To Eυαγγέλιο της Κυριακής 20 Νοεμβρίου 2011.
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. ιβ', στίχοι 16-21).
Η παραβολή του άφρονα πλούσιου.
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ' ΛΟΥΚΑ (Λουκά κεφ. ιβ', στίχοι 16-21).
Η παραβολή του άφρονα πλούσιου.
Κείμενο:
Είπεν ο Κύριος την παραβολήν ταύτην· ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν ή χώρα· Και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου; και είπε· τούτο ποιήσω· καθελώ μου τάς αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, Και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. Είπε δε αυτώ ό Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δ’· ητοίμασας τίνι έσται; ούτως ό θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών. Ταύτα λέγων εφώνει· ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω».
Μετάφραση:
Τους είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Ενός ανθρώπου πλούσιου έφεραν τα χωράφια του μεγάλη σοδειά' και σκεφτόταν μέσα του λέγοντας· Τι πρέπει να κάνω, γιατί δεν έχω πού να μαζέψω τους καρπούς μου; Και είπε: αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και στη θέση τους θα χτίσω μεγαλύτερες και εκεί θα μαζέψω όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου και θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή, έχεις μαζέψει πολλά αγαθά, που σου φτάνουν για πολλά χρόνια. Αναπαύου, λοιπόν, τρώγε, πίνε, καλοπερνά. Ο Θεός όμως του είπε· «Ανόητε, αυτή τη νύχτα σου ζητούν ξαφνικά την ψυχή σου. Όσα λοιπόν ετοίμασες, σε ποιον θα ανήκουν τώρα;». Αυτά παθαίνει εκείνος που θησαυρίζει μόνο για τον εαυτό του και δε φροντίζει να πλουτίζει όπως ο Θεός θέλει. Και λέγοντας αυτά τόνιζε: όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.
Σχόλια:
Η ΑΦΡΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ.
«Άφρον. Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου
απαιτούσιν από σου. Ά δε ητοίμασες τίνι έσται;»
ΠΑΘΟΣ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΟ, αρρώστια από τις πιο επικίνδυνες για τον άνθρωπο είναι η πλεονεξία. Ο απόστολος Παύλος την ονομάζει «ειδωλολατρεία» (Κολ. 3, 5) και τη θεωρεί «ρίζα πάντων των κακών» (Α’ Τιμ. 6, 10). Και ο Κύριος για να προφυλάξει τις ψυχές μας από το φοβερό τούτο πάθος διηγήθηκε την παραβολή που ακούσαμε σήμερα.
Αφορμή γι’ αυτό π’ηρε από τη διαφωνία δυο αδελφών, η οποία ανέκυψε όταν κάθισαν να μοιραστούν την πατρική κληρονομιά. Ο ένας από τους δυο απευθύνθηκε στο Χριστό ζητώντας την παρέμβαση Του. «Διδάσκαλε, ειπέ τω αδελφώ μου μερίσασθαι την κληρονομίαν μετ’ εμού». Ο Κύριος αρνήθηκε να αναμιχθεί σ’ ένα τέτοιο ζήτημα, ξένο προς την αποστολή Του: «Άνθρωπε, ποιος με διόρισε δικαστή ή μοιραστή σας, για να επιλύσω εγώ τη διαφορά σας;». βλέποντας όμως ότι κι εκείνος που αδικιόταν ήταν ένοχος, αφού δεν ήθελε να συμβιβαστεί, είπε: «Οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας. Ότι ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού εστιν εκ των υπαρχόντων αυτού». Δηλαδή, προσέχετε και να προφυλάγεστε από κάθε είδος πλεονεξίας, διότι η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περισσά πλούτη, ούτε τα υπάρχοντα του τού εξασφαλίζουν μακροζωΐα και ευχάριστη ζωή». Και για να δείξει ακριβώς τις κακές συνέπειες της πλεονεξίας, διηγήθηκε την παραβολή του άφρονος πλουσίου.
Άφρονα – άμυαλο καιασύνετο δηλαδή – ονομάζει ο Κύριος τον πλούσιο της παραβολής. Γιατί όμως; Που βρίσκεται η αφροσύνη του; Τριπλή μας παρουσιάζεται η αφροσύνη του σημερινού πλουσίου. Πρώτον,
διότι λησμόνησε τον Θεό.
ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΟΝ ! Δεν πιστεύει στον Θεό. Δεν αισθάνεται την παρουσία Του. Δεν ζητά την βοήθεια Του. Πιστεύει μόνο στα αγαθά του, στα πλούτη του και τα υπάρχοντα του. Πιστεύει στον εαυτό του, στις ικανότητες και την καπατσοσύνη του.
Αγνοώντας τον Θεό, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα αγαθά του και μόνο. Τι θα τα κάνει. Πως θα τα συγκεντρώσει. Που θα τα αποθηκεύσει. Από την ψυχή του απουσιάζει και η παραμικρή μεταφυσική αναζήτηση. Μένει αδιάφορος και ψυχρός για οποιοδήποτε πνευματικό θέμα. Τα μάτια του έπαψαν να υψώνονται στον ουρανό. Τα χείλη του δεν κινούνται ποτέ για να ψελλίσουν δυο λόγια προσευχής. Θεός του έγινε ο πλούτος, τα υλικά αγαθά του. Αυτά εξουσιπάζουν την καρδιά του. Προσηλώθηκε σ’ αυτά με πάθος. Έγινε ένας στυγνός υλιστής.
Ακόμη αδυνατεί να τα δει και σαν δώρα του Θεού. Ότι Εκείνος έδωσε τις ευνοϊκές συνθήκες. Εκείνος τον ήλιο. Εκείνος τη βροχή. Κι έτσι καρποφόρησε πλούσια η γη του. Τίποτε από όλα αυτά δεν σκέφτεται και γι’ αυτό στα χείλη του δεν βλέπουμε ίχνος ευχαριστίας κι ευγνωμοσύνης. Ίσως μάλιστα, αν κάποιος τολμούσε να του πει κάτι τέτοιο, να τον ειρωνευόταν και να τον περιγελούσε.
Αλλά μήπως κα ισήμερα δεν συμβαίνει το ίδιο; Πόσοι και πόσοι μέσα στην αφροσύνη του πλούτου, όταν υπάρχει, ή της ακόρεστης δίψας του, όταν δεν τον έχουμε, δεν λησμονούμε τον Θεό; Δεν πιστεύουμε μόνο σε όσα βλέπουν τα μάτια μας;δεν αιχμαλωτίζεται στην ύλη η καρδιά μας; Δεν λησμονούμε τα καθήκοντα μας προς τον Κύριο; Δεν θολώνει η σκέψη μας από οικονομικούς υπολογισμούς και τα σχέδια που συνεχώς καταστρώνουμε, έστι ώστε στο νου και την καρδιά μας να μη μένει χώρος για Εκείνον; Δεν ξεχνάμε το «ευχαριστώ» και το «Δόξα σοι, Κύριε», την έκφραση δηλαδή της ευγνωμοσύνης μας για τα όσα με τόση αγάπη και απλοχεριά μας χαρίζει; Να γιατί ο απόστολος Παύλοε γράφει στον μαθητή Τιμόθεο: «Τοις πλουσίοις εν τω νυν αιώνι παράγγελλε μη υψηλοφρονείν, μηδέ ηλπικέναι επί πλούτου αδηλότητι, αλλ’ εν τω Θεώ τω ζώντι τω παρέχοντι ημίν πάντα πλουσίως εις απόλαυσιν» (Α’ Τιμ. 6, 17). Άφρονας ο πλούσιος, δεύτερον,
διότι λησμόνησε τον συνάνθρωπο του.
ΕΔΩ Η ΑΦΡΟΣΥΝΗ του είναι μεγαλύτερη. Για τον Θεό ίσως μπορούσε να δικαιολογηθεί. Δεν τον έβλεπε. Αμφέβαλλε αν υπάρχει. Για τον συνάνθρωπο του, όμως; Για τον διπλανό του; Δεν έβλεπε τόσους φτωχούς και πεινασμένους να στέκονται έξω από τις αποθήκες του; Δεν άκουγε το θρήνο τόσων χηρών, το κλάμα των ορφανών, τα βογγητά των πονεμένων και των αρρώστων; Δυστυχώς όχι! Το πρόβλημα που τον πιέζει, που τον κάνει να αγωνιά, που του αφαιρεί τον ύπνο, έιναι: «Τι ποιήσω, ότι ουκ έχω πού συνάξω τους καρπούς μου;». και όταν θα συλλάβει την ιδέα επεκτάσεως των αποθηκών του, θα απορροφηθεί ολότελα από τη μέριμνα να μεταβάλλει σε πραγματικότητα τους σχεδιασμούς του.
Τι δεν θα μπορούσε να κάνει ο πλούσιος της παραβολής! Πόσα δεν θα μπορούσε να προσφέρει! Το πάθος της πλεονεξίας όμως τον έιχε κυριεύσει. Τον έκανε σκληρό, άπληστο, ατομιστή, πραγματικό καρκίνωμα της κοινωνίας.
Και το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να ομολογήσουμε πως δεν είναι καθόλου ξένο και στη δική μας εποχή. Και σήμερα κυκλοφορούν ανάμεσα μας άνθρωποι που διαθέτουν αμύθητο πλούτο, άφθονα υλικά αγαθά, αλλά καρδιά σκληρή, φτωχή σε αισθήματα αγάπης, άδεια από καλοσύνη και συμπόνοια. Μέσα τους θρονιάζει η πλεονεξία και η απληστία. Και βλέπουν τους άλλους σαν εργαλεία διαμέσου των οποίων επιδιώκουν να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα τους. Καταπιέζουν, εκμεταλλεύονται, αδικούν, παρανομούν, φοροδιαφεύγουν. Και όλα αυτά με μοναδικό σκοπό τον ατομικό πλουτισμό τους. Έτσι δικαιώνεται ο λόγος του σοφού Σωκράτη: «Ο των φιλαργύρων πλούτος ώσπερ ο ήλιος καταδύς εις την γην ουδένα των ζώντων ευφραίνει».
Άφρονας ο πλούτος, τρίτον,
διότι λησμόνησε και τον ίδιο τον εαυτό του.
ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ παραλογισμό στον οποίο τον οδήγησε η πλεονεξία του, ξέχασε ότι ο άνθρωπος δεν έχει σκοπό να τρώει και να πίνει. Τρώει και πίνει για να συντηρείται και να πραγματοποιεί τους ιερούς σκοπούς που έθεσε στη ζωή του ο Δημιουργός. Εξαιτίας του παχυλού υλισμού του λησμόνησε ακόμη ότι η ψυχή έχει υπόσταση πνευματική. Και ότι δεν μπορούν τα υλικά πράγματα να την θρέψουν και να την ευχαριστήσουν. Είναι τόσο παράλογη η αυτοπεποίθηση του, ώστε να νομίζει ότι εξουσιάζει και τον χρόνο. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύσου, φάγε, πίες, ευφραίνου»! Ξεχνά πόσο σύντομη είναι η ζωή. Πόσο γρήγορα κυλά ο χρόνος. Δεν σκέπτεται την αναπόφευκτη πραγματικότητα του θανάτου. Και τότε ακριβώς ακούγεται η φωνή της θείας δικαιοσύνης: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου. Ά δε ητοίμασας, τίνι έσται;». Ώρα φοβερή! Στιγμή αληθινά τραγική! Τέλος αξιοθρήνητο!
Αλλά και πόσοι από μας πόσοι και πόσοι δεν ολισθαίνουμε στον παραλογισμό τούτον του πλουσίου της παραβολής; Για πόσους ανθρώπους το νόημα της ζωής δεν βρίσκεται στο στομάχι; Στο «τι θα φάνε, τι θα πιούν και πως θα διασκεδάσουν»; Κηρύσσουμε σε ανυπαρξία την ψυχή, σκοτώνουμε τη συνείδηση μας και παραδινόμαστε στο σφιχταγκάλιασμα της ύλης και της φθοράς! Ας μας φωνάζει ο Θεός: «Τι γαρ ωφελεί άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθεί;» (Ματθ. 16, 26). Είναι τόσος ο παραλογισμός, η αφροσύνη, που ξεχνούμε πόσο πρόσκαιρη, πόσο μάταιη, πόσο απατηλή είναι η επίγεια ζωή. Και ξεγελιόμαστε σε τέτοιο βαθμό που λησμονούμε κι αυτήν την πραγματικότητα του θανάτου! Το ότι δηλαδή θα έλθει οπωσδήποτε ο θάνατος, και μάλιστα με τρόπο αιφνίδιο και αναπάντεχο.
* * *
«Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ και μη εις Θεόν πλουτών». Με τα λόγια αυτά, αδελφοί μου, επισφραγίζει ο Κύριος την παραβολή Του. Δηλαδή, αυτό θα είναι το τέλος και εκείνου που θησαυρίζει για τον εαυτό του, για να απολαμβάνει αυτός και μόνο εγωιστικά τα αγαθά της γης, και δεν πλουτίζει σε πνευματικούς θησαυρούς, έργα αγάπης, στα οποία ευαρεστείται ο Θεός.
Πέρα από τη θεωρία του μείζονος κέρδους και τη μανία της καταναλώσεως, υπάρχει το πνεύμα και οι δικές του ανάγκες. Πέρα από τα επίγεια αγαθά υπάρχει και ο πλούτος του ουρανού. Πέρα από την ευμάρεια, τον κορεσμό του στομάχου και την μέθη των αισθήσεων υπάρχει και η ζωή του Χριστού. Πέρα από τον εαυτό μας υπάρχουν οι άλλοι, παιδιά κι αυτοί του Θεού, αδέλφια μας.
Ο πλούσιος της σημερινής παραβολής, μέσα στην αφροσύνη της πλεονεξίας του, όλα αυτά τα αντιπαρήλθε. Τα λησμόνησε. Άραγε εμείς τι κάνουμε; Μήπως τον ακολουθούμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου