Φυλάκιση και προσωπικότητα.
Αποτελεί νέο στοιχείο στη ζωή μας η συνειδητοποίηση ότι ο φυλακισμένος, «εχθρός» της κοινωνίας, ο εκτός νόμου άνθρωπος του υποκόσμου είναι μια ανθρώπινη οντότητα· αντί όμως να αναδομείται και να βελτιώνεται μέσα στις φυλακές, κονιορτοποιείται κι εξουθενώνεται· ή -πράγμα, που συμβαίνει σε μεγάλο ποσοστό- αναγκάζεται να αποδεχθεί σ’ όλη τη γραμμή τον έκνομο κι εγκληματικό τρόπο ζωής και να λειτουργήσει με γνώμονα ένα σύστημα αντι-αξιών, που του δίνουν –όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο- ένα άλλο νόημα ζωής.
Αλλά για να γίνει αυτό κατανοητό, παραθέτουμε ένα παράδειγμα, οι συνθήκες του οποίου αποτελούν μικρογραφία των όσων συμβαίνουν σε μεγαλύτερες φυλακές: Στα πλαίσια μιας εκπαιδευτικής εκδρομής της Νομικής, οι φοιτητές βρέθηκαν στις κλειστές φυλακές κοντινής στην Αθήνα πόλης. Εκεί στεγάζονται 125 περίπου κρατούμενοι. Το κτήριο δεν έχει τις προδιαγραφές φυλακής. Προοριζόταν για γηροκομείο και λειτουργούσε μ’ αυτήν την ιδιότητα ως το Μάιο του 1946, οπότε και μετατράπηκε σε φυλακή. Οι αλλαγές κι ανακαινίσεις που έγιναν από τότε ήταν στοιχειώδεις με συνέπεια την άθλια κατάσταση των φυλακών. Σε κάθε θάλαμο, ανάλογα με τη χωρητικότητά του, υπάρχουν 10-30 κρατούμενοι που φυλάσσονται στο σύνολό τους από 70 υπαλλήλους. Υποτίθεται, όπως διαβεβαιώνουν οι φύλακες κι αμφισβητούν κάποιοι κρατούμενοι, ότι δε γίνονται διακρίσεις μεταξύ των κρατουμένων ούτε κι απέναντι στους αλλοδαπούς, οι οποίοι είναι περίπου 30.
Μια τυπική μέρα ενός κρατουμένου περιλαμβάνει εργασία κι ενασχόληση με αρκετές δραστηριότητες μέσα στο χώρο των φυλακών. Η αίθουσα ψυχαγωγίας χρησιμοποιείται για την καλλιτεχνική έκφραση των κρατουμένων, που δημιουργούν πραγματικά έργα τέχνης. Όσον αφορά στην επαφή με τους συγγενείς και τους φίλους, το επισκεπτήριο λειτουργεί 3 φορές την εβδομάδα, ενώ υπάρχει δυνατότητα απεριόριστων τηλεφωνικών κλήσεων. Όσον αφορά στις επαφές των κρατουμένων μεταξύ τους, δεν υπάρχει τραπεζαρία, παρά μόνο χώρος συγκέντρωσης, αυτός της αίθουσας ψυχαγωγίας. Ο συνεχής εγκλεισμός προκαλεί ασφυκτική ψυχολογική πίεση, που ωθεί τους κρατουμένους σε βίαιες αντιδράσεις. Η φυλακή επομένως δεν είναι παρά χώρος ξεσπάσματος. Μια απλή αφορμή αρκεί για να προκληθεί κάποιο επεισόδιο. Αν κι υπάρχει ψυχίατρος, εν τούτοις τα προβλήματα στις σχέσεις ανάμεσα στους εγκλείστους δε λείπουν. Και παρά την ύπαρξη ειδικευμένου προσωπικού, σωφρονισμός δε γίνεται. «Εμείς δεν σωφρονίζουμε, απλώς φυλάμε» ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του διευθυντή των φυλακών. Κι έτσι οι κρατούμενοι, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι, συνεχίζουν να τελούν υπό την εξάρτηση των ναρκωτικών και ν’ αγωνιούν για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν μέσα και γι’ αυτά που θ’ αντιμετωπίσουν βγαίνοντας άνεργοι στην κοινωνία.
Πού θα πρέπει άραγε ν’ αναζητήσει κανείς την αιτία της φθοράς του σωφρονιστικού μας συστήματος; Μήπως στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, ή μήπως σε κάποια άλλα τυχόν κυκλώματα διαφθοράς και δολοπλοκίας, που πιθανόν να εδρεύουν στις φυλακές του Κορυδαλλού κι από κει να «διοικούν» και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, καθώς λένε ότι διαπιστώνουν συχνά οι κρατούμενοι;
Το καθεστώς της φυλάκισης αποτελεί μια κατάσταση αντικείμενη στην ίδια την ουσία της ανθρώπινης φύσης. Η φυλακή ως θεσμός δεν μπορεί να ξεπεράσει τη θεμελιακή αντίφαση, που εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο έγκλειστος εκτίει ποινή, δηλαδή πληρώνει ένα τίμημα για ένα αδίκημα απέναντι στην κοινωνία, του οποίου όμως τα αίτια κι οι ρίζες βρίσκονται, εν πολλοίς, όχι μόνο στον ίδιο, αλλά κυρίως στην ίδια την κοινωνία και τους παράγοντες, που προσδιορίζουν τη λειτουργία της. Αποτελεί όμως η φυλακή τη σωστότερη και μόνη δυνατή μορφή προστασίας της κοινωνίας; Μήπως όμως η φυλακή προκαλεί εξ ίσου μεγάλο ατομικό και συλλογικό κόστος, όσο και το ίδιο το έγκλημα; Και μέχρι ποιου βαθμού φτάνει αυτό το κόστος. Η λεγόμενη παιδαγωγική άποψη για το σωφρονισμό είχε υποστηρίξει, και σωστά, ότι η ποινή θα πρέπει να τείνει στην αναπαιδαγώγηση κι ανακοινωνικοποίηση του εγκληματία. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: Η φυλακή, ακόμα και με τους καλύτερους όρους, καταντά δυστυχώς σχολείο εγκληματικότητας και χώρος πλήρους απο-ομαλοποίησης της προσωπικότητας. Είναι επομένως βέβαιο ότι η φυλακή πρέπει να πάψει να ‘ναι φυλακή με τη στενή έννοια του όρου, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να ‘χει ως καρπό την επανατοποθέτηση και μετάνοια του ανθρώπου.
Ο Pufendorf είχε πει ότι δεν υπάρχει ο άνθρωπος για την ποινή, αλλά η ποινή για τον άνθρωπο ( non est homo propter poenam , sed poena propter hominem ). Όπως και να ‘χει το θέμα, η φυλακή, παρόλο που επιτυγχάνει πολλά, κατορθώνει κι άλλα απαίσια: ανθρώπους δεν εξανθρωπίζει. Αν σ’ αυτό προστεθεί κι η επίγνωση ότι το έγκλημα δεν είναι δυνατόν με κανένα τρόπο να εκριζωθεί απ’ τις κοινωνίες των ανθρώπων -είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την ατελή ανθρώπινη φύση, ώστε να καταντά κι αυτό κατάσταση οριακή, δηλαδή ανθρώπινα αναπόφευκτη κι αξεπέραστη- οδηγούμαστε, λοιπόν, καλόπιστα κι απροκατάληπτα στην επίγνωση του τεράστιου προβλήματος της ποινικής καταστολής και του σωφρονισμού, που εκ πρώτης όψεως είναι άλυτο, και κάθε σχετική προσπάθεια φαίνεται μάταιη και καταδικασμένη.
Η «μοίρα» του ανθρώπου δεν είναι μονοδιάστατη και μονοσήμαντη, όπως θέλουν να πιστεύουν όσοι κλείνουν τη ζωή σε ιδανικό πλαίσιο. Το έγκλημα κι η φυλακή είναι συνθήκες του ανθρώπου, σε οριακό σημείο· το βάρος του δεν «απαλύνεται» κι η καθημερινή παρουσία του δεν μπορεί να συγκαλύπτεται με προσφυγές σ’ ένα προκατασκευασμένο όραμα γαλήνης κι ευτυχία, που στην πραγματικότητα απουσιάζει· λειτουργεί σαν μαζικό καταπραϋντικό και παυσίπονο, για να μας κάνει να λησμονούμε τις πληγές της ανθρώπινης ύπαρξης, πληγές επομένως δικές μας και του συνανθρώπου, πληγές όλων των ανθρώπων.
Ο εγκληματίας, μια προσωπικότητα σε οριακή κατάσταση, ούτε είναι, ούτε μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί σαν «τερατώδης περίπτωση». Εκείνο όμως που πρέπει να συζητηθεί και ν’ αντιμετωπιστεί άμεσα είναι τι είδους φυλακές και ποιοι οι στόχοι του σωφρονιστικού συστήματος. Τα οποιαδήποτε μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση του εγκλήματος δεν μπορεί να ‘ναι μόνο για την προστασία της κοινωνίας και πάντα κατά του εγκληματούντος, αλλά και ν’ αποβλέπουν στο καλό του, δηλαδή να στοχεύουν στην αποκατάστασή του σαν προσωπικότητας, όχι στην καταστροφή του.
Υπάρχει σήμερα μια πολύ ισχυρή τάση να υποκατασταθεί η φυλακή από άλλες «ανοιχτές» μορφές σωφρονισμού, αλλά ακόμα οι μορφές αυτές βρίσκονται στο στάδιο του πειραματισμού κι η σχετική αναζήτηση δεν έχει κατασταλάξει σε οριστικά συμπεράσματα για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητά τους. Μόνο ειδικευμένο προσωπικό μπορεί να πετύχει την «ανακοινωνικοποίηση», δηλαδή την ανατοποθέτηση του κρατουμένου στη σχέση του με την κοινωνία.
Αν, βέβαια, δε συνειδητοποιήσουμε ότι οι τρόφιμοι των φυλακών δεν είναι μόνο θύτες, αλλά και θύματα των παραλογισμών, των αντιφάσεων και των αδικιών της κοινωνίας, ποτέ δε θα καταλάβουμε ότι ο εγκληματικός «πληθυσμός» καταβάλλει ένα τεράστιο τίμημα για λάθη, που σε τελευταία ανάλυση είναι λάθη όλων μας.
Κ.Μ.
4ετής φοιτήτρια Νομικής.
Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου