Σάββατο 31 Μαΐου 2008

ΚΥΡΙΑΚΗ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ (ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ)

Ο ΒΛΕΠΩΝ ΚΑΙ 0Ι ΜΗ ΒΛΕΠΟΝΤΕΣ

«Απήλθε και ένίψατο και ήλθε βλέπων».

Ένας τυφλός αποδεικνύεται βλέ­πων και οι βλέποντες αποδεικνύονται τυφλοί. Έχουν σημασία τά λόγια του Κυρίου, πού είπε ώς απάντηση στην απορία των μαθητών του, για το ποιος αμάρτησε, αυτός, ο τυφλός ή οι γο­νείς του για νά γεννηθεί τυφλός. Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του. άλλά για νά φανερωθεί ή δόξα τοϋ Θεού, τά θαυμαστά έργα και μεγαλεία τοϋ Θεού δι αυτού τού άνθρωπου. Αυτός δια της ζωής του, της υπομο­νής του, τής πίστεως του θα γινόταν μέσον και όργανο, για νά φανερωθούν οι θαυμαστές ενέργειες τού Θεού, στον κόσμο και στους ανθρώπους.
Και πράγματι. Ό τυφλός δείχνει διάθεση συμμορφώσεως και υπακοής στην εντολή τού Χριστού. Δέχεται νά τον χρίση με τη λάσπη και πρόθυμα υπακούει στην εντολή Του νά πάει και νά νιφθή στην κολυμβήθρα τού Σιλωάμ. Στη συνέχεια, στη μεγάλη έκ­πληξη και απορία και το θαυμασμό όλων, γιατί ενώ ήταν τυφλός τώρα βλέπει, εκείνος με απλό και σαφή τρό­πο περιγράφει τά τής θεραπείας του. Περισσότερο φαίνεται ή όραση του. ή πνευματική του όραση, όταν αντιμετωπίζει τούς Φαρισαίους. Τότε ο πρώην τυφλός αποδεικνύεται βλέπων, αποδεικνύεται θαρραλέος ομολογητής και απολογητής του Χριστού και τής αλήθειας. Και μπροστά στους Φαρισαίους με απλότητα και θάρρος ομο­λογεί τά τής θεραπείας του. Και όταν εκείνοι διχάζονται εν σχέσει με την προσωπικότητα τού Κυρίου και όταν τον ρωτούν, εσύ τι λέγεις περί αυτού, εκείνος άπαντα: «Ότι προφήτης έστί», και όταν και πάλι τον ρωτούν και συκοφαντούν τον Κύριο ότι είναι αμαρτωλός, εκείνος άπαντα: «Δεν ξέρω αν είναι αμαρτωλός άλλα γνωρίζω ότι ενώ ήμουνα τυφλός, τώρα βλέπω». Για νά κατάληξη στήν υπέ­ροχη και δυνατή απολογία υπέρ τού Χριστού: «Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά, ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει, άλλά εάν κανείς είναι θεοσεβής και κάνει το θέλημα τού Θεού, αυτόν ο Θεός ακούει. Από τότε πού υπάρχει ο κόσμος έως σήμερα δεν έχει άκουσθή ποτέ ότι έθεράπευσε κάποιος άνθρωπος τους οφθαλμούς τυφλού έκ γενετής. Εάν αυτός δεν ήταν σταλμένος από τον Θεό δεν θα μπο­ρούσε νά κάνη ούτε το παραμικρό θαύμα».
Διακηρύττει το θαύμα, την ανωτερότητα τού Ιησού Χριστού, την προφητική του δύναμη και απο­στολή. Ομολογεί ότι είναι απεσταλμένος τού Θεού, ότι είναι Θεός. Ό τυφλός βλέπει. Όχι μόνο σωματι­κά, άλλα και πνευματικά, ψυχικά. Παρουσιάζεται εσωτερικά φωτισμένος. Ομολογεί τον Χριστό. Πι­στεύει και θεολογεί.
Ενώ οι βλέποντες, οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, εκείνοι οι όποιοι είχαν τά σωματικά τους μάτια, εί­χαν την ανθρώπινη γνώση και σοφία, τη θρησκευτική γνώση, οι όποιοι έγνώριζαν τις Γραφές και έδίδασκαν τον λαό και ήταν ή άρχουσα θρησκευτική τάξη. αυτοί αποδεικνύονται μωροί και τυφλοί.
Βλέπουν και αυτοί με τά μάτια τά σωματικά το θαύμα. Το βλέπουν και το ομολογούν όλοι. Μόνο αυ­τοί είναι σαν νά μη βλέπουν. Δεν θέλουν νά δουν. Δεν τούς συμφέρει νά δουν και νά παραδεχθούν. Δεν τούς αφήνουν τά πάθη και μάλιστα ο εγωισμός και ο φθό­νος, για νά δουν καθαρά και αντικειμενικά τά πράγ­ματα. Καταβάλουν απεγνωσμένη προσπάθεια νά πεί­σουν τούς εαυτούς τους και τούς άλλους ότι το θαύμα δεν έγινε.
Η καλύτερα δεν θέλουν νά παραδεχθούν ότι το έκανε ο Χριστός. Αντίθετα προσπαθούν νά τον παρουσιάσουν, ότι καταπατεί το Σάββατο, ότι είναι αμαρτωλός, ότι δεν γνωρίζουν την καταγωγή του.
Οι βλέποντες, σωματικά και μορφωτικά, οι βλέ­ποντες λόγω θέσεως και θρησκευτικής παιδείας, αποδεικνύονται μη βλέποντες, φανερώνονται άπό τά πράγματα πραγματικά τυφλοί.
Για νά επιβεβαιώνονται πάντοτε τά λόγια τού Κυ­ρίου, πού είπε: «Εγώ ήλθα στον κόσμο αυτό, για νά γίνει κρίση και διάκριση μεταξύ των ανθρώπων... Και έτσι αυτοί πού θεωρούνται άπό τούς Γραμματείς και Φαρισαίους ότι είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι της αγνοίας, ότι είναι τυφλοί και δεν βλέπουν, θα δουν το φως της αλήθειας. Και εκείνοι πού θεωρούν τον εαυ­τό τους φωτισμένο, θα καταντήσουν ένεκα της υψηλοφροσύνης τους τυφλοί πνευματικώς».
Για νά βλέπουμε αληθινά δεν αρκούν τά σωματικά μας μάτια. Ούτε οι γραμματικές, επιστημονικές, θρη­σκευτικές και θεολογικές μας γνώσεις. Χρειάζεται κυ­ρίως κάτι άλλο. Χρειάζονται κάποια άλλα μάτια. Μά­τια πίστεως. Μάτια καθαρά άπό την αμαρτία. Άπό τις σκόνες και τις αναθυμιάσεις των διαφόρων αμαρ­τιών και παθών. Χρειάζονται καθαρά μάτια και κα­θαρή καρδιά. Και τότε θα βλέπουμε καθαρά και αλη­θινά. Θα βλέπουμε τον Θεό.
Την ύπαρξη Του, τις ενέρ­γειες Του, τά θαυμαστά και μεγαλειώδη τά όποια πά­ντοτε και σήμερα επιτελεί. Θα βλέπουμε αληθινά τον κόσμο, τον άνθρωπο, τά διάφορα γεγονότα, τη ζωή μας. Θα γνωρίζουμε τον εαυτόν μας. Ή ζωή μας θα είναι μία όραση καθαρή. Θα έχουμε την αληθινή θεο­γνωσία. Θα γίνεται πραγματικότητα αυτό το όποιο λέμε στο τέλος τής θ. Λειτουργίας: «Εϊδομεν τό φώς τό άληθινόν». (Από την "ΖΩΗ") .
­

2 σχόλια:

Πρωτόκλητος είπε...

Συγχαρητήρια!
Πολύ καλή και αρκετά διαφωτιστική η ανάρτησή σας για τον τυφλό του αυριανού Ευαγγελίου. Μακάρι ο Κύριος να μάς κρατά πάντοτε ορθάνοιχτα τα πνευματικά μάτια της πίστεως, γιατί χωρίς αυτήν κάνουμε πορεία προς το κενόν, όπου και κάποτε θα πέσουμε.

sinodiporos είπε...

ευχαριστώ τον πρωτόκλητο για το περασμά του απο το blog και για τα καλά του λόγια. Ειναι καιρός να επιστρέψουμε στην αγκαλιά της Εκκλησίας.