Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 9 Ιουνίου 2013 , Κυριακή του τυφλού.
Ευαγγελιστής Ιωάννης θ΄ 1-38.
Κείμενο:
Και παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; απεκρίθη Ιησούς· ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ΄ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ· εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν· έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. όταν εν τω κόσμω ω, φως ειμί του κόσμου. ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ· ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος, απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ουν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον· ουχ ούτος εστίν ο καθήμενος και προσαιτών; άλλοι έλεγον ότι ούτος εστίν· άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. εκείνος έλεγε ότι εγώ ειμί. έλεγον ουν αυτώ· πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; απεκρίθη εκείνος και είπεν· άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπε μοι· ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι· απελθών δε νιψάμενος ανέβλεψα. είπον ουν αυτώ· που εκείνος; λέγει ούκ οίδα Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον πότε τυφλόν. ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησε ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τους οφθαλμούς. πάλιν ουν ηρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πως ανέβλεψεν. ο δε είπεν αυτοίς· πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές· ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. άλλοι έλεγον· πως δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν· και σχίσμα ην εν αυτοίς· λέγουσι τω τυφλώ πάλιν· συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. ουκ επίστευσαν ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες· ούτος εστίν ο υιός υμών, ον υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; πως ουν άρτι βλέπει; απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον· οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη· πως δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν, ή τις ήνοιξεν αυτού τους οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν· αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ος ην τυφλός, και είπον αυτώ· δος δόξαν τω Θεώ· ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν. απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν· ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα· εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω, είπον δε αυτώ πάλιν· τι εποίησέ σοι; πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; απεκρίθη αυτοίς; είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε· τι πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; ελοιδόρησαν αυτόν και είπον· συ ει μαθητής εκείνου· ημείς δε του Μωϋσέως εσμέν μαθηταί. ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς· εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ΄ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξε τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου, ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. απεκρίθησαν και είπον αυτώ· εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ· συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; απεκρίθη εκείνος και είπε· και τις εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; είπε δε αυτώ ο Ιησούς· και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν. ο δε έφη· πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ.
Ευαγγελιστής Ιωάννης θ΄ 1-38.
Κείμενο:
Και παράγων είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; απεκρίθη Ιησούς· ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ΄ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ· εμέ δει εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ημέρα εστίν· έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. όταν εν τω κόσμω ω, φως ειμί του κόσμου. ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ· ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος, απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ουν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον· ουχ ούτος εστίν ο καθήμενος και προσαιτών; άλλοι έλεγον ότι ούτος εστίν· άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. εκείνος έλεγε ότι εγώ ειμί. έλεγον ουν αυτώ· πως ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; απεκρίθη εκείνος και είπεν· άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισέ μου τους οφθαλμούς και είπε μοι· ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι· απελθών δε νιψάμενος ανέβλεψα. είπον ουν αυτώ· που εκείνος; λέγει ούκ οίδα Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον πότε τυφλόν. ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησε ο Ιησούς και ανέωξεν αυτού τους οφθαλμούς. πάλιν ουν ηρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πως ανέβλεψεν. ο δε είπεν αυτοίς· πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. έλεγον ουν εκ των Φαρισαίων τινές· ούτος ο άνθρωπος ουκ έστι παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. άλλοι έλεγον· πως δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν· και σχίσμα ην εν αυτοίς· λέγουσι τω τυφλώ πάλιν· συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. ουκ επίστευσαν ουν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες· ούτος εστίν ο υιός υμών, ον υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; πως ουν άρτι βλέπει; απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον· οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη· πως δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν, ή τις ήνοιξεν αυτού τους οφθαλμούς ημείς ουκ οίδαμεν· αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. εφώνησαν ουν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ος ην τυφλός, και είπον αυτώ· δος δόξαν τω Θεώ· ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν. απεκρίθη ουν εκείνος και είπεν· ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα· εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω, είπον δε αυτώ πάλιν· τι εποίησέ σοι; πως ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; απεκρίθη αυτοίς; είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε· τι πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; ελοιδόρησαν αυτόν και είπον· συ ει μαθητής εκείνου· ημείς δε του Μωϋσέως εσμέν μαθηταί. ημείς οίδαμεν ότι Μωϋσεί λελάληκεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς· εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ΄ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ήνοιξε τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου, ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. απεκρίθησαν και είπον αυτώ· εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ· συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; απεκρίθη εκείνος και είπε· και τις εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; είπε δε αυτώ ο Ιησούς· και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν. ο δε έφη· πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ.
Μετάφραση:
Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ΄ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ΄ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ΄ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του ανθρώπου, και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ» - που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Όχι, είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πως, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου· πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν: «Που είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν οι Φαρισαίοι να το ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι΄ αυτόν; πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός· πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο· ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πώς ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι΄ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω· ένα ξέρω: πως, εγώ ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν τότε: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε· γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή· εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι΄ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν΄ ανοίξει κανείς τα μάτια γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σ΄ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. «Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε για να πιστέψω σ΄ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.
Σχόλια:
ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ!
«Εποίησε πηλόν…και επέχρισε τον πηλόν
επί τους οφθαλμούς του τυφλού»
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ Ιησούς Χριστός κατά την επίγεια ζωή του δεν ενδιαφέρθηκε μόνο για την ψυχή αλλά και για το σώμα του ανθρώπου. Και το ενδιαφέρον Του αυτό το έδειξε με πολλούς τρόπους, προπάντων όμως με τα θαύματα Του. Τα περισσότερα από τα θαύματα του Κυρίου ως σκοπό είχαν την ανακούφιση του σωματικού πόνου και την αποκατάσταση της υγείας του σώματος.
Γιατί άραγε; Διότι και το σώμα μας – όχι μόνο η αθάνατη ψυχή μας - είναι δημιούργημα του Θεού. Άρα «καλόν λίαν», όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα (Γεν. 1,31). Διότι το σώμα του ανθρώπου είναι ναός και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. 6, 19 – 3, 16). Επιπλέον το σώμα μας είναι ο αξεχώριστος σύντροφος και ο μόνιμος συναγωνιστής της ψυχής στον αγώνα του αγιασμού και της θεώσεως. Γι’ αυτό, καθώς διδάσκει η Εκκλησία μας, δεν πρόκειται απλώς να αναστηθεί, αλλά αφθαρτισμένο θα συμμετάσχει και θα απολαύσει τη δόξα και την ευφροσύνη της θείας Βασιλείας. Μαζί με την ψυχή, με την οποία έζησε και αγωνίστηκε κατά τη διάρκεια της παρούσας ζωής.
Έχει, λοιπόν, μεγάλη αξία το ανθρώπινο σώμα σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη. Κάθε επιμέρους όργανο, κάθε σωματική λειτουργία συνεργεί στη σωτηρία μας. Έτσι όλα τα όργανα του σώματος μας, η καλή τους κατάσταση και η φυσιολογική τους λειτουργία, αποκτούν μια ιδιαίτερη πνευματική σημασία. Αυτό συμπεραίνουμε και από τη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού έρχεται να εξάρει τη σημασία ενός σωματικού οργάνου, όπως είναι τα μάτια μας, και μιας λεπτότατης και καίριας αισθήσεως, όπως είναι η όραση μας.
Δυο πολυτιμότατα όργανα
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ! Από τα δυο πολυτιμότερα όργανα του σώματος μας. Όχι απλώς διότι είναι «ωτίων πιστότερα», όπως έλεγαν οι αρχαίοι, αλλά διότι αποτελούν, όπως δίδαξε ο Κύριος, τους δυο λύχνους που φωτίζουν το ανθρώπινο σώμα. «Ο λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός» (Ματθ. 6,22). Και η όραση είναι η πιο καίρια και η πιο λεπτή από όλες τις αισθήσεις μας, «η βασιλικωτάτη των αισθήσεων» κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.
Ο Μ. Βασίλειος παρομοιάζει τα μάτια με δυο ασώματα χέρια με τα οποία ο άνθρωπος αγγίζει από πολύ μακριά αυτά που θέλει, αυτά που επιθυμεί. «Και ών ταις του σώματος χερσίν», συνεχίζει ο ίδιος διδάσκαλος, «άψασθαι επ’ εξουσίας ουκ έχει, ταύτα ταις των ομμάτων βολαίς περιπτύσσει».
Τα μάτια μας αποτελούν μια τέλεια, μοναδική φωτογραφική μηχανή, που έχει τη δύναμη να εντυπώνει στους χώρους της μνήμης μας πλήθος εικόνων, προσώπων, πραγμάτων ή γεγονότων. Και όλοι γνωρίζουμε εκ πείρας πόσο βαθιά χαράζονται μέσα μας όσα συλλαμβάνουμε με τα μάτια μας. Κι αν ακόμη πολύ προσπαθήσουμε, μας είναι τρομερά δύσκολο ή και αδύνατο να εξαλείψουμε από την μνήμη μας ό,τι αποτύπωσαν τα μάτια μας.
Η πνευματική σημασία της οράσεως
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΟΜΩΣ των ματιών και η αξία της λειτουργίας τους – της αισθήσεως δηλαδή της οράσεως – δεν είναι μόνο φυσική αλλά ηθική και πνευματική. Το πως και το τι βλέπουμε, επηρεάζει ιδιαίτερα την πνευματική μας ζωή. Τα μάτια μας, αν τα αφήσουμε αφύλακτα και ανεξέλεγκτα, εύκολα μεταβάλλονται σε δυο κλέφτες της αμαρτίας. Οι εικόνες που μεταφέρουν μέσα μας γεννούν στην καρδιά μας τις εμπαθείς επιθυμίες και μας εξωθούν αρχικά να αμαρτήσουμε με τη φαντασία, αργότερα δε και έμπρακτα. Μας το επισήμανε με πολλή σαφήνεια ο Κύριος: «Πας ο βλέπων γυναίκα εις το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. 5, 28).
Ο άνθρωπος εύκολα αιχμαλωτίζεται από τα μάτια του. Και τα όσα εφάμαρτα βλέπει τον αναστατώνουν εσωτερικά και τον παρασύρουν στη δίνη των σαρκικών επιθυμιών. Ας θυμηθούμε το αξίωμα των αρχαίων «εκ του οράν τίκτεται το εράν». Αυτό που βλέπουμε με φιλήδονη περιέργεια εξάπτει την επιθυμία και παγιδεύει την καρδιά μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του προφητάνακτος Δαβίδ. Η θέα από το δώμα των ανακτόρων του της γυμνής Βηρσαβεέ που λουζόταν, τον παρέσυρε σε δυο φρικτά αμαρτήματα, τη μοιχεία και το φόνο (Β’ Βασιλ. 11,2).
«Οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν»
ΤΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΜΑΣ χρειάζεται; Να προσέχουμε τα μάτια μας. Να ελέγχουμε το πως και το τι βλέπουμε. Η όραση μας να είναι ορθή και άμεμπτη. «Οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν...», συνιστά ο σοφός Σολομών. Και προσθέτει λίγο πιο κάτω: «Μη σε νικήση κάλλους επιθυμία, μηδέ αγρευθής σοις οφθαλμοίς» (Παροιμ. 4, 25 – 6,25).
Οφείλουμε να βλέπουμε τους άλλους με απλότητα. Χωρίς πονηρία και φιλήδονη περιέργεια. Είναι άραγε εύκολο κάτι τέτοιο; Όχι, διότι τα πάθη που φωλιάζουν στην καρδιά μας μάς εξωθούν να βλέπουμε τους άλλους με αμαρτωλή περιέργεια και εμπάθεια. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να παίρνουμε προφυλάξεις. Να μην αφηνόμαστε στο μολυσμό του χυδαίου θεάματος. Να μην πιάνουμε στα χέρια μας έντυπα γεμάτα ρυπαρότητα και πρόκληση. Να μην περιεργαζόμαστε πρόσωπα με αισχρές διαθέσεις. Η πείρα που απέκτησε ο προφήτης Δαβίδ μετά τη φοβερή πτώση του, τον έκανε να απευθύνεται συχνά στο Θεό και να παρακαλεί: «Απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118, 37). Την θερμή αυτή ικεσία ας απευθύνουμε κι εμείς προς τον Κύριο την ώρα που κινδυνεύουμε να αιχμαλωτιστούμε από τα μάτια μας.
Ο εξαγιασμός της οράσεως
ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ μόνο να προφυλάσσουμε τα μάτια μας από όλα εκείνα που μολύνουν την ψυχή και μας αιχμαλωτίζουν στην αμαρτία. Χρειάζεται και να τα εξαγιάζουμε. Η όραση μας όχι μόνο να μη θητεύει στα πάθη, αλλά να συνεργεί και στον εσωτερικό φωτισμό μας. Πως; Με ποιόν τρόπο;
Πρώτον, με τη μελέτη του λόγου του Θεού. Ο λόγος του Θεού είναι το φως και η αλήθεια. Ο άνθρωπος που σκύβει στις αθάνατες σελίδες της Αγίας Γραφής αγιάζει τα μάτια του και φωτίζει τον εσωτερικό του κόσμο. Παύει να βλέπει μόνο φυσικά με τα σωματικά μάτια του κι αρχίζει να βλέπει με μια καινούργια, πνευματική αίσθηση, την όραση της ψυχής του. Τα μάτια μας δεν φωτίζονται πλέον μόνο από το υλικό φως του ήλιου αλλά και με το πνευματικό, που είναι ο Χριστός και η αλήθεια Του. Αυτό παρακαλούσε τον Θεό να του χαρίσεις ο Δαβίδ: «Αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ του νόμου σου» (Ψαλμ. 118, 18).
Δεύτερον, η όραση μας εξαγιάζεται από τη θέα της δημιουργίας. Ατενίζοντας ο άνθρωπος τα μεγαλειώδη δημιουργήματα του Θεού χαίρεται, αγιάζει την όραση του και ανάγεται στον Δημιουργό. Με τα μάτια της ψυχής του μπορεί να βλέπει πίσω από την ομορφιά και την αρμονία των κτισμάτων το άπειρο κάλλος και την τελειότητα του Θεού.
Στον αγιασμό των ματιών μας συντελεί και η θέα των ιερών συμβόλων της λατρείας. Ο ναός, ο διάκοσμος του, οι ιερές εικόνες, το κάθε τι. Όλα επιδιώκουν τον εξαγιασμό των αισθήσεων μας. Να μας ανεβάσουν από την γη στον ουρανό. Να μας βοηθήσουν από τα αισθητά να αναχθούμε στα υπεραισθητά.
Οφείλουμε να προσέχουμε
ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ ΜΙΑΝ εποχή στην οποία δεσπόζει ο homo telespectator, ο άνθρωπος τηλεθεατής. Η εικόνα – και μάλιστα η ηλεκτρονική – έχει εισβάλει κυριαρχικά στη ζωή μας. Ο πολιτισμός μας χαρακτηρίζεται ως πολιτισμός του ματιού. Τα μάτια μας καθημερινά βομβαρδίζονται από κάθε λογής εικόνα. Και η πλημμυρίδα αυτή των εικόνων έχει πολλαπλασιάσει τους ηθικούς κινδύνους που διατρέχουμε όλοι, κυρίως όμως τα παιδιά και οι νέοι μας. Δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστούμε ότι τα μάτια μας σήμερα τρέφονται από το γυμνό, την ακολασταίνουσα σάρκα και το πολύμορφο έγκλημα. Και όλο αυτό το υλικό της σαπίλας και της διαφθοράς, που στις μέρες μας έγινε το πιο εμπορεύσιμο και κερδοφόρο είδος στην παγκόσμια αγορά, μας σερβίρεται κάτω από το αθώο όνομα της ψυχαγωγίας!
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση ο λόγος του Θεού και η εμπειρία της Εκκλησίας σήμερα μας προειδοποιεί:
Προσοχή στα μάτια σας!
Φυλάξτε τα μάτια σας καθαρά!
Εξαγιάστε την όραση σας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου