Δευτέρα 15 Μαΐου 2017


Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 21 Μαϊου 2017, Κυριακή του Τυφλού. Ευαγγελιστής Ιωάννης κεφάλαιο θ’ στίχοι: 1-38.

 Κείμενο: Τω καιρώ εκείνω παράγων ο Ιησούς είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες; ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος η οί γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; Απεκρίθη ο Ιησούς- ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ' ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ. Εμέ δε εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ήμέρα εστίν έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. Όταν εν τω κόσμω, φως ειμί του κόσμου. Ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ· ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ό ερμηνεύεται απεσταλμένος. Απήλθεν ούν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ούν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον ούχ ούτος εστίν ο καθήμενος και προσαιτών; άλλοι έλεγον ότι ούτος εστίν άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. Εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμί. Έλεγον ούν αυτώ· πώς ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; απεκριθη εκείνος και είπεν άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισε μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι· υπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι· απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα. Είπον ούν αυτώ· που εστίν εκείνος; λέγει· ουκ οίδα. Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον ποτέ τυφλόν. Ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αύτού τους οφθαλμούς. Πάλιν ούν ήρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. ο δε είπεν αυτοίς· πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. Έλεγον ούν εκ των Φαρισαίων τινές· ούτος ο άνθρωπος ουκ εστί παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. Άλλοι έλεγον πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; και σχίσμα ην εν αυτοίς. Λέγουσι τω τυφλώ πάλιν συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. Ουκ επίστευσαν ούν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες· ούτος εστίν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; πώς ούν άρτι βλέπει; απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη. Πώς δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. Εφώνησαν ούν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ός ην τυφλός, και είπον αυτώ· δός δόξαν τω Θεώ· ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν. Απεκρίθη ούν εκείνος και είπεν ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα· εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω. Είπον δε αυτώ πάλιν τι εποίησέ σου; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Άπεκρίθη αυτοίς· είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε· τι πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; ελοιδόρησαν αυτόν και είπον συ ει μαθητής εκείνου· ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί. Ημείς οίδαμεν ότι Μωυσή λελάληκεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς· εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ' εάν τις θεοσεβής ή και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ηνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. Απεκρίθησαν και είπον αυτώ· εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ· συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; απεκρίθη εκείνος και είπε: και τίς εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Είπε δε αυτώ ο Ιησούς- και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν. ο δε έφη· πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ.

    Μετάφραση: 
 Εκείνο τον καιρό, καθώς περνούσε ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε τον ρώτησαν οι μαθητές του και του λέγουν διδάσκαλε, ποιός αμάρτησε, αυτός η οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός; Αποκρίθηκε ο Ιησούς· ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ' αυτόν τα έργα του Θεού. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα' έργα εκείνου που με έστειλε, ως που ακόμη είναι ημέρα· έρχεται νύχτα όπου κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όταν είμαι στον κόσμο, φως εί· μαι του κόσμου. Αφού είπε αυτά έφτυσε χάμω και με το σάλιο έκαμε λάσπη και έβαλε τη λάσπη πάνω στα μάτια του τυφλού και του είπε: πήγαινε να νιφτείς στη δεξαμενή του Σιλωάμ, που στα ελληνικά θέλει να πει «απεσταλμένος». Πήγε λοιπόν και νίφτηκε και ήλθε βλέποντας. Ο γειτόνοι του λοιπόν και εκείνοι που τον έβλεπαν και ήξεραν πως πρώτα ήταν τυφλός, έλεγαν αυτός δεν είναι που καθόταν και ζητιάνευε; Αλλοι έλεγαν πως αυτός είναι· άλλοι πως κάποιος όμοιος του· εκείνος έλεγε πως εγώ είμαι· του έλεγαν λοιπόν πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου; Αποκρίθηκε εκείνος και είπε· ένας άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκαμε λάσπη και έβαλε πάνω στα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν και νίφτηκα και είδα το φως μου. Του είπαν: που είναι εκείνος; Λέγει· δεν ξέρω. Παίρνουν τον άλλοτε τυφλό και τον πηγαίνουν στους Φαρισαίους. Ήταν δε Σάββατο όταν έκαμε τη λάσπη ο Ιησούς και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Ρωτούσαν λοιπόν πάλι οι Φαρισαίοι τον άλλοτε τυφλό, πώς είδε το φως του· και αυτός τους είπε· έβαλε λάσπη πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους· αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από το Θεό, γιατί δε φυλάει την αργία του Σαββάτου. Άλλοι έλεγαν πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαύματα; Έτσι χωρίστηκαν οι γνώμες μεταξύ τους. Λέγουν πάλι στον τυφλό. Συ τι λες γι' αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί τα δικά. σου μάτια άνοιξε. Και αυτός είπε πως; είναι προφήτης. Δεν πίστεψαν λοιπόν οι Ιουδαίοι γι' αυτόν πως ήταν τυφλός και είδε το φως του, μέχρι που φώναξαν τους γονείς του και τους ρώτησαν λέγοντας τους, αυτός είναι ο γιος σας, που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει; Τους αποκρίθηκαν οι γονείς του και είπαν ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε η ποιος του άνοιξε τα μάτια δεν ξέρουμε· ο ίδιος είναι σε ηλικία, τον ίδιο να ρωτήσετε ο ίδιος θα πει για τον εαυτό του. Αυτά είπαν οι γονείς ταυ, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους· γιατί είχαν κάνει κιόλας συμφωνία οι Ιουδαίοι, ώστε αν κανείς ομολογήσει το Χριστό, να τον διώξουν από τη Συναγωγή. Γι' αυτό οι γονείς του είπαν πως ο ίδιος έχει ηλικία, και να ρωτήσουν τον ίδιο. Για δεύτερη λοιπόν φορά φώναξαν τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν. Να δοξάζεις το Θεό· εμείς ξέρουμε πως αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός. Εκείνος απάντησε και είπε. Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. ένα ξέρω, πως πριν ήμουν τυφλός και εδώ και λίγη ώρα βλέπω. Του είπαν πάλι' και τι σου έκαμε; Με ποιο τρόπο σου άνοιξε τα μάτια; Εκείνος τους απάντησε: λίγο πριν σας είπα και δκν ακούσατε; τι πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθητές του; Εκείνοι γέλασαν μαζί του και είπαν εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, γι' αυτόν όμως εδώ δεν ξέρουμε από πού είναι. Ο άνθρωπος απάντησε και είπε· εσείς δεν ξέρετε από πού είναι και αυτό είναι περίεργο, και όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά ακούει εκείνους που τον σέβονται και κάνουν το θέλημα του. Από τότε που κτίστηκε ο κόσμος δεν ακούστηκε πως άνοιξε κανείς τα μάτια ενός ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε vm κάνει τίποτα τέτοιο, αν δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος από το Θεό. Του απάντησαν και είπαν εσύ είσαι βουτηγμένος μέσα στις αμαρτίες και τώρα διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω. Ο Ιησούς άκουσε πως τον έβγαλαν έξω και του είπε, όταν τον βρήκε· συ πιστεύεις στον υιό του Θεού; Εκείνος απάντησε και είπε· Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω; Ο δε Ιησούς του είπε· και τον είδες και αυτός που σου μιλεί αυτός είναι. Και είπε αυτός· πιστεύω, Κύριε, και τον προσκύνησε.

 Σχόλια: 
 ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ!
 «Εποίησε πηλόν…και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού» Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ Ιησούς Χριστός κατά την επίγεια ζωή του δεν ενδιαφέρθηκε μόνο για την ψυχή αλλά και για το σώμα του ανθρώπου. Και το ενδιαφέρον Του αυτό το έδειξε με πολλούς τρόπους, προπάντων όμως με τα θαύματα Του. Τα περισσότερα από τα θαύματα του Κυρίου ως σκοπό είχαν την ανακούφιση του σωματικού πόνου και την αποκατάσταση της υγείας του σώματος. Γιατί άραγε; Διότι και το σώμα μας – όχι μόνο η αθάνατη ψυχή μας - είναι δημιούργημα του Θεού. Άρα «καλόν λίαν», όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα (Γεν. 1,31). Διότι το σώμα του ανθρώπου είναι ναός και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. 6, 19 – 3, 16). Επιπλέον το σώμα μας είναι ο αξεχώριστος σύντροφος και ο μόνιμος συναγωνιστής της ψυχής στον αγώνα του αγιασμού και της θεώσεως. Γι’ αυτό, καθώς διδάσκει η Εκκλησία μας, δεν πρόκειται απλώς να αναστηθεί, αλλά αφθαρτισμένο θα συμμετάσχει και θα απολαύσει τη δόξα και την ευφροσύνη της θείας Βασιλείας. Μαζί με την ψυχή, με την οποία έζησε και αγωνίστηκε κατά τη διάρκεια της παρούσας ζωής. Έχει, λοιπόν, μεγάλη αξία το ανθρώπινο σώμα σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη. Κάθε επιμέρους όργανο, κάθε σωματική λειτουργία συνεργεί στη σωτηρία μας. Έτσι όλα τα όργανα του σώματος μας, η καλή τους κατάσταση και η φυσιολογική τους λειτουργία, αποκτούν μια ιδιαίτερη πνευματική σημασία. Αυτό συμπεραίνουμε και από τη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού έρχεται να εξάρει τη σημασία ενός σωματικού οργάνου, όπως είναι τα μάτια μας, και μιας λεπτότατης και καίριας αισθήσεως, όπως είναι η όραση μας. Δυο πολυτιμότατα όργανα ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ! Από τα δυο πολυτιμότερα όργανα του σώματος μας. Όχι απλώς διότι είναι «ωτίων πιστότερα», όπως έλεγαν οι αρχαίοι, αλλά διότι αποτελούν, όπως δίδαξε ο Κύριος, τους δυο λύχνους που φωτίζουν το ανθρώπινο σώμα. «Ο λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός» (Ματθ. 6,22). Και η όραση είναι η πιο καίρια και η πιο λεπτή από όλες τις αισθήσεις μας, «η βασιλικωτάτη των αισθήσεων» κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο Μ. Βασίλειος παρομοιάζει τα μάτια με δυο ασώματα χέρια με τα οποία ο άνθρωπος αγγίζει από πολύ μακριά αυτά που θέλει, αυτά που επιθυμεί. «Και ών ταις του σώματος χερσίν», συνεχίζει ο ίδιος διδάσκαλος, «άψασθαι επ’ εξουσίας ουκ έχει, ταύτα ταις των ομμάτων βολαίς περιπτύσσει». Τα μάτια μας αποτελούν μια τέλεια, μοναδική φωτογραφική μηχανή, που έχει τη δύναμη να εντυπώνει στους χώρους της μνήμης μας πλήθος εικόνων, προσώπων, πραγμάτων ή γεγονότων. Και όλοι γνωρίζουμε εκ πείρας πόσο βαθιά χαράζονται μέσα μας όσα συλλαμβάνουμε με τα μάτια μας. Κι αν ακόμη πολύ προσπαθήσουμε, μας είναι τρομερά δύσκολο ή και αδύνατο να εξαλείψουμε από την μνήμη μας ό,τι αποτύπωσαν τα μάτια μας. Η πνευματική σημασία της οράσεως Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΟΜΩΣ των ματιών και η αξία της λειτουργίας τους – της αισθήσεως δηλαδή της οράσεως – δεν είναι μόνο φυσική αλλά ηθική και πνευματική. Το πως και το τι βλέπουμε, επηρεάζει ιδιαίτερα την πνευματική μας ζωή. Τα μάτια μας, αν τα αφήσουμε αφύλακτα και ανεξέλεγκτα, εύκολα μεταβάλλονται σε δυο κλέφτες της αμαρτίας. Οι εικόνες που μεταφέρουν μέσα μας γεννούν στην καρδιά μας τις εμπαθείς επιθυμίες και μας εξωθούν αρχικά να αμαρτήσουμε με τη φαντασία, αργότερα δε και έμπρακτα. Μας το επισήμανε με πολλή σαφήνεια ο Κύριος: «Πας ο βλέπων γυναίκα εις το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. 5, 28). Ο άνθρωπος εύκολα αιχμαλωτίζεται από τα μάτια του. Και τα όσα εφάμαρτα βλέπει τον αναστατώνουν εσωτερικά και τον παρασύρουν στη δίνη των σαρκικών επιθυμιών. Ας θυμηθούμε το αξίωμα των αρχαίων «εκ του οράν τίκτεται το εράν». Αυτό που βλέπουμε με φιλήδονη περιέργεια εξάπτει την επιθυμία και παγιδεύει την καρδιά μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του προφητάνακτος Δαβίδ. Η θέα από το δώμα των ανακτόρων του της γυμνής Βηρσαβεέ που λουζόταν, τον παρέσυρε σε δυο φρικτά αμαρτήματα, τη μοιχεία και το φόνο (Β’ Βασιλ. 11,2). «Οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν» ΤΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΜΑΣ χρειάζεται; Να προσέχουμε τα μάτια μας. Να ελέγχουμε το πως και το τι βλέπουμε. Η όραση μας να είναι ορθή και άμεμπτη. «Οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν...», συνιστά ο σοφός Σολομών. Και προσθέτει λίγο πιο κάτω: «Μη σε νικήση κάλλους επιθυμία, μηδέ αγρευθής σοις οφθαλμοίς» (Παροιμ. 4, 25 – 6,25). Οφείλουμε να βλέπουμε τους άλλους με απλότητα. Χωρίς πονηρία και φιλήδονη περιέργεια. Είναι άραγε εύκολο κάτι τέτοιο; Όχι, διότι τα πάθη που φωλιάζουν στην καρδιά μας μάς εξωθούν να βλέπουμε τους άλλους με αμαρτωλή περιέργεια και εμπάθεια. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να παίρνουμε προφυλάξεις. Να μην αφηνόμαστε στο μολυσμό του χυδαίου θεάματος. Να μην πιάνουμε στα χέρια μας έντυπα γεμάτα ρυπαρότητα και πρόκληση. Να μην περιεργαζόμαστε πρόσωπα με αισχρές διαθέσεις. Η πείρα που απέκτησε ο προφήτης Δαβίδ μετά τη φοβερή πτώση του, τον έκανε να απευθύνεται συχνά στο Θεό και να παρακαλεί: «Απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118, 37). Την θερμή αυτή ικεσία ας απευθύνουμε κι εμείς προς τον Κύριο την ώρα που κινδυνεύουμε να αιχμαλωτιστούμε από τα μάτια μας. Ο εξαγιασμός της οράσεως ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ μόνο να προφυλάσσουμε τα μάτια μας από όλα εκείνα που μολύνουν την ψυχή και μας αιχμαλωτίζουν στην αμαρτία. Χρειάζεται και να τα εξαγιάζουμε. Η όραση μας όχι μόνο να μη θητεύει στα πάθη, αλλά να συνεργεί και στον εσωτερικό φωτισμό μας. Πως; Με ποιόν τρόπο; Πρώτον, με τη μελέτη του λόγου του Θεού. Ο λόγος του Θεού είναι το φως και η αλήθεια. Ο άνθρωπος που σκύβει στις αθάνατες σελίδες της Αγίας Γραφής αγιάζει τα μάτια του και φωτίζει τον εσωτερικό του κόσμο. Παύει να βλέπει μόνο φυσικά με τα σωματικά μάτια του κι αρχίζει να βλέπει με μια καινούργια, πνευματική αίσθηση, την όραση της ψυχής του. Τα μάτια μας δεν φωτίζονται πλέον μόνο από το υλικό φως του ήλιου αλλά και με το πνευματικό, που είναι ο Χριστός και η αλήθεια Του. Αυτό παρακαλούσε τον Θεό να του χαρίσεις ο Δαβίδ: «Αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ του νόμου σου» (Ψαλμ. 118, 18). Δεύτερον, η όραση μας εξαγιάζεται από τη θέα της δημιουργίας. Ατενίζοντας ο άνθρωπος τα μεγαλειώδη δημιουργήματα του Θεού χαίρεται, αγιάζει την όραση του και ανάγεται στον Δημιουργό. Με τα μάτια της ψυχής του μπορεί να βλέπει πίσω από την ομορφιά και την αρμονία των κτισμάτων το άπειρο κάλλος και την τελειότητα του Θεού. Στον αγιασμό των ματιών μας συντελεί και η θέα των ιερών συμβόλων της λατρείας. Ο ναός, ο διάκοσμος του, οι ιερές εικόνες, το κάθε τι. Όλα επιδιώκουν τον εξαγιασμό των αισθήσεων μας. Να μας ανεβάσουν από την γη στον ουρανό. Να μας βοηθήσουν από τα αισθητά να αναχθούμε στα υπεραισθητά. Οφείλουμε να προσέχουμε ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ ΜΙΑΝ εποχή στην οποία δεσπόζει ο homo telespectator, ο άνθρωπος τηλεθεατής. Η εικόνα – και μάλιστα η ηλεκτρονική – έχει εισβάλει κυριαρχικά στη ζωή μας. Ο πολιτισμός μας χαρακτηρίζεται ως πολιτισμός του ματιού. Τα μάτια μας καθημερινά βομβαρδίζονται από κάθε λογής εικόνα. Και η πλημμυρίδα αυτή των εικόνων έχει πολλαπλασιάσει τους ηθικούς κινδύνους που διατρέχουμε όλοι, κυρίως όμως τα παιδιά και οι νέοι μας. Δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστούμε ότι τα μάτια μας σήμερα τρέφονται από το γυμνό, την ακολασταίνουσα σάρκα και το πολύμορφο έγκλημα. Και όλο αυτό το υλικό της σαπίλας και της διαφθοράς, που στις μέρες μας έγινε το πιο εμπορεύσιμο και κερδοφόρο είδος στην παγκόσμια αγορά, μας σερβίρεται κάτω από το αθώο όνομα της ψυχαγωγίας! Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση ο λόγος του Θεού και η εμπειρία της Εκκλησίας σήμερα μας προειδοποιεί: Προσοχή στα μάτια σας! Φυλάξτε τα μάτια σας καθαρά! Εξαγιάστε την όραση σας!

Δεν υπάρχουν σχόλια: