ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΕΠΙ ΕΛΑΦΡΩΝ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΩΝ.
Ο Επίσκοπος έχει και διοικητικά και δικαστικά δικαιώματα χωρίς την συνηθισμένη Νομο-Κανονική δικαστική διαδικασία. Ο Νόμος ν.5383/32 «περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», του δίνει το δικαίωμα να ασκήσει και αυτά τα διοικητικά δικαστικά του δικαιώματα επί ελαφρών παραπτωμάτων των Ιερέων της Επισκοπής του, όμως, ύστερα από διαλογική διαδικασία με το παρεκτραπέντα Ιερωμένο. Ποία όμως είναι αυτά τα όρια που του παρέχει ο Νόμος, και εντός των οποίων οφείλει να περιοριστεί ο «κατά την κρίση του» δικαστής Επίσκοπος;
Πράγματι επί ελαφρών παραπτωμάτων που δεν επάγονται Κανονική ποινή ο Επίσκοπος δύναται να επιβάλλει αργία ή και ν’ αφαιρέσει το οφφίκιο από τον παρεκτραπέντα ιερέα, αλλά ύστερα από προφορική ή έγγραφη αιτιολογία του. Συγκεκριμένα ορίζεται: «Επί ελαφρών παραπτωμάτων ο Αρχιερεύς μετά προφορικήν, ή έγγραφον απολογίαν επιβάλη, εις τον παρεκτραπέντα, αργίαν μέχρι 30 ημερών μετά ή άνευ εκπτώσεως από του εκκλησιαστικού οφφικίου, αν δε το παράπτωμα προξενήση σκάνδαλον ο Μητροπολίτης δύναται να επιβάλη αργίαν μέχρις 6 μηνών» (ν.5383/32, αρθρ. 11 παρ. 3, πρβλ, και άρθρα 100 & 116).Όμως, πολλές φορές το δικαίωμα αυτό ο Επίσκοπος το παραβιάζει ανάλογα με τις διαθέσεις του απέναντι στο κατηγορούμενο Ιερέα του, και του επιβάλλει αργία χωρίς τη διαδικασία του διαλόγου μ’ αποτέλεσμα να παραβιάζει, κατάφορα, πέραν του ισχύοντος Νόμου, και τις λίαν ρητές και κατηγορηματικές διατάξεις του ΙΒ΄ Κανόνα της Συνόδου Καρθαγένης, ο οποίος απαιτεί ο κατηγορούμενος Ιερωμένος υποχρεωτικά «ν’ ακουστεί» δηλαδή, να δικαστεί πριν του επιβληθεί η οποιαδήποτε ποινή.
Ο Επίσκοπος ακόμη, εκμεταλλευόμενος τα δικαιώματα που του παρέχει ο Νόμος, αυθαιρετεί, παρερμηνεύοντας ηθελημένα τις διατάξεις του αρθρ. 102 του ν.5383/32 μ’ αποτέλεσμα να κατορθώνει όλως παράνομα και αντικανονικά, την παράταση της αργίας στον Ιερέα του και πέραν της δικαιοδοσίας του, επί ολόκληρον έτος και πλέον πολλές φορές. Το άρθρο 102 ορίζει ότι: «Επί παραπτωμάτων προβλεπομένων και υπό του κοινού Ποινικού Δικαίου, δι’ ά διετάχθη υπό της κοινής Δικαστικής Αρχής η προφυλάκισις του Ιερωμένου, ο αρμόδιος Μητροπολίτης δύναται να απαγόρευση προσωρινώς μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως του Εκκλησιαστικού δικαστηρίου πάσαν ιεροπραξίαν».
Δηλαδή, μόνον κάτω απ’ αυτές τις Ποινικές προϋποθέσεις δικαιούται ο Μητροπολίτης να εξαντλήσει τη δικαιοδοσία του των έξι (6) μηνών αργίας, όπερ σημαίνει ότι οφείλει εντός των έξι μηνών να συγκαλέσει το υπ’ αυτόν Εκκλησιαστικό Δικαστήριον, και να εκδόσει την απόφασή του για τον κατηγορούμενο Ιερέα του. Γιατί όταν ο Νόμος ορίζει «μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως του εκκλησιαστικού δικαστηρίου», ο νομοθέτης εννοεί το δικαστήριο που εξουσιάζει ο Επίσκοπος, δηλαδή το Επισκοπικό. Η αλήθεια αυτή του Νομοθέτη διαστρέφεται και έτσι ο Επίσκοπος επιτυγχάνει να ταλαιπωρεί τον Ιερέα του υπονοώντας «ως εκκλησιαστικόν δικαστήριον» την τελεσίδικον απόφαση του αρμόδιου Συνοδικού Δικαστηρίου. Με το τρόπον αυτόν ετσιθελικά και ασύστολα ο Επίσκοπος υπερβαίνει τις αρμοδιότητές του, και δυστυχώς, την οφθαλμοφανή αυτή ΝομοΚανονική παρανομία του Επισκόπου την αποδέχεται, το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, το οποίον σημειωτέον, «δικάζει εις πρώτον βαθμόν» και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο εκμαυλισμός του ΝομοΚανονικού Δικαίου, πρόκειται, δηλαδή, για ένα «τραγελαφικό ΝομοΚανονικό αλαλούμ». Με την ηθελημένη αυτή παρερμηνεία του ο Επίσκοπος, και με τις ευλογίες πλέον και της Ιεράς Συνόδου, το ΝομοΚανονικό Δίκαιον γίνεται λάστιχο, για να επιτυγχάνει το στόχο του, που δεν είναι άλλος παρά η ταλαιπωρία του απροστάτευτου και δύστυχου Ιερέα και της οικογενείας του.
Δυστυχώς, είναι λυπηρόν, ότι από τη στιγμή που θα τύχει να εκλεγεί κάποιος Επίσκοπος, ένα στόχον έχει κατά νουν, τους ανυπεράσπιστους Ιερείς του, που με την αμέριστη βέβαια βοήθεια του εκλεγμένου, από τον ίδιον περιβάλλοντός του, αυτά τα άγαμα, έγγαμα και λαϊκά «γιουσουφάκια του», που με την ανοχή του επιδεικνύουν περισσή υπεροψία, αλαζονεία και ασέβειαν, αν όχι και εχθρική πολλές φορές συμπεριφορά προς το Ιερατείο της Επισκοπής, γι’ αυτό και είναι απαραίτητο το Ιερατικό προσωπικό των Γραφείων των Μητροπόλεων να εκλέγεται, ανά τριετίαν, από το έγγαμο Ιερατείο της Ιεράς Μητροπόλεως, και όχι από τον Επίσκοπον.
Λοιπόν, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, ο Επίσκοπος εκείνος, που πριν εξαντλήσει τα διοικητικά δικαστικά του δικαιώματα, που του παρέχει το εκκλησιαστικό Δίκαιον, δεν εφαρμόσει πιστά τις ρητές και κατηγορηματικές διατάξεις του ΝομοΚανονικού Δικαίου και προβαίνει «εις Επισκοπικές αηδίες»? (Καν. 5ος Α΄ Οικ. Συνόδου), παρανομεί ασύστολα και αδικεί κατάφορα και ηθελημένα τους Ιερείς της Μητροπολιτικής του περιφέρειας. Ο Επίσκοπος, ΝομοΚανονικά, δεν έχει το δικαίωμα, να επιβάλλει αργία πέραν των έξι (6) μηνών. Επομένως μετά τη παρέλευση των έξι μηνών ο καταδικασθείς σε αργία Ιερέας αναλαμβάνει «αυτοδικαίως» τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, αν δεν έχει εκδικασθεί ακόμη η υπόθεσή του (ν.5383/32, αρθρ. 135).
Είναι γνωστόν Εκκλησιολογικά και δεν πρέπει ποτέ να το παραβλέπει ο Μητροπολίτης, ότι: «Ο Επίσκοπος εκείνος που θα επιχείρηση οιαδήποτε αυθαιρεσίαν επί του Πρεσβυτέρου σημαίνει, ότι ο επίσκοπος αυτός εκπίπτει της αποστολής του» (Μέγας Φαράντος, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών. Παραδόσεις Δογματικής και Εκκλησιολογίας).
Πρεσβ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ
Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος
Εκπρόσωπος του ΑΣ. του Ι.Σ.Κ.Ε.
Επί Νομο-Κανονικών Θεμάτων
Περιοδικό Ενορία 12/03/2004
Αριθμός Φύλλου 973 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου