Πέμπτη 21 Αυγούστου 2008



Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ



Το θέμα μας, η προσευχή, είναι τόσο γνωστό όσο και άγνωστο.

Είναι ένας αγρός πού, όσο κι αν τρυγηθεί, οι καρποί του δεν εξαντλούνται.

Είναι ένα απέραντο πέλαγος με πολυποίκιλο και ανεξιχνίαστο βυθό πού, όσο και αν εξερευνηθεί, παραμένει ανεξερεύνητο.

Γι’ αυτό θα θίξουμε, εντελώς επιγραμματικά και περιληπτικά, ορισμένα σημεία του πολύπλευρου και απέραντου και ζωτικού αυτού θέματος.


Α΄. Είναι η προσευχή ένα καθήκον ή μια ζωτική ανάγκη; Λέγει ο αείμνηστος από Κορίνθου αρχιεπίσκοπος Αμερικής Μιχαήλ· «Η προσευχή έχει την αρχήν της εις αυτήν την δημιουργίαν του ανθρώπου. Προσευχόμεθα, διότι έχουμε εντός μας μέρος της θείας ενέργειας. Την πρώτην ψυχήν εις τον πλανήτην μας την ενεφύσησε ο Θεός· κι έκτοτε η κάθε ανθρώπινη ψυχή, όπως παραδέχονται οι νηφαλιότεροι και πλέον ισορροπημένοι επιστήμονες, δημιουργείται με την συνεργασία του Θεού και του ανθρώπου»1. Συνεπώς εκ κατασκευής ο άνθρωπος ρέπει προς την αρχική του πηγή, την αιτία της δημιουργίας του, τον Θεό. Αισθάνεται την ανάγκη να συνομιλεί μ’ Αυτόν, ν’ αντλεί δύναμη, χάρη, αντίληψη, βοήθεια, αρωγή, χαρά, ειρήνη, ευτυχία. Όπως το φυτό που ζει μόνον εντός του ύδατος λέγεται υδροχαρές, έτσι και ο άνθρωπος, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού, είναι φυτό προσευχοχαρές. Είναι ένα λατρευτικό όν θα λέγαμε. Εάν λάβουμε υπ’ όψη μας τα ανωτέρω, καταλαβαίνουμε πόσο λάθος είναι η θεωρία που επεκράτησε, ότι η προσευχή απλώς είναι ένα καθήκον του χριστιανού. Η προσευχή δεν είναι καθήκον· είναι η πρώτιστη και θεμελιώδης και βασική ανάγκη της ψυχής. Όπως είναι παράλογο να λέμε ότι τρώμε ή αναπνέουμε ή κοιμόμαστε από καθήκον, έτσι είναι παράλογο να λέμε ότι προσευχόμαστε από καθήκον. Μόνο σε περίπτωση που είμαστε άρρωστοι μας λένε· Πρέπει να φας, πρέπει να κοιμηθείς. Το ότι επεκράτησε να τονίζεται στην κατήχηση και το κήρυγμα ότι η προσευχή είναι καθήκον, αυτό είναι μια ένδειξη της ασθένειας που μαστίζει το ψυχοσωματικό μας είναι και ότι χρειάζονται συντονισμένες και επίπονες προσπάθειες για να βρούμε την εν Χριστώ υγεία μας, να επανέλθουμε στο κατά φύση και ορθοδόξως ζην. Το ότι η προσευχή είναι ανάγκη και μάλιστα βασική, πρωταρχική και απόλυτη, και όχι ένα ξηρό καθήκον, το τονίζουν με πάθος και δύναμη οι πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι η προσευχή είναι για την ψυχή ότι είναι ο ήλιος για το οφθαλμό, το νερό για το ψάρι, τα νεύρα για το σώμα, και ότι ο μη προσευχόμενος άνθρωπος μοιάζει με τυφλό που δεν βλέπει τον ήλιο ή με ψάρι που είναι έξω από το νερό ή με άνθρωπο παράλυτο και ανίκανο να εκτελέσει την παραμικρή εργασία2. Λέγει δε χαρακτηριστικά ότι το σώμα παίρνει ζωή από τη ψυχή, η δε ψυχή από την προσευχή3. Γι’ αυτό ο προφήτης Δανιήλ προτίμησε να πεθάνει σωματικά παρά να μη προσευχηθεί λίγες μόνο μέρες όπως είχε διατάξει ο βασιλεύς4.


Β΄. Προσευχή· το ύψιστο προνόμιο του ανθρώπου Η προσευχή λοιπόν δεν είναι ένα ξερό καθήκον αλλά μια φυσική και ζωτική ανάγκη της ψυχής. Αλλά είναι και κάτι άλλο, που δυστυχώς οι περισσότεροι δεν το νοιώθουμε. Είναι το ύψιστο προνόμιο που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο. Από τα δημιουργήματα του Θεού, λένε οι πατέρες, μόνο οι άγγελοι και οι άνθρωπο έχουν το προνόμιο της προσευχής. Ειδικά για μας τους ανθρώπους η προσευχή είναι εκείνη που μας ξεχωρίζει από τ’ άλογα ζώα και μας συνδέει με τους αγγέλους. Είναι τόσο μεγάλο και τόσο σπουδαίο το συνομιλείν με το Θεό, ώστε η τιμή αυτή υπερβαίνει την αξία και τη μεγαλοπρέπεια κι αυτών των αγγέλων, παρατηρεί ο ι. Χρυσόστομος. Κι αυτό φαίνεται στην αγία Γραφή. Διότι όταν οι άγγελοι υμνούν τον Θεό, το κάνουν με πολύ φόβο, καλύπτοντας τα πρόσωπα και το σώμα τους και ευρισκόμενοι σε διαρκή κίνηση, φρίττοντες και απορούντες για το προνόμιο που τους δόθηκε. Πρέπει λοιπόν όταν προσευχόμαστε να νιώθουμε αυτό το προνόμιο της προσευχής και να καταλαβαίνουμε ότι την ώρα εκείνη κάνουμε το μεγαλειωδέστερο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος. Όπως λέγει χαρακτηριστικά σύγχρονος χριστιανός διανοούμενος, «την ώρα που λέμε το ‘Πάτερ ημών’ να αισθανώμεθα τον εαυτό μας ν’ ανεβαίνη πολύ ψηλότερα παρά αν μας καλούσε ο οποιοσδήποτε πρωθυπουργός ή αρχηγός κράτους για μας απονείμη το μεγαλύτερο έστω παράσημο ή να έχη μαζί μας μία συνεργασία. Και θα έπρεπε να είμαστε τόσο περήφανοι για το προνόμιο αυτό ώστε να φροντίσωμε να προφυλαχθούμε για να μη το πάρωμε επάνω μας από το καύχημα και έτσι πέσωμε από την καύχησι για την πίστι, στην καύχηση για το εγώ»6. Κάτι άλλο, που δείχνει πόσο μέγα προνόμιο είναι η προσευχή και τι τιμή και παρρησία μας χαρίζει, είναι και η προσευχή για τους ανωτέρους μας, τους έχοντες μεγάλα εκκλησιαστικά ή κρατικά αξιώματα. Λέγει ο ι. Χρυσόστομος, σχολιάζοντας την παράκληση του Παύλου να προσεύχονται οι πιστοί γι’ αυτόν, ότι «μας δίδουν τόση αξία οι προσευχές και αποκτούμε τόση παρρησία, ώστε να τολμούμε να ικετεύουμε τον Θεό υπέρ του Παύλου. Ποιος στρατιώτης τολμά να παρακαλέσει τον βασιλέα υπέρ του μεγάλου στρατηγού; Κανείς. Κι όμως σε τέτοια τιμή μας οδηγούν οι προσευχές, ώστε να τολμούμε να ικετεύουμε υπέρ του Παύλου, αν και κανείς στρατηγός δεν ήταν τόσο φίλος με τον Θεό όσο ο Παύλος»7. Και όχι μόνο να τολμούμε να ικετεύουμε αλλά -και αυτό είναι το θαυμαστό-δια της προσευχής να γινόμαστε συναγωνιστές και συνυπουργοί των αποστόλων, των πατέρων και ποιμένων της Εκκλησίας μας ή ακόμη και των κρατικών αρχόντων. Έτσι ο Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή παρακαλεί τους πιστούς να συναγωνισθούν μαζί του στο δύσκολο αποστολικό έργο δια της προσευχής· «Παρακαλώ… συναγωνίσασθαί μοι εν ταις προσευχαίς.» (Ρωμ. 15,30), λέγει. Και στην Β΄ προς Κορινθίους τους καλεί να γίνουν συνυπουργοί του εις το έργο του· «συνυπουργούντων και υμών υπέρ ημών τη δεήσει» (Β΄Κορ.1,11). Για όλους αυτούς τους λόγους ο Χρυσόστομος θεωρεί «ως μέγιστον αφροσύνης σημείον» το να μη γνωρίζουμε το μέγεθος της τιμής που προσδίδει σ’ εμάς η προσευχή, με αποτέλεσμα να μη την λαχταράμε και να μη θεωρούμε θάνατο της ψυχής την μη προσκύνηση του Θεού 8.


Γ΄. Η προσευχή αφετηρία και μητέρα κάθε αρετής Φυσική εκδήλωση η προσευχή, ζωτική ανάγκη, ύψιστο προνόμιο, αλλά και μητέρα κάθε αρετής. Είναι γενικώς παραδεκτό και πανθομολογούμενο από την Γραφή και τους πατέρες της Εκκλησίας, ότι η προσευχή ανυψώνει τον άνθρωπο μέχρι του ουρανού. Φέρνει τον Θεό κοντά μας. Καθιστά τον άνθρωπο ισάγγελο, αφού αυτή είναι το κύριο γνώρισμα και έργο των επουράνιων δυνάμεων, δίκαιο, όσιο, ενάρετο, αφού αυτή είναι η μητέρα κάθε αρετής και δικαιοσύνης. Βέβαια δεν πρέπει να θεωρηθεί η προσευχή ως πανάκεια· ούτε πρέπει να περιορισθούμε μόνο σ’ αυτήν αδιαφορώντας για τις άλλες εντολές του Κυρίου. Αυτό είναι, μπορεί κατά ένα τρόπο να πει κανείς, ένα είδος μονοφυσιτισμού, άσχετα αν εμφανίζεται με πέπλο ευσεβείας και αγιότητας. Και ρητώς η Γραφή καταδικάζει αυτή την εκτροπή και μονομέρεια· «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς.» (Ματθ. 7,21). Και ο ίδιος ο Κύριος, ο υπογραμμός των πιστών, δεν περιορίσθηκε μόνο στην προσευχή. Αλλά κήρυττε, ήλεγχε, θαυματουργούσε, θεράπευε ασθενείς, έδινε τροφή στους πεινασμένους, παρηγορούσε τους αμαρτωλούς, ευλογούσε τα παιδιά ή τις αθώες χαρές ενός γάμου, νήστευε, υποτασσόταν στους γονείς του ως παιδί και γενικώς ασκούσε «πάσαν αρετήν και δικαιοσύνην». Χωρίς λοιπόν να αρκεί για την σωτηρία μας μόνο η προσευχή, εν τούτοις δεν παύει να είναι το πρώτιστο των αγαθών, το θεμέλιο και η ρίζα όλων των αρετών. Ο όρος άνευ του οποίου δεν μπορεί να γίνει τίποτα «conditio sine qua non». Λέγει ο ι. Χρυσόστομος· «Τι μπορεί ν’ αποβεί οσιώτερο από τον συναναστρεφόμενο με τον Θεό; τι δικαιότερο; τι κοσμιώτερο; τι σοφώτερο; Εάν η συναναστροφή με αγίους σε ωφελεί, σε εμψυχώνει, σε παρηγορεί, σε αναπτερώνει, τότε για φαντάσου τι καλό σου κάνει η επαφή με τον Θεό. Αντίθετα, άνθρωπος που δεν προσεύχεται μοιάζει με πόλη ανοχύρωτη, η οποία στην πρώτη προσβολή θα πέσει. Άνθρωπος που δεν προσεύχεται μοιάζει με τους ανθρώπους που αποφεύγουν τη συναναστροφή ευγενών και ενάρετων ανθρώπων και αναγκαστικά συναναστρέφονται με επαίτες και αποβλήτους. Άνθρωπος που αποφεύγει το έργο των αγγέλων, γίνεται δούλος των ηδονών και συναναστρέφεται με τους δαίμονες9. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει χαρακτηριστικά· Ο νους μοιχεύει μόλις αποστεί «της του Θεού μνήμης»10, δηλαδή μόλις παύσει να λατρεύει και να προσεύχεται. Ο άνθρωπος, όπως είπαμε στην αρχή, είναι εκ της φύσεώς του λατρευτικό όν. Όταν δεν λατρεύει τον αληθινό Θεό δια της πίστεως, της ζωής και υπακοής, το λατρευτικό του είναι αναζητεί διέξοδο στην ψευδολατρεία, την σαρκολατρεία, τον εγωισμό, την φιλαργυρία και την ειδωλολατρεία πάσης μορφής και είδους. Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε ομιλία προς τους πιστούς του, οι οποίοι λόγω του τρύγου είχαν εγκαταλείψει τον εκκλησιασμό και την προσευχή, προειδοποιεί με έντονο ύφος ότι· «Νούς αποστάς του Θεού, ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης, και των όρων αποστατήσας της φύσεως επιθυμεί των αλλοτρίων και κόρον φιλοκερδείας ουκ οίδε· ταίς σαρκικαίς επιθυμίαις έκδοτον εαυτόν ποιεί, και μέτρον ηδονής ου γινώσκει»11. Σήμερα ειδικά, που ο σύγχρονος κόσμος επιβάλλει τον εαυτό του και το φρόνημά του με πολυποίκιλους τρόπους (με το βιβλίο, με την επιστήμη, με την εικόνα, με την εφημερίδα, με την επικοινωνία και τον τουρισμό, με το ραδιόφωνο, με τη μόδα, με πλήθος παραστάσεων που αιχμαλωτίζουν κυριολεκτικώς όλες τις αισθήσεις του ανθρώπου και τον ίδιο τον άνθρωπο), τα λόγια των πατέρων αποκτούν ιδιαιτέρα σημασία. Εάν προσθέσουμε στα πιο πάνω την «αλαζονία του βίου» που υπάρχει μέσα μας, το «φρόνημα της σαρκός», την αμαρτία, αλλά και την ενέργεια του σατανά, καθίσταται φανερό ότι μόνο όταν έχει κανείς «την Θεού έννοιαν αντί αναπνοής εν πάσι»12, όπως λέγει ο άγιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, θα δυνηθεί να παραμείνει «δίκαιος ενώπιον του Θεού, πορευόμενος εν πάσαις ταις εντολαίς και δικαιώμασι του Κυρίου άμεμπτος» (Λουκ. 1,6).


1. Αρχιεπισκόπου Αμερικής Μιχαήλ, Εισαγωγή στο « Δύναμις δια της προσευχής» του Ε. Μ. Bounds, εκδ. «Αστέρος».

2. Ε.Π.Ε. Έργα Χρυσοστόμου τόμ.31 σσ. 180·204.

3. Ένθ’ ανωτ. σ. 184.

4. Πρβλ. Δαν. 6,10.

5. Πρβλ. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ. σ. 198.

6. Α. Τσιριντάνη, Η πίστις ως βίωμα, τομ. Ε΄ σ. 230·231.

7. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ. σ. 214.

8. Ένθ’ ανωτ. σ.184.

9. Ένθ’ ανωτ. σ. 200.

10. Φιλοκαλία έκδ. «Αστέρος» τόμ. 4 σ. 75.

11. Ε.Π.Ε. Έργα Γρηγορίου Παλαμά τομ 11, σ. 226.

12. Φιλοκαλία, έκδ. «Αστέρος», τόμ. 4, σ. 75.


ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: