Γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας γύρω στα 250 μ.Χ., από ευσεβείς και πλούσιους γονείς, οι οποίοι τον ανέθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Βρέφος ακόμη απέδειξε ότι είχε τη χάρη του Θεού. Σύμφωνα με την παράδοση, με θαυμαστό τρόπο στάθηκε όρθιος την ώρα του λουτρού χωρίς καμία βοήθεια. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, θήλαζε μόνο μια φορά την ημέρα και μάλιστα μετά τη δύση του ηλίου.
Πολύ νωρίς ο Κύριος κάλεσε κοντά του τους δύο γονείς του και ο ίδιος, έχοντας πάντοτε οδηγό τη ρήση του Ευαγγελίου «δότε Ελεημοσύνην», μοίρασε την περιουσία του στους πτωχούς, και αφωσιώθηκε ολοκληρωτικά στη Λατρεία του Υψίστου. Είναι γνωστή και αξιοθαύμαστη η περίφημη ενέργειά του να βοηθήσει νύκτα και κρυφά τρεις αδελφές με αξιόλογο χρηματικό ποσό, για να μην αναγκαστούν, λόγω της φτώχιας τους, να παρασυρθούν στην ατίμωση.
Κινούμενος ο Νικόλαος από Ιερό πόθο, αποφάσισε να ταξιδέψει για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Κατά την διάρκεια του πλου, άρχισαν να πνέουν σφοδρότατοι άνεμοι, καιξέσπασε μεγάλη τρικυμία. Επιβάτες και πλήρωμα έχασαν την ψυχραιμία τους, και περίμεναν να καταποντισθούν. Ο Νικόλαος όμως γονατιστός προσευχήθηκε με θέρμη προς τον Κύριο, και το θαύμα έγινε. Οι άνεμοι έπαυσαν και η θάλασσα αμέσως γαλήνεψε. Όμως κάποιος ναύτης που ήταν στο κατάρτι, γλίστρησε και έπεσε στο κατάστρωμα νεκρός. Όλοι στενοχωρήθηκαν, που χάθηκε ένας άνθρωπος. Χάρη όμως στις θερμές προσευχές του Αγίου, ο ναύτης αναστήθηκε, σαν να ξύπνησε από βαθύ ύπνο.
Μετά το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στα Πάταρα, όπου ζούσε με οσιότητα και δικαιοσύνη. Ο Θεός τον αξίωσε να χειροτονηθεί πρεσβύτερος, και μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας, να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος. Έτρεφε μεγάλη αγάπη για τους φτωχούς και τους αδυνάτους. Ίδρυσε στην αρχιεπισκοπή του πτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Στις δύσκολες στιγμές των διωγμών του Διοκλητιανού εμψύχωνε το ποίμνιο του και ιδιαίτερα τους νέους. Γι’ αυτό συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και βασανίζεται. Υπομένει όμως όλες τις διώξεις και τις ταλαιπωρίες προς δόξαν Κυρίου. Μετά την κατάπαυση των διωγμών από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, αναλαμβάνει και πάλι το ποιμαντικό του έργο στα Μύρα. Το 325 μ.Χ. λαμβάνει μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας, και καταπολεμεί με θάρρος και τόλμη τις κακοδοξίες του Αρείου. Υπερασπίζεται με σθένος την Ορθοδοξία και αναδεικνύεται «κανών πίστεως» και διδάσκαλος του Ευαγγελίου. Για την ενίσχυση του εμφανίστηκε ο ίδιος ο Χριστός, δίνοντας του ένα Ιερό Ευαγγέλιο, και η Υπεραγία θεοτόκος, του χάρισε ένα ωμοφόριο.
Όταν επέστρεψε απο τη Σύνοδο, συνέχισε το ποιμαντικό του έργο μέχρι τα βαθιά γεράματα, οπότε και παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό το 330 μ.Χ. Ο Κύριος τον τίμησε ιδιαίτερα για την ενάρετη χριστιανική ζωή του, που τη διέκρινε η βαθιά πίστη στον Παντοδύναμο Θεό και η ανεκτίμητη αγάπη του για τον άνθρωπο. Τον ανέδειξε ποταμό ιαμάτων και πηγή θαυμάτων. Θαυματουργούσε όταν ζούσε αλλά και μετά την κοίμηση του τα θαύματα του είναι αναρίθμητα.
Το έτος 1087, λόγω ταραχών, έγινε η μετακομιδή των ιερών λειψάνων του από τα Μύρα, στο Μπάρι της Ιταλίας. Ακόμη και κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας, ανέβλυζε τόσο πολύ μύρο από τα ιερά λείψανα, που οι πιστοί το μάζευαν σε δοχεία για θεραπεία από διάφορες αρρώστιες! Ενώ αρκετοί λιποθυμούσαν απο την ευωδία του.
Με τα ωραιότερα εγκώμια τον τιμά η Εκκλησία. «Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος, εγκρατείας διδάσκαλον» τον ονομάζει ο υμνωδώς και «ποιμένα μέγαν» τον αποκαλεί. Ανατολή και Δύση του αναγνωρίζουν ξεχωριστή θέση μεταξύ των Αγίων. Με εξαιρετική λαμπρότητα και δόξα τιμάται από τους Ρώσσους.
Ο Αγιος Νικόλαος είναι ο μεγάλος προστάτης των ναυτικών. Στο τιμόνι, στην πλώρη κάθε πλοίου, είναι τοποθετημένη η εικόνα του. Αμέτρητοι είναι οι ναοί στα λιμάνια, στα νησιά και στα ακρωτήρια, που φέρουν το όνομα του, τάματα των ναυτικών σε δύσκολες στιγμές, που τον επικαλούνται: ‘Αϊ-Νικόλα, βοήθα με!
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου και την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του στις 20 Μαΐου, αλλά και κάθε Πέμπτηψάλλονται στον ‘Αγιο Νικόλαο ωραιότατοι ύμνοι, διότι η Πέμπτη ημέρα της εβδομάδος, είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στους δώδεκα αποστόλους και στον Αγιο Νικόλαο.
Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά Μετεώρων.
Θαύματα του Αγίου Νικολάου.
Εκστατικός και πασίχαρης ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, περιγράφει στον συναξαριστή του και τα εξής θαυμαστά σημεία του «εν Αγίοις πατρός ημών Νικολάου, επισκόπου Μύρων».
Ούτος ο της νίκης επώνυμος, πολλά μεν εποίησε θαύματα, καθώς ο κατά πλάτος βίος αυτού ιστορεί. Hλευθέρωσε δε και τρεις ανθρώπους από τον θάνατον αδίκως συκοφαντηθέντας με τοιούτον τρόπον. Οι άνθρωποι αυτοί ήτον κλεισμένοι εις την φυλακήν εν Kωνσταντινουπόλει, και έμαθον την απόφασιν του θανάτου των, ότι αύριον έχουν να αποκεφαλισθούν. Όθεν επικαλέσθησαν τον Άγιον εις βοήθειάν τους, ενθυμήσαντες αυτόν, και ότι εις την Λυκίαν ελύτρωσε τους τρεις ανθρώπους, οι οποίοι έμελλον αδίκως να θανατωθούν. Διά τούτο ο Άγιος Nικόλαος επακούσας της δεήσεώς των, φαίνεται εις το όνειρον του βασιλέως Kωνσταντίνου, και του επάρχου Αβλαβίου. Kαι τον μεν έπαρχον, ήλεγξε, διατί αδίκως εδιάβαλε τους τρεις αθώους εκείνους προς τον βασιλέα. Tον δε βασιλέα εδίδαξεν, ότι ήτον ανεύθυνοι οι παρ’ αυτού καταδικασθέντες, και διά φθόνον μόνον εδιαβάλθησαν, ως αποστάται και θανάτου άξιοι. Όθεν διά της οπτασίας ταύτης ελευθέρωσεν αυτούς ο Άγιος από του θανάτου την καταδίκην.
Ου μόνον δε τούτο, αλλά και άλλα πολλά θαύματα ετέλεσεν ο θαυμαστός ΝιΚόλαος. Αγαπών γουν εν βίω ο Νικόλαος το ποίμνιόν του, και μετά θάνατον δεν αλησμόνησε το ποίμνιόν του ο ποιμήν ο καλός, αλλά καθ’ εκάστην σχεδόν ημέραν και ώραν, χαρίζει εις τους δεομένους ευεργεσίας και χάριτας, και ελευθερόνοι από κάθε κίνδυνον και περίστασιν τους αυτόν επικαλουμένους εκ πίστεως. Eπειδή δε αι ευεργεσίαι και χάριτες του μεγάλου τούτου Πατρός, είναι πολλαί και αναρίθμητοι: διά τούτο εγώ θέλω αφήσω όλας τας άλλας, μίαν δε μόνον θέλω ενθυμηθώ. Ας μη απιστήση δέ τινας ακούων το θαύμα, οπού ηκολούθησεν εις τας ημέρας μας, νομίζωντας, πως είναι τούτο αδύνατον. Διότι κανένα πράγμα δεν αδυνατεί εις τον Θεόν.
Εις την Kωνσταντινούπολιν ήτον ένας Χριστιανός ευλαβής και πιστός, με υπερβολήν αγαπών τον όσιον Πατέρα ημών Nικόλαον, και αμοιβαίως παρά του Πατρός νικολάου αγαπώμενος. Ούτος λοιπόν θέλωντας μίαν φοράν να ταξειδεύση εις άλλον τόπον διά κάποιαν αναγκαίαν υπόθεσίν του, επήγε πρώτον εις τον Nαόν του Aγίου Νικολάου, και επροσευχήθη από βάθους καρδίας. Έπειτα αποχαιρετίσας τους συγγενείς του και φίλους, εμβήκεν εις το καΐκι. Kατά δε την ενάτην ώραν της νυκτός εσηκώθησαν οι ναύται να γυρίσουν τα πανία του καϊκίου, επειδή και εγύρισεν άλλος άνεμος. Eσηκώθη δε και ο ευλαβέστατος εκείνος άνθρωπος διά να υπάγη εις χρείαν ύδατος. Kαι επειδή όλοι οι ναύται εκαταγίνοντο εις το να γυρίσουν τα πανία, διά τούτο περιπλεχθείς ο χριστιανός εκείνος και συμποδισθείς, (καθώς τούτο συνειθίζει να ακολουθή εις τοιαύτας περιστάσεις), ερρίφθη εις την θάλασσαν. Οι δε ναύται δεν εδυνήθησαν να κάμουν καμμίαν μέθοδον διά να τραβίξουν εκ της θαλάσσης τον άνθρωπον. Ένα μεν, διατί ήτον σκότος και άλλο δε, διατί ο άνεμος έπνεε δυνατώτερα, και εβίαζε το πλοίον διά να πηγαίνη έμπροσθεν. Όθεν καθήμενοι εθρήνουν και έκλαιον διά τον του ανδρός πικρόν θάνατον.
Ο δε χριστιανός εκείνος, επειδή και έπεσεν εις την θάλασσαν καθώς ήτον φορεμένος με όλα τα ρούχα του, καταποντιζόμενος εις τον βυθόν του πελάγους, ενθυμήθη και έλεγε με τον νουν του. Άγιε Nικόλαε βοήθει μοι. Φωνάζωντας δε νοερώς την φωνήν ταύτην, ω του θαύματος! πολλά και ακατανόητα είναι τα θαυμάσιά σου Kύριε! ευρέθη εις το μέσον του οσπητίου του. Kαι τούτο μη αισθανθείς, ενόμιζεν ότι ευρίσκεται ακόμη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Όθεν και εκεί εφώναζεν όχι πλέον νοερώς, αλλά αισθητώς, Άγιε Νικόλαε βοήθει μοι. Οι δε γείτονες ακούοντες τας φωνάς του εσηκώθησαν. Oμοίως και οι άνθρωποι του οσπητίου του σηκωθέντες, άναψαν φως. Aλλά και οι έξωθεν ακούσαντες, έτρεξαν και εκείνοι, και βλέπουσιν αυτόν εις το μέσον της οικίας του εστώτα και κράζοντα. Bλέπουσι δε και τρέχει νερόν πολύ της θαλάσσης από τα ρούχα οπού εφόρει. Όθεν από τον θαυμασμόν τους και έκστασιν, έμειναν άφωνοι και σιωπηλοί, μη ηξεύροντες τι να ειπούν. Ο δε χριστιανός εκείνος εφώναζεν. Aδελφοί, τι είναι αυτό οπού βλέπω; Eγώ γαρ ηξεύρω καλώτατα, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν απεχαιρέτισα όλους εσάς, και εμβήκα εις το καΐκιον. Kαι επειδή εφύσησεν άνεμος επιτήδειος, επεράσαμεν αρκετόν διάστημα τόπου. Εις δε την δευτέραν ή και τρίτην φυλακήν (ήτοι κατά την ενάτην ώραν της νυκτός), επήγα διά χρείαν ύδατος, και συμποδισθείς από τους ναύτας, ερρίφθηκα εις την θάλασσαν. Όθεν επικαλούμην τον Άγιον Nικόλαον εις βοήθειαν. Πού δε τώρα είμαι, δεν ηξεύρω. Όθεν εσείς είπατέ μοι. Ότι εγώ είμαι εκστατικός και άλλος εξ άλλου έγινα. οι δε συναθροισθέντες χριστιανοί ταύτα ακούσαντες, βλέποντες δε και το νερόν της θαλάσσης οπού έτρεχεν από τα ρούχα του, εξεπλάγησαν ως είπομεν, στοχαζόμενοι το παράδοξον του θαύματος. Όθεν έχαιρον μαζί με τον διασωθέντα αδελφόν, και εδάκρυον ενταυτώ. Kαι εις πολλήν ώραν το, Kύριε ελέησον, έκραζον. Ο δε χριστιανός εκείνος εκδυθείς τα βρεγμένα φορέματα, και ενδυθείς άλλα, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου Nικολάου. Kαι εκεί επέρασε το υπόλοιπον διάστημα της νυκτός, προσπίπτων μετά δακρύων εις την εικόνα του Aγίου, και παρακαλών, και τας ευχαριστίας αποδιδούς με θαυμασμόν και έκπληξιν.
Όταν δε ήλθεν ο καιρός του όρθρου, και εσυναθροίσθη ο λαός εις τον Nαόν του Αγίου κατά το σύνηθες, τότε έγινεν εις όλους φανερόν του Aγίου το θαύμα. Όθεν μυρισθέντες τα ηδύπνοα και ευωδέστατα εκείνα αρώματα, οπού έφερεν ο διασωθείς εκείνος χριστιανός εις τον Άγιον, βλέποντες δε και την Eκκλησίαν του Aγίου, οπού ήτον ολόφωτος, ηρώτων ένας τον άλλον διά να μάθουν την αιτίαν του πράγματος. Μαθόντες δε αυτήν, εξέστησαν άπαντες, δοξάζοντες μεν τον Θεόν, ευχαριστούντες δε τον μέγαν Nικόλαον.
Tούτο το εξαίσιον και υπερφυές αληθώς θαύμα και μεγαλείον του Aγίου, διεφημίσθη εις όλην την Mεγαλόπολιν του Kωνσταντίνου. Έφθασε δε και εις τας ακοάς τόσον του τότε βασιλέως, όσον και του Πατριάρχου. Όθεν αυτοί εκάλεσαν τον διασωθέντα εκείνον χριστιανόν επί Συνόδου. Όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων, εδιηγήθη παρρησία, πώς, και με τι τρόπον, και πότε ηκολούθησεν εις αυτόν το τοιούτον φρικτόν και εξαίσιον τερατούργημα. Tο οποίον ακούσαντες όλοι, εβόησαν. «Mέγας εί Kύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!» Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού, εσυνάχθησαν οι χριστιανοί εις τον ναόν του Aγίου Nικολάου, και εποίησαν λιτανείαν και αγρυπνίαν, δοξάζοντες μεν και ευλογούντες τον Θεόν, απονέμοντες δε και την ευχαριστίαν εις τον τούτου πιστόν θεράποντα Nικόλαον.
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου