Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ;
Ο φυσιολογικός άνθρωπος, πού δεν παρουσιάζει εκφυλιστικά συμπτώματα, φέρεται φυσικά προς τον Θεό του. Τον Θεό του επιμόνως αναζητεί. Θα ήθελε «ψηλαφητά», δια των αισθήσεων, τής σκέψεως, τής διαισθήσεως και του συναισθήματος, νά Τον εύρη (Πράξ. ιζ' 27). Άλλά και όταν Τον εύρη και Τον πιστεύση τον Θεό, ζητεί περισσότερο ακόμη νά Τον προσέγγιση, βαθύτερα νά Τον γνωρίσει, νά Τον ιδεί κατά πρόσωπον.
Αυτό το βλέπομε εις την περίπτωσιν του εξαίρετου άνθρωπου Μωυσέως. Ό χαριτωμένος με πλείστα χαρίσματα Μωϋσής έφθασε εις το θαυμαστό σημείο νά του φέρεται ο Θεός και νά συνομιλεί με αυτόν «ώς ει τις λαλήσει πρός τόν εαυτού φίλον» (Εξ. λγ' 11). Όπως ομιλεί κάποιος προς τον φίλον του. Και όμως ο Μωυσής τολμά και ζητεί το περισσότερο άπό τον Θεό του. Και Του λέγει λοιπόν: «Εμφάνισαν μοι σεαυτόν» (Εξ. λγ' 18). Φανέρωσε τον Εαυτόν σου εις έμέ. Ποθώ νά ιδώ το πρόσωπον σου. Και βέβαια, όπως μάς είναι γνωστόν, επήρε την ιστορική απάντηση άπό τον πανάγιο Θεό: «Δεν θα ημπορέσεις νά ίδής το πρόσωπον μου. Διότι δεν είναι δυνατόν νά ίδη άνθρωπος το πρόσωπον μου και νά ζήση» .Συγκατέβη όμως ο Ύψιστος (οι εκφράσεις είναι πάντοτε άνθρωποπαθείς) και άφησε νά ίδη ο Μωϋσής «τά οπίσω», τά νώτα τοΰ απροσίτου Θεού.
Ό πεπερασμένος και κτιστός άνθρω¬πος τόν Θεό όπως είναι εις την φύσιν και την δόξα του την θεϊκή, δεν είναι δυνατόν νά Τον ίδη. Βλέπει όμως, όταν είναι ευσεβής και ευλαβής, κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, «όσα μετ' Εκείνον Εκείνου γνωρίσματα». Βλέπει την μεγαλειότητα του Θεού εις την δημιουργία, την οποίαν ο Θεός όχι μόνον έφερε άπό την ανυπαρξία εις την ύπαρξη, αλλά και με σοφία κυβερνά• «τά οπίσω» του Θεού, πού είδε ο Μωυσής.
Όμως ο άνθρωπος δεν αρκείται εις τά όσα του έδειξε άπό την μεγαλοσύνη του ο άναφής και απρόσιτος, πανάγιος Θεός με την δημιουργία ούτε με τον θαυμαστό νόμο τής Παλαιάς Διαθήκης. Δι' αυτό και έπεθύμει πάντοτε νά Τον ίδη εμπρός του τον ζώντα Θεόν. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος πού απηύθυνε προς τον Θεάνθρωπον Κύριόν μας εξ ονόματος και των άλλων Μαθητών ο απόστολος Φίλιππος την νύκτα του Μυστικού Δείπνου. «Κύριε, τοΰ είπε, δείξον ήμΐν τόν πατέρα και αρκεί ήμΐν» (Ιω. ιδ' 8). Κύριε, δείξε μας με οπτασία αποκαλυπτική τον Πατέρα, τον πανένδοξο, και αυτό μάς αρκεί. Εις το αίτημα τούτο του μαθητού του, αγνού και πιστού άνθρωπου, δεν απήντησε ο αρχηγός και τελειωτής τής πίστεως μας Κύριος Ιησούς όπως απήντησε ο άγιος Θεός εις τον Μωυσήν• δεν είναι δυνατόν νά ίδης το πρόσωπον και την δόξα του Θεού. Άλλά είπε τούτον τον λόγο, πού δείχνει πόσον υπερέχει ή αγία χριστιανική μας θρησκεία άπό την ιουδαϊκή: Θέλεις νά ίδης τον Θεό; Την μεγαλωσύνη, την αγιότητα, την δόξα του Θεού; Άλλ' αυτά τά έχεις ιδεί. Πώς λοιπόν δεν τά ανεγνώρισες; «Τοσούτον χρόνον μεθ' υμών είμι, και ούκ έγνωκάς με, Φίλιππε; ό έωρακώς έμέ έώρακε τόν πατέρα» (Ιω. ιδ' 9). «Τόσον καιρόν είμαι μαζί σας, Φίλιππε, και δεν με γνώρισες ακόμη ποίος είμαι κατά την θεία μου φύσιν; Εκείνος πού έχει ιδεί αμέ και έξετίμησε πρεττόντως την αλήθεια της διδασκαλίας μου και την αγιότητα της ζωής μου και την θαυματουργική δράση μου, είδε και τον Πατέρα, διότι εγώ είμαι ο φυσικός Υιός του και εν τη ανθρωπινή φύσει μου έκλάμπει ή αλήθεια και ή δόξα και ή άγιότης του Πατρός μου».
Και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο μεγάλος αγωνιστής της Ορθοδοξίας, πού ένεβάθυνε εις το μυστήριον της θείας ενανθρωπήσεως, μάς λέγει με λόγια άπλα άλλά και με βάθος άβόλιστον: «Επειδή το της θεότητος πρόσωπον ουδείς ήδύνατο ίδείν ζών, ανέλαβε (ο Κύ¬ριος) το της άνθρωπότητος πρόσωπον, ίνα τούτο ίδόντες ζήσωμεν» (ΒΕΠΕΣ 39, 120, Κατήχησις Φωτιζόμενων Γ, ζ'). Ήτο ώρισμένον άπό Θεού, όποιος θα έβλεπε το πρόσωπον του, νά μή αντέξει την πανέκλαμπρον δόξαν του, άλλά νά αποθάνει, νά αφανισθεί εμπρός της. Δια νά εκπληρωθεί όμως ο θεόσδοτος πόθος του λογικού πλάσματος νά ίδη τον Θεόν του χωρίς νά αποθάνει άπό την θέασιν αυτήν, συγκατέβη ο Ύψιστος. Ό Υιός και Λόγος του Θεού, ο Όποιος πάντοτε αναπαύεται εις τούς πατρικούς κόλπους, ανέλαβε πρόσωπον άνθρώπινον, προσιτόν εις τούς ανθρώπους και με την θέαν τοΰ θείου προσώπου του ζωοποιεί τούς ανθρώπους. Εδώ δε ευρίσκεται το μυστήριον της λυτρώσεώς μας.
Οι Χριστιανοί, τά τέκνα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, έχουν τον τρόπον εις το πρόσωπον τοϋ Θεανθρώπου Χριστού νά βλέπουν και νά γνωρίζουν, όσον είναι δυνατόν ή κτιστή φύσις των νά γνωρίσει, τον άπερινόητον και άπρόσιτον Θεόν. Οι πιστοί Χριστιανοί σπουδάζουν τά ιερά γράμματα της Αγίας Γραφής, πού είναι λόγια Θεού. Άκούουν τον λόγον του Χριστού, πού είναι πνεύμα και ζωή και μεταδίδουν χάριν και ευλογία εις τούς άκούοντας. Ακόμη μελετούν την ζωή του ένανθρωπήσαντος Κυρίου μας, πού εις τά πράγματα τούς δείχνει τι είναι αρετή και τελειότης, τι είναι δικαιοσύνη και αλήθεια, τι χαρά «πεπληρωμένη» και ειρήνη Θεού. Με την βοήθεια του λόγου του Χρίστου, ο Όποιος πλουσίως κατοικεί εντός των, συνεχώς παρακινούνται νά γί-νωνται μιμηταί του Χριστού, μιμηταί του Θεού. Το σημαντικότερον, με τά Μυστήρια τά ιερά και λυτρωτικά τής Εκκλησίας μας δεν μένουν απλώς οι οπαδοί κάποιου αρχηγού, άλλά μεταστοιχειώνονται εις μέλη ζωντανά και ύγιαίνοντα του αγίου σώματος τοΰ Χριστού. Καθιερώνονται εις ναούς αγίους τοϋ Πνεύματος τού Αγίου. Ιδιαίτατα με το Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. Όταν προσέρχονται εις αυτό όπως ορίζει ή Εκκλησία μας, δέχονται με πίστη, αγάπη και πόθο τον Ίδιον τον Χριστό εντός των και αναπαύονται εις την φιλόστοργο αγκάλη του Χρίστου ως τέκνα του εκλεκτά και αγαπητά.
Και ο Χριστός εις αυτούς τούς αγαπητούς του αγωνιστές του καλού αγώνος έχει δώσει την μεγάλη του ύπόσχεση,πού την τηρεί με ακρίβεια: «Όποιος με αγαπά θα φυλάξει τον λόγον μου καί ό Πατήρ μου θα αγαπήσει αυτόν και θα έλθωμεν προς αυτόν εγώ και ο Πατήρ μου και θα κατοικήσωμεν μονίμως εις αυτόν μεταβάλλοντες την καρδίαν του εις έμψυχον καί ζωντανόν ναόν μας» (Ιω. ιδ'23). Ναι, οι πιστοί και συνεπείς Χριστιανοί άπό εδώ χαίρονται την παρουσία του αγίου Τριαδικού Θεού. Είναι θεοφόροι και χριστοφόροι καί πνευματοφόροι. Μέ καθαρά τά μάτια τής ψυχής των Τον βλέπουν τον Θεό. Πόσον ευνοημένοι είναι οι πιστοί Χριστιανοί! (Από τον "ΣΩΤΗΡΑ")
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου