Βάρβαρες τακτικές σε βάρος των Εφημερίων,
που θυμίζουν την εποχή του Προκρούστη.
Γράφει ο πρεσβύτερος Ευστάθιος Κολλάς Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος
πρόεδρος Εφημερίων της Ελλάδος.
Το Νομο-Κανονικό εκκλησιαστικό δίκαιο υπάγεται στις διατάξεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων και οφείλει να τηρεί, ως προς την σύνθεσή του και την όλη Πειθαρχική του διαδικασία τις βασικές αρχές του Πειθαρχικού Δικαίου των Δημοσίων Υπαλλήλων». (195/1987 Ομόφωνη Απόφαση Γ΄ τμήμ. του ΣτΕ.).
Είναι γνωστή η μέθοδος του Προκρούστη με το περιώνυμο κρεβάτι του. Όποιος έπεφτε επάνω του δεν γλίτωνε. Ήταν καταδικασμένος, είτε τύχαινε να είναι κοντός, είτε ψηλός, είτε και ίσος με το κρεβάτι του.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το αρθρ. 37 του ν. 590/77 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας). Η Ιερά Σύνοδος καμώθηκε, ότι είναι προοδευτική και ενδιαφέρεται για τη προστασία των δικαιωμάτων των Εφημερίων, και έτσι εισηγήθηκε στην Πολιτεία και τελικά πέρασε ένα αλλοπρόσαλλο και παραπλανητικό άρθρο, όπου κυριαρχεί ο «άκρατος δεσποτισμός». Είναι το γνωστό 37 άρθρο, «μαγικό λάστιχο στα χέρια των δεσποτάδων», όπου αντιγράφονται, επακριβώς, οι βάρβαρες τακτικές, και μέθοδοι του αλήστου μνήμης των προγόνων μας, του μυθικού Προκρούστη.
Αλλοπρόσαλλο και παραπλανητικό γιατί:
α) Ενώ αναφέρεται για τακτικούς (= έγγαμους) Εφημέριους που μόνον αυτοί πληρούν μονίμως τις κενές οργανικές Εφημεριακές θέσεις, και επίσης για προσωρινούς (= Ιερομονάχους) που καταλαμβάνουν προσωρινώς τις κενές οργανικές Εφημεριακές θέσεις μέχρι πλήρωσή τους από τακτικούς έγγαμους Εφημέριους, εν τούτοις οι Ιερομόναχοι με τον ανύπαρκτο κοσμικό εκκλησιαστικό τίτλο του αρχιμανδρίτη, εκλέγονται, και καταλαμβάνουν, «ελέω Δεσπότη», μόνιμα οργανικές θέσεις, και ο έγγαμος, παρότι νόμιμα και Κανονικά, εκλέγεται, χειροτονείται, και τοποθετείται σε κενή οργανική Εφημεριακή θέση, κατόπιν Προκηρύξεως, και επομένως Νομό/Κανονικά θεωρείται, δυναμικά, μόνιμος εξ υπαρχής, εν τούτοις, για να μονιμοποιηθεί κατά τα λεγόμενα του άρθρου, οφείλει να διανύσει πενταετία στον ίδιο Ναό, και ενδέχεται, εάν πέσει στην δυσμένεια του Δεσπότη, να μην μονιμοποιηθεί ποτέ του, αν θα τον μετακινεί από Ναό σε Ναό.
β) Το εν λόγω άρθρο στην παρ. 8, ομιλεί ρητά και κατηγορηματικά, ότι η προεδρία του Ιερού Ναού θα ανατίθεται σε τακτικό έγγαμο Εφημέριο. Και εδώ γίνεται κραυγαλέα παρανομία, και αντικανονικότητα «εν ονόματι του άκρατου δεσποτισμού και της αυθαιρεσίας». Σε Ναούς, όπου ευρίσκεται και προσωρινός Ιερομόναχος διορίζεται αυτός και πρόεδρος του εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Δηλαδή οι απόκοσμοι Ιερομόναχοι αν και προσωρινοί έχουν περισσότερα δικαιώματα στον κόσμο από τους κοσμικούς έγγαμους Ιερείς, που έχει ορίσει η Εκκλησία του Χριστού να ποιμαίνουν τον κόσμο.
Αλλά η μεγαλύτερη και κραυγαλέα παρανομία και αντικανονικότητα που «βγάζει μάτι» και που αυτό είναι το θέμα μας, γίνεται στην μετάθεση του Εφημερίου, παρότι δεν το επιτρέπουν οι θείοι και Ιεροί Κανόνες. (Καν. 15ος, Α΄ Οικ. Συν.). Αναφέρεται λοιπόν στο άρθρο 37 παρ. 7 του ν. 590/1977, ότι για να μετατεθεί ένας Εφημέριος, θα πρέπει να το ζητήσει ο ίδιος. Όμως, και εάν δεν το ζητήσει ο ίδιος γιατί απλούστατα δε το επιθυμεί να μετατεθεί, τότε μετατίθεται θέλει δεν θέλει, γιατί το θέλει ο Δέσποτας. Και το δικαίωμα αυτό του το δίνει ο νόμος «λάστιχο».
Βάση λοιπόν της παρ. 7 του άρθρου 37, υποβάλλει ο Μητροπολίτης αιτιολογημένη πρόταση προς την Ιερά Σύνοδο, ουσιαστικά δηλαδή στον «εαυτόν του», και η Σύνοδος, αμέσως, του εγκρίνει τη μετάθεση που ζητεί, δίχως ο δύστυχος Εφημέριος να λαμβάνει γνώση της πρότασης του Δεσπότη για να την αντικρούσει ούτε και να ερωτηθεί!!! Αυτό συνιστά σαφή και ωμή παράβαση του Συντάγματος. (αρθρ. 20, παρ. 2). Είναι δεδομένο εκ των προτέρων, ότι ο Δεσπότης θα πάρει εκείνο που ζητεί, την έγκριση της μεταθέσεως, και εδώ έγκειται το τραγελαφικό του θέματος, και η «μεγαλοπρέπεια» της Προκρούστειας μεθοδευμένης τακτικής και πρακτικής του δεσποτικού καθεστώτος στην Εκκλησία. Όταν ο Εφημέριος έχει πλέον καταστεί ο στόχος του Δεσπότη που «ποιμαίνει το ποίμνιον εν κρατεί μετά εμπαιγμού» (Απ. Διαταγές).
Τελευταία και υστέρα από πολυέξοδους δικαστικούς αγώνες των Εφημερίων, η Σύνοδος κατάλαβε την παρανομία και την αντικανονικότητα ολκής που διαπράττει, και δέχεται μεν να ακούσει τον Εφημέριο, αλλά δεν του επιτρέπεται να παρίσταται με τον συνήγορό του και να λάβει γνώση της Εκθέσεως του Μητροπολίτη του με το διάτρητο δικαιολογητικό, ότι συνήγορος επιτρέπεται μόνο σε εκκλησιαστικά δικαστήρια γιατί εκεί θα εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση η οποία ελέγχεται από τη καθήμενη Δικαιοσύνη.
Πειθαρχικά Συμβούλια
Όμως, και πάλι πλανάται η Ιερά Σύνοδος διότι στην ουσία δεν υπάρχουν εκκλησιαστικά δικαστήρια με τη στενή σημασία των διατάξεων του Συντάγματος περί Δικαστηρίων, αλλά Συμβούλια Πειθαρχικά και τα αναφερόμενα ως εκκλησιαστικά δικαστήρια ουσιαστικά είναι κατά πάντα Πειθαρχικά Συμβούλια (195/87), Ομόφωνη Απόφαση του Γ΄ τμήμ, του ΣτΕ και Απόφαση 825/88 της Ολομελείας του ΣτΕ, ν. 2683/99 «Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων» πέραν του ότι με τις διατάξεις του ΝΔ 53/74, όπου κυρώνεται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης 4 – 11 – 1950, «περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και των θεμελιωδών Ελευθεριών». Γεγονός που σημαίνει, ότι οι διατάξεις του Συντάγματος, «περί Δικαστηρίων και απονομής της Δικαιοσύνης», υπερισχύουν και των διατάξεων του ν. 5383/32 «περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων».
Ο ισχυρισμός λοιπόν της Ιεράς Συνόδου ότι δεν επιτρέπεται ο Εφημέριος να παρίσταται ενώπιον της ΔΙΣ μετά συνηγόρου σε περιπτώσεις διοικητικής φύσεως θεμάτων, όπως της μεταθέσεώς του παρά τη θέλησή του, είναι αντισυνταγματικός και αντικανονικός γιατί η Σύνοδος και σ’ αυτές τις περιπτώσεις παίρνει αποφάσεις οι όποιες και ελέγχονται από το ΣτΕ (Αποφ. 825/88).
Συνεπώς, ο Εφημέριος πάντοτε παρίσταται, ενώπιον οιασδήποτε προϊσταμένης Αρχής, μετά Συνηγόρου, εκκλησιαστικού ή λαϊκού και η στέρηση αυτού του αναφαίρετου δικαιώματός του συνιστά σοβαρό ποινικό αδίκημα. Προσοχή, λοιπόν, στο μέλλον…
που θυμίζουν την εποχή του Προκρούστη.
Γράφει ο πρεσβύτερος Ευστάθιος Κολλάς Θεολόγος – Εκκλ/κός Συνήγορος
πρόεδρος Εφημερίων της Ελλάδος.
Το Νομο-Κανονικό εκκλησιαστικό δίκαιο υπάγεται στις διατάξεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων και οφείλει να τηρεί, ως προς την σύνθεσή του και την όλη Πειθαρχική του διαδικασία τις βασικές αρχές του Πειθαρχικού Δικαίου των Δημοσίων Υπαλλήλων». (195/1987 Ομόφωνη Απόφαση Γ΄ τμήμ. του ΣτΕ.).
Είναι γνωστή η μέθοδος του Προκρούστη με το περιώνυμο κρεβάτι του. Όποιος έπεφτε επάνω του δεν γλίτωνε. Ήταν καταδικασμένος, είτε τύχαινε να είναι κοντός, είτε ψηλός, είτε και ίσος με το κρεβάτι του.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το αρθρ. 37 του ν. 590/77 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας). Η Ιερά Σύνοδος καμώθηκε, ότι είναι προοδευτική και ενδιαφέρεται για τη προστασία των δικαιωμάτων των Εφημερίων, και έτσι εισηγήθηκε στην Πολιτεία και τελικά πέρασε ένα αλλοπρόσαλλο και παραπλανητικό άρθρο, όπου κυριαρχεί ο «άκρατος δεσποτισμός». Είναι το γνωστό 37 άρθρο, «μαγικό λάστιχο στα χέρια των δεσποτάδων», όπου αντιγράφονται, επακριβώς, οι βάρβαρες τακτικές, και μέθοδοι του αλήστου μνήμης των προγόνων μας, του μυθικού Προκρούστη.
Αλλοπρόσαλλο και παραπλανητικό γιατί:
α) Ενώ αναφέρεται για τακτικούς (= έγγαμους) Εφημέριους που μόνον αυτοί πληρούν μονίμως τις κενές οργανικές Εφημεριακές θέσεις, και επίσης για προσωρινούς (= Ιερομονάχους) που καταλαμβάνουν προσωρινώς τις κενές οργανικές Εφημεριακές θέσεις μέχρι πλήρωσή τους από τακτικούς έγγαμους Εφημέριους, εν τούτοις οι Ιερομόναχοι με τον ανύπαρκτο κοσμικό εκκλησιαστικό τίτλο του αρχιμανδρίτη, εκλέγονται, και καταλαμβάνουν, «ελέω Δεσπότη», μόνιμα οργανικές θέσεις, και ο έγγαμος, παρότι νόμιμα και Κανονικά, εκλέγεται, χειροτονείται, και τοποθετείται σε κενή οργανική Εφημεριακή θέση, κατόπιν Προκηρύξεως, και επομένως Νομό/Κανονικά θεωρείται, δυναμικά, μόνιμος εξ υπαρχής, εν τούτοις, για να μονιμοποιηθεί κατά τα λεγόμενα του άρθρου, οφείλει να διανύσει πενταετία στον ίδιο Ναό, και ενδέχεται, εάν πέσει στην δυσμένεια του Δεσπότη, να μην μονιμοποιηθεί ποτέ του, αν θα τον μετακινεί από Ναό σε Ναό.
β) Το εν λόγω άρθρο στην παρ. 8, ομιλεί ρητά και κατηγορηματικά, ότι η προεδρία του Ιερού Ναού θα ανατίθεται σε τακτικό έγγαμο Εφημέριο. Και εδώ γίνεται κραυγαλέα παρανομία, και αντικανονικότητα «εν ονόματι του άκρατου δεσποτισμού και της αυθαιρεσίας». Σε Ναούς, όπου ευρίσκεται και προσωρινός Ιερομόναχος διορίζεται αυτός και πρόεδρος του εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Δηλαδή οι απόκοσμοι Ιερομόναχοι αν και προσωρινοί έχουν περισσότερα δικαιώματα στον κόσμο από τους κοσμικούς έγγαμους Ιερείς, που έχει ορίσει η Εκκλησία του Χριστού να ποιμαίνουν τον κόσμο.
Αλλά η μεγαλύτερη και κραυγαλέα παρανομία και αντικανονικότητα που «βγάζει μάτι» και που αυτό είναι το θέμα μας, γίνεται στην μετάθεση του Εφημερίου, παρότι δεν το επιτρέπουν οι θείοι και Ιεροί Κανόνες. (Καν. 15ος, Α΄ Οικ. Συν.). Αναφέρεται λοιπόν στο άρθρο 37 παρ. 7 του ν. 590/1977, ότι για να μετατεθεί ένας Εφημέριος, θα πρέπει να το ζητήσει ο ίδιος. Όμως, και εάν δεν το ζητήσει ο ίδιος γιατί απλούστατα δε το επιθυμεί να μετατεθεί, τότε μετατίθεται θέλει δεν θέλει, γιατί το θέλει ο Δέσποτας. Και το δικαίωμα αυτό του το δίνει ο νόμος «λάστιχο».
Βάση λοιπόν της παρ. 7 του άρθρου 37, υποβάλλει ο Μητροπολίτης αιτιολογημένη πρόταση προς την Ιερά Σύνοδο, ουσιαστικά δηλαδή στον «εαυτόν του», και η Σύνοδος, αμέσως, του εγκρίνει τη μετάθεση που ζητεί, δίχως ο δύστυχος Εφημέριος να λαμβάνει γνώση της πρότασης του Δεσπότη για να την αντικρούσει ούτε και να ερωτηθεί!!! Αυτό συνιστά σαφή και ωμή παράβαση του Συντάγματος. (αρθρ. 20, παρ. 2). Είναι δεδομένο εκ των προτέρων, ότι ο Δεσπότης θα πάρει εκείνο που ζητεί, την έγκριση της μεταθέσεως, και εδώ έγκειται το τραγελαφικό του θέματος, και η «μεγαλοπρέπεια» της Προκρούστειας μεθοδευμένης τακτικής και πρακτικής του δεσποτικού καθεστώτος στην Εκκλησία. Όταν ο Εφημέριος έχει πλέον καταστεί ο στόχος του Δεσπότη που «ποιμαίνει το ποίμνιον εν κρατεί μετά εμπαιγμού» (Απ. Διαταγές).
Τελευταία και υστέρα από πολυέξοδους δικαστικούς αγώνες των Εφημερίων, η Σύνοδος κατάλαβε την παρανομία και την αντικανονικότητα ολκής που διαπράττει, και δέχεται μεν να ακούσει τον Εφημέριο, αλλά δεν του επιτρέπεται να παρίσταται με τον συνήγορό του και να λάβει γνώση της Εκθέσεως του Μητροπολίτη του με το διάτρητο δικαιολογητικό, ότι συνήγορος επιτρέπεται μόνο σε εκκλησιαστικά δικαστήρια γιατί εκεί θα εκδοθεί σχετική δικαστική απόφαση η οποία ελέγχεται από τη καθήμενη Δικαιοσύνη.
Πειθαρχικά Συμβούλια
Όμως, και πάλι πλανάται η Ιερά Σύνοδος διότι στην ουσία δεν υπάρχουν εκκλησιαστικά δικαστήρια με τη στενή σημασία των διατάξεων του Συντάγματος περί Δικαστηρίων, αλλά Συμβούλια Πειθαρχικά και τα αναφερόμενα ως εκκλησιαστικά δικαστήρια ουσιαστικά είναι κατά πάντα Πειθαρχικά Συμβούλια (195/87), Ομόφωνη Απόφαση του Γ΄ τμήμ, του ΣτΕ και Απόφαση 825/88 της Ολομελείας του ΣτΕ, ν. 2683/99 «Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων» πέραν του ότι με τις διατάξεις του ΝΔ 53/74, όπου κυρώνεται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης 4 – 11 – 1950, «περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, και των θεμελιωδών Ελευθεριών». Γεγονός που σημαίνει, ότι οι διατάξεις του Συντάγματος, «περί Δικαστηρίων και απονομής της Δικαιοσύνης», υπερισχύουν και των διατάξεων του ν. 5383/32 «περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων».
Ο ισχυρισμός λοιπόν της Ιεράς Συνόδου ότι δεν επιτρέπεται ο Εφημέριος να παρίσταται ενώπιον της ΔΙΣ μετά συνηγόρου σε περιπτώσεις διοικητικής φύσεως θεμάτων, όπως της μεταθέσεώς του παρά τη θέλησή του, είναι αντισυνταγματικός και αντικανονικός γιατί η Σύνοδος και σ’ αυτές τις περιπτώσεις παίρνει αποφάσεις οι όποιες και ελέγχονται από το ΣτΕ (Αποφ. 825/88).
Συνεπώς, ο Εφημέριος πάντοτε παρίσταται, ενώπιον οιασδήποτε προϊσταμένης Αρχής, μετά Συνηγόρου, εκκλησιαστικού ή λαϊκού και η στέρηση αυτού του αναφαίρετου δικαιώματός του συνιστά σοβαρό ποινικό αδίκημα. Προσοχή, λοιπόν, στο μέλλον…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου