Δευτέρα 29 Μαΐου 2017




Οι ευχές της Πεντηκοστής, σε μετάφραση, απο τον  Μακαριστό Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Κάμπου και Φιλιππιάδας, Μελέτιο Καλαμαρά.



ΣΤΑΣΙΣ Α´



Αχραντε, ἀμίαντε, ἄναρχε, ἀόρατε, ἀκατάληπτε, ἀνε-ξιχνίαστε, ἀναλλοίωτε, ἀνυπέρβλητε, ἀμέτρητε, ἀνεξίκακε, Κύριε, ὁ μόνος ἀθάνατος∙ τό φῶς τό ἀπρόσιτο· Σύ πού ἔφτιαξες τόν οὐρανό τήν γῆ καί τήν θάλασσα· καί τό κάθε τί, πού ὑπάρχει σέ αὐτά.
Σύ, πού πρίν ἀκόμα Σοῦ ζητήσωμε κάτι, μᾶς τό δίνεις:
Σέ παρακαλοῦμε καί Σέ ἱκετεύομε:
Δέσποτα φιλάνθρωπε, Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· πού γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους, καί γιά τήν σωτηρία μας, κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στήν γῆ· καί μέ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔλαβε σάρκα ἀπό τήν ἔνδοξη Ἀειπάρθενο καί Θεοτόκο Μαρία, καί ἔγινε ἄνθρωπος! Καί ἄνθρωπος κοντά μας, πρῶτα μᾶς δίδαξε μέ λόγια· ὕστερα ὅμως μᾶς τό ἔδειξε ξεκάθαρα καί μέ ἔργα· Τότε πού βάδιζε πρός τό σωτήριο Πάθος· ἄφησε σέ μᾶς, τούς ταπεινούς καί ἁμαρτωλούς καί ἀνάξιους δούλους Σου, ὑπόδειγμα, ὅταν θέλωμε νά Σέ παρακαλέσωμε, νά συγχωρήσεις, σέ μᾶς τίς ἁμαρτίες μας, καί στόν λαό σου τά ἀπό ἄγνοια λάθη του, νά κλίνωμε τά γόνατα καί νά σκύβωμε τό κεφάλι.
Σύ λοιπόν, Πολυέλεε καί Φιλάνθρωπε, Θεέ Πατέρα ἄκουγέ μας, Σέ παρακαλοῦμε, ὅποτε καί ἄν Σέ ἐπικαλούμε-θα! Μά ἰδιαίτερα ἄκουσέ μας σήμερα, πού ἑορτάζομε τήν μεγάλη ἑορτή τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, κατά τήν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ ἀνελήφθη στούς οὐρανούς, καί ἐκάθισε στά δεξιά Σου, ἔστειλε στούς ἁγίους μαθητές καί ἀποστόλους Του τό Πνεῦμα τό Ἅγιο.
Καί Ἐκεῖνο κατέβη καί ἐκάθισε στόν καθένα ἀπό αὐτούς· καί ἐγέμισαν ὅλοι μέ τήν ἀκένωτη χάρη Του· καί ἄρ-χισαν νά μιλοῦν ξένες γλῶσσες, ἄγνωστές τους μέχρι τότε· νά κηρύττουν τά μεγαλεῖα Σου· καί νά κάνουν προφητεῖες.
Τώρα λοιπόν, πού Σέ παρακαλοῦμε, εἰσάκουσέ μας·
· Θυμήσου μας, τούς ταπεινούς καί κατακρίτους·
· Ἀπάλλαξέ μας ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν ψυχῶν μας, Σύ τόσο μᾶς ἀγαπᾶς!
Γονατιστοί μπροστά Σου, Σοῦ φωνάζουμε:
· Δέξου μας, ἁμαρτήσαμε. Εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιόν Σου! Μά μή τό ξεχνᾶς, πώς ἀπό τήν στιγμή πού γεννηθήκαμε, ἀφιερωθήκαμε σέ Σένα. Ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας μας, Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας. Ἀλλά δέν πορευθήκαμε σωστά.
· Σέ ἐγκαταλείψαμε.
· Ἡ ζωή μας βουτήχθηκε στήν ἁμαρτία, γυμνωθήκαμε ἀπό τήν χάρη Σου, καί χάσαμε κάθε δικαίωμα, ἀκόμη καί νά Σοῦ μιλᾶμε!
Καί πάλι ὅμως, τήν ἐλπίδα μας σέ Σένα τήν στηρίζομε· στήν ἀπέραντη Εὐσπλαγχνία Σου.
Καί Σοῦ φωνάζομε:
· Μή θυμᾶσαι, Κύριε, τίς ἁμαρτίες μας, πού ἀπό ἄγνοι-ά μας ἐκάναμε στά νιᾶτα μας!
· Καθάρισέ μας ἀπό τό κάθε τι, πού βαρύνει τήν συνείδησή μας!
· Μή μᾶς ξεχνᾶς στά γηρατειά μας·
· Μή μᾶς ἐγκαταλείπεις, τότε πού σιγά-σιγά ἡ ζωή μας σβήνει.
· Ἀξίωσε μας, πρίν ξαναγυρίσωμε στήν γῆ, νά ἐπιστρέψουμε σέ Σένα!
· Δές μας μέ σπλαγχνική ματιά!
· Βάλε ἀντίβαρο στίς ἁμαρτίες μας τούς οἰκτιρμούς Σου.
· Ἀντίταξε στό πλῆθος τῶν πλημελημμάτων μας, τήν ἄβυσσο τῆς εὐσπλαγχνίας Σου!
· Δές, Κύριε, ἀπό τό ἅγιο κατοικητήριό Σου τόν λαό Σου, πού γονατιστός τριγύρω μου, περιμένει τό ἔλεός Σου.
· Ἔλα κοντά μας, μέ τήν καλωσύνη Σου.
· Ἀπάλλαξέ μας ἀπό τήν καταδυναστεία τοῦ Διαβόλου.
· Ἀσφάλισε τήν ζωή μας, μέ τόν ἅγιο νόμο Σου.
· Βάλε τόν λαό Σου κάτω ἀπό τήν προστασία τῶν ἀγγέλων Σου.
· Σύναξε μας ὅλους στήν βασιλεία Σου.
· Δῶσε συγγνώμη σέ ἐκείνους πού ἔχουν τήν ἐλπίδα τους σέ Σένα.
· Συγχώρεσέ μας, καί ἐμᾶς τούς κληρικούς καί ὅλον τόν λαό Σου, γιά τά ἁμαρτήματά μας.
· Καθάρισέ μας, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος.
· Διάλυσε τίς παγίδες, πού μᾶς στήνει ὁ διάβολος!
Μέ τίς πρεσβεῖες τῆς πανάχραντης Μητέρας Σου καί ὅλων τῶν ἁγίων Σου. Ἀμήν.


ΣΤΑΣΙΣ Β΄

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ καί Θεέ μας· τότε πού ἤσουν κοντά μας, ἐδῶ στήν γῆ, σ᾿ ἐκείνους πού Σέ πίστευαν Θεό καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου, ἔδινες τήν εἰρήνη Σου καί τήν δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νά εἶναι γιά πάντα κληρονομία τους ἀναφαίρετη.
Αὐτήν τήν χάρη, αὐτήν τήν δωρεά, τήν ἔστειλες μέ τρόπο πολύ πιό φανερό, τήν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, στούς ἁγίους μαθητές καί ἀποστόλους Σου, ἀφοῦ ἐγέμισες τό στόμα τους μέ τήν χάρη, πού τούς ἔδωκαν οἱ πύρινες γλῶσσες· Καί τότε ὅλοι ἐμεῖς, ἄνθρωποι ἀπό διαφορετικά ἔθνη, ἀκούσαμε ἀπό τό στόμα τους, μέ τά ἴδια τά αὐτιά μας, καί στή δική μας γλῶσσα, ποῖος εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ἀπό τότε:
v Τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς φώτισε.
v Ἀπαλλαγήκαμε ἀπό τό νοητό σκοτάδι·
v πάψαμε νά ἔχωμε ψεύτικη θρησκεία· καί νά ζοῦμε στήν πλάνη!
v Ναί, ἀπό τότε, πού μέ τρόπο αἰσθητό στά φυσικά μας μάτια, διένειμες στούς ἀποστόλους Σου τίς πύρινες γλῶσσες, ἐμάθαμε νά πιστεύωμε σέ Σένα. Τότε φωτισθήκαμε, τό πιστεύομε, καί τό ὁμολογοῦμε, καί τό διακηρύττομε, ὅτι Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας. Σύ, μαζί μέ τόν Πατέρα καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα· ὁ ἕνας Θεός μας· μία Θεότης· μία Δύναμη καί μία Ἐξουσία.
Σύ λοιπόν, Κύριε, τό ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ ἀνάρχου Πατέρα μας, ὁ ἀπαράλλακτος καί ἀμετακίνητος χαρακτήρας τῆς Οὐσίας Του, ἡ πηγή τῆς Χάρης καί τῆς Σοφίας, ἄνοιξέ μου, τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τά χείλη! Καί δίδαξέ με, πῶς καί γιά τί πρέπει νά προσεύχωμαι.
Σύ ξέρεις, πόσες εἶναι οἱ ἁμαρτίες μου! Ἀλλά ἡ εὐσπλαγχνία Σου θά τίς νικήσει· ὅσες κι ἄν εἶναι! Νά, στέκω μπροστά Σου μέ φόβο! Καί ρίχνω τήν ἀπόγνωση τῆς ψυχῆς μου στήν ἀπεραντοσύνη τοῦ ἐλέους Σου.
Κυβέρνησε τήν ζωή μου, Κύριε· Σύ πού κυβερνᾶς ὁλό-κληρη τήν κτίση· Σύ πού μέσα στήν τρικυμία τῆς ζωῆς αὐτῆς, εἶσαι τό ἤρεμο λιμάνι μας.
Ἀξίωσέ με νά μάθω τόν δρόμο Σου· καί νά τόν βαδίζω!
· Δῶσε μου Πνεῦμα σοφίας· νά κυβερνάει τήν σκέψη μου·
· Δῶσε μου Πνεῦμα συνέσεως, σέ μένα τόν ἀνόητο.
· Κάμε νά ἔχω Πνεῦμα εὐλάβειας καί φόβου, σέ ὅλες μου τίς πράξεις καί τίς ἐνέργειες.
· Δῶσε μου τό Πνεῦμα Σου τό εὐθές βαθειά μέσα στόν ψυχικό μου κόσμο!
· Δῶσε μου τό ἡγεμονικό Σου Πνεῦμα, νά κυβερνάει καί νά στηρίζει τούς λογισμούς μου καί τίς σκέψεις μου, πού ὅλο καί μοῦ ξεφεύγουν!
Γιατί μόνο ἔτσι, Κύριε, μόνο ἄν κάθε ἡμέρα, καί στό κάθε μου βῆμα, ὁδηγοῦμαι στό σωστό ἀπό τό Πνεῦμα Σου τό ἅγιο, θά γίνω ἄξιος νά τηρῶ τίς ἐντολές Σου, καί νά φέρνω συνεχῶς στήν μνήμη μου τήν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία Σου, πού θά ἔλθεις, νά μᾶς κρίνεις κατά τά ἔργα μας!
Μή μέ ἀφήνεις, Κύριε, νά μέ ξεγελᾶνε οἱ πρόσκαιρες καί φθαρτές ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου τούτου ἀλλά βοήθησέ με, νά ἐπιθυμῶ νά ἀπολαύσω τούς θησαυρούς τῆς μέλλουσας ζωῆς.
Σύ Κύριε, μᾶς τό εἶπες: Ὅ,τι κι ἄν ζητήσει ὁ καθένας μας στό Ὄνομά Σου, θά τό πάρει ὁπωσδήποτε ἀπό τόν συναΐδιο Θεό Πατέρα Σου. Καί γι᾿ αὐτό, καί ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός, σήμερα, πού ἑορτάζομε τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος, Σέ ἱκετεύω:
Ὅσα σοῦ ζήτησα γιά σωτηρία μου, δῶσέ τά μου. Ναί, Κύριε, πλουσιοπάροχε καί πανάγαθε, μεγάλε Εὐεργέτη ὅλων μας· τόσο, πού μᾶς δίνεις πάντοτε πιό πολλά ἀπό ὅσα σοῦ γυρεύουμε· Σύ, πού εἶσαι πάντοτε γεμᾶτος εὐσπλαγχνία καί συμπόνια· Σύ, πού ἔγινες γιά χάρη μας ἄνθρωπος, σέ ὅλα ὅμοιος μέ μᾶς, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία· καί μᾶς ἀγαπᾶς τόσο, πού, ὅταν μᾶς βλέπεις νά λυγίζωμε τά γόνατά μας, λυγίζεις καί Σύ ἀπό ἀγάπη, ἀπό εὐσπλαγχνία καί ἀπό καλωσύνη γιά μᾶς, καί συγχωρεῖς τίς ἀμαρτίες μας.
Ἄκουσέ με ἀπό τόν ἅγιο Θρόνο Σου, Κύριε.
v Λυπήσου τόν κόσμο Σου, Κύριε.
v Ἁγίασε τό λαό Σου.
v Φύλαξέ τόν κάτω ἀπό τήν σκέπη τῶν πτερύγων Σου.
v Μή μᾶς παραβλέπεις. Μή μᾶς ξεχνᾶς. Ἔργα τῶν χειρῶν Σου εἴμαστε!
Σέ σένα μόνο ἁμαρτάνομε· ἀλλά καί Σένα μόνο λατρεύομε.
Δέν προσκυνήσαμε ποτέ ἄλλον Θεό. Ποτέ δέν ἁπλώσα-με παρακλητικά τά χέρια μας σέ ἄλλον, ἐκτός ἀπό Σένα, Θεό!
v Ἄφησε τά παραπτώματά μας. Συγχώρησε τίς ἁμαρτίες μας.
v Δέξου τήν ἱκεσία, πού γονατιστοί Σοῦ ἀπευθύνομε.
v Ἅπλωσε μας χέρι βοηθείας.
Καί πρόσδεξε τήν προσευχή μας, σάν θυμίαμα δεκτό καί εὐάρεστο, πού φθάνει ἐνώπιον τῆς ὑπεράγαθης βασιλείας Σου. Μέ τίς πρεσβεῖες τῆς πανάχραντης Μητέρας Σου καί ὅ-λων τῶν ἁγίων Σου. Ἀμήν.


ΣΤΑΣΙΣ Γ´

Χριστέ ὁ Θεός, ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ φωτός· Σύ, πού μᾶς δίνεις ζωή καί φῶς· ἡ συναΐδια μέ τόν Πατέρα δημιουργική δύναμη· πού ἐξεπλήρωσες μέ τόν καλλίτερο τρόπο ὁλόκληρη τήν θεία Οἰκονομία, γιά τήν σωτηρία μας·
Σύ, πού ἔκοψες τά ἄλυτα δεσμά τοῦ θανάτου.
Σύ, πού ἔσπασες τίς κλειδωμένες πύλες τοῦ ἅδου καί πάτησες κάτω ἀπό τά πόδια Σου ὅλα τά πονηρά πνεύματα.
Σύ, πού πρόσφερες, θυσία ἄμωμο γιά μᾶς, τόν ΕΑΥΤΟ Σου, τό σῶμα Σου τό ἄχραντο, τό ἄθικτο καί ἀμόλυντο ἀπό κάθε ἁμαρτία, καί μέ τήν φρικτή αὐτή καί ἀνέκφραστη ἱερουργία, μᾶς ἐχάρισες τήν αἰώνια ζωή.
Σύ, πού κατέβηκες στόν ἅδη καί ἔσπασες τίς πύλες του καί ἔλευθέρωσες τούς δεσμίους του, ἐνῶ ἀντίθετα τόν ἀρχέκακο καί βύθιο δράκοντα, μέ ἕνα δόλωμα θεόσοφο, τόν ἔπιασες στό ἀγκίστρι Σου, καί τόν ἔδεσες μέ βαριές ἁλυσίδες ζόφου· καί μέ τήν ἀπειροδύναμη ἰσχύ Σου, τόν ἔρριξες στά τάρταρα τοῦ ἅδη, στό πῦρ τό ἄσβεστο, στό σκότος τό ἐξώτερο,
Σύ, ἡ μεγαλώνυμη σοφία τοῦ Θεοῦ Πατέρα,
Σύ, ὁ μεγάλος συμπαραστάτης τοῦ κάθε ἀνθρώπου πού περνάει πειρασμό,
Σύ, πού ρίχνεις τό φῶς Σου ἀκόμη καί, σέ ἐκείνους πού ζοῦν σέ χώρα καί σκιά θανάτου,
Σέ Σένα στρεφόμαστε, Χριστέ, αἰώνιας δόξας Κύριε, καί Υἱέ ἀγαπητέ τοῦ Ὕψιστου Πατέρα· ἀΐδιο φῶς, ἐξ ἀϊδίου φωτός· ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης· καί Σέ παρακαλοῦμε, ἐπάκουσέ μας:
Ἀνάπαυσε τίς ψυχές τῶν δούλων Σου, τῶν κεκοιμημένων πατέρων καί ἀδελφῶν μας, καί τῶν λοιπῶν κατά σάρκα συγγενῶν μας, καί ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ἀδελφῶν. Σοῦ τούς μνημονεύομε, γιατί ἔχεις ἐξουσία σέ ὅλα, καί στά χέρια Σου κρατᾶς ὅλα τά πέρατα τῆς γῆς.
Δέσποτα παντοκράτορ, Θεέ τῶν πατέρων μας, καί Κύριε τοῦ ἐλέους· Κύριε, καί τοῦ θνητοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων· καί τῶν ἀθανάτων ἀγγέλων· Δημιουργέ τῆς φύσης τῶν ἀνθρώ-πων, πού σέ μιά στιγμή ἔρχεται στόν κόσμο· καί σέ μιά στιγμή πάλι ξαναφεύγει· Κύριε,τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου· καί τῆς ἐδῶ συμπεριφορᾶς μας· καί τῆς ἐκεῖ μεταστάσεως μας.
Σύ, πού μετρᾶς τά χρόνια μας· καί ὁρίζεις στόν καθένα μας τήν στιγμή τοῦ θανάτου.
Σύ, πού κατεβάζεις στόν ἅδη, ἀλλά καί βγάζεις ἀπό τόν ἅδη.
Σύ, πού μέ τήν ἀρρώστια μᾶς εὐεργετεῖς – καί ὑγιεῖς, μᾶς ἀφήνεις ἐλεύθερους!
Σύ, πού οἰκονομεῖς ὅλα τά ἐδῶ γιά τήν σωτηρία μας, καί τά μέλλοντα τά κατευθύνεις στό καλό· καί σ᾿ ἐκείνους πού πέθαναν, τούς δίνεις πάλι ζωή καί ἐλπίδα γιά σωτηρία καί ἀνάπαυση.
Σύ, Δέσποτα παντοκράτορ, Θεέ καί Σωτήρα μας, ἐλπίδα τοῦ κόσμου ὁλόκληρου.
Σύ, πού αὐτήν τήν τελευταία μεγάλη καί σωτήρια ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μᾶς ἐφανέρωσες τό μυστήριο τῆς ἁγίας, ὁμοουσίου, συναΐδιας, ἀδιαιρέτου καί ἀσυγχύτου Τριάδος, καί μέ μορφή πυρίνων γλωσσῶν ἐξέχεες στούς ἁγίους ἀποστό-λους Σου, τήν ἐπιφοίτηση καί τήν παρουσία τοῦ ἁγίου καί ζωοποιοῦ Σου Πνεύματος, καί τούς ἔκαμες Εὐαγγελιστές, κήρυκες καί ὁμολογητές τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης μας καί τῆς ἀληθινῆς θεολογίας.
Σύ, πού κατά τήν μεγάλη αὐτή καί σωτήρια γιά μᾶς ἑορτή, καταδέχεσαι τίς ταπεινές μας προσευχές γιά τούς νεκρούς, καί τούς δίνεις ἄνεση καί ἀναψυχή ἀπό τήν θλιβερή κατάστασή τους, ἐπάκουσέ μας, τούς ταπεινούς Σου δούλους!
Καί ἀνάπαυσε, Κύριε, τίς ψυχές ὅλων τῶν κεκοιμημένων δούλων Σου, σέ τόπο φωτεινό, σέ τόπο χλοερό, σέ τόπο ἀναψυχῆς, σέ τόπο πού δέν ὑπάρχει ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός· κατάταξε τά πνεύματά τους σέ σκηνές δικαίων· καί κάμε τους να ἔχουν εἰρήνη καί ἄνεση.
Σέ παρακαλοῦμε ἐμεῖς, γιατί οἱ πεθαμένοι, πού βρίσκονται στόν ἅδη, δέν ἔχουν δικαίωμα, οὔτε νά Σέ ὑμνοῦν, οὔτε νά Σοῦ μιλᾶνε γιά μετάνοια καί γιά ἐξομολόγηση.
Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί Σέ δοξολογοῦμε.
Ἐμεῖς Σέ ἱκετεύομε.
Ἐμεῖς Σοῦ προσφέρομε εὐχές ἐξιλεωτικές καί θυσίες καί λειτουργίες, γιά τίς ψυχές τους.
* * *
Θεέ μας, μεγάλε καί αἰώνιε, ἅγιε καί φιλάνθρωπε, Σύ πού μᾶς ἀξίωσες νά στέκωμε αὐτήν τήν ὥρα μπροστά στήν ἀπρόσιτη δόξα Σου, νά Σέ ὑμνοῦμε καί νά αἰνοῦμε τά μεγαλεῖα Σου,
Ἀντιμετώπισε μας σπλαγχνικά τούς ἀναξίους δούλους Σου.
Δῶσε μας χάρη, νά Σοῦ προσφέρωμε μέ συντριβή καρδιᾶς καί μέ ταπείνωση, χωρίς ἀερολογίες, ἐγωισμό, χωρίς ἔπαρση, τόν τρισάγιο ὕμνο καί τήν εὐχαριστία μας, γιά τίς τόσες δωρεές Σου, τά τόσα καλά, πού ἔκαμες καί συνεχίζεις νά κάνεις σέ μᾶς.
Θυμήσου, Κύριε, ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι ἄνθρωποι. Μή μᾶς τιμωρεῖς γιά τίς ἁμαρτίες μας. Δεῖξε καί σέ μᾶς τούς ταπεινούς τό ἔλεός Σου· καί βοήθησέ μας, νά ἀποφεύγωμε τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας· καί, τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας, νά βαδίζωμε στό φῶς τῆς δικαιοσύνης Σου.
Ἀξίωσέ μας, νά ἐνδυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ φωτός· νά μή μπορεῖ πιά ὁ διάβολος, νά μᾶς κάνει ὅ,τι θέλει, μέ τίς ἐπιβουλές του καί μέ τίς πονηρίες του· Ἀξίωσέ μας νά ἔχωμε θάρρος, νά Σέ δοξάζωμε μέ παρρησία γιά ὅλα, Ἐσένα τόν μόνο ἀληθινό καί φιλάνθρωπο Θεό.
Καί πρό παντός Δέσποτα Κύριε, καί Δημιουργέ τοῦ κόσμου, νά Σέ δοξάζωμε καί νά Σέ εὐχαριστοῦμε γι᾿ αὐτό τό μεγάλο μυστήριο, γι᾿ αὐτήν τήν μεγάλη Σου εὐεργεσία, πού εἶναι ἡ προσωρινή διάλυση τῶν σωμάτων μας καί ἡ ἀνάστα-σή τους πάλι καί ἡ ἀνάπαυση στούς αἰῶνες.
Τό λέμε καί τό διακηρύττομε: Ὅλα σέ Σένα τά χρωστᾶ-με.
Σέ Σένα χρωστᾶμε καί τήν εἰσοδό μας στόν κόσμο τοῦ-το.
Σέ Σένα χρωστᾶμε καί τήν ἔξοδό μας, πού εἶναι γιά μᾶς, σύμφωνα μέ τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσή Σου, τό προμήνυμα καί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς χωρίς τέλους ζωῆς, τήν ὁποί-α θά ἀπολαύσωμε ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας κοντά Σου.
Γιατί Σύ, Κύριε, εἶσαι γιά μᾶς, ἡ ἀρχή τῆς ἀναστάσεως· Σύ μᾶς ἔδειξες, πῶς πρέπει νά ζοῦμε στήν ζωή αὐτή· Σύ εἶσαι ὁ φιλάνθρωπος Κριτής μας, καί μισθαποδότης μας· ὁ Κύριος μας· καί ὁ Δεσπότης μας· πού ἀπό ἄκρα συγκατάβαση, ἐπῆρες σάρκα καί αἷμα, ἴδια μέ μᾶς· Καί ἀφοῦ ἔτσι γεύθηκες τά πάθη μας τά ἀδιάβλητα, ξέρεις πιά, καί μᾶς κρίνεις μέ εὐσπλαγχνία καί μέ συγκατάβαση· καί ἀφοῦ Σύ στά ἅγια Πάθη Σου, πέρασες πειρασμούς τόσο σκληρούς, ξέρεις, πόσο χρειαζόμαστε βοήθειά καί παρεμβαίνεις αὐταπάγγελτα, καί μᾶς ἐνισχύεις.
Μᾶς δίνεις δύναμη νά ἀγωνιζόμαστε, νά φθάσωμε στήν δική Σου ἁγία ἀπάθεια καί μεῖς.
Δέξου λοιπόν, Δέσποτα Χριστέ, τίς δεήσεις καί τίς ἱκεσίες μας. Ἀνάπαυσε τούς πατέρες μας, τίς μητέρες μας, τούς ἀδελφούς μας, τίς ἀδελφές μας, τά τέκνα μας, καί κάθε ἄλλον συγγενῆ καί ὁμογενῆ μας· καί ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς ψυχές, πού ἀναπαύθηκαν μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Κατάταξε τά πνεύματα καί τά ὀνόματά τους στό βιβλίο τῆς ζωῆς, στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ· στήν χώρα τῶν ζώντων, στήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.
Ὁδήγησέ μας ὅλους, μέ ὁδηγούς τούς φωτεινούς ἀγγέλους σου, κοντά Σου. Καί ὅταν θά ἔλθει ἡ ἡμέρα καί ἡ ὥρα, πού Σύ ὥρισες, ἀνάστησε καί τά σώματά μας, κατά τίς ἀληθεῖς ὑποσχέσεις Σου.
Δέν ὑπάρχει θάνατος, Κύριε, γιά μᾶς τούς δούλους Σου. Δέν εἶναι θάνατος γιά μᾶς, οὔτε συμφορά, ὅταν φεύγωμε ἀπό τό σῶμα καί ἐρχόμαστε σέ Σένα, τόν Θεό μας. Μετάβαση εἶναι. Ἀπό μιά κατάσταση λυπηρή, σέ μιά ἄλλη πιό καλή καί πιό χαρούμενη! Ἀνάπαυση εἶναι καί χαρά!
Καί ἄν σέ κάτι Σέ πικράναμε, σπλαγχνίσου μας. Κανένας δέν θά βρεθῆ ἐνώπιον Σου καθαρός ἀπό ρύπο ἁμαρτίας, ἔστω καί ἄν ἡ ζωή του εἶναι μιά ἡμέρα μόνο. Ἕνας ὑπῆρξε στήν γῆ ἀναμάρτητος. Σύ, ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀπό τόν ὁποῖο ὅλοι μας ἐλπίζομε νά βροῦμε ἔλεος καί ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Γι᾿ αὐτό, Κύριε, σάν ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός, καί σέ μᾶς καί σέ ὅλους τούς κεκοιμημένους, συγχώρησέ μας τά παραπτώματά μας· τά ἑκούσια καί τά ἀκούσια· τά ἐν γνώσει· τά ἐν ἀγνοία· ὅσα θυμόμαστε καί ὅσα ξεχάσαμε· εἴτε τά διαπράξαμε μέ λόγο, εἴτε μἐ ἔργο, εἴτε κατά διάνοια, εἴτε μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, καί μέ ὁποιαδήποτε κίνηση, καί ἄν τά ἐκάμαμε!
Καί ἐκείνους μέν, πού πρόλαβαν καί ἔφυγαν, ἐλευθέρωσέ τους ἀπό κάθε βάρος καί κρῖμα. Καί δῶσε τους ἄνεση.
Καί ἐμᾶς, πού στέκομε γονατιστοί μπροστά Σου, εὐλόγησέ μας· καί δῶσε, καί σέ μᾶς, καί σέ ὅλο τόν λαό Σου, τέλος καλό καί εἰρηνικό· καί τήν φρικτή καί φοβερή ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Σου, ἄνοιξε καί σέ μᾶς τά σπλάγχνα τοῦ ἐλέους Σου καί τῶν οἰκτιρμῶν Σου. Καί κάμε μας ἄξιους, νά μποῦμε ὅλοι στήν βασιλεία Σου, τήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη, μέ τίς πρεσβείες τῆς πανάχραντης Μητέρας Σου. Ἀμήν.

Τρίτη 23 Μαΐου 2017


Κυριακή των Αγίων Πατέρων. 28/05/2017.
(Ιωάννη κεφ. ιζ' στίχοι 1-13).


Α' ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Το σημερινό Ευαγγέλιο μας παρουσιάζει την προσευχή, που Κύριος έκανε μετά από το Μυστικό Δείπνο στον κήπο της Γεσθημανή. Την ονομάζουμε αρχιερατική προσευχή του Κυρίου. Η Εκκλησία διαβάζει αυτή την ευαγγελική περικοπή, γιατί σήμερα γιορτάζει την ιερή μνήμη των Αγίων Πατέρων, που πήραν μέρος στην Α' Οικουμενική-Σύνοδο (325 μ.Χ.) Η Εκκλησία πανηγυρίζει σήμερα, γιατί επικράτησε η αλήθεια για τη Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.


Κείμενο:
Τω καιρώ εκείνω επάρας ο Ιησούς τους οφθαλμούς αύτού εις τον ούρανόν είπεν· πάτερ, ελήλυθεν η ώρα· δόξασαν σου τον υιόν, ίνα και ο υιός σου δοξάση σε, καθώς έδωκας αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός, ίνα πάν ό δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον. Αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και όν απέστειλας Ιησούν Χριστόν.
Εγώ σε εδόξασα επί της γης, το έργον ετελείωσα ό δέδωκας μοι ίνα ποιήσω· και νυν δόξασον με συ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη ή είχον πρό του τον κόσμον είναι παρά σοί.
Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις ους δέδωκας μοι εκ του κόσμου. Σοι ήσαν και εμοί αυτούς δέδωκας, και τον λόγον σου τετηρήκασι. Νυν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκας μοι παρά σου εστίν· ότι τα ρήματα ά δέδωκας μοι δέδωκα αυτοίς, και αυτοί έλαβον, και έγνωσαν αληθώς ότι παρά σου εξήλθαν, και επίστευσαν ότι συ με απέστειλας. Εγώ περί αυτών ερωτώ· ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ων δέδωκας μοι, ότι σοι εισί, και τα εμά πάντα σα εστί και τα σα εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς. Και ούκέτι είμι εν τω κόσμω, και ούτοι εν τω κοσμώ εισί, και εγώ προς σε έρχομαι. Πάτερ άγιε, τήρησον εν τω ονόματι σου ω δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς.
Ότε ήμην μετ' αυτών εν τω κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς εν τω ονόματι σου· ους δέδωκάς μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο, ει μη ο υιός της απωλείας, ίνα η γραφή πληρωθή. Νυν δε προς σε έρχομαι, και ταύτα λαλώ εν τω κόσμω ίνα έχωσι την χαράν την έμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς».


Μετάφραση:
Εκείνο τον καιρό σήκωσε ο Ιησούς τα μάτια του στον ουρανό και είπε· Πατέρα, ήλθε η ώρα. Δόξασε τον υιό σου και ο υιός σου θα σε δοξάσει. Γιατί του έδωσες εξουσία πάνω σ' όλους τους ανθρώπους για να δώσει σ' όλους αυτούς που του έδωσες ζωή αιώνιο. Και αυτή είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίζουν εσένα, που είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και τον Ιησού Χριστό, που απέστειλες στον κόσμο.
Εγώ σε δόξασα στη γη, τελείωσα το έργο που μου έδωσες να κάνω· και τώρα δόξασε με συ, Πατέρα, κοντά σου με εκείνη τη δόξα που είχα μαζί σου πριν από την κτίση του κόσμου.
Φανέρωσα το όνομα σου στους ανθρώπους που μου έδωσες από τον κόσμο· δικοί σου ήταν και τους έδωσες σε εμένα· αυτοί φύλαξαν το λόγο σου. Τώρα κατάλαβαν πως όλα όσα δόθηκαν σε μένα είναι από σένα· γιατί εγώ τα λόγια που μου έδωσες έδωσα σ' αυτούς, και αυτοί τα πήραν και κατάλαβαν στ' αλήθεια πως εγώ βγήκα από σένα, και πίστεψαν πως εσύ με απέστειλες. Εγώ γι' αυτούς παρακαλώ· δεν- παρακαλώ για τον κόσμο, αλλά γι' αυτούς που μου έδωσες, γιατί δικοί σου είναι. Και όλα τα δικά μου είναι δικά σου, και τα δικά σου δικά μου, και έχω δοξαστεί ανάμεσα τους. Και δεν είμαι πια στον κόσμο, αυτοί όμως βρίσκονται στον κόσμο και εγώ έρχομαι σ' εσένα. Πάτερ άγιε, αυτούς που μου έδωσες φύλαξε τους στο όνομα σου, για να είναι ένα, όπως εμεις.
Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, τους φύλαγα στο όνομα σου· αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα και κανένας απ' αυτούς δε χάθηκε, παρά μόνο ο υιός τηο απώλειας, για να εκπληρωθεί η Γραφή. Και τώρα έρχομαι σ' εσένα και λέγω αυτά, ενώ ακόμα βρίσκομαι στον κόομο, για να είναι γεμάτοι από τη δική μου χαρά.


ΑΝΑΛΥΣΗ
1. Η Εκκλησία, όπως είπαμε, έχει αφιερώσει τη σημερινή Κυριακή στους άγιους Πατέρες της Α' Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Με αυτοκρατορικό διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου συγκεντρώθηκαν 318 Πατέρες της Εκκλησίας μας για να καταδικάσουν τη φοβερή αίρεση του Αρείου. Δεν μπορούσε με πίστη και ταπείνωση να δεχτεί το μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Δηλαδή πως ο Θεός είναι στη φύση Του Ένας, αλλά Τριαδικός στα Πρόσωπα. Είναι ο Θεός Πατέρας, ο Θεός Υιός και ο Θεός ʼγιο Πνεύμα. Έλεγε τάχα τις, πως δεν μπορεί να υπάρχουν πολλοί θεοί, γι' αυτό και δεχόταν με τη μικρή και σφαλερή ανθρώπινη σκέψη του, πως ο Χριστός είναι κτίσμα του Θεού.
2. Αυτή η διδασκαλία ήταν φοβερή απειλή για τα μέλη της Εκκλησίας και τη σωτηρία όλου του κόσμου. Ο Χριστός μας λυτρώνει και μας σώζει από την αμαρτία, γιατί είναι αδιάσπαστα ενωμένος με τον Ουράνιο Πατέρα του. ʼλλωστε ο ίδιος μας βεβαιώνει στο Ευαγγέλιο: «εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (=είμαστε ένα). Τέτοιοι σωσμένοι άνθρωποι υπήρχαν και υπάρχουν πάντα στην Εκκλησία μας. Οι άγιοι Απόστολοι, οι Πατέρες, οι άγιοι και οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας είναι η τρανότερη απόδειξη της Θεότητας του Ιησού Χριστού.
3. Η Α' Οικουμενική Σύνοδος με επικεφαλής τον άγιο Αθανάσιο καταδίκασε την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ως εσφαλμένη, ψεύτικη και γεμάτη από πλάνη. Η Εκκλησία μας ζει καθημερινά το θαύμα της εν Χριστώ σωτηρίας και αγιότητας των ανθρώπων. Όλα τα θαύματα των Αγίων μας εμψυχώνονται από τη θεϊκή δύναμη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η Εκκλησία μας ονομάζει τον Κύριο: «Χριστός ο αληθινός Θεός ημών», «ό Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, αθάνατος υπάρχων... είς ων (=ένας υπάρχει) της Αγίας Τριάδος συνδοξαζόμενος τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι». «Πατέρα Υιόν και ʼγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον».
4. Στην αρχιερατική του προσευχή ο Κύριος προσεύχεται στον επουράνιο Πατέρα του: α) για τους μαθητές του, β) για εκείνους τους ανθρώπους, που θα πιστέψουν στο όνομα του και θα είναι όλοι ενωμένοι στην Αγία Εκκλησία, γ) ζητεί να βρεθούν όλοι οι άνθρωποι κοντά του, στον Παράδεισο, ώστε να απολαμβάνουν τη δόξα που είχε ο Χριστός με τον Πατέρα του· πριν ακόμα κτιστεί ο κόσμος. Αυτό μας φανερώνει πολύ καθαρά την αλήθεια της Θεότητας του Ιησού Χριστού.


Δ' ΔΙΔΑΓΜΑ:


«Ομολογούμεν τον Κύριον ημών Ιησούν ριστόν, Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον» (Απόφαση της Γ Οικουμενικής Συνόδου, στην Έφεσο το 431 μ.Χ.).


Ε' ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΚΚΛ. ΡΗΤΟΡΩΝ


«Τι θα πει να είμαστε μέσα στην Εκκλησία; θα πει να μην αφήνουμε τη θρησκεία μας και την πίστη μας. Θα πει να έχουμε ανάμεσα μας αγάπη, εκείνη την αγάπη, που μας διδάσκει ο Χριστός. Θα πει να μην λείπουμε από τη θεία Λειτουργία, να εξομολογούμαστε και να κοινωνούμε. Η Εκκλησία είναι ο Χριστός και όποιος είναι μέσα στην Εκκλησία είναι με το Χριστό».


(Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Λόγος Παρακλήσεως, Κοζάνη 1967).

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017


Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 21 Μαϊου 2017, Κυριακή του Τυφλού. Ευαγγελιστής Ιωάννης κεφάλαιο θ’ στίχοι: 1-38.

 Κείμενο: Τω καιρώ εκείνω παράγων ο Ιησούς είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες; ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος η οί γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή; Απεκρίθη ο Ιησούς- ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ' ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ. Εμέ δε εργάζεσθαι τα έργα του πέμψαντός με έως ήμέρα εστίν έρχεται νύξ ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι. Όταν εν τω κόσμω, φως ειμί του κόσμου. Ταύτα ειπών έπτυσε χαμαί και εποίησε πηλόν εκ του πτύσματος, και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπεν αυτώ· ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ό ερμηνεύεται απεσταλμένος. Απήλθεν ούν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων. Οι ούν γείτονες και οι θεωρούντες αυτόν το πρότερον ότι τυφλός ην, έλεγον ούχ ούτος εστίν ο καθήμενος και προσαιτών; άλλοι έλεγον ότι ούτος εστίν άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. Εκείνος έλεγεν ότι εγώ ειμί. Έλεγον ούν αυτώ· πώς ανεώχθησάν σου οι οφθαλμοί; απεκριθη εκείνος και είπεν άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς πηλόν εποίησε και επέχρισε μου τους οφθαλμούς και είπέ μοι· υπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίψαι· απελθών δε και νιψάμενος ανέβλεψα. Είπον ούν αυτώ· που εστίν εκείνος; λέγει· ουκ οίδα. Άγουσιν αυτόν προς τους Φαρισαίους, τον ποτέ τυφλόν. Ην δε σάββατον ότε τον πηλόν εποίησεν ο Ιησούς και ανέωξεν αύτού τους οφθαλμούς. Πάλιν ούν ήρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πώς ανέβλεψεν. ο δε είπεν αυτοίς· πηλόν επέθηκέ μου επί τους οφθαλμούς, και ενιψάμην, και βλέπω. Έλεγον ούν εκ των Φαρισαίων τινές· ούτος ο άνθρωπος ουκ εστί παρά του Θεού, ότι το σάββατον ου τηρεί. Άλλοι έλεγον πώς δύναται άνθρωπος αμαρτωλός τοιαύτα σημεία ποιείν; και σχίσμα ην εν αυτοίς. Λέγουσι τω τυφλώ πάλιν συ τι λέγεις περί αυτού, ότι ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; ο δε είπεν ότι προφήτης εστίν. Ουκ επίστευσαν ούν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς λέγοντες· ούτος εστίν ο υιός υμών, όν υμείς λέγετε ότι τυφλός εγεννήθη; πώς ούν άρτι βλέπει; απεκρίθησαν δε αυτοίς οι γονείς αυτού και είπον οίδαμεν ότι ούτος εστίν ο υιός ημών και ότι τυφλός εγεννήθη. Πώς δε νυν βλέπει ουκ οίδαμεν αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, ότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· ήδη γαρ συνετέθειντο οι Ιουδαίοι ίνα, εάν τις αυτόν ομολογήση Χριστόν, αποσυνάγωγος γένηται. Δια τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. Εφώνησαν ούν εκ δευτέρου τον άνθρωπον ός ην τυφλός, και είπον αυτώ· δός δόξαν τω Θεώ· ημείς οίδαμεν ότι ο άνθρωπος ούτος αμαρτωλός εστίν. Απεκρίθη ούν εκείνος και είπεν ει αμαρτωλός εστίν ουκ οίδα· εν οίδα, ότι τυφλός ων άρτι βλέπω. Είπον δε αυτώ πάλιν τι εποίησέ σου; πώς ήνοιξέ σου τους οφθαλμούς; Άπεκρίθη αυτοίς· είπον υμίν ήδη, και ουκ ηκούσατε· τι πάλιν θέλετε ακούειν; μη και υμείς θέλετε αυτού μαθηταί γενέσθαι; ελοιδόρησαν αυτόν και είπον συ ει μαθητής εκείνου· ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί. Ημείς οίδαμεν ότι Μωυσή λελάληκεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν. Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπεν αυτοίς· εν γαρ τούτω θαυμαστόν εστίν, ότι υμείς ουκ οίδατε πόθεν εστί, και ανέωξέ μου τους οφθαλμούς. Οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ' εάν τις θεοσεβής ή και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει. Εκ του αιώνος ουκ ηκούσθη ότι ηνοιξέ τις οφθαλμούς τυφλού γεγεννημένου. Ει μη ην ούτος παρά Θεού, ουκ ηδύνατο ποιείν ουδέν. Απεκρίθησαν και είπον αυτώ· εν αμαρτίαις συ εγεννήθης όλος, και συ διδάσκεις ημάς; και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπεν αυτώ· συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; απεκρίθη εκείνος και είπε: και τίς εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Είπε δε αυτώ ο Ιησούς- και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος εστίν. ο δε έφη· πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτώ.

    Μετάφραση: 
 Εκείνο τον καιρό, καθώς περνούσε ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε τον ρώτησαν οι μαθητές του και του λέγουν διδάσκαλε, ποιός αμάρτησε, αυτός η οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός; Αποκρίθηκε ο Ιησούς· ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ' αυτόν τα έργα του Θεού. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα' έργα εκείνου που με έστειλε, ως που ακόμη είναι ημέρα· έρχεται νύχτα όπου κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όταν είμαι στον κόσμο, φως εί· μαι του κόσμου. Αφού είπε αυτά έφτυσε χάμω και με το σάλιο έκαμε λάσπη και έβαλε τη λάσπη πάνω στα μάτια του τυφλού και του είπε: πήγαινε να νιφτείς στη δεξαμενή του Σιλωάμ, που στα ελληνικά θέλει να πει «απεσταλμένος». Πήγε λοιπόν και νίφτηκε και ήλθε βλέποντας. Ο γειτόνοι του λοιπόν και εκείνοι που τον έβλεπαν και ήξεραν πως πρώτα ήταν τυφλός, έλεγαν αυτός δεν είναι που καθόταν και ζητιάνευε; Αλλοι έλεγαν πως αυτός είναι· άλλοι πως κάποιος όμοιος του· εκείνος έλεγε πως εγώ είμαι· του έλεγαν λοιπόν πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου; Αποκρίθηκε εκείνος και είπε· ένας άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκαμε λάσπη και έβαλε πάνω στα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν και νίφτηκα και είδα το φως μου. Του είπαν: που είναι εκείνος; Λέγει· δεν ξέρω. Παίρνουν τον άλλοτε τυφλό και τον πηγαίνουν στους Φαρισαίους. Ήταν δε Σάββατο όταν έκαμε τη λάσπη ο Ιησούς και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Ρωτούσαν λοιπόν πάλι οι Φαρισαίοι τον άλλοτε τυφλό, πώς είδε το φως του· και αυτός τους είπε· έβαλε λάσπη πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους· αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από το Θεό, γιατί δε φυλάει την αργία του Σαββάτου. Άλλοι έλεγαν πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαύματα; Έτσι χωρίστηκαν οι γνώμες μεταξύ τους. Λέγουν πάλι στον τυφλό. Συ τι λες γι' αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί τα δικά. σου μάτια άνοιξε. Και αυτός είπε πως; είναι προφήτης. Δεν πίστεψαν λοιπόν οι Ιουδαίοι γι' αυτόν πως ήταν τυφλός και είδε το φως του, μέχρι που φώναξαν τους γονείς του και τους ρώτησαν λέγοντας τους, αυτός είναι ο γιος σας, που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει; Τους αποκρίθηκαν οι γονείς του και είπαν ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε η ποιος του άνοιξε τα μάτια δεν ξέρουμε· ο ίδιος είναι σε ηλικία, τον ίδιο να ρωτήσετε ο ίδιος θα πει για τον εαυτό του. Αυτά είπαν οι γονείς ταυ, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους· γιατί είχαν κάνει κιόλας συμφωνία οι Ιουδαίοι, ώστε αν κανείς ομολογήσει το Χριστό, να τον διώξουν από τη Συναγωγή. Γι' αυτό οι γονείς του είπαν πως ο ίδιος έχει ηλικία, και να ρωτήσουν τον ίδιο. Για δεύτερη λοιπόν φορά φώναξαν τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν. Να δοξάζεις το Θεό· εμείς ξέρουμε πως αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός. Εκείνος απάντησε και είπε. Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. ένα ξέρω, πως πριν ήμουν τυφλός και εδώ και λίγη ώρα βλέπω. Του είπαν πάλι' και τι σου έκαμε; Με ποιο τρόπο σου άνοιξε τα μάτια; Εκείνος τους απάντησε: λίγο πριν σας είπα και δκν ακούσατε; τι πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθητές του; Εκείνοι γέλασαν μαζί του και είπαν εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, γι' αυτόν όμως εδώ δεν ξέρουμε από πού είναι. Ο άνθρωπος απάντησε και είπε· εσείς δεν ξέρετε από πού είναι και αυτό είναι περίεργο, και όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά ακούει εκείνους που τον σέβονται και κάνουν το θέλημα του. Από τότε που κτίστηκε ο κόσμος δεν ακούστηκε πως άνοιξε κανείς τα μάτια ενός ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε vm κάνει τίποτα τέτοιο, αν δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος από το Θεό. Του απάντησαν και είπαν εσύ είσαι βουτηγμένος μέσα στις αμαρτίες και τώρα διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω. Ο Ιησούς άκουσε πως τον έβγαλαν έξω και του είπε, όταν τον βρήκε· συ πιστεύεις στον υιό του Θεού; Εκείνος απάντησε και είπε· Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω; Ο δε Ιησούς του είπε· και τον είδες και αυτός που σου μιλεί αυτός είναι. Και είπε αυτός· πιστεύω, Κύριε, και τον προσκύνησε.

 Σχόλια: 
 ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ!
 «Εποίησε πηλόν…και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού» Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ Ιησούς Χριστός κατά την επίγεια ζωή του δεν ενδιαφέρθηκε μόνο για την ψυχή αλλά και για το σώμα του ανθρώπου. Και το ενδιαφέρον Του αυτό το έδειξε με πολλούς τρόπους, προπάντων όμως με τα θαύματα Του. Τα περισσότερα από τα θαύματα του Κυρίου ως σκοπό είχαν την ανακούφιση του σωματικού πόνου και την αποκατάσταση της υγείας του σώματος. Γιατί άραγε; Διότι και το σώμα μας – όχι μόνο η αθάνατη ψυχή μας - είναι δημιούργημα του Θεού. Άρα «καλόν λίαν», όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα (Γεν. 1,31). Διότι το σώμα του ανθρώπου είναι ναός και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. 6, 19 – 3, 16). Επιπλέον το σώμα μας είναι ο αξεχώριστος σύντροφος και ο μόνιμος συναγωνιστής της ψυχής στον αγώνα του αγιασμού και της θεώσεως. Γι’ αυτό, καθώς διδάσκει η Εκκλησία μας, δεν πρόκειται απλώς να αναστηθεί, αλλά αφθαρτισμένο θα συμμετάσχει και θα απολαύσει τη δόξα και την ευφροσύνη της θείας Βασιλείας. Μαζί με την ψυχή, με την οποία έζησε και αγωνίστηκε κατά τη διάρκεια της παρούσας ζωής. Έχει, λοιπόν, μεγάλη αξία το ανθρώπινο σώμα σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη. Κάθε επιμέρους όργανο, κάθε σωματική λειτουργία συνεργεί στη σωτηρία μας. Έτσι όλα τα όργανα του σώματος μας, η καλή τους κατάσταση και η φυσιολογική τους λειτουργία, αποκτούν μια ιδιαίτερη πνευματική σημασία. Αυτό συμπεραίνουμε και από τη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού έρχεται να εξάρει τη σημασία ενός σωματικού οργάνου, όπως είναι τα μάτια μας, και μιας λεπτότατης και καίριας αισθήσεως, όπως είναι η όραση μας. Δυο πολυτιμότατα όργανα ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ! Από τα δυο πολυτιμότερα όργανα του σώματος μας. Όχι απλώς διότι είναι «ωτίων πιστότερα», όπως έλεγαν οι αρχαίοι, αλλά διότι αποτελούν, όπως δίδαξε ο Κύριος, τους δυο λύχνους που φωτίζουν το ανθρώπινο σώμα. «Ο λύχνος του σώματος εστιν ο οφθαλμός» (Ματθ. 6,22). Και η όραση είναι η πιο καίρια και η πιο λεπτή από όλες τις αισθήσεις μας, «η βασιλικωτάτη των αισθήσεων» κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο Μ. Βασίλειος παρομοιάζει τα μάτια με δυο ασώματα χέρια με τα οποία ο άνθρωπος αγγίζει από πολύ μακριά αυτά που θέλει, αυτά που επιθυμεί. «Και ών ταις του σώματος χερσίν», συνεχίζει ο ίδιος διδάσκαλος, «άψασθαι επ’ εξουσίας ουκ έχει, ταύτα ταις των ομμάτων βολαίς περιπτύσσει». Τα μάτια μας αποτελούν μια τέλεια, μοναδική φωτογραφική μηχανή, που έχει τη δύναμη να εντυπώνει στους χώρους της μνήμης μας πλήθος εικόνων, προσώπων, πραγμάτων ή γεγονότων. Και όλοι γνωρίζουμε εκ πείρας πόσο βαθιά χαράζονται μέσα μας όσα συλλαμβάνουμε με τα μάτια μας. Κι αν ακόμη πολύ προσπαθήσουμε, μας είναι τρομερά δύσκολο ή και αδύνατο να εξαλείψουμε από την μνήμη μας ό,τι αποτύπωσαν τα μάτια μας. Η πνευματική σημασία της οράσεως Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΟΜΩΣ των ματιών και η αξία της λειτουργίας τους – της αισθήσεως δηλαδή της οράσεως – δεν είναι μόνο φυσική αλλά ηθική και πνευματική. Το πως και το τι βλέπουμε, επηρεάζει ιδιαίτερα την πνευματική μας ζωή. Τα μάτια μας, αν τα αφήσουμε αφύλακτα και ανεξέλεγκτα, εύκολα μεταβάλλονται σε δυο κλέφτες της αμαρτίας. Οι εικόνες που μεταφέρουν μέσα μας γεννούν στην καρδιά μας τις εμπαθείς επιθυμίες και μας εξωθούν αρχικά να αμαρτήσουμε με τη φαντασία, αργότερα δε και έμπρακτα. Μας το επισήμανε με πολλή σαφήνεια ο Κύριος: «Πας ο βλέπων γυναίκα εις το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. 5, 28). Ο άνθρωπος εύκολα αιχμαλωτίζεται από τα μάτια του. Και τα όσα εφάμαρτα βλέπει τον αναστατώνουν εσωτερικά και τον παρασύρουν στη δίνη των σαρκικών επιθυμιών. Ας θυμηθούμε το αξίωμα των αρχαίων «εκ του οράν τίκτεται το εράν». Αυτό που βλέπουμε με φιλήδονη περιέργεια εξάπτει την επιθυμία και παγιδεύει την καρδιά μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του προφητάνακτος Δαβίδ. Η θέα από το δώμα των ανακτόρων του της γυμνής Βηρσαβεέ που λουζόταν, τον παρέσυρε σε δυο φρικτά αμαρτήματα, τη μοιχεία και το φόνο (Β’ Βασιλ. 11,2). «Οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν» ΤΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΜΑΣ χρειάζεται; Να προσέχουμε τα μάτια μας. Να ελέγχουμε το πως και το τι βλέπουμε. Η όραση μας να είναι ορθή και άμεμπτη. «Οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν...», συνιστά ο σοφός Σολομών. Και προσθέτει λίγο πιο κάτω: «Μη σε νικήση κάλλους επιθυμία, μηδέ αγρευθής σοις οφθαλμοίς» (Παροιμ. 4, 25 – 6,25). Οφείλουμε να βλέπουμε τους άλλους με απλότητα. Χωρίς πονηρία και φιλήδονη περιέργεια. Είναι άραγε εύκολο κάτι τέτοιο; Όχι, διότι τα πάθη που φωλιάζουν στην καρδιά μας μάς εξωθούν να βλέπουμε τους άλλους με αμαρτωλή περιέργεια και εμπάθεια. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να παίρνουμε προφυλάξεις. Να μην αφηνόμαστε στο μολυσμό του χυδαίου θεάματος. Να μην πιάνουμε στα χέρια μας έντυπα γεμάτα ρυπαρότητα και πρόκληση. Να μην περιεργαζόμαστε πρόσωπα με αισχρές διαθέσεις. Η πείρα που απέκτησε ο προφήτης Δαβίδ μετά τη φοβερή πτώση του, τον έκανε να απευθύνεται συχνά στο Θεό και να παρακαλεί: «Απόστρεψον τους οφθαλμούς μου του μη ιδείν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118, 37). Την θερμή αυτή ικεσία ας απευθύνουμε κι εμείς προς τον Κύριο την ώρα που κινδυνεύουμε να αιχμαλωτιστούμε από τα μάτια μας. Ο εξαγιασμός της οράσεως ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ μόνο να προφυλάσσουμε τα μάτια μας από όλα εκείνα που μολύνουν την ψυχή και μας αιχμαλωτίζουν στην αμαρτία. Χρειάζεται και να τα εξαγιάζουμε. Η όραση μας όχι μόνο να μη θητεύει στα πάθη, αλλά να συνεργεί και στον εσωτερικό φωτισμό μας. Πως; Με ποιόν τρόπο; Πρώτον, με τη μελέτη του λόγου του Θεού. Ο λόγος του Θεού είναι το φως και η αλήθεια. Ο άνθρωπος που σκύβει στις αθάνατες σελίδες της Αγίας Γραφής αγιάζει τα μάτια του και φωτίζει τον εσωτερικό του κόσμο. Παύει να βλέπει μόνο φυσικά με τα σωματικά μάτια του κι αρχίζει να βλέπει με μια καινούργια, πνευματική αίσθηση, την όραση της ψυχής του. Τα μάτια μας δεν φωτίζονται πλέον μόνο από το υλικό φως του ήλιου αλλά και με το πνευματικό, που είναι ο Χριστός και η αλήθεια Του. Αυτό παρακαλούσε τον Θεό να του χαρίσεις ο Δαβίδ: «Αποκάλυψον τους οφθαλμούς μου και κατανοήσω τα θαυμάσια εκ του νόμου σου» (Ψαλμ. 118, 18). Δεύτερον, η όραση μας εξαγιάζεται από τη θέα της δημιουργίας. Ατενίζοντας ο άνθρωπος τα μεγαλειώδη δημιουργήματα του Θεού χαίρεται, αγιάζει την όραση του και ανάγεται στον Δημιουργό. Με τα μάτια της ψυχής του μπορεί να βλέπει πίσω από την ομορφιά και την αρμονία των κτισμάτων το άπειρο κάλλος και την τελειότητα του Θεού. Στον αγιασμό των ματιών μας συντελεί και η θέα των ιερών συμβόλων της λατρείας. Ο ναός, ο διάκοσμος του, οι ιερές εικόνες, το κάθε τι. Όλα επιδιώκουν τον εξαγιασμό των αισθήσεων μας. Να μας ανεβάσουν από την γη στον ουρανό. Να μας βοηθήσουν από τα αισθητά να αναχθούμε στα υπεραισθητά. Οφείλουμε να προσέχουμε ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ ΜΙΑΝ εποχή στην οποία δεσπόζει ο homo telespectator, ο άνθρωπος τηλεθεατής. Η εικόνα – και μάλιστα η ηλεκτρονική – έχει εισβάλει κυριαρχικά στη ζωή μας. Ο πολιτισμός μας χαρακτηρίζεται ως πολιτισμός του ματιού. Τα μάτια μας καθημερινά βομβαρδίζονται από κάθε λογής εικόνα. Και η πλημμυρίδα αυτή των εικόνων έχει πολλαπλασιάσει τους ηθικούς κινδύνους που διατρέχουμε όλοι, κυρίως όμως τα παιδιά και οι νέοι μας. Δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστούμε ότι τα μάτια μας σήμερα τρέφονται από το γυμνό, την ακολασταίνουσα σάρκα και το πολύμορφο έγκλημα. Και όλο αυτό το υλικό της σαπίλας και της διαφθοράς, που στις μέρες μας έγινε το πιο εμπορεύσιμο και κερδοφόρο είδος στην παγκόσμια αγορά, μας σερβίρεται κάτω από το αθώο όνομα της ψυχαγωγίας! Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση ο λόγος του Θεού και η εμπειρία της Εκκλησίας σήμερα μας προειδοποιεί: Προσοχή στα μάτια σας! Φυλάξτε τα μάτια σας καθαρά! Εξαγιάστε την όραση σας!

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017







Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας. Κατά Ιωάννην Ε. 1 – 15.


ΜΕΤΑ ταύτα ήν η εορτή των Ιουδαίων, και ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα. έστι δέ εν τοις Ιεροσολύμοις επι τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγομένη εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα. εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. άγγελος γάρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ, ο ούν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος, υγιής εγίνετο ώ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ήν δέ τις άνθρωπος εκεί τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ, θέλεις υγιής γενέσθαι? απεκρίθη αυτώ ο ασθενών, Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν. Εν ώ δέ έρχομαι εγώ, άλλος πρό εμού καταβαίνει. λέγει αυτώ ο Ιησούς, έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, και ήρε τον κράβαττον αυτού και περιεπάτει. ήν δέ σάββατον εν εκείνη τη ημέρα. έλεγον ούν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω, σάββατόν εστιν, ουκ έξεστί σοι άραι τον κράβαττον. απεκρίθη αυτοίς, ο ποιήσας με υγιή, εκείνός μοι είπεν, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. ηρώτησαν ούν αυτόν, τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει? ο δέ ιαθείς ουκ ήδει τίς εστιν, ο γάρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω. μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερώ και είπεν αυτώ, ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μή χείρόν σοί τι γένηται. απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστιν ο ποιήσας αυτόν υγιή.


Ερμηνευτική απόδοσις υπό Παναγιώτου Τρεμπέλα.

Μετά ταύτα ήτο η εορτή των Ιουδαίων, πιθανότατα η εορτή των Πουρίμ, πού συνέπιπτεν ένα περίπου μήνα προ του Πάσχα. και κατά την εορτήν αυτήν, ανέβη ο Ιη¬σούς εις τα Ιεροσόλυμα.Υπάρχει δε εις τα Ιεροσόλυμα πλησίον της προβατικής πύ¬λης του τείχους της πόλεως, κάποια λίμνη, εις την οποίαν εκολυμβούσαν, και η οποία εϊχεν ως πρόσθετον όνομα εις την Εβραϊκήν γλώσσαν Βηθεσδά. Είχε δε τριγύρω της η κολυμβήθρα αυτή πέντε θολωτά υπόστεγα.εις αυτά τα θολωτά υπόστεγα ευρίσκοντο ξαπλωμένοι πλή¬θος πολύ αρρώστων, τυφλών, κουτσών, ανθρώπων με κάποιο μέλος πιασμένον και αναίσθητον ή ατροφικόν, και όλοι αυτοί επερίμεναν να κινηθή το νερό της κολυμβήθρας.Επερίμεναν δε την κίνησιν του νερού, διότι άγγελος κατέβαινεν από καιρού εις καιρόν εις την κολυμβήθραν και ετάρασσε το νερό. Εκείνος λοιπόν, πού θα έμβαινε πρώτος εις αυ¬τήν μετά την ταραχήν του νερού, εγίνετο υγιής, από οποιονδή¬ποτε νόσημα και αν κατείχετο.Υπήρχε δε εκεί μεταξύ του πλήθους των ασθενών και κάποιος άνθρωπος, πού ήτο άρρωστος επί τριάκοντα και οκτώ χρόνια.Αυτόν τον ασθενή όταν τον είδε ο Ιησούς να είναι ξαπλωμέ¬νος κάτω, και με το θεϊον του βλέμμα διέκρινεν, ότι από πολύν καιρόν είχε την ασθένειάν του, είπε προς αυτόν. Θέλεις να γίνης υγιής; Δια της ερωτήσεως δε ταύτης ο Κύριος έδιδεν αφορμήν εις τον παραλυτικόν να ζητήση την βοήθειάν του.Πράγματι δε ο ασθενής απεκρίθη εις αυτόν. Κύριε, δεν έχω άνθρωπον να με ρίψη εις την κολυμβήθραν, αμέσως όταν ταραχθή το νερό. Ενώ δε προσπαθώ να έλθω εγώ, προλαμβάνει άλλος και καταβαίνει αυτός προτήτερα από εμέ.Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς. Σήκω επάνω, πάρε το κρεββάτι σου εις τον ώμον σου και περιπάτει.και αμέσως έγινεν υγιής ο άνθρωπος, και επήρε το κρεββάτι του και επεριπάτει ελεύθερα. Ήτο όμως Σάββατον κατ’ εκείνην την ημέραν.Ως εκ τούτου λοιπόν έλεγαν οι πρόκριτοι Ιουδαίοι εις τον ιατρευμένον. Σήμερον είναι Σάββατον. Δεν σου επιτρέπεται να σηκώσης και να μεταφέρης το κρεββάτι.Απεκρίθη εις αυτούς. Εκείνος, που με έκαμεν υγιή, δια θαύματος και θείας δυνάμεως, αυτός μου εϊπε. Πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει.Κατόπιν λοιπόν της απαντήσεως αυτής, τον ηρώτησαν εκεί¬νοι, Ποίος είναι ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος σου είπε. Πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;ο θεραπευθείς όμως παράλυτος δεν ήξευρε, ποίος είναι ¬διότι ο Ιησούς απεμακρύνθη και εξηφανίσθη. Ήτο δε εύκολον να εξαφανισθή, διότι υπήρχε πολύς λαός εις τον τόπον, πού έγινε το θαύμα.Ύστερα από κάμποσον καιρόν ηδρεν αυτόν ο Ιησούς εις το Ιερόν, και του εϊπεν. Ιδού τώρα έχεις γίνει υγιής. Πρόσεξε λοιπόν να μην αμαρτάνης πλέον, δια να μη σου συμβή τίποτε χειρότερον από την ασθένειάν πού εϊχες, και η οποία σου συν¬έβη εξ αμαρτιών σου. Πρόσεξε μήπως και εις συμφοράν του σώματος χειροτέραν εμπέσης, συγχρόνως δε και την ψυχήν σου μετά του σώματος χάσης.Έφυγε τότε ο άνθρωπος από το ιερόν, και αφού συνήντησε τους Ιουδαίους, ανήγγειλεν εις αυτούς, ότι αυτός, πού με έκαμεν υγιή, εϊναι ο Ιησούς.


Ψυχική παραλυσία.
ΑΚΟύΣΑΤΕ, αγαπητοί αδελφοί, το ιερό και άγιο ευαγγέλιο; Η σημερινή ευαγγελική περικοπή περιέχει ένα θαύμα του Κυρίου. Αλλά για να καταλάβουμε καλύτερατο θαύμα αυτό, πρέπει να γίνει ατομικό, να το κάνουμε προσωπικό, να το μεταφέρουμε στον εαυτό μας. Πρέπει δηλαδή να επαναληφθεί και σ’ εμάς. Πώς θα γίνειαυτό; Για να επαναληφθεί το θαύμα, πρέπει η δύναμις του Χριστού να ενεργήσει επάνω μας. Τότε δεν θα χρειάζεσαι άλλη βεβαίωση για να πιστεύεις. Θα έχειςακράδαντη βεβαιότητα. Μεγαλύτερη απόδειξης της δυνάμεως του Χριστού θα είσαι συ ο ίδιος.
Τι λέει, λοιπόν, το Ιερό Ευαγγέλιο; Στα Ιεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη, την πύλη δηλαδή άπ’ όπου περνούσαν τα πρόβατα πού επρόκειτο να θυσιαστούνστο ναό, υπήρχε μία δεξαμενή πού λεγόταν Βηθεσδά. Το νερό αυτής της δεξαμενής είχε μία θαυματουργική ιδιότητα. Τι ιδιότητα; Κατά αραιά χρονικά διαστήματα,κατέβαινε εκεί άγγελος Κυρίου και τάραζε το νερό. Τότε το νερό αποκτούσε, προσωρινώς, Ιαματική Ιδιότητα. Αυτό διαρκούσε πολύ λίγο’ αμέσωςκατόπιν το νερό επανερχόταν στην προηγουμένη φυσική κατάσταση, ήταν πάλι απλό νερό όπως όλων των άλλων πηγών. Όποιος λοιπόν αμέσως μετά την κάθοδο τουαγγέλου, προλάβαινε να πέση πρώτος μέσα στο ταραγμένο νερό, γινόταν υγιής, οποιαδήποτε και αν ήτο η ασθένεια από την οποία έπασχε. Αυτό έδινε ελπίδα σε όλους όσοι είχαν απελπισθεί από τους γιατρούς. Έτσι γύρω από το χείλος της κολυμβήθρας, ήταν συγκεντρωμένο ένα πλήθος ασθενών, που έμεναν εκεί ξαπλωμένοι σε κρεβάτια ή φορεία. Είτε κρύο έκανε Είτε ζέστη, όλοι αυτοί οι ταλαίπωροι άνθρωποι δεν απομακρύνονταν από ‘κει. Για να προστατεύονται δε από τη βροχή και τον ήλιο, είχαν χτιστή γύρω άπ’ τη δεξαμενή πέντε στοές, πέντε υπόστεγα, όπου παρέμεναν οι ασθενείς και όσοι τους συνόδευαν.
Ανάμεσα στο πλήθος των ασθενών, που περίμεναν να βρουν τη θεραπεία τους, ήταν και ένας παράλυτος. Γιατρειά δεν είδε από άνθρωπο. Αλλ’ ούτε και στη θαυματουργόκολυμβήθρα τόσον καιρό είχε βρει τη θεραπεία του. Τριάντα-οχτώ χρόνια περίμενε εκεί με υπομονή. Στο μακρό αυτό διάστημα πολλούς συνασθενείς είδε να πέφτουνστο ταραγμένο νερό, να βγαίνουν και να φεύγουν για τα σπίτια τους θεραπευμένοι. Αυτός λόγω της παθήσεως του, δεν ήταν ευκίνητος. Πάντα κάποιος άλλος τονπρολάβαινε. Ήταν μόνος και αβοήθητος. Έτσι το μαρτύριο του συνεχιζόταν. Μετά από τόσα χρόνια αποτυχιών, Τι ελπίδα υπήρχε πλέον; Μάλλον έπρεπε να το πάρει απόφαση, ότι εκεί θα τον βρει ο θάνατος, και τότε από την κολυμβήθρα, θα μετακομίση στο κοιμητήριο. Κι αντί να μπει στο ιαματικό νερό, θα τον βάλουν στο μαύρο χώμα. Εν τούτοις εξακολουθούσε να ελπίζει, να υπομένει, να παραμένει εκεί. Σαν κάποιον να περίμενε! Κάποιο μυστήριο έκρυβε ή ταλαιπωρία του.
Και ήρθε επί τέλους ή στιγμή να λυθεί το δράμα του, και να φωτιστή το μυστήριο. Μετά από αγόγγυστη υπομονή τόσων ετών, ήρθε κοντά του ο μέγας ιατρός, τοάριστο φάρμακο, και τότε βραβεύθηκε η αρετή του. Ήρθε κοντά του ο Χριστός, ο παντοδύναμος και πάνσοφος ευεργέτης, του είπε ένα μόνο λόγο, και μ’ εκείνοτο λόγο ο παράλυτος αμέσως έγινε καλά. Μέγα το θαύμα! Ένας ζωντανός νεκρός στάθηκε όρθιος, και αυτός πού δε μπορούσε να σηκώση ούτε ένα κουτάλι, πήρε δύναμηκαι σήκωσε ολόκληρο κρεβάτι.Ο παραλυτικός αυτός έμεινε εκεί τόσα χρόνια, για να γίνη διδάσκαλος μας. Τριάντα οχτώ χρόνια δε ‘γόγγυσε, ούτε βλαστήμησε όπως θα έκαναν άλλοι πού, όχιτόσο αλλά πολύ λιγότερο χρόνο έχουν στο κρεβάτι, και τα Βάζουν με το Θεό. ο παραλυτικός είναι παράδειγμα υπομονής. Για αυτό ήρθε κοντά του όχι άνθρωπος,αλλά ο ίδιος ο Χριστός, διότι τον σπλαχνίστηκε.
Έπειτα ο παραλυτικός αυτός, όταν γιατρεύτηκε, δεν πήγε στο σπιτάκι του, αλλά που πήγε; Στό ναό. Και όχιμόνο αυτό, αλλά έγινε και ιεροκήρυκας, σαλπιγκτής των θαυμάτων του Κυρίου.Αλλά τώρα δεν θέλω να μιλήσω για τον παραλυτικό του ευαγγελίου. Θέλω να μιλήσω για τους σημερινούς παραλύτους.
—Μα υπάρχουν και σήμερα παράλυτοι;Υπάρχουν. και δεν εννοώ μόνο τους σωματικώς παραλύτους. Εννοώ κυρίως τους ψυχικώς παραλύτους. Αυτοί είναι περισσότερο αξιολύπητοι. Διότι πάνω από τη σωματικήασθένεια υπάρχει ή ψυχική ασθένεια, και πάνω από τη σωματική παραλυσία υπάρχει η ψυχική παραλυσία.Τι είναι ψυχική παραλυσία; Μπορούμε να πούμε, ότι είναι η πλέον συχνή και η πλέον διαδεδομένη νόσος. Από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω; Μερικές φωτογραφίεςτων σημερινών ψυχικώς παραλύτων θα σας παρουσιάσω, και θα τελειώσω.
Πρώτο παράδειγμα. ο παράλυτος πού ιάτρευσε ο Κύριος τριανταοχτώ χρόνια είχε να πάει στο ναό του Θεού. Πήγε μικρό παιδί, και ξαναπήγε τώρα, μετά τη θεραπείατου, με άσπρα πλέον τα μαλλιά. Αλλ’ εκείνος δικαιολογείται, ήταν ασθενής, δεν είχε πόδια, και παρέμενε ακίνητος εκεί παρά το χείλος της κολυμβήθρας. Οισημερινοί όμως ψυχικώς παράλυτοι, ενώ σωματικώς είναι υγιέστατοι και κινούνται και τρέχουν δεξιά κι αριστερά, όμως έχουν σαράντα και πενήντα χρόνια να πατήσουν το πόδι τους στο σπίτι του Θεού. Ήρθαν νήπια, όταν τους έφερε η μάνα να βαπτισθούν, και θα έρθουν άλλη μια φορά, όταν σηκωτούς θα τους φέρουν να τους κηδεύσουν. Στην εκκλησία τώρα δεν έρχονται. Αλλού πηγαίνουν ευχαρίστως. Πες τους για κινηματογράφο, πες τους για θέατρο, να δεις πώς τρέχουν. Λησμονούν το Θεό, που μας δίνει όλα τα αγαθά, και την υγεία και την αρτιμέλεια, και δεν έρχονται να του πουν ένα ευχαριστώ. Λησμονούν, ότι τα πόδια μας δόθηκαν για το Χριστό και όχι για το διάβολο.
Θέλετε άλλο παράδειγμα ψυχικώς παραλύτου; Οι προηγούμενοι έχουν παράλυτα τα πόδια, αυτοί έχουν παράλυτα τα χέρια για το Θεό. Πέστε λ.χ. στον άλλο, το φιλάργυροκαι ιδιοτελή, να ελεήσει. Αδύνατον. Αυτός, όταν πρόκειται να δώσει κάτι σε φτωχό, αισθάνεται παράλυτο το χέρι. Τον παραλύει ο δαίμων της φιλαργυρίας. Προτιμότερονα του κόψουν το χέρι, παρά να δώσει μια δραχμή. Ή πέστε στο δειλό και κρυπτοχριστιανό να ομολογήσει την πίστη του όταν χτυπά η καμπάνα η όταν περνά έξωαπό μια εκκλησία. Ντρέπεται, φοβάται και τον ίσκιο του, και σταυρό δεν κάνει. “Ε, σας ερωτώ• αυτοί δεν έχουν τα χέρια τους παράλυτα; Λησμονούν, ότι ταχέρια δόθηκαν για να βοηθούν τον πλησίον, να ελεούν, να εργάζονται το αγαθό, και όχι να μουντζώνουν και να πληγώνουν. Λησμονούν, ότι τα χέρια δόθηκαν γιανα ομολογούν την πίστη, για να δοξάζουν το Θεό, και όχι να τον αρνούνται με την δειλία, την ιδιοτέλεια και τις τόσες άνομες πράξεις, και απρεπείς χειρονομίες.τα χέρια δόθηκαν για να εργάζονται τις θείες εντολές, και όχι να τις καταργούν, Είτε κλέβοντας, Είτε παλαμίζοντας το ιερό Ευαγγέλιο με τους όρκους.
Άλλο ένα παράδειγμα ψυχικώς παραλύτων. είναι αυτοί που έχουν παράλυτη τη γλώσσα. η γλώσσα του ανθρώπου είναι τέλειο όργανο. Όχι μόνο ως μέλος και όργανοτου σώματος, αλλά και ως μέσο επικοινωνίας. Λένε, ότι ανατομικός, ο ουραγκοτάγκος έχει καλύτερη γλώσσα από τον άνθρωπο. Αλλά Τι να την κάνης; η γλώσσα τουδέν μπορεί ν’ αρθρώση λέξη. Ενώ ο άνθρωπος με τη γλώσσα του ομιλεί, συνεννοείται, εκφράζει τα συναισθήματα και τίς σκέψεις του. Πόσα λόγια λέει την ημέρα;100, 300, 500, 1.000, 2.000, 10.000, 20.000, 30.000 λέξεις. Ψάχνω όμως μέσα στις τόσες αυτές λέξεις, να βρω διαμάντι, και δέ’ βρίσκω. Χαλίκια και κοπριά.Ακούγονται βλαστήμιες, αισχρολογίες, βωμολοχίες, λόγια βρωμερά, - μόνο λόγια του Θεού δεν ακούγονται. Γιατί, άνθρωπε, ο Θεός σου έδωσε τη γλώσσα; Σου τηνέδωσε να τον δοξολογείς, να διαλαλείς τα θαύματα του, να λες τον καλό λόγο στον πλησίον σου. Όταν εσύ τη χρησιμοποιείς για το διάβολο, δεν είσαι παράλυτοςστο καλό;
Αδελφοί μου, πριν τελειώσω, συνιστώ• Γόνατα και πόδια παραλελυμένα, ανορθωθείτε (πρ6λ. η σ. 35,3). Χέρια νεκρά και καρδιές παγωμένες, θερμανθείτε. Γλώσσεςκαι στόματα, καθαριστείτε, πάρτε φωνή, αινείτε τον Κύριον πέστε «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. αμήν»(Φιλ.2,η και θ. Λευίτ.).


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία η οποία έγινε στον ιερό Ναό Τριών Ιεραρχών Πετραλώνων – Αθηνών την 30-04-1961. καταγραφή και διόρθωση 22-05-2005.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΗΡΥΓΜΑ του επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου
ΠΗΓΗ http://www.pigizois.net


Υμνολογική εκλογή.

Κοντάκιον Ήχος γ’Η Παρθένος σήμερον
Τήν ψυχήν μου Κύριε, εν αμαρτίαις παντοίαις, καί ατόποις πράξεσι, δεινώς παραλελυμένην, έγειρον τή θεϊκή σου επιστασία, ως περ καί τόν Παράλυτον, ήγειρας πάλαι, ίνα κράζω σεσωσμένος, Οικτίρμον δόξα, Χριστέ, τώ κράτει σου.


Απόδοση.
Κύριε, την ψυχή μου που είναι φοβερά παράλιτη από κάθε είδους αμαρτία και άτοπες ππράξεις, σήκωσέ την με τη θεική Σου δύναμη, όπως τότε σήκωσες τον παράλυτο, για να Σου φωνάζω σωσμένος: Κύριε, που είσαι γεμάτος συμπάθεια και οικτιρμούς για τον άνθρωπο, δόξα στη δύνα μη Σου.
Ο Οίκος


Ο χειρί σου δρακί περικρατών τά πέρατα, Ιησού ο Θεός, ο τώ Πατρί συνάναρχος, καί Πνεύματι αγίω συνδεσπόζων απάντων, σαρκί εφάνης, νόσους ιώμενος, καί πάθη απήλασας, τυφλούς εφώτισας, καί τόν Παράλυτον λόγω θεϊκώ σύ εξανέστησας, περιπατείν αθρόως προστάξας, καί τήν βαστάσασαν αυτόν κλίνην επί τών ώμων άραι’ όθεν πάντες σύν τούτω ανυμνούμεν καί εκβοώμεν, Οικτίρμον δόξα, Χριστέ τώ κράτει σου.


Απόδοση.
Κύριε, Εσύ που μέσα στην παλάμη Σου χωράς και κρατάς τα πέρατα του κόσμου, Εσύ που είσαι μαζί με τον Θεό Πατέρα Σου συνάναρχός, και κυβερνάς τα παντα μαζί με το Πανάγιό Σου Πνεύμα, φανερώθηκες στον κόσμο με ανθρώπινο σώμα, και θεράπευες τις ασθένειες των ανθρώπων, και τους απήλλασσες από τα πάθη,έδωκες το φως στους τυφλούς, ενώ τον παράλυτομε τον θεικό Σου λόγο σήκωσες από το κρεβάτι του, και τον διέταξες να περπατά χωρίς καμία δυσκολία, σηκώνοντας στους ώμους του το κρεβάτι, που τόσα χρόνια τον βάσταζε. Γι’ αυτό όλοι μαζί με τον παράλυτο φωνάζουμε: Δόξα σε Σένα, Κύριε, που είσαι γεμάτος οικτιρμούς για μας τους ανθρώπους.


Συναξάριον
Τή αυτή ημέρα, Κυριακή τετάρτη από τού Πάσχα, τού Παραλύτου μνείαν ποιούμεθα, καί ως εικός τό τοιούτον εορτάζομεν θαύμα.
Κατά αυτή την ημέρα, δηλαδή την τέταρτη Κυριακή από το Πάσχα, ενθυμούμαστε τον παράλυτο, και όπως είναι φυσικό το σχετικό με αυτόν εορτάζουμε θαύμα.
Στίχοι
• Τό ρήμα Χριστού σφίγμα τώ παρειμένω.• Ούτως ίαμα τούτο ρήμα καί μόνον.
Ο λόγος του Χριστού ήταν για τον παράλυτο η σύσφιξη του σώμάτός του.Ετσι ο λόγος του Χρισττού μόνος, είναι θεραπεία.
Τώ απείρω ελέει σου, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
Με το άπειρο έλεός Σου, χρις΄τέ ο Θεός, ελέηςε και σώσε μας.Αμήν.


Εξαποστειλάριον τού Παραλύτου Γυναίκες ακουτίσθητε.


Επέστη ο φιλάνθρωπος, καί πανοικτίρμων Κύριος, Προβατική κολυμβήθρα, τού θεραπεύσαι τάς νόσους, εύρε δέ κατακείμενον, άνθρωπον πλείστοις έτεσι, καί πρός αυτόν εβόησεν, Άρον τόν κράββατον, ίθι, πρός τάς οδούς τάς ευθείας.


Απόδοση.
Εφθασε ο φιλάνθρωπος και γεμάτος οικτιρμούς Κύριος στην Προβατική κολυμβήθρα, για να θεραπεύσει τις ασθένειες. Εκεί συνάντησε έναν άνθρωπο, που βρισκόταν ξαπλωμένος επί πολλά χρονια, και του είπε: Σήκωσε το κρεβάτι σου και να προχωρείς πλέον στους σωστούς και ευθείς δρόμους και όχι στην αμαρτία.


Δόξα, των αίνων. Ήχος πλ. Δ
Κύριε, τόν Παράλυτον ουχ η κολυμβήθρα εθεράπευσεν, αλλ’ ο σός λόγος ανεκαίνισε, καί ουδέ η πολυχρόνιος αυτώ ενεπόδισε νόσος, ότι τής φωνής σου οξυτέρα η ενέργεια εδείχθη, καί τό δυσβάστακτον βάρος απέρριψε, καί τό φορτίον τής κλίνης εβάστασεν, εις μαρτύριον τού πλήθους τών οικτιρμών σου, δόξα σοι.


Απόδοση.
Κύριε, τον παράλυτο δεν τον εθεράπευσε η προβατική κολυμβήθρα, αλλά ο δικός Σου λόγος τον έκανε καινουριο στη σκέψη και στη ζωή του. Και η πολυχρόνια ασθένειά του δεν τον εμπόδισε, γιατί αποδείχθηκε μεγαλύτερη η ενέργεια της φωνής Σου, και απομάκρυνε το δυσβάστακτο βάρος της αρρώστιας και σήκωσε το κρεβάτι του, για να είναι ζωντανή μαρτυρία των πολλών Σου οικτιρμών. Δόξα σε Σένα, Κύριε

.
Στιχηρόν του εσπερινού… Ήχος α’
Ο τή παλάμη τή αχράντω πλαστουργήσας τόν άνθρωπον, ήλθες εύσπλαγχνε, τούς νοσούντας ιάσασθαι Χριστέ, τόν Παράλυτον εν τή Προβατική κολυμβήθρα, διά τού λόγου σου ανέστησας, Αιμόρρου δέ τό άλγος εθεράπευσας, τής Χαναναίας τήν παίδα ενοχλουμένην ήλέησας, καί τήν αίτησιν τού Εκατοντάρχου ου παρείδες, Διά τούτο κράζομεν, Παντοδύναμε Κύριε, δόξα σοι.


Απόδοση.
Κύριε, Εσύ που με την άχραντη παλάμη Σου έπλασες τον άνθρωπο, ήλθες, εύσπλαχνε, να θεραπεύσεις τους ασθενείς. Τον παράλυτο στην προβατική κολυμβήθρα με τον λόγο Σου μόνο τον εθεράπευσες σηκώνοντάς τον όρθιο, την αιμοροούσα την εθεράπευσες από την αρρώστια της, και την κόρη της Χαναναίας, που βασανιζόταν από το δαιμονιο, συμπόνεσες και έσωσες ενώ την παράκληση του εκατοντάρχου για τον δούλο του δεν την παρέβλεψες. Γι’ αυτό Σου κράζουμε: Παντοδύναμε, Κύριε, δόξα σε Σένα.


Απόδοση, Ιωάννης Τρίτος.