Οι ευχές της Πεντηκοστής, σε μετάφραση, απο τον Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης κάμπου και φιλιππιάδας, Μελέτιο Καλαμαρά.
ΣΤΑΣΙΣ Α´
Αχραντε, ἀμίαντε, ἄναρχε, ἀόρατε, ἀκατάληπτε, ἀνε-ξιχνίαστε, ἀναλλοίωτε, ἀνυπέρβλητε, ἀμέτρητε, ἀνεξίκακε, Κύριε, ὁ μόνος ἀθάνατος∙ τό φῶς τό ἀπρόσιτο· Σύ πού ἔφτιαξες τόν οὐρανό τήν γῆ καί τήν θάλασσα· καί τό κάθε τί, πού ὑπάρχει σέ αὐτά.
Σύ, πού πρίν ἀκόμα Σοῦ ζητήσωμε κάτι, μᾶς τό δίνεις:
Σέ παρακαλοῦμε καί Σέ ἱκετεύομε:
Δέσποτα φιλάνθρωπε, Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· πού γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους, καί γιά τήν σωτηρία μας, κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στήν γῆ· καί μέ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔλαβε σάρκα ἀπό τήν ἔνδοξη Ἀειπάρθενο καί Θεοτόκο Μαρία, καί ἔγινε ἄνθρωπος! Καί ἄνθρωπος κοντά μας, πρῶτα μᾶς δίδαξε μέ λόγια· ὕστερα ὅμως μᾶς τό ἔδειξε ξεκάθαρα καί μέ ἔργα· Τότε πού βάδιζε πρός τό σωτήριο Πάθος· ἄφησε σέ μᾶς, τούς ταπεινούς καί ἁμαρτωλούς καί ἀνάξιους δούλους Σου, ὑπόδειγμα, ὅταν θέλωμε νά Σέ παρακαλέσωμε, νά συγχωρήσεις, σέ μᾶς τίς ἁμαρτίες μας, καί στόν λαό σου τά ἀπό ἄγνοια λάθη του, νά κλίνωμε τά γόνατα καί νά σκύβωμε τό κεφάλι.
Σύ λοιπόν, Πολυέλεε καί Φιλάνθρωπε, Θεέ Πατέρα ἄκουγέ μας, Σέ παρακαλοῦμε, ὅποτε καί ἄν Σέ ἐπικαλούμε-θα! Μά ἰδιαίτερα ἄκουσέ μας σήμερα, πού ἑορτάζομε τήν μεγάλη ἑορτή τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, κατά τήν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ ἀνελήφθη στούς οὐρανούς, καί ἐκάθισε στά δεξιά Σου, ἔστειλε στούς ἁγίους μαθητές καί ἀποστόλους Του τό Πνεῦμα τό Ἅγιο.
Καί Ἐκεῖνο κατέβη καί ἐκάθισε στόν καθένα ἀπό αὐτούς· καί ἐγέμισαν ὅλοι μέ τήν ἀκένωτη χάρη Του· καί ἄρ-χισαν νά μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ἄγνωστές τους μέχρι τότε· νά κηρύττουν τά μεγαλεῖα Σου· καί νά κάνουν προφητεῖες.
Τώρα λοιπόν, πού Σέ παρακαλοῦμε, εἰσάκουσέ μας·
· Θυμήσου μας, τούς ταπεινούς καί κατακρίτους·
· Ἀπάλλαξέ μας ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν ψυχῶν μας, Σύ τόσο μᾶς ἀγαπᾶς!
Γονατιστοί μπροστά Σου, Σοῦ φωνάζουμε:
· Δέξου μας, ἁμαρτήσαμε. Εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιόν Σου! Μά μή τό ξεχνᾶς, πώς ἀπό τήν στιγμή πού γεννηθήκαμε, ἀφιερωθήκαμε σέ Σένα. Ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας μας, Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας. Ἀλλά δέν πορευθήκαμε σωστά.
· Σέ ἐγκαταλείψαμε.
· Ἡ ζωή μας βουτήχθηκε στήν ἁμαρτία, γυμνωθήκαμε ἀπό τήν χάρη Σου, καί χάσαμε κάθε δικαίωμα, ἀκόμη καί νά Σοῦ μιλᾶμε!
Καί πάλι ὅμως, τήν ἐλπίδα μας σέ Σένα τήν στηρίζομε· στήν ἀπέραντη Εὐσπλαγχνία Σου.
Καί Σοῦ φωνάζομε:
· Μή θυμᾶσαι, Κύριε, τίς ἁμαρτίες μας, πού ἀπό ἄγνοι-ά μας ἐκάναμε στά νιᾶτα μας!
· Καθάρισέ μας ἀπό τό κάθε τι, πού βαρύνει τήν συνείδησή μας!
· Μή μᾶς ξεχνᾶς στά γηρατειά μας·
· Μή μᾶς ἐγκαταλείπεις, τότε πού σιγά-σιγά ἡ ζωή μας σβήνει.
· Ἀξίωσε μας, πρίν ξαναγυρίσωμε στήν γῆ, νά ἐπιστρέψουμε σέ Σένα!
· Δές μας μέ σπλαγχνική ματιά!
· Βάλε ἀντίβαρο στίς ἁμαρτίες μας τούς οἰκτιρμούς Σου.
· Ἀντίταξε στό πλῆθος τῶν πλημελημμάτων μας, τήν ἄβυσσο τῆς εὐσπλαγχνίας Σου!
· Δές, Κύριε, ἀπό τό ἅγιο κατοικητήριό Σου τόν λαό Σου, πού γονατιστός τριγύρω μου, περιμένει τό ἔλεός Σου.
· Ἔλα κοντά μας, μέ τήν καλωσύνη Σου.
· Ἀπάλλαξέ μας ἀπό τήν καταδυναστεία τοῦ Διαβόλου.
· Ἀσφάλισε τήν ζωή μας, μέ τόν ἅγιο νόμο Σου.
· Βάλε τόν λαό Σου κάτω ἀπό τήν προστασία τῶν ἀγγέλων Σου.
· Σύναξε μας ὅλους στήν βασιλεία Σου.
· Δῶσε συγγνώμη σέ ἐκείνους πού ἔχουν τήν ἐλπίδα τους σέ Σένα.
· Συγχώρεσέ μας, καί ἐμᾶς τούς κληρικούς καί ὅλον τόν λαό Σου, γιά τά ἁμαρτήματά μας.
· Καθάρισέ μας, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος.
· Διάλυσε τίς παγίδες, πού μᾶς στήνει ὁ διάβολος!
Μέ τίς πρεσβεῖες τῆς πανάχραντης Μητέρας Σου καί ὅλων τῶν ἁγίων Σου. Ἀμήν.
ΣΤΑΣΙΣ Β΄
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ καί Θεέ μας· τότε πού ἤσουν κοντά μας, ἐδῶ στήν γῆ, σ᾿ ἐκείνους πού Σέ πίστευαν Θεό καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἔδινες τήν εἰρήνη Σου καί τήν δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νά εἶναι γιά πάντα κληρονομία τους ἀναφαίρετη.
Αὐτήν τήν χάρη, αὐτήν τήν δωρεά, τήν ἔστειλες μέ τρόπο πολύ πιό φανερό, τήν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, στούς ἁγίους μαθητές καί ἀποστόλους Σου, ἀφοῦ ἐγέμισες τό στόμα τους μέ τήν χάρη, πού τούς ἔδωκαν οἱ πύρινες γλῶσσες· Καί τότε ὅλοι ἐμεῖς, ἄνθρωποι ἀπό διαφορετικά ἔθνη, ἀκούσαμε ἀπό τό στόμα τους, μέ τά ἴδια τά αὐτιά μας, καί στή δική μας γλῶσσα, ποῖος εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ἀπό τότε:
v Τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς φώτισε.
v Ἀπαλλαγήκαμε ἀπό τό νοητό σκοτάδι·
v πάψαμε νά ἔχωμε ψεύτικη θρησκεία· καί νά ζοῦμε στήν πλάνη!
v Ναί, ἀπό τότε, πού μέ τρόπο αἰσθητό στά φυσικά μας μάτια, διένειμες στούς ἀποστόλους Σου τίς πύρινες γλῶσσες, ἐμάθαμε νά πιστεύωμε σέ Σένα. Τότε φωτισθήκαμε, τό πιστεύομε, καί τό ὁμολογοῦμε, καί τό διακηρύττομε, ὅτι Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας. Σύ, μαζί μέ τόν Πατέρα καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα· ὁ ἕνας Θεός μας· μία Θεότης· μία Δύναμη καί μία Ἐξουσία.
Σύ λοιπόν, Κύριε, τό ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ ἀνάρχου Πατέρα μας, ὁ ἀπαράλλακτος καί ἀμετακίνητος χαρακτήρας τῆς Οὐσίας Του, ἡ πηγή τῆς Χάρης καί τῆς Σοφίας, ἄνοιξέ μου, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τά χείλη! Καί δίδαξέ με, πῶς καί γιά τί πρέπει νά προσεύχωμαι.
Σύ ξέρεις, πόσες εἶναι οἱ ἁμαρτίες μου! Ἀλλά ἡ εὐσπλαγχνία Σου θά τίς νικήσει· ὅσες κι ἄν εἶναι! Νά, στέκω μπροστά Σου μέ φόβο! Καί ρίχνω τήν ἀπόγνωση τῆς ψυχῆς μου στήν ἀπεραντοσύνη τοῦ ἐλέους Σου.
Κυβέρνησε τήν ζωή μου, Κύριε· Σύ πού κυβερνᾶς ὁλό-κληρη τήν κτίση· Σύ πού μέσα στήν τρικυμία τῆς ζωῆς αὐτῆς, εἶσαι τό ἤρεμο λιμάνι μας.
Ἀξίωσέ με νά μάθω τόν δρόμο Σου· καί νά τόν βαδίζω!
· Δῶσε μου Πνεῦμα σοφίας· νά κυβερνάει τήν σκέψη μου·
· Δῶσε μου Πνεῦμα συνέσεως, σέ μένα τόν ἀνόητο.
· Κάμε νά ἔχω Πνεῦμα εὐλάβειας καί φόβου, σέ ὅλες μου τίς πράξεις καί τίς ἐνέργειες.
· Δῶσε μου τό Πνεῦμα Σου τό εὐθές βαθειά μέσα στόν ψυχικό μου κόσμο!
· Δῶσε μου τό ἡγεμονικό Σου Πνεῦμα, νά κυβερνάει καί νά στηρίζει τούς λογισμούς μου καί τίς σκέψεις μου, πού ὅλο καί μοῦ ξεφεύγουν!
Γιατί μόνο ἔτσι, Κύριε, μόνο ἄν κάθε ἡμέρα, καί στό κάθε μου βῆμα, ὁδηγοῦμαι στό σωστό ἀπό τό Πνεῦμα Σου τό ἅγιο, θά γίνω ἄξιος νά τηρῶ τίς ἐντολές Σου, καί νά φέρνω συνεχῶς στήν μνήμη μου τήν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία Σου, πού θά ἔλθεις, νά μᾶς κρίνεις κατά τά ἔργα μας!
Μή μέ ἀφήνεις, Κύριε, νά μέ ξεγελᾶνε οἱ πρόσκαιρες καί φθαρτές ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου τούτου ἀλλά βοήθησέ με, νά ἐπιθυμῶ νά ἀπολαύσω τούς θησαυρούς τῆς μέλλουσας ζωῆς.
Σύ Κύριε, μᾶς τό εἶπες: Ὅ,τι κι ἄν ζητήσει ὁ καθένας μας στό Ὄνομά Σου, θά τό πάρει ὁπωσδήποτε ἀπό τόν συναΐδιο Θεό Πατέρα Σου. Καί γι᾿ αὐτό, καί ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός, σήμερα, πού ἑορτάζομε τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος, Σέ ἱκετεύω:
Ὅσα σοῦ ζήτησα γιά σωτηρία μου, δῶσέ τά μου. Ναί, Κύριε, πλουσιοπάροχε καί πανάγαθε, μεγάλε Εὐεργέτη ὅλων μας· τόσο, πού μᾶς δίνεις πάντοτε πιό πολλά ἀπό ὅσα σοῦ γυρεύουμε· Σύ, πού εἶσαι πάντοτε γεμᾶτος εὐσπλαγχνία καί συμπόνια· Σύ, πού ἔγινες γιά χάρη μας ἄνθρωπος, σέ ὅλα ὅμοιος μέ μᾶς, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία· καί μᾶς ἀγαπᾶς τόσο, πού, ὅταν μᾶς βλέπεις νά λυγίζωμε τά γόνατά μας, λυγίζεις καί Σύ ἀπό ἀγάπη, ἀπό εὐσπλαγχνία καί ἀπό καλωσύνη γιά μᾶς, καί συγχωρεῖς τίς ἀμαρτίες μας.
Ἄκουσέ με ἀπό τόν ἅγιο Θρόνο Σου, Κύριε.
v Λυπήσου τόν κόσμο Σου, Κύριε.
v Ἁγίασε τό λαό Σου.
v Φύλαξέ τόν κάτω ἀπό τήν σκέπη τῶν πτερύγων Σου.
v Μή μᾶς παραβλέπεις. Μή μᾶς ξεχνᾶς. Ἔργα τῶν χειρῶν Σου εἴμαστε!
Σέ σένα μόνο ἁμαρτάνομε· ἀλλά καί Σένα μόνο λατρεύομε.
Δέν προσκυνήσαμε ποτέ ἄλλον Θεό. Ποτέ δέν ἁπλώσα-με παρακλητικά τά χέρια μας σέ ἄλλον, ἐκτός ἀπό Σένα, Θεό!
v Ἄφησε τά παραπτώματά μας. Συγχώρησε τίς ἁμαρτίες μας.
v Δέξου τήν ἱκεσία, πού γονατιστοί Σοῦ ἀπευθύνομε.
v Ἅπλωσε μας χέρι βοηθείας.
Καί πρόσδεξε τήν προσευχή μας, σάν θυμίαμα δεκτό καί εὐάρεστο, πού φθάνει ἐνώπιον τῆς ὑπεράγαθης βασιλείας Σου. Μέ τίς πρεσβεῖες τῆς πανάχραντης Μητέρας Σου καί ὅ-λων τῶν ἁγίων Σου. Ἀμήν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ καί Θεέ μας· τότε πού ἤσουν κοντά μας, ἐδῶ στήν γῆ, σ᾿ ἐκείνους πού Σέ πίστευαν Θεό καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἔδινες τήν εἰρήνη Σου καί τήν δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νά εἶναι γιά πάντα κληρονομία τους ἀναφαίρετη.
Αὐτήν τήν χάρη, αὐτήν τήν δωρεά, τήν ἔστειλες μέ τρόπο πολύ πιό φανερό, τήν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, στούς ἁγίους μαθητές καί ἀποστόλους Σου, ἀφοῦ ἐγέμισες τό στόμα τους μέ τήν χάρη, πού τούς ἔδωκαν οἱ πύρινες γλῶσσες· Καί τότε ὅλοι ἐμεῖς, ἄνθρωποι ἀπό διαφορετικά ἔθνη, ἀκούσαμε ἀπό τό στόμα τους, μέ τά ἴδια τά αὐτιά μας, καί στή δική μας γλῶσσα, ποῖος εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ἀπό τότε:
v Τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς φώτισε.
v Ἀπαλλαγήκαμε ἀπό τό νοητό σκοτάδι·
v πάψαμε νά ἔχωμε ψεύτικη θρησκεία· καί νά ζοῦμε στήν πλάνη!
v Ναί, ἀπό τότε, πού μέ τρόπο αἰσθητό στά φυσικά μας μάτια, διένειμες στούς ἀποστόλους Σου τίς πύρινες γλῶσσες, ἐμάθαμε νά πιστεύωμε σέ Σένα. Τότε φωτισθήκαμε, τό πιστεύομε, καί τό ὁμολογοῦμε, καί τό διακηρύττομε, ὅτι Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας. Σύ, μαζί μέ τόν Πατέρα καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα· ὁ ἕνας Θεός μας· μία Θεότης· μία Δύναμη καί μία Ἐξουσία.
Σύ λοιπόν, Κύριε, τό ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ ἀνάρχου Πατέρα μας, ὁ ἀπαράλλακτος καί ἀμετακίνητος χαρακτήρας τῆς Οὐσίας Του, ἡ πηγή τῆς Χάρης καί τῆς Σοφίας, ἄνοιξέ μου, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τά χείλη! Καί δίδαξέ με, πῶς καί γιά τί πρέπει νά προσεύχωμαι.
Σύ ξέρεις, πόσες εἶναι οἱ ἁμαρτίες μου! Ἀλλά ἡ εὐσπλαγχνία Σου θά τίς νικήσει· ὅσες κι ἄν εἶναι! Νά, στέκω μπροστά Σου μέ φόβο! Καί ρίχνω τήν ἀπόγνωση τῆς ψυχῆς μου στήν ἀπεραντοσύνη τοῦ ἐλέους Σου.
Κυβέρνησε τήν ζωή μου, Κύριε· Σύ πού κυβερνᾶς ὁλό-κληρη τήν κτίση· Σύ πού μέσα στήν τρικυμία τῆς ζωῆς αὐτῆς, εἶσαι τό ἤρεμο λιμάνι μας.
Ἀξίωσέ με νά μάθω τόν δρόμο Σου· καί νά τόν βαδίζω!
· Δῶσε μου Πνεῦμα σοφίας· νά κυβερνάει τήν σκέψη μου·
· Δῶσε μου Πνεῦμα συνέσεως, σέ μένα τόν ἀνόητο.
· Κάμε νά ἔχω Πνεῦμα εὐλάβειας καί φόβου, σέ ὅλες μου τίς πράξεις καί τίς ἐνέργειες.
· Δῶσε μου τό Πνεῦμα Σου τό εὐθές βαθειά μέσα στόν ψυχικό μου κόσμο!
· Δῶσε μου τό ἡγεμονικό Σου Πνεῦμα, νά κυβερνάει καί νά στηρίζει τούς λογισμούς μου καί τίς σκέψεις μου, πού ὅλο καί μοῦ ξεφεύγουν!
Γιατί μόνο ἔτσι, Κύριε, μόνο ἄν κάθε ἡμέρα, καί στό κάθε μου βῆμα, ὁδηγοῦμαι στό σωστό ἀπό τό Πνεῦμα Σου τό ἅγιο, θά γίνω ἄξιος νά τηρῶ τίς ἐντολές Σου, καί νά φέρνω συνεχῶς στήν μνήμη μου τήν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία Σου, πού θά ἔλθεις, νά μᾶς κρίνεις κατά τά ἔργα μας!
Μή μέ ἀφήνεις, Κύριε, νά μέ ξεγελᾶνε οἱ πρόσκαιρες καί φθαρτές ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου τούτου ἀλλά βοήθησέ με, νά ἐπιθυμῶ νά ἀπολαύσω τούς θησαυρούς τῆς μέλλουσας ζωῆς.
Σύ Κύριε, μᾶς τό εἶπες: Ὅ,τι κι ἄν ζητήσει ὁ καθένας μας στό Ὄνομά Σου, θά τό πάρει ὁπωσδήποτε ἀπό τόν συναΐδιο Θεό Πατέρα Σου. Καί γι᾿ αὐτό, καί ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός, σήμερα, πού ἑορτάζομε τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος, Σέ ἱκετεύω:
Ὅσα σοῦ ζήτησα γιά σωτηρία μου, δῶσέ τά μου. Ναί, Κύριε, πλουσιοπάροχε καί πανάγαθε, μεγάλε Εὐεργέτη ὅλων μας· τόσο, πού μᾶς δίνεις πάντοτε πιό πολλά ἀπό ὅσα σοῦ γυρεύουμε· Σύ, πού εἶσαι πάντοτε γεμᾶτος εὐσπλαγχνία καί συμπόνια· Σύ, πού ἔγινες γιά χάρη μας ἄνθρωπος, σέ ὅλα ὅμοιος μέ μᾶς, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία· καί μᾶς ἀγαπᾶς τόσο, πού, ὅταν μᾶς βλέπεις νά λυγίζωμε τά γόνατά μας, λυγίζεις καί Σύ ἀπό ἀγάπη, ἀπό εὐσπλαγχνία καί ἀπό καλωσύνη γιά μᾶς, καί συγχωρεῖς τίς ἀμαρτίες μας.
Ἄκουσέ με ἀπό τόν ἅγιο Θρόνο Σου, Κύριε.
v Λυπήσου τόν κόσμο Σου, Κύριε.
v Ἁγίασε τό λαό Σου.
v Φύλαξέ τόν κάτω ἀπό τήν σκέπη τῶν πτερύγων Σου.
v Μή μᾶς παραβλέπεις. Μή μᾶς ξεχνᾶς. Ἔργα τῶν χειρῶν Σου εἴμαστε!
Σέ σένα μόνο ἁμαρτάνομε· ἀλλά καί Σένα μόνο λατρεύομε.
Δέν προσκυνήσαμε ποτέ ἄλλον Θεό. Ποτέ δέν ἁπλώσα-με παρακλητικά τά χέρια μας σέ ἄλλον, ἐκτός ἀπό Σένα, Θεό!
v Ἄφησε τά παραπτώματά μας. Συγχώρησε τίς ἁμαρτίες μας.
v Δέξου τήν ἱκεσία, πού γονατιστοί Σοῦ ἀπευθύνομε.
v Ἅπλωσε μας χέρι βοηθείας.
Καί πρόσδεξε τήν προσευχή μας, σάν θυμίαμα δεκτό καί εὐάρεστο, πού φθάνει ἐνώπιον τῆς ὑπεράγαθης βασιλείας Σου. Μέ τίς πρεσβεῖες τῆς πανάχραντης Μητέρας Σου καί ὅ-λων τῶν ἁγίων Σου. Ἀμήν.
ΣΤΑΣΙΣ Γ´
Χριστέ ὁ Θεός, ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ φωτός· Σύ, πού μᾶς δίνεις ζωή καί φῶς· ἡ συναΐδια μέ τόν Πατέρα δημιουργική δύναμη· πού ἐξεπλήρωσες μέ τόν καλλίτερο τρόπο ὁλόκληρη τήν θεία Οἰκονομία, γιά τήν σωτηρία μας·
Σύ, πού ἔκοψες τά ἄλυτα δεσμά τοῦ θανάτου.
Σύ, πού ἔσπασες τίς κλειδωμένες πύλες τοῦ ἅδου καί πάτησες κάτω ἀπό τά πόδια Σου ὅλα τά πονηρά πνεύματα.
Σύ, πού πρόσφερες, θυσία ἄμωμο γιά μᾶς, τόν ΕΑΥΤΟ Σου, τό σῶμα Σου τό ἄχραντο, τό ἄθικτο καί ἀμόλυντο ἀπό κάθε ἁμαρτία, καί μέ τήν φρικτή αὐτή καί ἀνέκφραστη ἱερουργία, μᾶς ἐχάρισες τήν αἰώνια ζωή.
Σύ, πού κατέβηκες στόν ἅδη καί ἔσπασες τίς πύλες του καί ἔλευθέρωσες τούς δεσμίους του, ἐνῶ ἀντίθετα τόν ἀρχέκακο καί βύθιο δράκοντα, μέ ἕνα δόλωμα θεόσοφο, τόν ἔπιασες στό ἀγκίστρι Σου, καί τόν ἔδεσες μέ βαριές ἁλυσίδες ζόφου· καί μέ τήν ἀπειροδύναμη ἰσχύ Σου, τόν ἔρριξες στά τάρταρα τοῦ ἅδη, στό πῦρ τό ἄσβεστο, στό σκότος τό ἐξώτερο,
Σύ, ἡ μεγαλώνυμη σοφία τοῦ Θεοῦ Πατέρα,
Σύ, ὁ μεγάλος συμπαραστάτης τοῦ κάθε ἀνθρώπου πού περνάει πειρασμό,
Σύ, πού ρίχνεις τό φῶς Σου ἀκόμη καί, σέ ἐκείνους πού ζοῦν σέ χώρα καί σκιά θανάτου,
Σέ Σένα στρεφόμαστε, Χριστέ, αἰώνιας δόξας Κύριε, καί Υἱέ ἀγαπητέ τοῦ Ὕψιστου Πατέρα· ἀΐδιο φῶς, ἐξ ἀϊδίου φωτός· ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης· καί Σέ παρακαλοῦμε, ἐπάκουσέ μας:
Ἀνάπαυσε τίς ψυχές τῶν δούλων Σου, τῶν κεκοιμημένων πατέρων καί ἀδελφῶν μας, καί τῶν λοιπῶν κατά σάρκα συγγενῶν μας, καί ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ἀδελφῶν. Σοῦ τούς μνημονεύομε, γιατί ἔχεις ἐξουσία σέ ὅλα, καί στά χέρια Σου κρατᾶς ὅλα τά πέρατα τῆς γῆς.
Δέσποτα παντοκράτορ, Θεέ τῶν πατέρων μας, καί Κύριε τοῦ ἐλέους· Κύριε, καί τοῦ θνητοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων· καί τῶν ἀθανάτων ἀγγέλων· Δημιουργέ τῆς φύσης τῶν ἀνθρώ-πων, πού σέ μιά στιγμή ἔρχεται στόν κόσμο· καί σέ μιά στιγμή πάλι ξαναφεύγει· Κύριε,τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου· καί τῆς ἐδῶ συμπεριφορᾶς μας· καί τῆς ἐκεῖ μεταστάσεως μας.
Σύ, πού μετρᾶς τά χρόνια μας· καί ὁρίζεις στόν καθένα μας τήν στιγμή τοῦ θανάτου.
Σύ, πού κατεβάζεις στόν ἅδη, ἀλλά καί βγάζεις ἀπό τόν ἅδη.
Σύ, πού μέ τήν ἀρρώστια μᾶς εὐεργετεῖς – καί ὑγιεῖς, μᾶς ἀφήνεις ἐλεύθερους!
Σύ, πού οἰκονομεῖς ὅλα τά ἐδῶ γιά τήν σωτηρία μας, καί τά μέλλοντα τά κατευθύνεις στό καλό· καί σ᾿ ἐκείνους πού πέθαναν, τούς δίνεις πάλι ζωή καί ἐλπίδα γιά σωτηρία καί ἀνάπαυση.
Σύ, Δέσποτα παντοκράτορ, Θεέ καί Σωτήρα μας, ἐλπίδα τοῦ κόσμου ὁλόκληρου.
Σύ, πού αὐτήν τήν τελευταία μεγάλη καί σωτήρια ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μᾶς ἐφανέρωσες τό μυστήριο τῆς ἁγίας, ὁμοουσίου, συναΐδιας, ἀδιαιρέτου καί ἀσυγχύτου Τριάδος, καί μέ μορφή πυρίνων γλωσσῶν ἐξέχεες στούς ἁγίους ἀποστό-λους Σου, τήν ἐπιφοίτηση καί τήν παρουσία τοῦ ἁγίου καί ζωοποιοῦ Σου Πνεύματος, καί τούς ἔκαμες Εὐαγγελιστές, κήρυκες καί ὁμολογητές τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης μας καί τῆς ἀληθινῆς θεολογίας.
Σύ, πού κατά τήν μεγάλη αὐτή καί σωτήρια γιά μᾶς ἑορτή, καταδέχεσαι τίς ταπεινές μας προσευχές γιά τούς νεκρούς, καί τούς δίνεις ἄνεση καί ἀναψυχή ἀπό τήν θλιβερή κατάστασή τους, ἐπάκουσέ μας, τούς ταπεινούς Σου δούλους!
Καί ἀνάπαυσε, Κύριε, τίς ψυχές ὅλων τῶν κεκοιμημένων δούλων Σου, σέ τόπο φωτεινό, σέ τόπο χλοερό, σέ τόπο ἀναψυχῆς, σέ τόπο πού δέν ὑπάρχει ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός· κατάταξε τά πνεύματά τους σέ σκηνές δικαίων· καί κάμε τους να ἔχουν εἰρήνη καί ἄνεση.
Σέ παρακαλοῦμε ἐμεῖς, γιατί οἱ πεθαμένοι, πού βρίσκονται στόν ἅδη, δέν ἔχουν δικαίωμα, οὔτε νά Σέ ὑμνοῦν, οὔτε νά Σοῦ μιλᾶνε γιά μετάνοια καί γιά ἐξομολόγηση.
Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί Σέ δοξολογοῦμε.
Ἐμεῖς Σέ ἱκετεύομε.
Ἐμεῖς Σοῦ προσφέρομε εὐχές ἐξιλεωτικές καί θυσίες καί λειτουργίες, γιά τίς ψυχές τους.
* * *
Θεέ μας, μεγάλε καί αἰώνιε, ἅγιε καί φιλάνθρωπε, Σύ πού μᾶς ἀξίωσες νά στέκωμε αὐτήν τήν ὥρα μπροστά στήν ἀπρόσιτη δόξα Σου, νά Σέ ὑμνοῦμε καί νά αἰνοῦμε τά μεγαλεῖα Σου,
Ἀντιμετώπισε μας σπλαγχνικά τούς ἀναξίους δούλους Σου.
Δῶσε μας χάρη, νά Σοῦ προσφέρωμε μέ συντριβή καρδιᾶς καί μέ ταπείνωση, χωρίς ἀερολογίες, ἐγωισμό, χωρίς ἔπαρση, τόν τρισάγιο ὕμνο καί τήν εὐχαριστία μας, γιά τίς τόσες δωρεές Σου, τά τόσα καλά, πού ἔκαμες καί συνεχίζεις νά κάνεις σέ μᾶς.
Θυμήσου, Κύριε, ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι ἄνθρωποι. Μή μᾶς τιμωρεῖς γιά τίς ἁμαρτίες μας. Δεῖξε καί σέ μᾶς τούς ταπεινούς τό ἔλεός Σου· καί βοήθησέ μας, νά ἀποφεύγωμε τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας· καί, τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας, νά βαδίζωμε στό φῶς τῆς δικαιοσύνης Σου.
Ἀξίωσέ μας, νά ἐνδυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός· νά μή μπορεῖ πιά ὁ διάβολος, νά μᾶς κάνει ὅ,τι θέλει, μέ τίς ἐπιβουλές του καί μέ τίς πονηρίες του· Ἀξίωσέ μας νά ἔχωμε θάρρος, νά Σέ δοξάζωμε μέ παρρησία γιά ὅλα, Ἐσένα τόν μόνο ἀληθινό καί φιλάνθρωπο Θεό.
Καί πρό παντός Δέσποτα Κύριε, καί Δημιουργέ τοῦ κόσμου, νά Σέ δοξάζωμε καί νά Σέ εὐχαριστοῦμε γι᾿ αὐτό τό μεγάλο μυστήριο, γι᾿ αὐτήν τήν μεγάλη Σου εὐεργεσία, πού εἶναι ἡ προσωρινή διάλυση τῶν σωμάτων μας καί ἡ ἀνάστα-σή τους πάλι καί ἡ ἀνάπαυση στούς αἰῶνες.
Τό λέμε καί τό διακηρύττομε: Ὅλα σέ Σένα τά χρωστᾶ-με.
Σέ Σένα χρωστᾶμε καί τήν εἰσοδό μας στόν κόσμο τοῦ-το.
Σέ Σένα χρωστᾶμε καί τήν ἔξοδό μας, πού εἶναι γιά μᾶς, σύμφωνα μέ τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσή Σου, τό προμήνυμα καί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς χωρίς τέλους ζωῆς, τήν ὁποί-α θά ἀπολαύσωμε ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας κοντά Σου.
Γιατί Σύ, Κύριε, εἶσαι γιά μᾶς, ἡ ἀρχή τῆς ἀναστάσεως· Σύ μᾶς ἔδειξες, πῶς πρέπει νά ζοῦμε στήν ζωή αὐτή· Σύ εἶσαι ὁ φιλάνθρωπος Κριτής μας, καί μισθαποδότης μας· ὁ Κύριος μας· καί ὁ Δεσπότης μας· πού ἀπό ἄκρα συγκατάβαση, ἐπῆρες σάρκα καί αἷμα, ἴδια μέ μᾶς· Καί ἀφοῦ ἔτσι γεύθηκες τά πάθη μας τά ἀδιάβλητα, ξέρεις πιά, καί μᾶς κρίνεις μέ εὐσπλαγχνία καί μέ συγκατάβαση· καί ἀφοῦ Σύ στά ἅγια Πάθη Σου, πέρασες πειρασμούς τόσο σκληρούς, ξέρεις, πόσο χρειαζόμαστε βοήθειά καί παρεμβαίνεις αὐταπάγγελτα, καί μᾶς ἐνισχύεις.
Μᾶς δίνεις δύναμη νά ἀγωνιζόμαστε, νά φθάσωμε στήν δική Σου ἁγία ἀπάθεια καί μεῖς.
Δέξου λοιπόν, Δέσποτα Χριστέ, τίς δεήσεις καί τίς ἱκεσίες μας. Ἀνάπαυσε τούς πατέρες μας, τίς μητέρες μας, τούς ἀδελφούς μας, τίς ἀδελφές μας, τά τέκνα μας, καί κάθε ἄλλον συγγενῆ καί ὁμογενῆ μας· καί ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς ψυχές, πού ἀναπαύθηκαν μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Κατάταξε τά πνεύματα καί τά ὀνόματά τους στό βιβλίο τῆς ζωῆς, στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ· στήν χώρα τῶν ζώντων, στήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.
Ὁδήγησέ μας ὅλους, μέ ὁδηγούς τούς φωτεινούς ἀγγέλους σου, κοντά Σου. Καί ὅταν θά ἔλθει ἡ ἡμέρα καί ἡ ὥρα, πού Σύ ὥρισες, ἀνάστησε καί τά σώματά μας, κατά τίς ἀληθεῖς ὑποσχέσεις Σου.
Δέν ὑπάρχει θάνατος, Κύριε, γιά μᾶς τούς δούλους Σου. Δέν εἶναι θάνατος γιά μᾶς, οὔτε συμφορά, ὅταν φεύγωμε ἀπό τό σῶμα καί ἐρχόμαστε σέ Σένα, τόν Θεό μας. Μετάβαση εἶναι. Ἀπό μιά κατάσταση λυπηρή, σέ μιά ἄλλη πιό καλή καί πιό χαρούμενη! Ἀνάπαυση εἶναι καί χαρά!
Καί ἄν σέ κάτι Σέ πικράναμε, σπλαγχνίσου μας. Κανένας δέν θά βρεθῆ ἐνώπιον Σου καθαρός ἀπό ρύπο ἁμαρτίας, ἔστω καί ἄν ἡ ζωή του εἶναι μιά ἡμέρα μόνο. Ἕνας ὑπῆρξε στήν γῆ ἀναμάρτητος. Σύ, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀπό τόν ὁποῖο ὅλοι μας ἐλπίζομε νά βροῦμε ἔλεος καί ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Γι᾿ αὐτό, Κύριε, σάν ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός, καί σέ μᾶς καί σέ ὅλους τούς κεκοιμημένους, συγχώρησέ μας τά παραπτώματά μας· τά ἑκούσια καί τά ἀκούσια· τά ἐν γνώσει· τά ἐν ἀγνοία· ὅσα θυμόμαστε καί ὅσα ξεχάσαμε· εἴτε τά διαπράξαμε μέ λόγο, εἴτε μἐ ἔργο, εἴτε κατά διάνοια, εἴτε μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, καί μέ ὁποιαδήποτε κίνηση, καί ἄν τά ἐκάμαμε!
Καί ἐκείνους μέν, πού πρόλαβαν καί ἔφυγαν, ἐλευθέρωσέ τους ἀπό κάθε βάρος καί κρῖμα. Καί δῶσε τους ἄνεση.
Καί ἐμᾶς, πού στέκομε γονατιστοί μπροστά Σου, εὐλόγησέ μας· καί δῶσε, καί σέ μᾶς, καί σέ ὅλο τόν λαό Σου, τέλος καλό καί εἰρηνικό· καί τήν φρικτή καί φοβερή ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Σου, ἄνοιξε καί σέ μᾶς τά σπλάγχνα τοῦ ἐλέους Σου καί τῶν οἰκτιρμῶν Σου. Καί κάμε μας ἄξιους, νά μποῦμε ὅλοι στήν βασιλεία Σου, τήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη, μέ τίς πρεσβείες τῆς πανάχραντης Μητέρας Σου. Ἀμήν.
Χριστέ ὁ Θεός, ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ φωτός· Σύ, πού μᾶς δίνεις ζωή καί φῶς· ἡ συναΐδια μέ τόν Πατέρα δημιουργική δύναμη· πού ἐξεπλήρωσες μέ τόν καλλίτερο τρόπο ὁλόκληρη τήν θεία Οἰκονομία, γιά τήν σωτηρία μας·
Σύ, πού ἔκοψες τά ἄλυτα δεσμά τοῦ θανάτου.
Σύ, πού ἔσπασες τίς κλειδωμένες πύλες τοῦ ἅδου καί πάτησες κάτω ἀπό τά πόδια Σου ὅλα τά πονηρά πνεύματα.
Σύ, πού πρόσφερες, θυσία ἄμωμο γιά μᾶς, τόν ΕΑΥΤΟ Σου, τό σῶμα Σου τό ἄχραντο, τό ἄθικτο καί ἀμόλυντο ἀπό κάθε ἁμαρτία, καί μέ τήν φρικτή αὐτή καί ἀνέκφραστη ἱερουργία, μᾶς ἐχάρισες τήν αἰώνια ζωή.
Σύ, πού κατέβηκες στόν ἅδη καί ἔσπασες τίς πύλες του καί ἔλευθέρωσες τούς δεσμίους του, ἐνῶ ἀντίθετα τόν ἀρχέκακο καί βύθιο δράκοντα, μέ ἕνα δόλωμα θεόσοφο, τόν ἔπιασες στό ἀγκίστρι Σου, καί τόν ἔδεσες μέ βαριές ἁλυσίδες ζόφου· καί μέ τήν ἀπειροδύναμη ἰσχύ Σου, τόν ἔρριξες στά τάρταρα τοῦ ἅδη, στό πῦρ τό ἄσβεστο, στό σκότος τό ἐξώτερο,
Σύ, ἡ μεγαλώνυμη σοφία τοῦ Θεοῦ Πατέρα,
Σύ, ὁ μεγάλος συμπαραστάτης τοῦ κάθε ἀνθρώπου πού περνάει πειρασμό,
Σύ, πού ρίχνεις τό φῶς Σου ἀκόμη καί, σέ ἐκείνους πού ζοῦν σέ χώρα καί σκιά θανάτου,
Σέ Σένα στρεφόμαστε, Χριστέ, αἰώνιας δόξας Κύριε, καί Υἱέ ἀγαπητέ τοῦ Ὕψιστου Πατέρα· ἀΐδιο φῶς, ἐξ ἀϊδίου φωτός· ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης· καί Σέ παρακαλοῦμε, ἐπάκουσέ μας:
Ἀνάπαυσε τίς ψυχές τῶν δούλων Σου, τῶν κεκοιμημένων πατέρων καί ἀδελφῶν μας, καί τῶν λοιπῶν κατά σάρκα συγγενῶν μας, καί ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ἀδελφῶν. Σοῦ τούς μνημονεύομε, γιατί ἔχεις ἐξουσία σέ ὅλα, καί στά χέρια Σου κρατᾶς ὅλα τά πέρατα τῆς γῆς.
Δέσποτα παντοκράτορ, Θεέ τῶν πατέρων μας, καί Κύριε τοῦ ἐλέους· Κύριε, καί τοῦ θνητοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων· καί τῶν ἀθανάτων ἀγγέλων· Δημιουργέ τῆς φύσης τῶν ἀνθρώ-πων, πού σέ μιά στιγμή ἔρχεται στόν κόσμο· καί σέ μιά στιγμή πάλι ξαναφεύγει· Κύριε,τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου· καί τῆς ἐδῶ συμπεριφορᾶς μας· καί τῆς ἐκεῖ μεταστάσεως μας.
Σύ, πού μετρᾶς τά χρόνια μας· καί ὁρίζεις στόν καθένα μας τήν στιγμή τοῦ θανάτου.
Σύ, πού κατεβάζεις στόν ἅδη, ἀλλά καί βγάζεις ἀπό τόν ἅδη.
Σύ, πού μέ τήν ἀρρώστια μᾶς εὐεργετεῖς – καί ὑγιεῖς, μᾶς ἀφήνεις ἐλεύθερους!
Σύ, πού οἰκονομεῖς ὅλα τά ἐδῶ γιά τήν σωτηρία μας, καί τά μέλλοντα τά κατευθύνεις στό καλό· καί σ᾿ ἐκείνους πού πέθαναν, τούς δίνεις πάλι ζωή καί ἐλπίδα γιά σωτηρία καί ἀνάπαυση.
Σύ, Δέσποτα παντοκράτορ, Θεέ καί Σωτήρα μας, ἐλπίδα τοῦ κόσμου ὁλόκληρου.
Σύ, πού αὐτήν τήν τελευταία μεγάλη καί σωτήρια ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μᾶς ἐφανέρωσες τό μυστήριο τῆς ἁγίας, ὁμοουσίου, συναΐδιας, ἀδιαιρέτου καί ἀσυγχύτου Τριάδος, καί μέ μορφή πυρίνων γλωσσῶν ἐξέχεες στούς ἁγίους ἀποστό-λους Σου, τήν ἐπιφοίτηση καί τήν παρουσία τοῦ ἁγίου καί ζωοποιοῦ Σου Πνεύματος, καί τούς ἔκαμες Εὐαγγελιστές, κήρυκες καί ὁμολογητές τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης μας καί τῆς ἀληθινῆς θεολογίας.
Σύ, πού κατά τήν μεγάλη αὐτή καί σωτήρια γιά μᾶς ἑορτή, καταδέχεσαι τίς ταπεινές μας προσευχές γιά τούς νεκρούς, καί τούς δίνεις ἄνεση καί ἀναψυχή ἀπό τήν θλιβερή κατάστασή τους, ἐπάκουσέ μας, τούς ταπεινούς Σου δούλους!
Καί ἀνάπαυσε, Κύριε, τίς ψυχές ὅλων τῶν κεκοιμημένων δούλων Σου, σέ τόπο φωτεινό, σέ τόπο χλοερό, σέ τόπο ἀναψυχῆς, σέ τόπο πού δέν ὑπάρχει ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός· κατάταξε τά πνεύματά τους σέ σκηνές δικαίων· καί κάμε τους να ἔχουν εἰρήνη καί ἄνεση.
Σέ παρακαλοῦμε ἐμεῖς, γιατί οἱ πεθαμένοι, πού βρίσκονται στόν ἅδη, δέν ἔχουν δικαίωμα, οὔτε νά Σέ ὑμνοῦν, οὔτε νά Σοῦ μιλᾶνε γιά μετάνοια καί γιά ἐξομολόγηση.
Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί Σέ δοξολογοῦμε.
Ἐμεῖς Σέ ἱκετεύομε.
Ἐμεῖς Σοῦ προσφέρομε εὐχές ἐξιλεωτικές καί θυσίες καί λειτουργίες, γιά τίς ψυχές τους.
* * *
Θεέ μας, μεγάλε καί αἰώνιε, ἅγιε καί φιλάνθρωπε, Σύ πού μᾶς ἀξίωσες νά στέκωμε αὐτήν τήν ὥρα μπροστά στήν ἀπρόσιτη δόξα Σου, νά Σέ ὑμνοῦμε καί νά αἰνοῦμε τά μεγαλεῖα Σου,
Ἀντιμετώπισε μας σπλαγχνικά τούς ἀναξίους δούλους Σου.
Δῶσε μας χάρη, νά Σοῦ προσφέρωμε μέ συντριβή καρδιᾶς καί μέ ταπείνωση, χωρίς ἀερολογίες, ἐγωισμό, χωρίς ἔπαρση, τόν τρισάγιο ὕμνο καί τήν εὐχαριστία μας, γιά τίς τόσες δωρεές Σου, τά τόσα καλά, πού ἔκαμες καί συνεχίζεις νά κάνεις σέ μᾶς.
Θυμήσου, Κύριε, ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι ἄνθρωποι. Μή μᾶς τιμωρεῖς γιά τίς ἁμαρτίες μας. Δεῖξε καί σέ μᾶς τούς ταπεινούς τό ἔλεός Σου· καί βοήθησέ μας, νά ἀποφεύγωμε τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας· καί, τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας, νά βαδίζωμε στό φῶς τῆς δικαιοσύνης Σου.
Ἀξίωσέ μας, νά ἐνδυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός· νά μή μπορεῖ πιά ὁ διάβολος, νά μᾶς κάνει ὅ,τι θέλει, μέ τίς ἐπιβουλές του καί μέ τίς πονηρίες του· Ἀξίωσέ μας νά ἔχωμε θάρρος, νά Σέ δοξάζωμε μέ παρρησία γιά ὅλα, Ἐσένα τόν μόνο ἀληθινό καί φιλάνθρωπο Θεό.
Καί πρό παντός Δέσποτα Κύριε, καί Δημιουργέ τοῦ κόσμου, νά Σέ δοξάζωμε καί νά Σέ εὐχαριστοῦμε γι᾿ αὐτό τό μεγάλο μυστήριο, γι᾿ αὐτήν τήν μεγάλη Σου εὐεργεσία, πού εἶναι ἡ προσωρινή διάλυση τῶν σωμάτων μας καί ἡ ἀνάστα-σή τους πάλι καί ἡ ἀνάπαυση στούς αἰῶνες.
Τό λέμε καί τό διακηρύττομε: Ὅλα σέ Σένα τά χρωστᾶ-με.
Σέ Σένα χρωστᾶμε καί τήν εἰσοδό μας στόν κόσμο τοῦ-το.
Σέ Σένα χρωστᾶμε καί τήν ἔξοδό μας, πού εἶναι γιά μᾶς, σύμφωνα μέ τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσή Σου, τό προμήνυμα καί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς χωρίς τέλους ζωῆς, τήν ὁποί-α θά ἀπολαύσωμε ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας κοντά Σου.
Γιατί Σύ, Κύριε, εἶσαι γιά μᾶς, ἡ ἀρχή τῆς ἀναστάσεως· Σύ μᾶς ἔδειξες, πῶς πρέπει νά ζοῦμε στήν ζωή αὐτή· Σύ εἶσαι ὁ φιλάνθρωπος Κριτής μας, καί μισθαποδότης μας· ὁ Κύριος μας· καί ὁ Δεσπότης μας· πού ἀπό ἄκρα συγκατάβαση, ἐπῆρες σάρκα καί αἷμα, ἴδια μέ μᾶς· Καί ἀφοῦ ἔτσι γεύθηκες τά πάθη μας τά ἀδιάβλητα, ξέρεις πιά, καί μᾶς κρίνεις μέ εὐσπλαγχνία καί μέ συγκατάβαση· καί ἀφοῦ Σύ στά ἅγια Πάθη Σου, πέρασες πειρασμούς τόσο σκληρούς, ξέρεις, πόσο χρειαζόμαστε βοήθειά καί παρεμβαίνεις αὐταπάγγελτα, καί μᾶς ἐνισχύεις.
Μᾶς δίνεις δύναμη νά ἀγωνιζόμαστε, νά φθάσωμε στήν δική Σου ἁγία ἀπάθεια καί μεῖς.
Δέξου λοιπόν, Δέσποτα Χριστέ, τίς δεήσεις καί τίς ἱκεσίες μας. Ἀνάπαυσε τούς πατέρες μας, τίς μητέρες μας, τούς ἀδελφούς μας, τίς ἀδελφές μας, τά τέκνα μας, καί κάθε ἄλλον συγγενῆ καί ὁμογενῆ μας· καί ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς ψυχές, πού ἀναπαύθηκαν μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Κατάταξε τά πνεύματα καί τά ὀνόματά τους στό βιβλίο τῆς ζωῆς, στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ· στήν χώρα τῶν ζώντων, στήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.
Ὁδήγησέ μας ὅλους, μέ ὁδηγούς τούς φωτεινούς ἀγγέλους σου, κοντά Σου. Καί ὅταν θά ἔλθει ἡ ἡμέρα καί ἡ ὥρα, πού Σύ ὥρισες, ἀνάστησε καί τά σώματά μας, κατά τίς ἀληθεῖς ὑποσχέσεις Σου.
Δέν ὑπάρχει θάνατος, Κύριε, γιά μᾶς τούς δούλους Σου. Δέν εἶναι θάνατος γιά μᾶς, οὔτε συμφορά, ὅταν φεύγωμε ἀπό τό σῶμα καί ἐρχόμαστε σέ Σένα, τόν Θεό μας. Μετάβαση εἶναι. Ἀπό μιά κατάσταση λυπηρή, σέ μιά ἄλλη πιό καλή καί πιό χαρούμενη! Ἀνάπαυση εἶναι καί χαρά!
Καί ἄν σέ κάτι Σέ πικράναμε, σπλαγχνίσου μας. Κανένας δέν θά βρεθῆ ἐνώπιον Σου καθαρός ἀπό ρύπο ἁμαρτίας, ἔστω καί ἄν ἡ ζωή του εἶναι μιά ἡμέρα μόνο. Ἕνας ὑπῆρξε στήν γῆ ἀναμάρτητος. Σύ, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀπό τόν ὁποῖο ὅλοι μας ἐλπίζομε νά βροῦμε ἔλεος καί ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Γι᾿ αὐτό, Κύριε, σάν ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός, καί σέ μᾶς καί σέ ὅλους τούς κεκοιμημένους, συγχώρησέ μας τά παραπτώματά μας· τά ἑκούσια καί τά ἀκούσια· τά ἐν γνώσει· τά ἐν ἀγνοία· ὅσα θυμόμαστε καί ὅσα ξεχάσαμε· εἴτε τά διαπράξαμε μέ λόγο, εἴτε μἐ ἔργο, εἴτε κατά διάνοια, εἴτε μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, καί μέ ὁποιαδήποτε κίνηση, καί ἄν τά ἐκάμαμε!
Καί ἐκείνους μέν, πού πρόλαβαν καί ἔφυγαν, ἐλευθέρωσέ τους ἀπό κάθε βάρος καί κρῖμα. Καί δῶσε τους ἄνεση.
Καί ἐμᾶς, πού στέκομε γονατιστοί μπροστά Σου, εὐλόγησέ μας· καί δῶσε, καί σέ μᾶς, καί σέ ὅλο τόν λαό Σου, τέλος καλό καί εἰρηνικό· καί τήν φρικτή καί φοβερή ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Σου, ἄνοιξε καί σέ μᾶς τά σπλάγχνα τοῦ ἐλέους Σου καί τῶν οἰκτιρμῶν Σου. Καί κάμε μας ἄξιους, νά μποῦμε ὅλοι στήν βασιλεία Σου, τήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη, μέ τίς πρεσβείες τῆς πανάχραντης Μητέρας Σου. Ἀμήν.
2 σχόλια:
ΑΓΙΕ ΑΔΕΛΦΕ
Α.Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ;ΠΟΛΥ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΣ.ΠΟΥ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ;
Β.ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΑΧΡΑΝΤΕ,ΑΑΝΑΡΧΕ,ΑΜΙΑΝΤΕ,ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΕ,ΖΟΦΟΣ,ΕΠΑΡΣΗ ,ΑΚΕΝΩΤΗ ΧΑΡΗ Κ.Λ.Π ΔΕΝ ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΙ.ΣΑΝ ΔΕΝ ΝΤΕΠΟΜΑΣΤΕ .ΤΑ ΥΙΟΘΕΤΕΙΤΕ ΚΑΙ ΣΕΙΣ
Αγιε αδελφέ σε ευχαριστώ που άφησες σχόλιο. Σου απαντώ λοιπόν στη πρώτη σου απορια για τον τίτλο του Μητροπολίτη. Ο τίτλος αυτός έχει ιστορική σημασία. Αν γυρίσει κανείς στο παρελθόν, όσοι διετελεσαν μητροπολίτες στην αποστολική μητρόπολη της Πρέβεζας, χρησιμοποίησαν αυτόν τον τίτλο που ειναι φυσιολογικός, διότι και η επαρχία Φιλιππιάδας και ο κάμπος της Αρτας ανηκει εκκλησιαστικώς στην δικαιοδοσία του εκάστοτε μητροπολίτη της Πρέβεζας. οπότε δεν έιναι πρωτότυπος ο τίτλος. Όσον αφορά την συγκεκριμενη μετάφραση δεν θα απολογηθώ εγώ για τις αυθαιρεσίες του μητροπολίτη Μελετίου Καλαμαρά. Υπάρχει η Ιερα Σύνοδος η οποία είναι υπευθυνη να καλέσει τον Μητροπολίτη να απολογηθεί. Εγω προσωπικά δεν υιοθετώ τίποτα που έχει σχέση με την διαστρέβλωση της αλήθειας και την παράβαση των Ιερών Κανόνων. Σε εύχαριστω πολυ αδελφέ μου για το σχόλιο σου.
Δημοσίευση σχολίου