Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009


Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 8 Νοεμβρίου 2009.



Ζ΄ Λουκά: Λουκάς η΄41-56

Κείμενο:


Και ιδού ήλθεν ανήρ ω όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε· και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. Εν δε τω υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν. Και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ΄ ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής. Και είπεν ο Ιησούς· τις ο αψάμενός μου; αρνουμένων δε πάντων είπεν ο Πέτρος και οι συν αυτώ· επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τις ο αψάμενός μου; Ο δε Ιησούς είπεν· ήψατό μου τις· εγώ γαρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ΄ εμού. Ιδούσα δε η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε και προσπεσούσα αυτώ δι΄ ην αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα. Ο δε είπεν αυτή· θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην. Έτι αυτού λαλούντος έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου· μη σκύλλε τον διδάσκαλον. Ο δε Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ λέγων· μη φοβού· μόνον πίστευε, και σωθήσεται. Ελθών δε εις την οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα ει μη Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα. Έκλαιον δε πάντες και εκόπτοντο αυτήν. ο δε είπε· μη κλαίετε· ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει. Και κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. Αυτός δε εκβαλών έξω πάντας και κρατήσας της χειρός αυτής εφώνησε λέγων· η παις, εγείρου. Και επέστρεψε το πνεύμα αυτής. και ανέστη παραχρήμα, και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Και εξέστησαν οι γονείς αυτής. Ο δε παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός.


Μετάφραση:


Τότε ήρθε κάποιος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, που ήταν ετοιμοθάνατη. Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμοραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά, πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη το ρούχου του, κι αμέσως η αιμορραγία της σταμάτησε. Τότε ο Ιησούς είπε: «Ποιος με άγγιξε;» Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;» Ο Ιησούς όμως είπε: «Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη». Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ΄ όλο τον κόσμο του είπε για ποια αιτία τον άγγιξε κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως. Εκείνος της είπε: «Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε στο καλό». Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: «Η κόρη σου πέθανε· μην ενοχλείς πια το δάσκαλο». Όταν το άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε, και θα σωθεί». Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και τη μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Μην κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει. Ο Ιησούς, αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: «Κορίτσι, σήκω!» Το πνεύμα της επέστρεψε κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει. Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνος όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει.


ΕΙΡΗΝΗ,
ΤΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΤΕΡΟ ΑΓΑΘΟ

«Πορεύου εν ειρήνη»

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΛΥΤΙΜΟΤΕΡΟ αγαθό, ωραιότερο πράγμα από την ειρήνη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, εξυμνώντας σε μια ομιλία του την ειρήνη, αναφωνεί: «Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα…Ειρήνη το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα…Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν επαινούμενον αγαθόν, υπ’ ολίγων δε φυλασσόμενον..».
Πράγματι! Όλοι οι άνθρωποι εξυμνούμε την ειρήν, όλοι θέλουμε να επικρατεί γύρω μας, στον κόσμο ολόκληρο, η ειρήνη. Ωστόσο, δεν εργαζόμαστε πάντοτε για την επικράτηση της. Και όχι μόνο αυτό. Συχνά και πολλοί αντί για την ειρήνη υπηρετούμε τις συγκρούσεις, τις αντιπαραθέσεις, την αναστάτωση, τον πόλεμο! Ανάμεσα στους ανθρώπους. Ανάμεσα στις οικογένειες. Ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Ανάμεσα στους λαούς!
Ο Κύριος μακαρίζει τους ειρηνοποιούς (Ματθ. 5,9). Και συχνά ομιλεί για το αγαθό της ειρήνης. Αυτό κάνει και στην ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε. Αποτείνεται προς την αιμοροούσα γυναίκα, που λίγο πριν είχε θεραπευτεί από την χρόνια αρρώστια της, όταν «προσελθούσα όπισθεν ήψατο του κρασπέδου του ιματίου αυτού». Της ζητά να έχει θάρρος και της απευθύνεται την ευχή-ευλογία: «Πορεύου εις ειρήνην». Ο Κύριος δηλαδή εύχεται η ζωή αυτής της γυναίκας να κυλά ειρηνικά. Η ειρήνη του Θεού να αποτελεί τον αχώριστο σύντροφο της.
Την ειρήνη του Θεού προσφέρει ο Χριστός και σ’ όλους εμάς τους μαθητές Του. Η διαβεβαίωση που δίνει στους Δώδεκα, λίγο πριν από το σταυρικό Του Πάθος, ισχύει και για μας: «ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιω,14, 27). Γι’ αυτό και οι χριστιανοί κάθε φορά που συναθροιζόμαστε για να λατρεύσουμε τον Κύριο, ένα από τα πιο βασικά αιτήματα που του απευθύνουμε είναι να μας δώσει ειρήνη: «Ειρήνη τω κόσμω σου δώρησαι»! Συναγμένοι όλοι οι πιστοί τον παρακαλούμε «εν ειρήνη». Και λαμβάνοντες «άνωθεν» την ευλογία της ειρήνης αποχωρούμε «εν ειρήνη» από τις συνάξεις μας. Τι να σημαίνει τούτο άραγε; Ότι η ζωή μας ως χριστιανών πρέπει να είναι ειρηνική. Η ειρήνη του Θεού να αποτελεί το σταθερό πλαίσιο της. Η πορεία και η παρουσία μας ως μαθητών του Χριστού μέσα στον κόσμο να είναι παρουσία κατ’ εξοχήν ειρηνευμένων ανθρώπων.

1. Ειρηνευμένοι με τον Θεό Πατέρα μας

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΕΙΝΑΙ πράγματι ένας ειρηνικός άνθρωπος, όταν είναι ειρηνευμένος και συμφιλιωμένος με τον ίδιο τον Θεό. Χωρίς τον Θεό, μακριά από τον Ιησού Χριστό, δεν υπάρχει ειρήνη. Ο άνθρωπος αδυνατεί να ειρηνεύσει. Ειρηνεύουμε όταν πιστεύουμε στον Θεό και ακολουθούμε το θέλημα Του. Ειρηνεύουμε όταν μέσα μας κατοικεί ο Χριστός, διότι η ειρήνη του χριστιανού τελικά είναι ο ίδιος ο Κϋριος, καθώς γράφει ο απόστολος Παύλος: «Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών» (Εφ. 2,14). Γι’ αυτό ακριβώς και ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει ότι «ο ζητών ειρήνην, Χριστόν εκζητεί, ότι αυτός εστιν η ειρήνη». Ειρηνεύουμε όταν αγωνιζόμαστε εναντίον του πονηρού. «Αν τω διαβόλω πολεμώμεν», διδάσκει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ειρηνεύομεν τω Θεώ».
Καθώς διδάσκει ο απόστολος Παύλος, η ειρήνη στη βαθύτερη υπόσταση της αποτελεί καρπόν του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Και αποδίδουμε αυτόν τον καρπό όταν μέσα μας κατοικεί το πνεύμα του Θεού. Αλλά προϋπόθεση της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα μας είναι η αφοσίωση και η υπακοή μας στο νόμο του Θεού. Και όταν αυτό γίνεται, τότε έρχεται και η ειρήνη: «Ειρήνη πολλή τοις αγαπώσι τον νόμον σου, Κύριε» (Ψαλ. 118,165). Δηλαδή, ειρήνη πολλή βασιλεύει στην καρδιά εκείνων που αγαπούν και τηρούν τον νόμο του Κυρίου. Πολύ σοφά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι η ειρήνη πηγάζει από την γνώση του αληθινού Θεού και από την απόκτηση της αρετής: «Ουδέν γαρ ούτως ποιείν είωθεν, ως η του Θεού γνώσις, και η της αρετής κτήσις».

2. Ειρηνευμένοι με τους αδελφούς μας

ΩΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ οφείλουμε – όσο γίνεται, όσο εξαρτάται από μας – να ειρηνεύουμε με όλους τους ανθρώπους (Ρωμ. 12, 18). Πορεύομαι εν ειρήνη σημαίνει ότι επιδιώκω να έχω ειρηνικές σχέσεις με τους άλλους, ότι προσπαθώ να συμπεριφέρομαι σε κάθε περίσταση με τρόπο ειρηνικό. Ειρηνικοί στο σπίτι μας. Μέσα στην οικογένεια μας. Ειρηνικοί στο χώρο της εργασίας μας. Ειρηνικοί στις κοινωνικές μας συναναστροφές. «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων» μας συμβουλεύει ο απόστολος Παύλος (Εβρ. 12, 14).
Όμως ας μην το θεωρούμε ευκολοκατόρθωτο πράγμα. Χωρίς ειλικρινή αγάπη στην καρδιά, χωρίς ανεκτικότητα προς τους άλλους, ειρήνη δεν μπορεί να υπάρξει. Η ειρήνη στις διαπροσωπικές σχέσεις προϋποθέτει πολλήν αυταπάρνηση. Απαιτεί να εμφορούμαστε από πνεύμα θυσίας. Και αν βλέπουμε σήμερα να απουσιάζει από τις σχέσεις καιτη συμπεριφορά πολλών ανθρώπων η ειρήνη, αυτό οφείλεται στη φιλαυτία και τον εγωισμό που φωλιάζει στην καρδιά μας.

3. Ειρηνευμένοι με τον ίδιο τον εαυτό μας

Η ΕΙΡΗΝΗ ΔΕΝ είναι μια εξωτερική κατάσταση, είναι προπάντων κατάσταση εσωτερική, υπόθεση της καρδιάς του ανθρώπου. Και όταν η καρδιά μας ειρηνεύει, τότε η ειρήνη σφραγίζει και την εξωτερική μας συμπεριφορά. Διαποτίζει και τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Γι’ αυτό και βασική επιδίωξη μας θα πρέπει να είναι η ειρήνευση της καρδιάς, η ειρήνευση των λογισμών μας. Διότι όταν αφήνουμε τα πάθη να συνταράζουν την καρδιά, όπως τα αφρισμένα κύματα στη θάλασσα, όταν επιτρέπουμε οι ακάθαρτοι λογισμοί να αναστατώνουν τον νου, τότε μέσα μας δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη.
Μισούμε; Η καρδιά ταράζεται από το μίσος. Θυμώνουμε; Ο θυμός διώχνει από μέσα μας την ειρήνη. Κατακρίνουμε; Η κατάκριση αναστατώνει το λογισμό. Υποκύπτουμε στη φιληδονία; Αναταράζονται οι εμπαθείς επιθυμίες και επαναστατεί η σάρκα. Η ειρήνη, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, προϋποθέτει «την κατά των παθών δεσποτείαν», δηλαδή την υπερνίκηση των διαφόρων παθών. Και όπως γράφει ένας άλλος από τους πνευματικούς διδασκάλους μας, «η ειρήνη του Χριστού δεν μας παρακινεί να ειρηνεύσουμε με τους άλλους μόνο, αλλά και με τον εαυτό μας, ώστε η σάρκα να μην επαναστατεί εναντίον της ψυχής». Ο απόστολος Παύλος παρομοιάζει την ειρήνη με φρουρό. Και γράφοντας προς τους χριστιανούς των Φιλίππων εύχεται η ειρήνη του Θεού να φρουρεί τις καρδιές μας (Φιλ. 4, 7).

* * *

Αδελφοί μου,
Καθημερινά όλοι μας διαπιστώνουμε τη ζουγκλοποίηση των ανθρωπίνων σχέσεων. Όλοι μας επισημαίνουμε την απουσία της ειρήνης και της αλληλοκατανόησης στη συμπεριφορά των περισσοτέρων.
Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει; Είναι απλό, και μας το υποδεικνύει σήμερα ο λόγος του Κυρίου: Να πορευόμαστε εν ειρήνη. Να ειρηνεύουμε μεταξύ μας. Η ειρήνη του Θεού να βασιλεύει στην καρδιά μας και να διέπει τη συμπεριφορά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: