβρ. 10, 31). Εκτός και αν υποβόσκει, η θανάσιμη εκείνη διαβολική παγίδα, του ότι δηλαδή, «οι νεκροί ουκ εγείρονται φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» (Α’ Κορ. 15, 32), οπότε εδώ ισχύει το του σοφού λαού: «Λαγός την πτέριν έσειε, κακό του κεφαλιού του!!!».

 

Θα επανέλθω, δριμύτερος, με τα όσα αντι/Κανονικά και αντ/Εθνικά συμβαίνουν, από το απρόσεκτο Φανάρι, σχετικά με τις Μητροπόλεις Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, το Άγιον Όρος, και τις Σταυροπηγιακές Ιερές Μονές.